Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Δωρεά. Τρόπος και συνέπειες ανάκλησης δωρεάς. Έννοια της αχαριστίας (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 1490/2011)

Περίληψη:

Δωρεά: Τρόπος και συνέπειες ανάκλησης. Σώρευση αναγνωριστικής αγωγής για την ανάκληση της δωρεάς και καταψηφιστικής για την απόδοση του αντικειμένου της δωρεάς, με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Σε περίπτωση ανάκλησης δωρεάς χρημάτων, ο δωρητής δικαιούται να αναζητήσει το πράγμα που αγόρασε ο δωρεοδόχος με τα χρήματα της δωρεάς. Στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής.

Αχαριστία: Τέτοια συνιστά η αντικοινωνική, υπαίτια και καταλογιστή, συμπεριφορά του δωρεοδόχου, η οποία ενέχει παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας που επικρατούν στην κοινωνία. Στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη.

[...] Επειδή, κατά το άρθρο 509 §1 ΑΚ η ανάκληση της δωρεάς (ΑΚ 505) γίνεται δι` ατύπου σχετικής δηλώσεως του δωρητή προς τον δωρεοδόχο η δήλωση αυτή, η οποία συνιστά άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του δωρητή, επιφέρει τα έννομα αποτελέσματα της από την περιέλευσή της εις τον δωρεοδόχον και εφόσον, ο λόγος της ανάκλησης είναι αληθινός και μπορεί να δικαιολογήσει την ανάκληση. Με την αγωγή αναγνώρισης της ανάκλησης μπορεί να σωρευτεί και αίτημα δια αναζήτηση του δωρηθέντος, ήτοι είναι δυνατή η από τον δωρητή κατά του δωρεοδόχου άσκηση και καταψηφιστικής αγωγής, με νομική βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ, 509 ΑΚ) και αίτημα την καταδίκη του εις απόδοση του αντικειμένου της δωρεάς, λόγω ανάκλησης της τελευταίας (αποτέλεσμα της οποίας είναι η αυτοδίκαιη ανατροπή της ενοχικής σύμβασης της δωρεάς δια το μέλλον και, συνακολούθως, η γένεση της αξίωσης του δωρητή προς απόδοση του αντικειμένου της δωρεάς κατ` άρθρον 904 επ. ΑΚ) οπότε το ζήτημα της συνδρομής ή μη του ανακλητικού λόγου θα αποτελέσει προδικαστικό ζήτημα εις τη σχετική δίκη (ΑΠ 904/2002 ΕλλΔνη 44.1345, ΕφΑΘ 298/2008, ΕλλΔνη 49.845). Ειδικοτερον, εκ των διατάξεων των άρθρων 904 §1 και 908 του ΑΚ οι οποίες ορίζουν η μεν πρώτη ότι «όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής δια αιτίαν που δεν επακολούθησε ή έληξε η αιτία παράνομη ή ανήθικη», η δε δεύτερη ότι «ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό. Οφείλει επίσης να αποδώσει και τους καρπούς που συνέλεξε, καθώς και οτιδήποτε απέκτησε από το πράγμα», προκύπτει ότι η απαίτηση του αδικαιολόγητου πλουτισμού έχει ως περιεχόμενο την απόδοση της ωφελείας του λήπτη εις εκείνον, από την περιουσίαν του οποίου, ή με ζημίαν του οποίου, αποκτήθηκε. Η ευθύνη του λήπτη περιλαμβάνει, κατ` αρχήν, την υποχρέωση αυτού να αποδώσει αυτούσιο το αδικαιολογήτως ληφθέν πράγμα και ως τέτοιο νοείται διασταλτικά κάθε αδικαιολογήτως ληφθέν αντικείμενον, ενσώματο, αντικαταστατό ή μη ή ασώματο. Δηλαδή, η ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι, κατ` αρχήν, ενοχή είδους και ως είδος αναζητούνται τα δοθέντα, εφόσον σώζονται αυτούσια στον λήπτη, έστω και αν πρόκειται για χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα. Εάν τα δοθέντα ήταν χρήματα με τα οποία ο λήπτης αγόρασε κάποιο πράγμα, κινητό ή ακίνητο, η ευθύνη που συνίσταται εις την απόδοση του πράγματος το οποίο αγοράστηκε και υποκατέστησε κατ` αυτόν τον τρόπο τα ληφθέντα χρήματα, ενόψει του ότι τούτο αποτελεί το ληφθέν αντάλλαγμα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 908 εδ. α` ΑΚ, το οποίο είναι υποχρεωμένος να αποδώσει (ΑΠΟλ 1773/1981 ΝοΒ 30.1069, ΕφΑΘ 298/2008 ενθ. ανωτ).

