Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού. Απόρριψη της αγωγής επειδή δεν αποδείχθηκε ότι οι σχέσεις μεταξύ των συζύγων έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά εξαιτίας της συζύγου, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον σύζυγο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 6436/2005).

[...] Ο ενάγων με την υπό κρίση από 20-11-2003 αγωγή του ζητεί να λυθεί ο γάμος του με την εναγομένη, για το λόγο ότι οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εναγομένης, ώστε βασίμως η εξακολούθηση της έγγαμης συμβιώσεως να είναι αφόρητη γι΄ αυτόν. Η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 18 αριθ. 1, 22 και 39 Κ.Πολ.Δ), κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών (άρθρο 592 επ. Κ.Πολ.Δ.), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 εδ. α΄ ΑΚ. Επομένως. Πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων Σ. Μ. και Σ. Μ. (ενός από κάθε πλευρά αντίστοιχα), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο, οι οποίες (καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου, λαμβανομένης υπόψη και της νομίμως γενομένης, έπειτα από προηγούμενη κλήτευση του ενάγοντος-αντιδίκου από την εναγομένη (βλ. την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ΄ αριθ. 8164Γ΄/12-10-2004 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Ν. Π., που αφορά την επίδοση της από 12-10-2004 κλήσεως της εναγομένης προς τον καθού η κλήση-ενάγοντα), υπ΄ αριθ. 3633/14-10-2004 ένορκης βεβαιώσεως της μάρτυρος της εναγομένης Ε. Δ. ενώπιον της συμβολαιογράφου Καλλιθέας (με έδρα την Νέα Σμύρνη) Αττικής Σ.Κ.-Γ. (βλ. άρθρα 591 παρ. 1 εδ. δ΄, όπως η παρ. 1 αντικαταστάθηκε και ισχύει με το άρθρο 19 του Ν. 2915/2001, και 600 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την κατάργηση της παρ. 2 τούτου με το άρθρο 20 αριθ. 2 του ιδίου Νόμου, βλ. σχετικώς και Β. Βαθρακοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Γ΄1995, σχολιασμός του άρθρου 559 αριθ. 11 Κ.Πολ.Δ., σελ. 560, ΑΠ 363/1992 Δ23, 801-802 με ενημερωτικό σημείωμα, ΑΠ 17/1985 Ελλ.Δ/νη 26,1319), σε συνδυασμό και προς τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι διάδικοι Ι. Μ. και Φ. συζ. Ι. Μ., το γένος Γ. Μ., έπειτα από μακρά γνωριμία πολλών ετών (αυτοί ήταν συμμαθητές στο σχολείο και κατόπιν συμφοιτητές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο), στενή φιλία και αισθηματικό δεσμό που τους συνέδεε, τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, την 11-9-1966 στο Αιγάλεω Αττικής, κατά την διάρκεια του οποίου απέκτησαν δύο (2) θυγατέρες, την Μ. που γεννήθηκε το έτος 1967, και την Δ., που γεννήθηκε το έτος 1969, ήδη ενήλικες και έγγαμες αμφότερες με τέκνα. Τόσο ο ενάγων όσο και η εναγομένη ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, σήμερα δε είναι συνταξιούχοι (ο μεν ενάγων το έτος 1965 είχε διοριστεί στο Υπουργείο Εργασίας, και, κατόπιν διαδοχικών υπηρεσιακών προαγωγών, το έτος 1986 έλαβε τον βαθμό του Διευθυντή Α΄, η δε εναγομένη το έτος 1969 άρχισε να εργάζεται στον ΟΑΕΔ, ενώ το έτος 