Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Συναινετικό διαζύγιο. Αγωγή για καταβολή διατροφής. Δικαστική απόφαση υποχρεώνει τον σύζυγο να καταβάλει στην σύζυγο μηνιαία διατροφή για τα δύο ανήλικα τέκνα τους (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ειδική διαδικασία διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, αριθμός απόφασης 23573/2011).

[...] Στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα, η οποία παραιτήθηκε από το δικόγραφο της από 14-12-2009 και με αριθμό πράξης κατάθεσης 53715/15-12-2009 αγωγής της ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, με την κρινομένη αγωγή της, κατά εκτίμηση του συνόλου του περιεχομένου και του αιτήματός της, ισχυριζόμενη ότι ασκεί την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων της Χ. και Ε., που απέκτησε από το νόμιμο θρησκευτικό γάμο που τέλεσε με τον εναγόμενο, την 31-1-1988, ο οποίος και λύθηκε δυνάμει της εκεί αναφερόμενης απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αμετάκλητα, επικαλούμενη δε ότι τα ως άνω ανήλικα τέκνα της, στερούνται ιδίων πόρων και αδυνατούν να διατρέψουν τον εαυτό τους, ζητεί, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου τους, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με προσωρινώς εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλλει, για την τακτική διατροφή τους, το ποσό των πεντακοσίων Ευρώ (500,00) μηνιαίως για έκαστο εξ αυτών, ήτοι συνολικώς το ποσό των 1.000,00 Ευρώ μηνιαίως, προκαταβολικώς την αρχή κάθε μήνα, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσεως μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί ο αντίδικός της στα δικαστικά της έξοδα. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή, αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 17 αριθμ. 1, 22 Κ.Πολ.Δ.), κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ. 1, 667, 670, 671 παρ. 1 έως 3 και 672 έως 676 του Κ.Πολ.Δ. (681 ΒΚΠολΔ), είναι δε ορισμένη και νόμιμη, στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1489, 1493 Α.Κ, καθώς και σ' αυτές των άρθρων 340, 341 παρ. 1, 345 εδ. α΄, 346 Α.Κ., 176, 907, 910 περ. 4 του Κ.Πολ.Δ., απορριπτόμενης της σχετικής ένστασης του εναγόμενου, περί αοριστίας της αγωγής, αφού αναφέρεται ότι οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, οι βιοτικές συνθήκες και ανάγκες έκαστου ανήλικου τέκνου των διαδίκων και η περιουσιακή κατάσταση του εναγόμενου (Εφ.Πατρ.182/2008, Δημοσίευση Νόμος), ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται το χρονικό διάστημα της αιτούμενης διατροφής (Εφ.Δωδ.300/2007, Δημοσίευση Νόμος).

Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, δεδομένου ότι, για το παραδεκτό της συζητήσεώς της, έχει καταβληθεί το απαιτούμενο για το αντικείμενό της τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ποσοστά που αντιστοιχούν υπέρ του Ταμείου Νομικών και υπέρ του ΤΑΧΔΙΚ (βλ. το με αριθμό 12799576 διπλότυπο είσπραξης τύπου Β', της Σειράς Χ, της Δ.Ο.Υ. Β' (Β' - Γ') Θεσσαλονίκης και το με αριθμό 3944559 γραμμάτιο εισπράξεως του καταστήματος Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, έγγραφα νόμιμα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από την ενάγουσα), του εναγόμενου νομίμως συμμετέχοντος στην παρούσα δίκη, αφού όχι μόνο δεν αμφισβητείται, αλλά συνομολογείται από την ενάγουσα η συμμόρφωσή του με την επιταγή του Δικαστηρίου για την προς την τελευταία, προς διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους, προκαταβολικώς, των προς διεξαγωγή της εξόδων της (άρθρο 173 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.). O εναγόμενος με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα ταυτάριθμα της παρούσας πρακτικά, και με το δικόγραφο των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, υπέβαλλε αίτημα επίδειξης των βιβλίων εσόδων-εξόδων και των φορολογικών στοιχείων της εταιρίας, στην οποία η ενάγουσα έχει ποσοστό 25% και τα εκκαθαριστικά των τελευταίων τριών ετών της εταίρας, ώστε να εκτιμηθεί η περιουσιακή κατάσταση της τελευταίας, το οποίο όμως είναι απαράδεκτο λόγω αοριστίας, καθόσον αυτός (εναγόμενος), αφενός δεν εξειδικεύει επαρκώς τα ανωτέρω έγγραφα και αφετέρου, δεν ισχυρίζεται ότι τα κατέχει η ενάγουσα (άρθρα 450 παρ.2. 451 παρ.1 ΚΠολΔ, Α.Π.546/2010, Δημοσίευση Νόμος, ρμ.ΚΠολΔ, Κεραμέας- Κονδύλης- Νίκας, σημ.3, σελ.808).

Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση, ειδικότερα δε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού κατά τη συζήτηση της υποθέσεως και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, εκτιμώμενες καθ' εαυτές, σε συνδυασμό μεταξύ τους και κατά το λόγο της γνώσεως και της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα, σε συνδυασμό και με τα έγγραφα, που νομότυπα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για κάποια από τα οποία γίνεται ιδιαίτερη μνεία παρακάτω, χωρίς όμως να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς, σε συνδυασμό και με όλη γενικώς τη διαδικασία, εκτός από την από 23-3-2011 υπεύθυνη δήλωση του άρθρο 8 του Ν.1599/1986, της Ε. Π., που δόθηκε προκειμένου να χρησιμοποιηθεί στην υπό κρίση δίκη και ως εκ τούτου δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 και 671 παρ. 1 εδ. τελευταίο Κ.Πολ.Δ., που εφαρμόζεται και στην προκείμενη ειδική διαδικασία, 681Β' Κ.Πολ.Δ.), Ολ.Α.Π.8/1987, Δ18, 530, Α.Π.816/2004, Α.Π.631/2004), τις ομολογίες των διαδίκων όπως αυτές διατυπώνονται στα δικόγραφα που κατέθεσαν στο Δικαστήριο αυτό και τα διαλαμβανόμενα με τις έγγραφες προτάσεις των διαδίκων, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται πλήρως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν μεταξύ τους νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους Ιερούς Κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, στον Ιερό ναό Αναλήψεως του Κυρίου Θεσσαλονίκης, στις 31 Ιανουαρίου του 1988, από τον οποίο απέκτησαν τέσσερα (4), τον Δ. που γεννήθηκε στις 7-12-1989, τον Ε. που γεννήθηκε την 7-5-1991, ήδη ενήλικων, την Χ., που γεννήθηκε τη 13-8-1997, ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής περίπου δεκατεσσάρων (14) ετών, και την Ε.-Δ., που γεννήθηκε την 20-1-2002, ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, περίπου εννέα (9) ετών. Τα πρώτα χρόνια η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων υπήρξε αρμονική, στη συνέχεια όμως, άρχισε να παρουσιάζει σοβαρά και αξεπέραστα προβλήματα, τα οποία κλιμακούμενα, οδήγησαν στην οριστική διάσπασή της, και τελικώς στη λύση του γάμου τους, δυνάμει της υπ`αριθμ.9315/14-3-2006 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, ήδη αμετάκλητης, που εκδόθηκε κατά την εκούσια δικαιοδοσία, στα πλαίσια δε έκδοσης του παραπάνω συναινετικού διαζυγίου, οι διάδικοι κατά τους ορισμούς του άρθρου 1441 παρ.3 Α.Κ. ρύθμισαν την επιμέλεια του προσώπου όλων των παραπάνω ανηλίκων τέκνων τους, με την από 14-6-2005 έγγραφη συμφωνία τους, με την οποία συμφώνησαν να ανατεθεί η επιμέλεια του προσώπου τους στην ενάγουσα.

