Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Συμμετοχή στα αποκτήματα γάμου. Κρίσιμος χρόνος για την εξεύρεση της αξίας της περιουσίας. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας προσβάλλεται με ένσταση. (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 379/2011)

Περίληψη: Συμμετοχή στα αποκτήματα γάμου. Κρίσιμος χρόνος για την εξεύρεση της αξίας της περιουσίας. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας προσβάλλεται με ένσταση. Στα αποκτήματα περιλαμβάνεται και ακίνητο που κατά τη διάρκεια του γάμου μεταβιβάστηκε σε έναν από τους συζύγους με άτυπη παραχώρηση. Ενσταση του εναγομένου συζύγου ότι ο δικαιούχος της αξίωσης σύζυγος, δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να συμβάλει στην επαύξηση της περιουσίας. Στοιχεία απαραίτητα για το ορισμένο της αγωγής. Ελλιπείς αιτιολογίες της απόφασης που δέχθηκε τη συμβολή της ενάγουσας, στην αύξηση της περιουσίας στο ύψος του 1/3. Αναιρείται η υπ΄ αριθμ. 148/2009 απόφαση ΕφΝαυπλίου.

[...] Κατά τη διάταξη του άρθρ. 559 αριθ. 1 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνο αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών.

Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο της ουσίας εφάρμοσε κανόνα ουσιαστικού δικαίου μη εφαρμοστέο ή παρέλειψε την εφαρμογή του εφαρμοστέου ή εφάρμοσε τέτοιο κανόνα εσφαλμένα, προσδίδοντας σ` αυτόν έννοια διαφορετική από εκείνη που πράγματι έχει (Ολ.ΑΠ 7/2006, Ολ.Α.Π. 4/2006). Η νομική δε αοριστία της αγωγής, δηλαδή η συνδεόμενη με τη νομική εκτίμηση από το δικαστήριο της ουσίας του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται αναιρετικά, ως παραβίαση από τον αριθ. 1 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ, εάν το δικαστήριο, για το σχηματισμό της κρίσης του για τη νομική επάρκεια και πληρότητα της αγωγής και τη νομική βασιμότητά της σε αναφορά με συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, αξίωσε περισσότερα στοιχεία από εκείνα που ορίζει ο κανόνας αυτός για τη θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή αντιθέτως αρκέστηκε σε λιγότερα στοιχεία ή διάφορα από αυτά (Ολ.Α.Π. 18/1998). Εξάλλου, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 216 Κ.Πολ.Δ. η αγωγή εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στα άρθρα ... και ...... πρέπει να περιέχει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου. Διαφορετικά η αγωγή είναι αόριστη. Η αοριστία δε αυτή με την έννοια της ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας δεν μπορεί να θεραπευτεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλου εγγράφου, ούτε μπορεί σε αυτή να γίνει επιφύλαξη διόρθωσης ή συμπλήρωσης από την προσαγωγή ή εκτίμηση αποδείξεων, διότι αυτό αντίκειται στις διατάξεις για την προδικασία του άρθρου 11 Κ.Πολ.Δ., των οποίων η τήρηση ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Αν δε το δικαστήριο δεν απορρίπτει την αγωγή, αν και το δικόγραφό της σε ό,τι αφορά την έκθεση των πραγματικών περιστατικών που απαρτίζουν την ιστορική αιτία, είναι αόριστο, αλλά προβαίνει στην κατ` ουσία εξέτασή της, παραλείπει κατά παράβαση της άνω δικονομικής διάταξης του άρθρου 216Κ.Πολ.Δ. να κηρύξει ακυρότητα του δικογράφου και ιδρύεται ο λόγος αναιρέσεως από τον αριθ. 14 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 1330/2002), και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου 559 του Κ.Πολ.Δ., που δημιουργεί λόγο αναίρεσης στην περίπτωση μόνο της νομικής αοριστίας της αγωγής, σε συνδυασμό με ευθεία παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, και όχι δικονομικού τοιούτου, όπως εκείνη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δ. (Α.Π. 571/2004). Ο περί νομικής και ποιοτικής ή ποσοτικής αοριστίας ισχυρισμός, πρέπει, κατ` άρθρο 562 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., για το παραδεκτό της προβολής του, να προταθεί στο δικαστήριο της ουσίας και να γίνεται μνεία περί τούτου στο αναιρετήριο (Α.Π. 1676/2001).