1987 παραιτήθηκε από την εργασία της, λαμβάνοντα μειωμένη σύνταξη). Επί μακρό χρονικό διάστημα (είκοσι (20) περίπου ετών) μετά την τέλεση του γάμου τους, οι μεταξύ τους σχέσεις ως συζύγων υπήρξαν απολύτως αρμονικές και ο γάμος τους εμφανιζόταν ως επιτυχημένος, χωρίς την ύπαρξη προβλημάτων. Το έτος 1984 ο ενάγων μετέβη, λόγω της εργασίας του στην Βόννη της Γερμανίας, όπου υπηρέτησε στην Ελληνική Πρεσβεία Βόννης ως εργατικός σύμβουλος (προϊστάμενος των υπηρεσιών του εργατικού ακολούθου), θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 1990, οπότε ανακλήθηκε στην κεντρική Υπηρεσία του και επέστρεψε στην Ελλάδα. Καθ΄ όλο το χρονικό διάστημα της υπηρεσίας και της παραμονής του ενάγοντος στην Γερμανία (έτη 1984-1990), η εναγομένη τον επισκεπτόταν τακτικά, ήτοι μία (1) φορά κάθε μήνα, και μάλιστα η ίδια προέτρεψε τον ενάγοντα να δεχθεί και να αναλάβει την ανωτέρω υπηρεσιακή θέση για την επαγγελματική του εξέλιξη, οι δε δύο θυγατέρες των διαδίκων μετέβησαν επίσης στην Βόννη, όπου διέμεναν με τον πατέρα τους και φοίτησαν στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο, ενώ η ενάγουσα, μετά την παραίτησή της από την εργασία της το έτος 1987, μετέβη και διέμενε συνεχώς στην Βόννη, πλησίον του ενάγοντος συζύγου της.

Αφότου ο ενάγων ανακλήθηκε από την ανωτέρω θέση του και επέστρεψε από την Γερμανία στην Ελλάδα, άρχισε να επισκέπτεται συχνά τον τόπο καταγωγής του, ήτοι το χωρίο Καστέλλια Γ. Παρνασσίδος Νομού Φωκίδος, όπου διέμενε μετά της μητέρας του στην πατρική κατοικία του, απουσιάζοντας, έτσι, συχνά από την συζυγική κατοικία και από την οικογένειά του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται εντάσεις και προστριβές μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η εναγομένη έπρεπε να παραμένει στην Αθήνα, προκειμένου να παρέχει φροντίδα, βοήθεια και συμπαράσταση στην νεώτερη θυγατέρα τους Δ., η οποία αρχικώς σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο (είναι Βιολόγος), κατόπιν δε τέλεσε γάμο και απέκτησε τέκνο (κορίτσι), καθώς και να προσέχει την ανήλικη εγγονή της όταν η ως άνω θυγατέρα τους (Δ.)-μητέρα της ανήλικης απουσίαζε λόγω της εργασίας της (σε συνέδρια) στο εξωτερικό (Αγγλία, Γερμανία, Ελβετία). Σημειώνεται ότι η μεν Δ. διαμένει μετά της οικογενείας της στην περιοχή Πεύκης στην Αθήνα, η δε μεγαλύτερη θυγατέρα των διαδίκων, Μ., διαμένει μετά της οικογενείας της στην Θεσσαλονίκη. Οι ενστάσεις και οι προστριβές που συνέβαιναν μεταξύ των διαδίκων εξαιτίας των συχνών επισκέψεων και της παραμονής του ενάγοντος στον ως άνω τόπο καταγωγής του, με τις αντίστοιχες απουσίες του από την συζυγική κατοικία, δεν ήταν βεβαίως τέτοιας εκτάσεως και τέτοιου βαθμού, ώστε να επιφέρουν ισχυρό κλονισμό των σχέσεων μεταξύ των διαδίκων, δηλαδή ισχυρό κλονισμό της έγγαμης συμβιώσεώς τους. Περί των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών κατέθεσαν με σαφήνεια και μετά λόγου γνώσεως οι προαναφερόμενες μάρτυρες ανταποδείξεως (της εναγομένης) Σ. Μ. και Ε. Δ., για την αξιοπιστία των οποίων το Δικαστήριο δεν έχει κανένα λόγο