Με την υπ`αριθμ.2458/2010 απόφαση του δικαστηρίου αυτού που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα υπό την ανωτέρω ιδιότητά της, ως συνεισφορά στην τακτική διατροφή των ανήλικων τέκνων της, και για λογαριασμό αυτών, το ποσό των 300,00 Ευρώ για τη Χ., και το ποσό των 200,00 Ευρώ για την Ε.-Δ.. Τα προαναφερόμενα ανήλικα τέκνα των διαδίκων, για λογαριασμό των οποίων ζητεί διατροφή η ενάγουσα και η οποία νομίμως τα εκπροσωπεί στην παρούσα δίκη, ως αποκλειστικά ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου τους, κατά τα προαναφερόμενα (άρθρα 1516 εδ.β' Α.Κ.), δεν έχουν εισοδήματα από περιουσία, ούτε από οποιαδήποτε άλλη πηγή, ενώ δεν μπορούν να εργαστούν λόγω της μικρής τους ηλικίας. Έτσι δεν μπορούν να διαθρέψουν τον εαυτό τους και δικαιούνται να λαμβάνουν διατροφής, σε χρήμα, προκαταβαλλόμενη κατά μήνα, από τους υπόχρεους γονείς τους, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1486 παρ. 2 και 1489 παρ. 2 του Α.Κ. Ο εναγόμενος, πατέρας των ως άνω ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, εργάζεται ως τραυματιοφορέας, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην εταιρία με την επωνυμία «ΝΟΣΗΛΕΥΤΙΚΗ Α.Ε.», -Κλινική «Αγιος Λουκάς»-, αποκομίζοντας μηνιαία εισοδήματα που δεν υπολείπονται, συμπεριλαμβανομένων των επιδομάτων εορτών και άδειας, του συνολικού ποσού των χιλίων πεντακοσίων σαράντα οκτώ Ευρώ περίπου, (1.548,16 Ευρώ), (βλ. την από τον Φεβρουάριο του 2011 απόδειξη πληρωμής αποδοχών του ανωτέρω νοσηλευτικού ιδρύματος). Διαμένει με τη νέα του σύντροφο επί ιδιόκτητης κατοικίας της τελευταίας, στο Φίλυρο Θεσσαλονίκης, και έτσι καλύπτει αδαπάνως τις ανάγκες στεγάσεώς της, επιβαρύνεται όμως αναλογικά με τα λειτουργικά έξοδα της κατοικίας αυτής, ιδίως αυτά που αφορούν τις δαπάνες θερμάνσεως, καθώς και καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και νερού. Για τις ανάγκες των μετακινήσεών του χρησιμοποιεί μία μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού, σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, η οποία δεν αναιρείται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Ο εναγόμενος έχει την ψιλή κυριότητα μίας κατοικίας επί της οδού Α. 98, την επικαρπία του οποίου έχει παρακρατήσει η μητέρα του, η οποία και κατοικεί σ`αυτήν. Περαιτέρω προέκυψε ότι δεν έχει άλλα εισοδήματα ή προσοδοφόρο περιουσία, δεν έχει όμως και διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, πλην των ως άνω δύο ανηλίκων τέκνων του, που απέκτησε από το γάμο του με την ενάγουσα, δεν αντιμετωπίζει δε άλλες ιδιαίτερες δαπάνες, πλην των συνήθων για διατροφή και συντήρησή του.