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες, ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παράγραφος 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνηση του (ανεπαρκής αιτιολογία), ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία) (Ολ.ΑΠ 1/1999). Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559, αριθ. 19 λόγος αναίρεσης για έλλειψη νόμιμης βάσης με την έννοια της ανεπαρκούς αιτιολογίας αφορά ελλείψεις αναγόμενες αποκλειστικά στη διατύπωση του αιτιολογικού πορίσματος αναφορικά με τη συνδρομή ή μη γεγονότων, που στη συγκεκριμένη περίπτωση συγκροτούν το πραγματικό του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, έτσι ώστε, από την ανεπαρκή ή αντιφατική έκθεσή τους, να μην μπορεί να κριθεί αν η απόφαση στηρίζεται ή όχι νομικώς (Ολ.ΑΠ 13/1995). Η ύπαρξη νόμιμης βάσης και η αντίστοιχη έλλειψή της πρέπει να προκύπτουν αμέσως από την προσβαλλόμενη απόφαση, ο δε Άρειος Πάγος διαπιστώνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία του προκειμένου λόγου αναίρεσης, ελέγχοντας μόνο την προσβαλλόμενη απόφαση και το αιτιολογικό της και όχι το περιεχόμενο άλλων εγγράφων ή αποφάσεων σε εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσης όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αιτιολόγηση του εξαγόμενου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση του αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανέλεγκτα, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, εκτός αν δεν είναι σαφές το πόρισμα και για το λόγο αυτό γίνεται αδύνατος ο αναιρετικός έλεγχος.

Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. α` και β` του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 12 ν. 1649/1986), συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ. Α.Π. 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ` η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου σε δυο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση το εδ. α` και β` της παρ. 1 του ίδιου άρθρου 1400 του Α.Κ. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι και ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής εάν προκύπτει διαφορά μεταξύ του χρόνου αυτού και του χρόνου της αμετάκλητης λύσης ή της συμπλήρωσης της τριετίας της διάστασης. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υποχρέου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υποχρέου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν από εκείνα που αναφέρονται στην αγωγή αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο.

Περαιτέρω, ο χρόνος της αμετάκλητης λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση επί αγωγής στηριζόμενης στη διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Από δε την ίδια διάταξη του άρθρου 1400 του ΑΚ προκύπτει ότι στην έννοια του όρου "περιουσία" περιλαμβάνεται και ακίνητο, που κατά τη διάρκεια του γάμου μεταβιβάσθηκε σε ένα των συζύγων με άτυπη παραχώρηση, χωρίς την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 1033 του ΑΚ, αφού και η νομή και κατοχή του μεταβιβάζεται στην περίπτωση αυτή και διαρκούσε μέχρι τον προαναφερθέντα κρίσιμο χρόνο συνυπολογισμού της κτηθείσας περιουσίας έχει αποτιμητή αξία (βλ. το άρθρ. 11 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), που με την αγωγή δυνατό να προσδιορίζεται στην αξία της πλήρους κυριότητας, ο προσδιορισμός δε αυτός μπορεί να γίνει δεκτός και κατ` ουσία και από το Δικαστήριο κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, χωρίς να παραβιάζονται οι διατάξεις των άρθρων 1400 και 1033 του Α.Κ. με εσφαλμένη εφαρμογή, εφόσον όμως από το Δικαστήριο γίνεται δεκτό ότι η αξία που γίνεται αφορά τη νομή ή την κατοχή του αποκτήματος.

Τέλος, η αγωγή που στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή μόνο από την παρ. 1 εδ. β` του άρθρου 1400 του Α.Κ., δηλαδή στο νόμιμο τεκμήριο μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνον ο ενάγων οφείλει να επικαλεστεί και να αποδείξει, προσδιορίζοντας την τυχόν αρχική (εάν υπήρχε) κατά την τέλεση του γάμου περιουσία του εναγομένου και την τελική κατά τη λύση ή την ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση της τριετίας επί τριετούς διάστασης περιουσία του, καθώς και την σε χρήμα αξία αμφοτέρων κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης, που προκύπτει με την αφαίρεση της αρχικής περιουσίας από την τελική. Άρα, στην περίπτωση αυτή ο ενάγων σύζυγος δεν βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη ούτε της συμβολής του καθ` εαυτήν ούτε του ποσοστού της ούτε της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ αυτής και της περιουσιακής επαύξησης του εναγομένου (βλ. ΑΠ 76/1997). Ο εναγόμενος δε ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν μηδενική. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά, ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου διάσταση (Α.Π. 546/2009, 1799/2008, 1889/2007, 1223/2007), το βάρος απόδειξης της οποίας φέρει ο ενιστάμενος εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, ο ενάγων ή η ενάγουσα, κατ` επιτρεπτή ανταπόδειξη, μπορεί να επικαλεσθεί και αποδείξει την οποιαδήποτε συμβολή έστω και αν είναι μικρότερη από το 1/3.