Επομένως, εις περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο δωρεάς είναι χρήματα, με τα οποία ο δωρεοδόχος αγόρασε αποδεδειγμένα πράγμα κινητό ή ακίνητο, εάν η δωρεά ανακληθεί μεταγενεστέρως λόγω αχαριστίας, νομίμως δια δηλώσεως του δωρητή προς τον δωρεοδόχον, ο δωρητής δικαιούται να αναζητήσει, συμφώνως προς τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, την απόδοση του πράγματος το οποίο αγοράστηκε. Εάν δε το πράγμα αυτό είναι ακίνητο, ο δωρητής δικαιούται να ζητήσει να του μεταβιβάσει ο δωρεοδόχος τούτο κατά κυριότητα εις περίπτωση αρνήσεως του τελευταίου, η μεταβίβαση επιτυγχάνεται με καταδίκη αυτού εις δήλωση βουλήσεως και μεταγραφή της σχετικής τελεσιδίκου αποφάσεως και της δηλώσεως του δωρητή ενώπιον συμβολαιογράφου περί αποδοχής της αποφάσεως αυτής κατ` άρθρον 949 ΚΠολΔ και 1192 αριθ. 4,1198 ΑΚ (ΕφΑΘ 7893/2006 ΕλλΔνη 48.547, ΕφΑΘ 298/2008 ενθ. ανωτ). Ο ενάγων δωρητής κατά την άσκηση της αξιώσεως προς απόδοση του δωρηθέντος εις την περίπτωση ανακλήσεως της δωρεάς, οφείλει να αναφέρει εις το δικογραφον της αγωγής του, πλην των εις τα άρθρα 118,119 §1 και 216 ΚΠολΔ οριζομένων, την σύμβαση συστάσεως της δωρεάς, την εκ μέρους του εκπλήρωση της υποχρεώσεως του δια της παραδόσεως του δωρηθέντος πράγματος εις τον εναγόμενον, ο οποίος κατέστη κατά τούτο αδικαιολογήτως πλουσιότερος, την δήλωση ανακλήσεως της δωρεάς και την αιτία της ανακλήσεως ως και αίτημα αποδόσεως εις αυτόν του δωρηθέντος, συνεπεία της ανακλήσεως της δωρεάς (ΑΚ 505,509,904,908). Εν προκειμένω, περιέχεται εις την αγωγή με το προδιαληφθέν ιστορικό το αίτημα περί αναγνωρίσεως της βασιμότητας της ανακλήσεως και σωρεύεται καταψηφιστικό αίτημα περί καταδίκης του εναγομένου εις την καταβολήν του δωρηθέντος ποσού 67.350 ευρώ εις τον ενάγοντα, όμως δεν αναφέρεται το στοιχείο της απαιτήσεως του αδικαιολόγητου πλουτισμού δια την απόδοση της ωφέλειας του εναγομένου και επομένως η σωρρευομένη καταψηφιστική αγωγή μη νόμιμη. Συνεπώς, όχι ορθώς εκρίθη πρωτοδίκως νόμιμη η καταψηφιστική αγωγή κατά τις διατάξεις του άρθρου 904 ΑΚ και απερρίφθη ως αβάσιμη κατ` ουσίαν. Πρέπει επομένως, ως εκ του μεταβιβαστικού κατ` άρθρον 522 ΚΠολΔ αποτελέσματος της εφέσεως, να απορριφθεί ως μη νόμιμη η σωρρευομένη καταψηφιστική αγωγή, δια έλλειψη των κατά νόμον απαιτουμένων, δια την θεμελίωση της στοιχείων, ερευνωμένων και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, του εκκαλούντος προβάλλοντος αιτιάσεις δια την κατ` ουσίαν απόρριψη της αγωγής, εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (ΚΠολΔ 535 § 1 αντικ. με άρθρο 16 §7 ν. 2915/2001) ως προς την αφορώσα εις την καταψηφιστική αγωγή διάταξη, διότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη δια τον εκκαλούντα ενάγοντα (ΑΠ 825/1980 ΝοΒ 29.303, Απ 7/2001 ΕλλΔνη 42.925, ΕφΑΘ 1308/1987 ΕλλΔνη 29.524, Σ. Σαμουήλ, η έφεση εκδ. Στ` 854,1132,1337) και δικαστεί κατ` ουσίαν η αγωγή ως προς τη νόμιμη βάση (ΑΚ 505, 509 εδ. α`) της αναγνωριστικής αγωγής.