Εξάλλου, η ενάγουσα, μητέρα των προαναφερομένων ανηλίκων τέκνων των διαδίκων, είναι ομόρρυθμος εταίρος της ομορρύθμου εταιρίας με την επωνυμία «Ε. Π. ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε.» και το διακριτικό τίτλο «ΑΘΗΝΑ», με σκοπό επιχειρηματικής δραστηριότητας τη λιανική και χονδρική πώληση ειδών ζαχαροπλαστικής, η οποία μετέχει στο κεφάλαιο, στα κέρδη και της ζημίες της εταιρίας, με ποσοστό συμμετοχής 25%, ενώ η αδελφή της, Ζωή Π., μετέχει με ποσοστό συμμετοχής 25%, ο δε πατέρας της Ε. Π., ο οποίος είναι ο διαχειριστής της ανωτέρω εταιρίας, μετέχει με ποσοστό συμμετοχής 50%, πρόκειται δηλαδή για μία οικογενειακή επιχείρηση η οποία είχε συσταθεί με άλλη εταιρική επωνυμία από το έτος 1975 (βλ. το από 24-12-2004 ιδιωτικό συμφωνητικό νομίμως δημοσιευμένο στα βιβλία πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης). Η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η συμμετοχή της στην ανωτέρω εταιρία είναι τυπική, προκειμένου να αποκτήσει ασφάλιση από το ασφαλιστικό ταμείο του ΟΑΕΕ-ΤΕΒΕ, λόγω και των προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει, καθόσον, πάσχει από ψυχωτική συνδρομή, δεν μπορεί να εργαστεί στην ανωτέρω επιχείρηση καθώς και ότι το καθαρό φορολογητέο εισόδημα της από τη συμμετοχή της στην ανωτέρω εταιρία ανήλθε στο ποσό των 6.258,13 Ευρώ , εκ του οποίου, ποσό 3.145,96 Ευρώ, διαθέτει για το ασφαλιστικό της ταμείο και φορολογείται για το υπόλοιπο ποσό των 3.112,17 Ευρώ, για οικονομικό έτος 2010, και όπως το ανωτέρω προκύπτει από το αντίστοιχο εκκαθαριστικό σημείωμα του έτους 2010 της αρμόδιας Δ.Ο.Υ., αφού σε κάθε περίπτωση, η δήλωση αυτή, δεν προκύπτει ότι έχει ελεγχθεί από την οικεία Δ.Ο.Υ. και ως εκ τούτου δεν δεσμεύει το δικαστήριο αυτό. Ανεξαρτήτως όμως της βασιμότητας του ισχυρισμού της ενάγουσας περί τυπικής ή ουσιαστικής συμμετοχής αυτής στη λειτουργία της επιχείρησης, μόνο η συμμετοχή της στη επιχείρηση κατά το ανωτέρω ποσοστό, καταδεικνύει ότι, κατ' ελάχιστο, αποκομίζει καθαρό μηνιαίο εισόδημα, κατά μέσο όρο, που δεν υπολείπεται του ποσού των δυο χιλιάδων ευρώ (2.000,00 E).

Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου, εξάγεται καταρχήν από τη συνεκτίμηση όλων των προαναφερθέντων αποδεικτικών στοιχείων, κυρίως όμως, από το γεγονός ότι η ενάγουσα, προς επίρρωση των ισχυρισμών της, δεν επικαλείται την κακή ή μέτρια οικονομική πορεία της προαναφερθείσας εταιρείας, -η οποία, σε περίπτωση που ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα θα επιδρούσε στο ύψος των μηνιαίων οικονομικών απολαβών της, ακόμη και στη περίπτωση που η συμμετοχή της στην εταιρία ήταν πράγματι τυπική-, ενόψει και του ότι ο εναγόμενος απαντώντας στην αγωγή της δεν ισχυρίζεται ότι πλέον της συμμετοχής της στην ανωτέρω εταιρία αμείβεται και με μισθό, έναντι των προσφερόμενων υπηρεσιών της. Η κρίση δε του δικαστηρίου αυτού, περί του ύψους των οικονομικών απολαβών της ενάγουσας από τη συμμετοχή της στην ανωτέρω ομόρρυθμη εταιρία, καταδεικνύεται από το γεγονός της επιτυχούς δραστηριοποίησης της ανωτέρω εταιρίας, από το έτος 1975 στον ανωτέρω τομέα εμπορικής δραστηριότητας, και ο τρόπος με τον οποίο συνεχίζει να ασκεί την επιχειρηματική δραστηριότητά του, ο κατά πλειοψηφία εταίρος και διαχειριστής της ανωτέρω ομορρύθμου εταιρίας πατέρας της ενάγουσας, σύμφωνα με τα κατατεθέντα από τη μάρτυρα απόδειξης, στο ακροατήριο του δικαστηρίου αυτού, αδελφή της ενάγουσας και ομόρρυθμη εταίρο της ανωτέρω εταιρίας κατά το υπόλοιπο ποσοστό, ήτοι, διατηρώντας κατάστημα