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα διαδικαστικά έγγραφα της δίκης επισκοπούμενα από το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου (άρθρ. 561 παρ. 2 του ΚΠολΔ) για την εκτίμηση των εδώ ερευνώμενων αναιρετικών λόγων, προκύπτουν τα ακόλουθα: Α) Με την από 25-5-2005 αγωγή της, και κατά την βάση της από το τεκμήριο συμβολής της στην επαύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος - εναγομένου, επί της οποίας έκρινε το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, η αναιρεσίβλητη ισχυρίσθηκε τα ακόλουθα: Ότι με τον αναιρεσείοντα - εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο την 29-5-1983. Ότι από την 11-3-1997 διασπάστηκε οριστικά η έγγαμη συμβίωσή τους στην συνέχεια δε με την υπ` αριθμ 13/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου που κατέστη τελεσίδικη με την υπ` αριθ. 548/2003 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου, λύθηκε ο γάμος της με τον αναιρεσείοντα - εναγόμενο. Ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης ο αναιρεσείων - εναγόμενος απέκτησε τα αναφερόμενα στην αγωγή τρία ακίνητα εκ των οποίων το ένα με άτυπη πώληση μετά την οποία του παραδόθηκε και το κατείχε και ότι και τα τρία ακίνητα υπήρχαν και κατά το χρόνο της συμπλήρωσης τριετίας από την οριστική διάστασή της έγγαμης συμβίωσής τους και η αξία τους αναγόμενη στο χρόνο της άσκησης της αγωγής, άλλως της αμετάκλητης λύσης του γάμου ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 380.000 ευρώ, από το οποίο ζήτησε το 1/3 με βάση το τεκμήριο του άρθρ. 1400 παρ. 1 εδ. β` του Α.Κ. Με το προαναφερόμενο περιεχόμενό της η αγωγή, που θεμελιώνεται στον τεκμαρτό υπολογισμό, με αξίωση που φέρεται ότι γεννήθηκε στο χρόνο συμπλήρωσής της τριετούς διάστασης και αξίας της αναγόμενη στο χρόνο άσκησης της αγωγής είναι νομικά ορισμένη και όχι αντιφατική, σύμφωνα με όσα στη μείζονα σκέψη αναφέρονται. Ειδικότερα, εφ` όσον στην αγωγή δεν εκτίθεται ότι η απόφαση που έλυσε το γάμο των διαδίκων δεν κατέστη αμετάκλητη, όπως απαιτείται από τη διάταξη του άρθρ. 613 του Κ.Πολ.Δ, η ίδια η αγωγή όσο προεχόντως στηρίζεται στην συμπλήρωση της τριετούς διάστασης του άρθρ. 1400 παρ. 2 του Α.Κ., δεν επηρεαζόταν ως προς το νομικά ορισμένο της από το γεγονός ότι επικουρικά γινόταν επίκληση και της ανύπαρκτης όμως αμετάκλητης λύσης του γάμου των διαδίκων, ως αφετηρίας γένεσης της ένδικης αξίωσης και χρόνου υπολογισμού της αξίας της σε χρήμα. Εξ άλλου, από το γεγονός ότι στην αγωγή δεν αναφερόταν η ανυπαρξία οποιασδήποτε περιουσίας στο πρόσωπο του αναιρεσείοντος - εναγομένου δεν επηρεαζόταν αρνητικά το νομικά ορισμένο της, αφού τέτοια περιουσία, εάν πράγματι υπήρχε, ήταν δυνατό κατ` ένσταση να προβληθεί εκ μέρους του αναιρεσείοντος.

