Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Διαζύγιο. Συναινετικό διαζύγιο. Προϋποθέσεις έκδοσης. Προσβολή της οριστικής απόφασης με ένδικα μέσα είναι επιτρεπτή μόνο για τυχόν ελαττώματα της δήλωσης βούλησης (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 2512/2003).

Περίληψη: Διαζύγιο συναινετικό. Ελαττώματα δήλωσης βούλησης. Διαζύγιο συναινετικό. Προϋποθέσεις έκδοσης, διατύπωση όρου κατά τη δήλωση συναίνεσης για το διαζύγιο αίρει τη συναίνεση. Μετά την έκδοση οριστικής απόφασης, δεν μπορεί να γίνει μονομερώς ανάκληση της συμφωνίας των συζύγων για τη λύση του γάμου. Προσβολή της οριστικής απόφασης με ένδικα μέσα είναι επιτρεπτή μόνο για τυχόν ελαττώματα της δήλωσης βούλησης, π.χ. για ουσιώδη πλάνη. Η δήλωση βούλησης δεν είναι ελαττωματική όταν οφείλεται σε πλάνη που αφορά αποκλειστικά τα παραγωγικά της αίτια.

[...] Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1441 ΑΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 του ν. 1329/1983, όταν οι σύζυγοι συμφωνούν για το διαζύγιο, μπορούν να το ζητήσουν με κοινή αίτησή τους που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (συναινετικό διαζύγιο). Για να εκδοθεί συναινετικό διαζύγιο, πρέπει ο γάμος να έχει διαρκέσει τουλάχιστον ένα χρόνο πριν από την κατάθεση της αιτήσεως και η συμφωνία των συζύγων να δηλωθεί στο δικαστήριο αυτοπροσώπως ή με ειδικό πληρεξούσιο, σε δύο συνεδριάσεις που να απέχουν μεταξύ τους έξι τουλάχιστον μήνες. Το ειδικό πληρεξούσιο πρέπει να έχει δοθεί μέσα στον τελευταίο μήνα πριν από την κάθε συνεδρίαση. Εφόσον από την πρώτη συνεδρίαση πέρασαν δύο χρόνια, η δήλωση της συμφωνίας παύει να ισχύει. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να εκδώσει απόφαση περί λύσεως του γάμου διά συναινετικού διαζυγίου, αρκείται στις σχετικές δηλώσεις των συζύγων ότι επιθυμούν τη λύση του, χωρίς να ερευνά τους ουσιαστικούς λόγους που τους οδήγησαν στην απόφαση να λύσουν το γάμο τους. Διατύπωση όρου κατά τη δήλωση της συναινέσεως ή εξάρτηση αυτής από άλλη συναπτομένη ή μη συμφωνία περί διαφόρων θεμάτων δεν επιτρέπεται, δοθέντος ότι, αν τεθεί τέτοιος όρος, θεωρείται ότι αίρει τη συναίνεση (ΕφΛαρ 565/2000, αδημ. στο νομ. τύπο, ΕφΛαρ 648/1987 ΝοΒ 36.582). Επειδή όμως ο γάμος είναι θεσμός, για τον οποίο ενδιαφέρεται η δημόσια τάξη, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι σύζυγοι κατόπιν σοβαράς και ηρέμου σκέψεως αποφάσισαν τη λύση του, ο νόμος απαιτεί οι δηλώσεις αυτών να γίνουν δύο φορές σε δύο συνεδριάσεις του Δικαστηρίου, που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έξι μήνες, διάστημα που κρίνεται ικανό για να σκεφθούν οι σύζυγοι αν πρέπει να εμμείνουν στην πρώτη δήλωση, ή να αναθεωρήσουν την απόφασή τους για τη λύση του γάμου τους. Μετά την έκδοση της οριστικής αποφάσεως, ανάκληση της συμφωνίας των συζύγων για τη λύση του γάμου δεν μπορεί να γίνει μονομερώς, γιατί αυτό θα ήταν αντίθετο με το όλο σύστημα του συναινετικού διαζυγίου, κατά το οποίο, με την έρευνα των ως άνω τυπικών και ουσιαστικών στοιχείων διαπιστώνεται από το Δικαστήριο η σταθερότητα και η σοβαρότητα της αποφάσεως των συζύγων για τη λύση του γάμου τους. Αν κάτι τέτοιο ήταν δυνατό, θα έμενε χωρίς νόημα η υποχρέωση των συζύγων να δηλώσουν τη βούλησή τους σε δύο συνεδριάσεις του Δικαστηρίου, που απέχουν μεταξύ τους έξι τουλάχιστον μήνες. Προσβολή της οριστικής αποφάσεως με ένδικα μέσα, τέλος, είναι επιτρεπτή μόνο για τυχόν ελαττώματα της δηλώσεως βουλήσεως (βλ. ΑΠ 1666/1997 ΕλλΔνη 39.1290, ΕφΘεσ 990/1989 Αρμ ΜΓ' 351, ΕφΑθ 10273/1984 ΝοΒ 33.475, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, στο άρθρο 1441 παρ. 72-77). Τέτοιο ελάττωμα υπάρχει, κατά τη διάταξη του άρθρου 140 ΑΚ, και όταν η δήλωση της βουλήσεως προκλήθηκε από ουσιώδη πλάνη (ΕφΘεσ 1959/1989 Αρμ ΜΓ' 536). Στην περίπτωση αυτήν ο πλανηθείς σύζυγος δικαιούται να προσβάλει την περί διαζυγίου απόφαση με το ένδικο μέσο της εφέσεως και να ζητήσει την εξαφάνισή της (ΕφΘεσ 2413/1990 Αρμ ΜΕ' 769, Βαθρακοκοίλη, Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο, Β' έκδοση 2000, στο άρθρο 1441, παρ. 23, σελ. 511^ πρβλ. και ΑΠ 123/1998 ΕλλΔνη 39.825). Η δήλωση βουλήσεως ωστόσο δεν είναι ελαττωματική, όταν οφείλεται σε πλάνη που αφορά αποκλειστικά στα παραγωγικά της αίτια (Εφ Θεσ 1959/1989 ό.π.).