επί τριανταπέντε και πλέον έτη σε κεντρικό σημείο της πόλης της Θεσσαλονίκης, για το οποίο βεβαίως είτε καταβάλλεται μηνιαίο μίσθωμα, είτε τους ανήκει κατά κυριότητα, απασχολώντας συνολικά τέσσερις υπαλλήλους υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, σε κάθε ένα από τους οποίους καταβάλει μισθό 800,00 Ευρώ καθώς και τα αντίστοιχα ποσά για την ασφάλισή τους, στον αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα, τους οποίους μάλιστα (υπαλλήλους) παρά την αναμφισβήτητα κακή κατάσταση της υγείας της, καθόσον πάσχει από ψυχωτική συνδρομή, βοηθά στην εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων η ενάγουσα, «Έρχεται στο μαγαζί και δεν μπορεί μόνη της να αναλάβει μία βάρδια, βοηθάει μόνο, επικουρικά πάει». Εξάλλου, δεν προσκομίζονται δηλώσεις φόρου εισοδήματος των προηγούμενων ετών και του επόμενου του οικονομικού έτους του 2010, από την ενάγουσα, ώστε να ληφθούν συγκριτικά οικονομικά στοιχεία για την πορεία της εταιρίας και να κριθεί η βασιμότητα του αντίστοιχου ισχυρισμού της ενάγουσας περί του ύψους των ετήσιων εισοδημάτων στο ποσό που η ίδια προσδιορίζει, από την άσκηση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας κατά τον ανωτέρω τρόπο. Διαμένει επί ιδιόκτητης κατοικίας επί της οδού Α. 2 στην Ανάληψη Θ., με τα προαναφερόμενα ανήλικα τέκνα της, το οποίο απέκτησε δυνάμει του υπ`αριθμ.3934/16-7-2009 συμβολαίου σε συνδυασμό με το υπ`αριθμ.3055/30-5-2006 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Κ. Π., και έτσι καλύπτει αδαπάνως τις ανάγκες στεγάσεώς της, επιβαρύνεται όμως αναλογικά, αφενός, με τα αυξημένα, ως εκ της εκεί διαμονής και των παραπάνω ανηλίκων τέκνων της, λειτουργικά έξοδα της κατοικίας αυτής, ιδίως αυτά που αφορούν τις δαπάνες θερμάνσεως, καθώς και καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και νερού και αφετέρου, με το ποσό των 150,00 Ευρώ μηνιαίως, σύμφωνα με την κατάθεση της μάρτυρος απόδειξης, που καταβάλλει από τον Οκτώβριο του 2010, και αφορά το επίδικο χρονικό διάστημα στην Ε.T.Ε., για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου, που έλαβε από τον Ο.Ε.Κ., για την απόκτηση της προαναφερόμενης κατοικίας, ποσού 35.216,43 Ευρώ (βλ. την από 29-12-2008 αίτηση του εναγόμενου προς τον Ο.Ε.Κ., το υπ`αριθμ.5/5-2-2009 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου του ΟΕΚ, και κατάσταση αναλυτικής κίνησης καταθετικού λογαριασμού από 24-12-2009 έως 16-3-2011). Πρέπει να σημειωθεί εδώ, ότι η δαπάνη για την αποπληρωμή του προαναφερομένου δανείου από την ενάγουσα, δεν πρέπει να προαφαιρεθεί από τα εισοδήματά της, αλλά να ληφθεί υπόψη, ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της (Εφ.Θεσ.2241/2000, Αρμ. ΝΕ', σελ. 330, Εφ.Αθ.6077/1994, ΕλλΔνη 36, σελ. 391), ενόψει και του ότι, μετά την αποπληρωμή αυτού η ενάγουσα αποκτά περιουσιακό στοιχείο. ’λλη προσοδοφόρο περιουσία ή άλλα εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, η οποία είναι υγιής και δε βαρύνεται με άλλες ιδιαίτερες δαπάνες, πλην των συνήθων για διατροφή και συντήρησή της, και δεν έχει διατροφικές υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, πλην των προαναφερόμενων ανηλίκων τέκνων που απέκτησε από το γάμο που τέλεσε με τον εναγόμενο. Οι μηνιαίες οικονομικές δυνάμεις της ενάγουσας, αν ληφθεί υπόψη και η χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών που παρέχει για την περιποίηση και ανατροφή των ως άνω ανηλίκων τέκνων της, υπολογίζονται στο ποσό των δύο χιλιάδων και τετρακοσίων Ευρώ (2.400,00=2.000,00+200,00+200,00Ε).

