Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Πλειστηριασμός. Κατάταξη απαιτήσεων (Μονομελές Εφετείο Πειραιά, αριθμός απόφασης 43/2013).

Διατάξεις: άρθρα 975-977, 979 παρ.2, 1007 ΚΠολΔ, 31 Ν 1545/1985 , 1289 ΑΚ

Περίληψη: Σε περίπτωση πλειστηριασμού πράγματος, αν συντρέχουν απαιτήσεις που απολαμβάνουν των γενικών προνομίων του άρθρου 975 ΚΠολΔ με απαιτήσεις που είναι ασφαλισμένες με υποθήκη ή ενέχυρο, τότε, σε περίπτωση επάρκειας του πλειστηριάσματος, ικανοποιούνται πρώτα οι προνομιακές απαιτήσεις και μετά οι ασφαλισμένες με ενέχυρο ή υποθήκη. Εάν το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί, τότε μετά την κατάταξη των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι οποίες κατατάσσονται προ πάσης διαιρέσεως του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, ικανοποιούνται οι λοιπές προνομιακές απαιτήσεις έως του 1/3 του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές, τα δε 2/3 αυτού διατίθενται για την ικανοποίηση ενυπόθηκων ή ενεχυρούχων δανειστών. Στις δε ενυπόθηκες απαιτήσεις που απολαμβάνουν ειδικού προνομίου, περιλαμβάνονται και οι κατ’ άρθρο 1289 ΑΚ τόκοι ενός έτους πριν από την κατάσχεση, καθώς και οι μετά την κατάσχεση εωσότου ο πίνακας καταστεί αμετάκλητος, με την προϋπόθεση ότι το ποσό των τόκων, αθροιζόμενο με το κεφάλαιο της απαίτησης, καλύπτεται από το αναφερόμενο στην εγγραφή ποσό, διαφορετικά δεν επεκτείνεται.

[…] Ι. Η υπό κρίση από 20.7.2011 έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ’ αριθμ. 4531/8.10.2008 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία με τις παρεκκλίσεις των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι εντός τριετίας από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού δεν έγινε επίδοση αυτής. Επομένως είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων που τη θεμελιώνουν (άρθρ. 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Από τη διάταξη του άρθρου 979 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής κατά του πίνακα κατατάξεως έχει όποιος αμφισβητεί την ύπαρξη της απαιτήσεως εκείνου κατά του οποίου στρέφει την ανακοπή του, ή προβάλλει ότι προηγείται του τελευταίου και επιδιώκει την αποβολή του και την κατάταξη στη θέση του. Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή περιορίζεται μέσα στα όρια του αιτήματος αυτής και ερευνά την προσβαλλόμενη απαίτηση και την κατάταξη του καθού η ανακοπή, εφόσον δε η διαδικασία της κατάταξης είναι ενιαία, όχι όμως και αδιαίρετη, η ισχύς και το δεδικασμένο της αποφάσεως περιορίζεται μεταξύ των διαδίκων και δεν επιδρά στους μη μετασχόντες στη δίκη άλλους δανειστές (ΑΠ 1/2000 ΕΕΝ 2001,490). Εξ άλλου από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 975, 976, 977 και 1007 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση πλειστηριασμού κινητού η ακινήτου πράγματος, αν συντρέχουν απαιτήσεις που απολαμβάνουν των γενικών προνομίων του άρθρου 975 με απαιτήσεις που είναι ασφαλισμένες δι’ υποθήκης ή ενεχύρου (ήτοι αυτές του άρθρου 976 αριθμ. 