Επειδή, κατά το άρθρο 505 ΑΚ, ο δωρητής έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τη δωρεά, εάν ο δωρεοδόχος δια βαρέος παραπτώματος εδείχθη αχάριστος προς τον δωρητή ή προς τον σύζυγόν του ή προς τον στενόν συγγενήν αυτού, ιδία δε παρέβη υποχρέωση του προς διατροφήν του δωρητού σαφώς συνάγεται εκ της προδιαληφθείσης διατάξεως ότι δια την ανάκληση της δωρεάς απαιτείται παράπτωμα του δωρεοδόχου το οποίο να είναι βαρύ και να συνιστά αχαριστία του δωρεοδόχου, ήτοι αντικοινωνική συμπεριφορά αυτού, ενέχουσα παράβαση των κανόνων του δικαίου ή των περί ηθικής ή ευπρεπείας κρατουσών εις την κοινωνίαν αντιλήψεων, η οποία πρέπει να οφείλεται εις υπαιτιότητα του και να είναι δυνατόν να του καταλογιστεί Προς τούτο λαμβάνονται υπόψιν η στενότης του δεσμού, ο οποίος συνδέει τον δωρητήν με τον δωρεοδόχον, τα ελατήρια της δωρεάς ως και η αξία του αντικειμένου αυτής, καθώς και η συμπεριφορά του δωρεοδόχου, η υπαιτιότης και ο βαθμός υπαιτιότητας αυτού, επίσης και το συντρέχον πταίσμα του δωρητού, του συζύγου ή του στενού συγγενούς αυτού (ΑΠ 492/1970 ΕΕΝ 38.34, ΑΠ 1714/2007 ΕλλΔνη 50.1030, Εφθεσ 1688/1979 Αρμ ΛΔ 210). Αχαριστία συνιστούν, εκτός των άλλων, η προσβλητική συμπεριφορά και η περιφρονητική διαγωγή του δωρεοδόχου και αυτή η εξύβριση εις βάρος του δωρητή (ΕφΠειρ 780/1996, ΕλλΔνη 39.155, ΕφΑΘ 2615/2009, ΕφΑΘ 1501/2009, ΕλλΔνη 50.1464,1465). Εις περίπτωση κατά την οποία ο δωρεοδόχος αμφισβητεί, είτε την συνδρομή των πραγματικών περιστατικών τα οποία επικαλείται ο δωρητής, ή και το ότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά συγκροτούν τον προβαλλόμενο λόγο ανακλήσεως, ο δωρητής βαρύνεται με την απόδειξη ότι συνέβησαν τα περιστατικά, τα οποία συγκροτούν τον προβαλλόμενο λόγο ανάκλησης, ενώ ο δωρεοδόχος βαρύνεται με την απόδειξη της ελλείψεως υπαιτιότητας του (ΑΠ 457/1998 ΕΕΝ 1989.229, Εφθεσ 734/1993 Αρμ ΜΖ 416, ΕφΑΘ 1501/2009 ενθ. ανωτ).