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ανήλικο τέκνο των διαδίκων, η Χ., ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής περίπου 14 ετών, κατά το σχολικό έτος 2010-2011 είναι μαθήτρια της Β τάξης δημόσιου γυμνασίου σχολείου, το δε ανήλικο τέκνο των διαδίκων, η Ε. Δ ., ηλικίας κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής περίπου 10 ετών, κατά το σχολικό έτος 2010-2011 είναι μαθήτρια της Δ τάξης δημόσιου δημοτικού σχολείου. Ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων παρακολουθούν μαθήματα εκμάθησης ξένης γλώσσας σε φροντιστήριο ξένων γλωσσών, δεν προέκυψε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, μόνο δε η κατάθεση της μάρτυρας απόδειξης σύμφωνα με την οποία, «η Χ. κάνει ιδιαίτερα σε όλα τα μαθηματικά και αρχαία, χρειάζεται ιδιαίτερα σε όλα τα μαθήματα ....πηγαίνει βόλεϊ....Η ε. κάνει μπαλέτο........», δεν αρκεί, ενόψει του ότι τα ανωτέρω δεν υποστηρίζονται ούτε από την ενάγουσα. Εξάλλου, από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα με επίκληση, προέκυψε ότι τα ανήλικα τέκνα των διαδίκων δεν αντιμετωπίζουν άλλα προβλήματα υγείας, πλην των προαναφερομένων, σε κάθε δε περίπτωση, η δαπάνη ιατροφαρμακευτικής τους περιθάλψεως που ενδεχομένως θα απαιτηθεί στο μέλλον, θα καλυφθεί, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από τον δημόσιο ασφαλιστικό οργανισμό του εναγόμενου πατέρα τους, στον οποίο τα ίδια είναι εμμέσως ασφαλισμένα, ενώ οι λοιπές, προς διατροφή και συντήρησή τους δαπάνες είναι οι συνήθεις των συνομηλίκων τους, της αυτής, από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων τους, καταστάσεως. Με βάση τα παραπάνω, τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των δύο διαδίκων, γονέων, και τις ανάγκες των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις πιο πάνω συνθήκες της ζωής τους, η ανάλογη διατροφή που δικαιούνται αυτά έναντι αμφοτέρων των γονέων τους, η οποία περιλαμβάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την συντήρησή τους και επιπλέον τα έξοδα για την ανατροφή και την εν γένει εκπαίδευσή τους, ανέρχεται μηνιαίως, για τη Χ., στο ποσό των τετρακοσίων ευρώ (400,00 E) και για την Ε., στο ποσό των τριακοσίων ευρώ (300,00 E), συνολικά δε στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700,00 E) μηνιαίως. Στο ποσό αυτό συμπεριλαμβάνεται η παροχή στέγης, η προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας όπου διαμένουν, ως εκ της εκεί διαβιώσεώς τους, τα οποία φέρει η ενάγουσα, μητέρα τους, ενώ συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου τους, υπηρεσίες, των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή τους και προσφέρονται σ' αυτά από την τελευταία, δηλαδή την ενάγουσα. Από το συνολικό αυτό ποσό ο εναγόμενος, πατέρας τους, είναι σε θέση, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας τους, να καλύψει, ποσό εκατόν πενήντα ευρώ (150,00 E) μηνιαίως για τη Χ., και ποσό εκατό ευρώ (100,00 E) μηνιαίως για την Ε., δηλαδή συνολικά ποσό διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 E) μηνιαίως. Το υπόλοιπο ποσό των διακοσίων πενήντα Ευρώ (250,00 E) μηνιαίως για τη Χ., και το ποσό των διακοσίων Ευρώ (200,00 E) μηνιαίως για την Ε., δηλαδή συνολικά το ποσό των τετρακοσίων πενήντα ευρώ (450,00 E) μηνιαίως, που είναι αναγκαίο για τη διατροφή τους, καλύπτεται ήδη, σύμφωνα και με τις παραδοχές του αγωγικού δικογράφου από την ενάγουσα, μητέρα τους, σε κάθε δε περίπτωση βαρύνει