2 ΚΠολΔ), τότε, σε περίπτωση μεν επάρκειας του πλειστηριάσματος, ικανοποιούνται κατά πρώτον οι προνομιακές απαιτήσεις και ακολούθως οι ασφαλισμένες δι’ ενεχύρου ή υποθήκης. Αν όμως το πλειστηρίασμα δεν επαρκεί, τότε μετά την κατάταξη των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας (του άρθρου 975 αριθ. 3), οι οποίες, συμφώνως προς τη διάταξη του άρθρου 31 του Ν 1545/1985 , κατατάσσονται προ πάσης διαιρέσεως του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατ’ άρθρ. 977 ΚΠολΔ, ικανοποιούνται οι λοιπές προνομιακές απαιτήσεις του άρθρου 975 ΚΠολΔ έως του 1/3 του ποσού του πλειστηριάσματος που πρέπει να διανεμηθεί στους πιστωτές (ήτοι του απομένοντος μετά την κατάταξη των απαιτήσεων από την παροχή εξαρτημένης εργασίας), τα δε 2/3 αυτού διατίθενται δια την ικανοποίηση των ενυποθήκων ή ενεχυρούχων δανειστών (ΕφΛαρ 6/2001 Δικογρ 2001,59). Στις δε ενυπόθηκες απαιτήσεις που απολαμβάνουν ειδικού προνομίου περιλαμβάνονται και οι κατ’ άρθρο 1289 ΑΚ τόκοι ενός έτους πριν από την κατάσχεση, καθώς και οι μετά την κατάσχεση ωσότου ο πίνακας καταστεί αμετάκλητος, με την προϋπόθεση ότι το ποσό των τόκων, αθροιζόμενο με το κεφάλαιο της απαιτήσεως, καλύπτεται από το αναφερόμενο στην εγγραφή ποσό, διαφορετικά δεν επεκτείνεται ( Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος) , ΚΠολΔ Ι (2000) 1007 αρ. 3).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 2.3.2006 ανακοπή του το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο εξέθεσε ότι με επίσπευση της καθής και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς στις 17.4.2002, έναντι πλειστηριάσματος 675.000 ευρώ, ένα ακίνητο στη θέση *** της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Πειραιώς, που ανήκε στην καθής η εκτέλεση ανώνυμη εταιρία «*** Α.Ε.» και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. ***/2002 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Πειραιώς ***. Ότι στον εν λόγω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν μεταξύ άλλων νομίμως για προνομιακές απαιτήσεις τους: στις 19.4.2002 η καθής τραπεζική εταιρία για το ποσό του 1.074.361,98 ευρώ, για το οποίο αυτή είχε εγγράψει υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, στις 12.1.1998 η τραπεζική εταιρία *** για το ποσό των 167.237,25 δολλαρίων ΗΠΑ, για το οποίο αυτή είχε εγγράψει υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, στις 8.1.2001 ο *** για το ποσό των 33.488,65 ευρώ για απαιτήσεις από παροχή εργασίας, στις 23.4.2002 ο *** για το ποσό των 11.300,65 ευρώ επίσης για απαιτήσεις από παροχή εργασίας, στις 29.4.2002 με ενιαίο δικόγραφο αναγγελίας άλλα 120 φυσικά πρόσωπα για τις καθέκαστον απαιτήσεις τους, προερχόμενες από την παροχή εξαρτημένης εργασίας στην καθής η εκτέλεση, στις 25.4.2002 η ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς για το ποσό των 4.057.573,76 ευρώ, στις 13.6.2000 το Ε΄ Τελωνείο Πειραιώς για το ποσό των 3.083,04 πλέον τελών εκπρόθεσμης καταβολής και στις 15.4.2002 το Β΄ Τελωνείο Οινοπνευματωδών και Καπνικών Πειραιώς για το ποσό των 26.334,10 ευρώ. Πλην όμως, επειδή δεν επαρκούσε το πλειστηρίασμα για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, συντάχθηκε από τον άνω συμβ/φο ο υπ’ αριθμ. ***/2002 