Εν προκειμένω, εκ της εκτιμήσεως των καταθέσεων των επιμελεία των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου εξετασθέντων μαρτύρων, περιεχομένων εις τα ταυταριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως, των επαναπροσαγομένων ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκου θεσσαλονίκης και πάντων των με επίκληση προσκομιζομένων εγγράφων, απεδείχθησαν τα εξής πραγματικά γεγονότα: Δυνάμει του νομίμως μεταγραφέντος συμβολαίου πωλήσεως της συμβολαιογράφου θεσσαλονίκης Μ.Σ., ο εναγόμενος απέκτησε την κυριότητα ενός διαμερίσματος εμβαδού 57,60 τ.μ. κειμένου εις τον δεύτερον όροφον εις τις Συκιές θεσσαλονίκης πολυοροφου οικοδομής δια την αγορά του προπεριγραφόμενου ακινήτου κατεβλήθη το πραγματικό τίμημα δραχμών 20.000.000 (ήδη 58.694 ευρώ) και όχι το εις το συμβόλαιο αναγραφέν δραχμών 7100.000. Το προπεριγραφόμενο ακίνητο αγόρασε ο 21ετής τότε εναγόμενος με χρήματα τα οποία ήταν αντικείμενο δωρεάς του 44ετούς τότε, ηλεκτρολόγου κατ` επάγγελμα, ενάγοντος πατέρα του, ο οποίος κατέβαλε εις αυτόν, επίσης αιτία δωρεάς, ποσό δραχμών 223.532 (ήδη 656 ευρώ) δια τα έξοδα μεταβιβάσεως του ακινήτου έτους κατασκευής 1977 και τις δαπάνες ανακαινήσεώς του 8.000 ευρώ, ήτοι συνολικό ποσό 67.350 ευρώ. Αμέσως μετά τη σύνταξη του προδιαληφθέντος συμβολαίου πωλήσεως του ακινήτου, δια πληρεξουσίου της ιδίας συμβολαιογράφου, ο δωρεοδόχος εναγόμενος όρισε τον δωρητή ενάγοντα πληρεξούσιο αυτού και έδωσε εις αυτόν την εντολή να καταρτίζει συμβάσεις μισθώσεως ακινήτου διά λογαριασμό του και εισπράπει τα μισθώματα. Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο ενάγων, εργαζόμενος από νεαρός ηλικίας εις τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις κυρίως νεόδμητων οικοδομών, αντιμετωπίζων χρόνιο αναπνευστικό πρόβλημα υγείας, προσέφερε ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, εκπαιδεύσεως και ψυχαγωγίας εις τον εναγόμενο υιό του, αλλά λόγω της αυστηρότητας με την οποία αντιμετώπιζε τις προσωπικές επιλογές του τελευταίου, διαταράχθηκαν οι σχέσεις των. Ομως, είχε ήδη επέλθει και κλονισμός εις την έγγαμο συμβίωση του ενάγοντος και της συζύγου του, μητέρας του εναγομένου, ώστε όταν η τελευταία εγκατέλειψε την 27.3.2005 την οικογενειακή στέγη, ο εναγόμενος και ο αδελφός του, έτερος υιός του ενάγοντος, μεταστεγάστηκαν σε μίσθιο διαμέρισμα και εν συνεχεία, την 1.4.2005, ενώπιον της συμβολαιογράφου θεσσαλονίκης Π.Κ., ανεκάλεσε την, δοθείσα δια του άνω συμβολαιογραφικού εγγράφου, εις τον ενάγοντα εντολήν (εκμισθώσεως και εισπράξεως μισθωμάτων του προπεριγραφόμενου ακινήτου). Εκ των ανωτέρω αποδεικτικών μέσων απεδείχθη επίσης ότι, δια της αιτήσεως ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου θεσσαλονίκης, η σύζυγος του ενάγοντος εζήτησε την προσωπική ρύθμιση της χρήσεως της συζυγικής οικίας και κατά την εκδίκαση της υποθέσεως την 20.4.2005 κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ο εναγόμενος εξετάστηκε επιμελεία της αιτούσης μητέρας του ως μάρτυρας, ενόρκως, και μεταξύ άλλων κατάθεσε ότι ο ενάγων πατέρας του είναι «βάρβαρος, σατράπης, βίαιος και εγκληματική προσωπικότητα», ενώ μετά την συζήτηση της αιτήσεως, ο εναγόμενος επετέθη εκτός ακροατηρίου εις τον ενάγοντα, εκδηλώνοντας κακόβουλη βλασφημία προς τα θεία και φωνάζοντας «... θα δεις τι έχει να γίνει τώρα». Πρέπει να λεχθεί ότι ο εναγόμενος συγχρόνως επετέθη και εις την εξετασθείσα ως μάρτυρα επιμελεία του καθού η αίτηση ήδη ενάγοντος Σ.Π. ανιψιά του τελευταίου, η οποία υπέβαλε την από 15.6.2005 μήνυση κατά του εναγομένου δια τις αξιόποινες πράξεις της εξυβρίσεως και βλασφημίας. Εν συνεχεία, ο ενάγων, διά της από 1.72005 δηλώσεως του προς τον εναγόμενο, επιδοθείσης εις αυτόν την 11.72005, άσκησε το νόμιμο δικαίωμα του και ανεκάλεσε τη δωρεά του δοθέντος χρηματικού ποσού -το οποίο εκ παραδρομής ανεγράφη 59.350- δια τον λόγον της αχαριστίας, εκδηλωθείσης δια της αξιόμεμπτης προσβλητικής εξυβριστικής ως άνω συμπεριφοράς και περιφρονητικής διαγωγής του προς το πρόσωπο του, του έταξε προθεσμία δέκα (10) ημερών προς απόδοση του δωρηθέντος ποσού, και μετά την αμφισβήτηση του περιεχομένου της δηλώσεως ανακλήσεως από τον εναγόμενο, άσκησε την ένδικη από 26.7.2005 αγωγή.