αυτήν, με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή τους και των λοιπών, συνδεομένων με τη συνοίκησή τους, παροχών, αλλά και με την παροχή σε χρήμα, από το προαναφερόμενο εισόδημά της, ως έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής τους, σύμφωνα με σχετικό ισχυρισμό του εναγόμενου περί συνεισφοράς της στη διατροφή των ως άνω ανηλίκων τέκνων τους, ισχυρισμός που στην κρινόμενη υπόθεση συνιστά καταλυτική της αγωγής ένσταση, καθόσον με την υπό κρίση αγωγή, ζητείται να καταβάλλει την αιτούμενη διατροφή εξ ολοκλήρου ο εναγόμενος, και όχι να υποχρεωθεί αυτός να συνεισφέρει στην ανάλογη διατροφή των ανηλίκων τέκνων τους, οπότε θα αποτελούσε αιτιολογημένη άρνηση της κρινομένης αγωγής, (Α.Π. 804/1994, ΕλλΔνη 37, σελ. 98, Α.Π. 1322/1992, ΕλλΔνη 35, σελ. 368), που προβάλλεται με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του.

Ο ισχυρισμός του εναγόμενου, ότι κατά την έκδοση του συναινετικού διαζυγίου με την ενάγουσα κατά το έτος 2005-2006, είχαν συμφωνήσει ότι σε περίπτωση που της μεταβιβάσει το διαμέρισμα που είχε αποκτήσει στο όνομα του με το υπ`αριθ.8748/28-6-1999 πωλητήριο συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης, Σ. Ι., δεν θα αξιώσει διατροφή για τα τέκνα της, καταφέρνοντας να αποσπάσει από αυτόν το υπ`αριθμ.3055/30-5-2006 ειδικό πληρεξούσιο της ανωτέρω συμβολαιογράφου, οπότε στη συνέχεια, την 16-7-2009, προχώρησε εν αγνοία του στην υπογραφή του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης λόγω πώλησης στην ίδια του ανωτέρω διαμερίσματος, για την οποία και δεν πήρε κανένα τίμημα, ήτοι ο προσδιορισμός κατόπιν συμφωνίας με την ενάγουσα κατά διαφορετικό τρόπο του τρόπου διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους, καθώς η επ`αυτού επιχειρούμενη να στηριχθεί, επικουρικώς προβαλλόμενη κατ`εκτίμηση του περιεχομένου του, ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος κατ΄άρθρο 281 Α.Κ. της ενάγουσας από τον εναγόμενο, που προβάλλει με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, την οποία και αναπτύσσει εκτενέστερα με τις νομότυπα και εμπρόθεσμα κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, ο ανωτέρω ισχυρισμός, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, κατά μεν το πρώτο σκέλος του, όπως αυτό εκτιμάται από το δικαστήριο, ήτοι του προσδιορισμού κατά διαφορετικό τρόπο της διατροφής του ανηλίκου τέκνου, κατά το άρθρο 1497 Α.Κ., ενόψει του ότι καταρχήν, ο εναγόμενος ως μη ασκών την επιμέλεια του ανωτέρω ανηλίκου τέκνου του, δεν μπορεί να καταβάλει την οφειλόμενη διατροφή σε είδος, διότι το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια έχει και το δικαίωμα να καθορίσει τον τρόπο εξυπηρέτησης των αναγκών του τέκνου κατά το άρθρο 1497 Α.Κ. (βλ. Γεωργιάδη-Σταθόπουλο, Ερμ.Α.Κ. Τόμος VII, σελ.780-781, σημ.7), σε κάθε δε περίπτωση καθόσον, οποιαδήποτε συμφωνία έστω και άτυπη περί παραιτήσεως για το μέλλον από το δικαίωμα της κατά νόμο ανάλογης διατροφής όπως αυτή που ο εναγόμενος επικαλείται, είναι απολύτως άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, ενόψει και των διατάξεων των άρθρων 1499 Α.Κ. και 180 Α.Κ. Κατά δε το δεύτερο σκέλος του, διότι τα επικαλούμενα πραγματικά, περιστατικά, και αν θεωρηθούν αληθινά, δεν μπορούν να στηρίξουν την ένσταση του άρθρου 281 Α.Κ. (Α.