πίνακας κατατάξεως δανειστών. Ότι με τον πίνακα αυτόν ο υπάλληλος αυτός του πλειστηριασμού, αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα την αμοιβή του ίδιου με την ανωτέρω ιδιότητά του, στη συνέχεια κατέταξε συμμέτρως στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος (671.651,92 ευρώ) αφενός οριστικά την επισπεύδουσα για τα έξοδα εκτελέσεως (4.333,73 ευρώ) και τυχαία (υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών τους) τους αναγγελθέντες για απαιτήσεις από παροχή εργασίας και δη τον *** για το ποσό των 8.375,79 ευρώ, τον *** για το ποσό των 12.698,12 ευρώ και τους λοιπούς 120 εργαζόμενους για τα καθέκαστον ποσά που αναφέρονται στον πίνακα. Ότι τον πίνακα αυτόν προσέβαλαν με χωριστές ανακοπές τόσο το ήδη ανακόπτον Ελλ. Δημόσιο όσο και οι δύο ανωτέρω αναγγελθείσες τραπεζικές εταιρίες. Ότι επί της ανακοπής του [και ήδη] ανακόπτοντος εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4373/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ότι πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας και να αποβληθούν μεν οι 4ος έως και 126ος των καθών η ανακοπή και να καταταγούν προνομιακά μεν και τυχαία ο *** για ποσό 4.996,91 ευρώ και ο *** για ποσό 4.846,67 ευρώ, προνομιακά δε το ανακόπτον για ποσό 657.475,91 ευρώ. Μετά από εφέσεις κατά της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 882/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία μεταρρυθμίστηκε ο πίνακας ως προς την κατάταξη του ***, τον οποίο κατέταξε οριστικά για το ποσό των 4.996,91 ευρώ. Ότι περαιτέρω επί άλλης ανακοπής της εταιρίας *** Α.Ε., που δεν συνεκδικάστηκε με την προηγούμενη, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4441/2003 απόφαση του άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου μετ’ έφεση δε η υπ’ αριθμ. 667/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε καθ’ όμοιο τρόπο ότι μετά την αποβολή εργαζομένων η ανακόπτουσα πρέπει να καταταγεί προνομιακά στο ποσό των 586.940,57 ευρώ. Ότι μετά την έκδοση των δύο πιο πάνω αποφάσεων (4373/2003 και 4441/2003) ο εν λόγω υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη στην ανακοπτόμενη υπ’ αριθμ. ***/2006 πράξη τροποποίησης του πιο πάνω πίνακα κατάταξης. Με αυτήν, αφού διαπιστώνεται ότι από το αρχικό πλειστηρίασμα των 675.000 ευρώ καταβλήθηκαν σε δικαιούχους ορισμένα ποσά, ο υπάλληλος αυτός διαίρεσε το υπόλοιπο (657.475,21 ευρώ) σε 1/3 και 2/3 και στο μεν 1/3, ποσού 218.876 ευρώ, κατέταξε το ανακόπτον Ελλ. Δημόσιο στα δε 2/3, ποσού 437.752,01 ευρώ, κατέταξε την καθής η ανακοπή. Ισχυρίστηκε λοιπόν το ανακόπτον ότι η κατάταξη αυτή της καθής σε ολόκληρο το ποσό από το οποίο αποβλήθηκαν άλλοι δανειστές [και όχι μόνο στο ποσό των 586.940,97 ευρώ, που κρίθηκε δικαστικά ότι πρέπει αυτή να καταταγεί] είναι εσφαλμένη και ότι θα έπρεπε να καταταγεί αυτό (Ελλ. Δημόσιο) στη διαφορά αυτών των ποσών, δηλ. στο ποσό των 70.535,34 ευρώ. Ζήτησε δε μετά ταύτα να μεταρρυθμιστεί ο διορθωτικός αυτός πίνακας, έτσι ώστε να καταταγεί στο 1/3 του ποσού των 586.940,57 ευρώ καθώς και στο ποσό των 70.535,34 ευρώ, αποβαλλομένης της καθής από αυτό.