Στην προκείμενη περίπτωση ο εκκαλών, με το μοναδικό λόγο της ενδίκου εφέσεώς του, διατείνεται ότι η ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου δηλωθείσα βούληση αυτού περί λύσεως του μετά της εφεσιβλήτου γάμου του είναι ελαττωματική, ήτοι είναι προϊόν πλάνης, γιατί δήλωσε την πρόθεσή του να λυθεί συναινετικά ο γάμος του, με την προϋπόθεση ρύθμισης μέχρι την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου των "υπαρχόντων προσωπικών και περιουσιακών ζητημάτων, που η εφεσίβλητη αθέτησε και αδιαφόρησε". Το περιστατικό αυτό, και αληθές υποτιθέμενο, δεν στοιχειοθετεί την επικαλούμενη από τον εκκαλούντα πλάνη, ως αιτία της δηλωθείσας συναινέσεώς του στη λύση του γάμου του με την εφεσίβλητο, αφού αφορά συμφωνία περί της μελλούσης συμπεριφοράς της εφεσιβλήτου, η οποία όμως δεν μπορεί ν' αποτελέσει όρο στη δήλωση της βουλήσεως, την οποία καθ' εαυτήν ερευνά το Δικαστήριο, χωρίς, όπως λέχθηκε, να υπεισέρχεται στα παραγωγικά αίτια, βάσει των οποίων σχηματίσθηκε η βούληση αυτή. Η επικαλούμενη λοιπόν παραβίαση της άνω συμφωνίας εκ μέρους της εφεσιβλήτου δεν επηρεάζει τη δηλωθείσα βούληση του εκκαλούντος για τη λύση του γάμου του και επομένως, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδεικνύεται ελάττωμα της βουλήσεως του εκκαλούντος, τέτοιο που, κατά τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη, να μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση της εφέσεως, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του εκκαλούντος και ο ως άνω μοναδικός λόγος της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέοι. Πρέπει, μετά ταύτα, η κρινόμενη έφεση να γίνει μεν τυπικά δεκτή, αφού νομότυπα και εμπρόθεσμα ασκήθηκε από πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον (ΑΠ 806/1994 ΕΕΝ 1995.529, ΑΠ 1684/1988 ΕλλΔνη 32.956), ν' απορριφθεί όμως κατ' ουσίαν και να καταδικασθεί ο εκκαλών, ο οποίος ηττάται, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρα 179, 183 Κ ΠολΔ).

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.