Π.1206/2008), ενόψει των ανωτέρω διατάξεων αλλά και ενόψει του ότι σε κάθε περίπτωση, το ανωτέρω διαμέρισμα αποτελούσε την άλλοτε οικογενειακή στέγη των διαδίκων ήδη δε εκεί, κατοικεί η ενάγουσα με τα ανήλικα τέκνα της, σε κάθε δε περίπτωση, ο ανωτέρω ισχυρισμός, εκτιμώμενος ως αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος, ενόψει των ανωτέρω αναφερόμενων. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος, ως βάσιμη και κατ' ουσίαν και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στην ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια των προαναφερομένων ανηλίκων τέκνων τους, ως συνεισφορά για την τακτική διατροφή τους, το ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150,00 E) μηνιαίως για τη Χαρά, και το ποσό των εκατό ευρώ (100,00 E) μηνιαίως για την Ε., δηλαδή συνολικά το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 E) μηνιαίως, με το νόμιμο τόκο, προκαταβολικώς το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, από την επομένη της επιδόσεώς της κρινόμενης αγωγής (6-10-2010), με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσεως μέχρι την εξόφληση, όπως αναλυτικότερα εκτίθεται στο διατακτικό της αποφάσεως, να απορριφθεί δε για την πλέον του ως άνω ποσού αιτούμενη μηνιαία διατροφή, για καθένα από τα προαναφερόμενα ανήλικα τέκνα, ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Περαιτέρω, η απόφαση πρέπει να κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή, δεκτού γενομένου του αντιστοίχου παρεπόμενου αιτήματος της ενάγουσας (βλ. άρθρ. 907, 910 αριθμ. 4 του Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας μεταξύ των διαδίκων και ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αυτών, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθεί οριστικώς πλέον σε βάρος του εναγόμενου (βλ. άρθρ. 178 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), στα οποία πρέπει να συμψηφιστεί και το ποσό των 146,74 ευρώ, που έχει ήδη προκαταβληθεί για την αυτή αιτία, στα πλαίσια της διατάξεως του άρθρου 173 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., ενώ κατά τα λοιπά, πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ αυτών, λόγω της μερικής νίκης και μερικής ήττας τους, αλλά και λόγω της συγγενικής τους σχέσεως (άρθρ. 179 του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της αποφάσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων. ΔΕΧΕΤΑΙ κατά ένα μέρος την αγωγή. ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως ασκούσα αποκλειστικά την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους, Χ. και Ε., από το νόμιμο θρησκευτικό γάμο, που τέλεσαν οι διάδικοι μεταξύ τους στη Θεσσαλονίκη, στις 31 Ιανουαρίου του 1988, ως συνεισφορά για την τακτική διατροφή αυτών και για λογαριασμό τους, το ποσό των εκατόν πενήντα ευρώ (150,00 E) μηνιαίως για τη Χαρά, και το ποσό των εκατό ευρώ (100,00 E) μηνιαίως για την Ε., δηλαδή συνολικά το ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 E) μηνιαίως, προκαταβολικώς, το πρώτο πενθήμερο κάθε μηνός, από την επομένη της επιδόσεως της κρινόμενης αγωγής, με το νόμιμο τόκο από της καθυστερήσεως πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσεως μέχρι την εξόφληση. ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση, ως προς την αμέσως προηγούμενη καταψηφιστική της διάταξη, προσωρινώς εκτελεστή. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400,00 E), τα οποία θα καταβληθούν μειωμένα κατά το ποσό των εκατόν σαράντα έξι ευρώ και εβδομήντα τεσσάρων λεπτών του ευρώ (146,74 E), που έχει ήδη προκαταβληθεί για την αιτία αυτή.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.