Με το περιεχόμενο και το αίτημα αυτό η ανακοπή αυτή παραδεκτά εισήχθη στο πρωτόδικο Δικαστήριο και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις και σ’ αυτή του άρθρου 1269 ΑΚ, εσφαλμένα δε το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε ως μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι το δεδικασμένο που απέρρεε από τις δύο αποφάσεις [επί των ανακοπών που δεν συνεκδικάστηκαν] ανέπτυσσε ισχύ μόνο μεταξύ των διαδίκων της αντίστοιχης δίκης και συνεπώς δεν μπορούσε να γίνει εκ νέου αντιπαραβολή των απαιτήσεων και νέα κατάταξη. Θα πρέπει λοιπόν, κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της εφέσεως του εκκαλούντος, να γίνει δεκτή η έφεση ως κατ’ ουσία βάσιμη και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να εξετασθεί η εν λόγω ανακοπή από ουσιαστική άποψη. ΙΙΙ. Από το σύνολο των μετ’ επικλήσεως προσκομιζομένων εγγράφων αποδεικνύεται ότι με επίσπευση της καθής και ήδη εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικώς στις 17.4.2002, έναντι πλειστηριάσματος 675.000 ευρώ, ένα ακίνητο στη θέση *** της κτηματικής περιφέρειας του δήμου Πειραιώς, που ανήκε στην καθής η εκτέλεση ανώνυμη εταιρεία *** Α.Ε. και συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. ***/2002 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού του συμβολαιογράφου Πειραιώς ***. Στον εν λόγω πλειστηριασμό αναγγέλθηκαν μεταξύ άλλων νομίμως για προνομιακές απαιτήσεις τους: στις 19.4.2002 η καθής τραπεζική εταιρία για το ποσό του 1.074.361,98 ευρώ, για το οποίο αυτή είχε εγγράψει αρχικά προσημείωση υποθήκης επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου για ποσό 200.000.000 δραχμών που τράπηκε σε υποθήκη στις 9.10.2000 (βλ. το υπ’ αριθμ. 11226/2000 πιστοποιητικό του αρμόδιου υποθηκοφύλακα), στις 12.1.1998 η τραπεζική εταιρία *** για το ποσό των 167.237,25 δολλαρίων ΗΠΑ, για το οποίο αυτή είχε εγγράψει υποθήκη επί του εκπλειστηριασθέντος ακινήτου, στις 8.1.2001 ο *** για το ποσό των 33.488,65 ευρώ για απαιτήσεις από παροχή εργασίας, στις 23.4.2002 ο *** για το ποσό των 11.300,65 ευρώ επίσης για απαιτήσεις από παροχή εργασίας, στις 29.4.2002 με ενιαίο δικόγραφο αναγγελίας άλλα 120 φυσικά πρόσωπα για τις καθέκαστον απαιτήσεις τους, προερχόμενες από την παροχή εξαρτημένης εργασίας στην καθής η εκτέλεση, στις 25.4.2002 η ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιώς για το ποσό των 4.057.573,76 ευρώ, στις 13.6.2000 το Ε΄ Τελωνείο Πειραιώς για το ποσό των 3.083,04 πλέον τελών εκπρόθεσμης καταβολής και στις 15.4.2002 το Β΄ Τελωνείο Οινοπνευματωδών και Καπνικών Πειραιώς για το ποσό των 26.334,10 ευρώ. Πλην όμως, επειδή δεν επαρκούσε το πλειστηρίασμα για την ικανοποίηση της επισπεύδουσας και των αναγγελθέντων δανειστών, συντάχθηκε από τον άνω συμβ/φο ο υπ’ αριθμ. ***/2002 πίνακας κατατάξεως δανειστών. Με τον πίνακα αυτόν ο υπάλληλος αυτός του πλειστηριασμού, αφού αφαίρεσε από το πλειστηρίασμα την αμοιβή του ίδιου με την ανωτέρω ιδιότητά του, στη συνέχεια κατέταξε συμμέτρως στο υπόλοιπο του πλειστηριάσματος (671.651,92 ευρώ) αφενός οριστικά την επισπεύδουσα για τα έξοδα εκτελέσεως (4.333,73 ευρώ) και τυχαία (υπό την αίρεση τελεσιδικίας των απαιτήσεών τους) τους αναγγελθέντες για απαιτήσεις από παροχή εργασίας και δη τον *** για το ποσό των 8.375,79 ευρώ, τον *** για το ποσό των 12.698,12 ευρώ και τους λοιπούς 120 εργαζόμενους για τα καθ’ έκαστον ποσά που