να αμφιβάλλει. Αντιθέτως, ο μάρτυρας αποδείξεως (του ενάγοντος) Σπυρίδων Μακρής (ανιψιός του ενάγοντος) αφενός μεν κατέθεσε αορίστως περιστατικά περί της συμπεριφοράς της εναγομένης εις βάρος του ενάγοντος για τα οποία ουδεμία απολύτως μνεία γίνεται στην ένδικη αγωγή, και τα οποία φέρονται, επίσης αορίστως, ότι συνέβησαν το έτος 1968 (ο μάρτυρας, όπως άλλωστε κατέθεσε, ήταν τότε ηλικίας 3 ετών, καθόσον γεννήθηκε το έτος 1965) και το έτος 1988, κατά την παραμονή των διαδίκων στην Γερμανία, όπως προεκτέθηκε (ήτοι ένα (1) περιστατικό το έτος 1968 και τρία (3) περιστατικά το έτος 1988), αφετέρου δε ουδόλως αναφέρθηκε και ουδόλως κατέθεσε το παραμικρό από τα κλονιστικά γεγονότα και περιστατικά που φέρονται ότι συνέβησαν κατά την διάρκεια της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων και τα οποία εκτίθενται από τον ενάγοντα στην ένδικη αγωγή, ήτοι τα κλονιστικά γεγονότα και περιστατικά κατά τις συγκεκριμένες ημεροχονολογίες 22-4-2003, 27-9-2003, 28-9-2003, 6-11-2003 και 7-11-2003.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απέστειλε την από 29-11-1999 εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση και δήλωση προς την εναγομένη, η οποία επιδόθηκε σ΄ αυτήν (εναγομένη) την 1-12-1999, όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο φωτοαντίγραφο της υπ΄ αριθ. 7048/1-12-1999 εκθέσεως επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Β. Π. Στην ως άνω εξώδικη διαμαρτυρία-πρόσκληση-δήλωση ο ενάγων αναφέρει ένα επεισόδιο που φέρεται ότι προκάλεσε εις βάρος του η εναγομένη (με ύβρεις και χειροδικίες εναντίον του) την 23-10-1999 στον προαναφερόμενο τόπο καταγωγής του (στο χωριό Καστέλλια Γ. Παρνασσίδος Νομού Φωκίδος), όπου βρίσκεται η πατρική κατοικία του, πλην όμως για το εν λόγω επεισόδιο ουδεμία μνεία γίνεται εκ μέρους του στην ένδικη αγωγή. Επίσης, ο ίδιος καλεί την εναγομένη να προχωρήσουν από κοινού στην λύση του γάμου τους σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1441 ΑΚ (δηλαδή με την έκδοση συναινετικού διαζυγίου) και δηλώνει σ΄ αυτήν ότι, σε περίπτωση αρνήσεώς της ή μη απαντήσεώς της, θα ενεργήσει τα νόμιμα, και ότι, από την λήψη της ως άνω εξώδικης δηλώσεως (1-12-1999), αρχίζει η αφετηρία του υπολογισμού του χρόνου της τετραετούς διαστάσεώς τους σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1439 εδ. γ΄ΑΚ. Σημειώνεται ότι αμφότεροι οι διάδικοι διέμεναν τότε στην συζυγική κατοικία, η οποία ανήκει στην κυριότητα της ως άνω θυγατέρας τους Δ. και βρίσκεται επί της οδού Α. αριθ. 157 στην Νέα Σμύρνη Αττικής. Όμως, ο ενάγων, σε αντίθεση με τα εκτιθέμενα στην εξώδικη αυτή δήλωσή του, δεν άσκησε αγωγή κατά της εναγομένης με την οποία να ζητεί την λύση του γάμου τους λόγω συνεχούς τετραετούς (τουλάχιστον) διαστάσεώς τους, αλλά άσκησε κατά της τελευταίας την παρούσα ένδικη αγωγή ( η οποία ασκήθηκε την 20-11-2003 και επιδόθηκε στην εναγομένη την 15-1-2004, όπως προκύπτει από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ΄ αριθμ. 6436Β΄/15-1-2004 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ. Γ.).