Εκ πάντων των αποδεικτικών μέσων, πλήρως απεδείχθη ότι ο εναγόμενος με την προδιαληφθείσα βαριά αντικοινωνική συμπεριφορά του προς τον ενάγοντα πατέρα του, εκδηλωθείσα εξακολουθητικώς από τις αρχές του έτους 2005 αλλά και με τις ένοχες ενέργειες του την 20.4.2005 έναντι του ενάγοντος, με ηθελημένη καταφρόνηση και διαγωγή που συνιστά παράβαση των κανόνων του δικαίου και των αντιλήψεων περί ηθικής και ευπρέπειας, η οποία οφείλεται σε υπαιτιότητα του, προσέβαλε άμεσα την αξία της προσωπικότητας του ενάγοντος δωρητή, ώστε το βαρύ παράπτωμα αυτού, το οποίο είναι καταλογιστέο εις τον 26ετή τότε εναγόμενο, μαρτυρεί αχαριστία, η οποία δικαιολογεί εν προκειμένω την ανάκληση της δωρεάς. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή η αναγνωριστική της βασιμότητας του λόγου ανακλήσεως αγωγή, η οποία συνέπεια έχει την ανατροπή της ενοχικής συμβάσεως της δωρεάς του χρηματικού ποσού 67.350 ευρώ από την περιέλευση της δηλώσεως του αναβλητικού λόγου την 11.7.2005 εις τον εναγόμενον, ενώ δημιουργεί αξίωση του ενάγοντος αδικαιολογήτου πλουτισμού κατά του εναγομένου. Απορρίψαν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσίαν, δια της αιτιολογίας ότι η μεν ανάκληση της εντολής και η μαρτυρική κατάθεση του εναγομένου συνιστούν ενάσκηση νομίμων δικαιωμάτων, η δε κατά την 20.4.2005 εκτός του ακροατηρίου του δικαστηρίου συμπεριφορά του δεν συνιστά βαρύ παράπτωμα και αχαριστία, έσφαλε περί την εφαρμογή του νόμου (ΑΚ 505, 509 ΚΠολΔ 70) και την εκτίμηση των αποδείξεων. [...]

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.