αναφέρονται στον πίνακα. Όμως μετά την άσκηση ανακοπής εκ μέρους του και νυν ανακόπτοντος κατά του εν λόγω πίνακα εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4373/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία κρίθηκε ότι πρέπει να μεταρρυθμιστεί ο ανωτέρω πίνακας και να αποβληθούν μεν οι 4ος έως και 126ος των καθών η ανακοπή και να καταταγούν προνομιακά μεν και τυχαία ο *** για ποσό 4.996,91 ευρώ και ο *** για ποσό 4.846,67 ευρώ, προνομιακά δε το ανακόπτον για ποσό 657.475,91 ευρώ. Μετά από εφέσεις κατά της αποφάσεως αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 882/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία μεταρρυθμίστηκε ο πίνακας μόνο ως προς την κατάταξη του ***, τον οποίο κατέταξε οριστικά για το ποσό των 4.996,91 ευρώ. Εξάλλου επί άλλης ανακοπής της εταιρίας *** Α.Ε., που δεν συνεκδικάστηκε με την προηγούμενη, εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 4441/2003 απόφαση του άνω πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, μετ’ έφεση δε η υπ’ αριθμ. 667/2005 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με τις οποίες κρίθηκε καθ’ όμοιο τρόπο ότι μετά την αποβολή εργαζομένων η ανακόπτουσα πρέπει να καταταγεί προνομιακά στο ποσό των 586.940,57 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί δηλ. σ’ αυτό των 200.000.000 δραχμών. Μετά την έκδοση των δύο πιο πάνω αποφάσεων (4373/2003 και 4441/2003) ο εν λόγω υπάλληλος του πλειστηριασμού προέβη στην ανακοπτόμενη υπ’ αριθμ. ***/2006 πράξη τροποποίησης του πιο πάνω πίνακα κατάταξης. Με αυτήν, αφού διαπιστώνεται ότι από το αρχικό πλειστηρίασμα των 675.000 ευρώ είχαν αφαιρεθεί από τον ανωτέρω υπάλληλο τα έξοδα του πλειστηριασμού (ποσού 3.348,08 ευρώ), τα προκαταβληθέντα έξοδα εκτελέσεως (ποσού 4.333,73 ευρώ) και τα δικαιούμενα από τους *** και *** ποσά (4.846,07 ευρώ και 4.996,91 ευρώ, αντιστοίχως), δηλ. συνολικά ποσό 17.524,79 ευρώ, απέμεινε προς διανομή πλειστηρίασμα ποσού 657.475,21 ευρώ. Ο εν λόγω υπάλληλος, αφού περαιτέρω αφαίρεσε τα τέλη και αμοιβή για τη σύνταξη της πράξεως αυτής, τα έξοδα για την πρόσκληση δανειστών και για τις κοινοποιήσεις αυτής (292,20 + 295 + 260 ευρώ, αντίστοιχα και συνολικά 847,20 ευρώ), διαίρεσε το νέο υπόλοιπο (657.475,21 - 847,20 = 656.628,01 ευρώ) σε 1/3 και 2/3 και στο μεν 1/3, ποσού 218.876 ευρώ, κατέταξε το ανακόπτον Ελλ. Δημόσιο στα δε 2/3, ποσού 437.752,01 ευρώ, κατέταξε την καθής η ανακοπή. Πλην όμως εσφαλμένα τέθηκε ως βάση το ποσό των 656.628,01 ευρώ, προκειμένου να διαιρεθεί περαιτέρω σε 1/3 και 2/3, αφού η εγγραφή της υποθήκης εκ μέρους της καθ’ ης η ανακοπή είχε γίνει για ποσό 586.940,57 ευρώ [δηλ. στο αντίστοιχο των 200.000.000 δραχμών], για το οποίο και ήταν εμπραγμάτως ασφαλισμένη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1269 ΑΚ. Άλλωστε γι’ αυτό και μόνο το ποσό είχε κριθεί (βλ. την υπ’ αριθμ. 667/2005 απόφαση) ότι έπρεπε να καταταγεί προνομιακά. Θα έπρεπε δηλ. επί της διαφοράς μεν που απελευθερώνεται (656.628,01 – 586.940,57 = 69.687,44 ευρώ) να καταταγεί το ανακόπτον για τις προνομιακές του απαιτήσεις και εν συνεχεία το ποσό των 586.940,57 ευρώ να διαιρεθεί σε 1/3 και 2/3 και στο μεν 1/3 (586.940,57 : 3 = 195.646,86 ευρώ) να καταταγεί και πάλι το ανακόπτον, η δε καθής στα 2/3 αυτού, ποσού (586.940,57 x 2/3 =) 391.293,71 ευρώ. […]

[Δέχεται την έφεση.]

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.