Ακολούθως, ο ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή ότι πριν από το Πάσχα του έτους 2003, και συγκεκριμένα την 18-4-2003 και περί ώρα 18.00΄μ.μ., η εναγομένη τον εξεδίωξε με βίαιο τρόπο από την συζυγική κατοικία, και μάλιστα ότι «τον πέταξε κυριολεκτικά έξω, παρά τις παρακλήσεις του να φύγει το πρωί», με αποτέλεσμα ο ίδιος να διανυκτερεύσει στην κατοικία συγκεκριμένου φίλου του στην περιοχή Δάσους Χαϊδαρίου Αττικής, και ότι «πήρε την απόφαση να μην ξαναγυρίσει», παρά ταύτα όμως ο ίδιος εξακολούθησε να διαμένει στην συζυγική κατοικία μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του έτους 2003 (28-9-2003), ενώ σε προγενέστερο χρόνο, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα των ημερών από την 24-9-2003 μέχρι την 27-9-2003, ο ίδιος μετέβη μετά της εναγομένης σε εκδρομή-ταξίδι στην Κάλυμνο Δωδεκανήσων, όπως ωσαύτως εκθέτει στην αγωγή. Τελικώς, την 28-9-2003, όπως αποδείχθηκε, ο ενάγων απεχώρησε οριστικώς από την συζυγική κατοικία και μετέβη στον προαναφερόμενο τόπο καταγωγής του (Καστέλλια Νομού Φωκίδος), όπου εγκαταστάθηκε και έκτοτε και εφεξής διαμένει μονίμως, η δε εναγομένη παρέμεινε και εξακολουθεί να διαμένει στην πρώην συζυγική κατοικία στην προαναφερόμενη διεύθυνση (στην περιοχή Νέας Σμύρνης Αττικής). Δηλαδή, από την 28-9-2003 και εφεξής, μέχρι σήμερα, οι διάδικοι ζουν χωριστά και διαμένουν σε χωριστές κατοικίες. Σημειώνεται ακόμη, ότι ο προαναφερόμενος μάρτυρας αποδείξεως κατέθεσε ότι η εναγομένη εξεδίωξε τον ενάγοντα τρείς (3) φορές από την συζυγική κατοικία και συγκεκριμένα 1) τον Νοέμβριο του έτους 1999, 2) πριν το Πάσχα του έτους 2003 και 3) τον Σεπτέμβριο του έτους 2003. Πλην όμως, όσον αφορά με την εκδίωξη του ενάγοντος από την συζυγική κατοικία που φέρεται ότι έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του έτους 1999, ουδεμία μνεία περί τούτου γίνεται από τον ενάγοντα στην ένδικη αγωγή, όσον αφορά δε τις λοιπές μεταγενέστερες φορές, ήτοι πριν από το Πάσχα του έτους 2003 (την 18-4-2003) και τον Σεπτέμβριο του έτους 2003 (την 28-9-2003), τα εν λόγω περιστατικά δεν αποδείχθηκαν, αντιστοίχως, βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων. Επιπροσθέτως, η εναγομένη με τις έγγραφες προτάσεις της, η οποία αρνείται καθ΄ ολοκληρίαν την ένδικη αγωγή, αρνείται κατηγορηματικώς ότι τα περιστατικά αυτά συνέβησαν εις βάρος του ενάγοντος συζύγου της, όπως εξάλλου σαφώς και κατηγορηματικώς κατέθεσε περί τούτου και η προαναφερόμενη μάρτυρας ανταποδείξεως Σ. Μ.

Από όλα λοιπόν τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά, δεν αποδείχθηκε ότι οι μεταξύ των διαδίκων σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά εξαιτίας της εναγομένης (από λόγους που αφορούν το πρόσωπο της εναγομένης), ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσεως να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα, όπως ο ίδιος αβασίμως ισχυρίζεται. Με τα δεδομένα λοιπόν αυτά, ενόψει των όσων αποδείχθηκαν και εκτέθηκαν αναλυτικώς παραπάνω, η υπό κρίση αγωγή πρέπει, κατά συνέπειαν, να απορριφθεί ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω της σχέσεώς τους ως συζύγων (άρθρο 179 Κ.Πολ.Δ.).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων. Απορρίπτει την αγωγή και Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ αμφοτέρων των διαδίκων μερών.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.