Επομένως, τα όσα αντίθετα προβάλλονται, με τον πρώτο λόγο του αναιρετηρίου, ως προς όλα τα κεφάλαια και μέρη του από τον αριθμό 1 του αρθ. 559 του Κ.Πολ.Δ., αλυσιτελώς δε και από τον αριθμό 14 του ίδιου άρθρου, αφού δεν πρόκειται για επικαλούμενη ποσοτική ή ποιοτική αοριστία, αλλά για νομική συνδυαζόμενη με παραβίαση της διάταξης του άρθρ. 1400 του Α.Κ. εκ μέρους του Εφετείου, όσο έκρινε νομικά ορισμένη την ένδικη αγωγή, κρίνονται αβάσιμα στηριζόμενα σε εσφαλμένες κατά νόμο προϋποθέσεις. Σε συνέχεια δε ο ίδιος λόγος είναι αβάσιμος και ως προς το μέρος του με το οποίο προβάλλεται αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 8 του άρθρ. 559 του ΚΠολΔ αφού το Εφετείο, για να κρίνει το νομικά ορισμένο της αγωγής δεν έλαβε υπόψη του "πράγματα" που δεν περιλαμβανόταν στο δικόγραφο της όπως η συμπλήρωση της τριετούς διάστασης ως χρόνος γένεσης της ένδικης αξίωσης.

Κατά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο αναιρεσείων ως εναγόμενος προέβαλε τον καταλυτικό ισχυρισμό της "μηδενικής συμβολής" της αναιρεσίβλητης - ενάγουσας στην δημιουργία της ένδικης περιουσίας του, "γιατί δεν ήθελε και δεν μπορούσε να συμβάλλει στη δημιουργία αυτής". Με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης εκκλησίας, στις 29-5-1983, στην ..., από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων διακόπηκε οριστικά στις 11-3-1997. Με την υπ` αριθ. 13/2003 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Κορίνθου, απαγγέλθηκε η λύση του μεταξύ των διαδίκων, γάμου τους, λόγω τετραετούς διάστασης, η οποία όμως δεν κατέστη ακόμη αμετάκλητη. Αποδείχθηκε περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος προ του γάμου του, ασκούσε το επάγγελμα του υδραυλικού. Από 27-7-1978, μάλιστα, λειτούργησε δική του επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών είδη υγιεινής και υδραυλικά. Από την εργασία του αυτή αποταμίευσε πριν την τέλεση του γάμου του το ποσό των 3.841.000 δραχμών. Συνέχισε δε και μετά τον γάμο του να εξασκεί το ως άνω επάγγελμα. Στις 21-6-1983, ο εναγόμενος απέκτησε την πλήρη κυριότητα μιας ανεξάρτητης οριζόντιας ιδιοκτησίας, επιφανείας 128,10 τετραγωνικών μέτρων, που αντιστοιχεί σε ποσοστό 59,25% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, συνολικής έκτασης του όλου οικοπέδου 308,90 τ.μ., που βρίσκεται εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του οικισμού ... επί της δημοτικής οδού ... στη συνοικία "...", δυνάμει του υπ` αριθμ. .../21-6-1983 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Ματθαίου Ασημακόπουλου, που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... με αριθμό 275 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεμέας. Παράλληλα, επί της εν λόγω οριζόντιας διηρημένης κατ` έκταση (κάθετης) ιδιοκτησίας, που εμφαίνεται στο από 18-8-1979 τοπογραφικό διάγραμμα του Ν. Κ., τοπογράφου - μηχανικού, με τα κεφαλαία αλφαβητικά στοιχεία Θ-Β-Γ-Λ-Ι-Θ, αυτός απέκτησε το δικαίωμα της αποκλειστικής χρήσης και ανέγερσης οικοδομής. Αποδείχθηκε δε ότι το παραπάνω ακίνητο, ο εναγόμενος αγόρασε με τα χρήματα τα οποία είχε αποταμιεύσει προ του γάμου του με την ενάγουσα. Δυνάμει των υπ` αριθ. 2988/1983 και 1585/1984, οικοδομικών αδειών της Διεύθυνσης Πολεοδομίας της Νομαρχίας Κορινθίας, ο εναγόμενος ανήγειρε πολυόροφη οικοδομή με υπόγειο.

Με βάση την με αριθμό .../12- 6-1986 τροποποίηση πράξης σύστασης οριζοντίων ιδιοκτησιών της Συμβολαιογράφου Νεμέας Παναγούλας Τζαβέλλα, νόμιμα μεταγεγραμμένης στον τόμο ... με αριθμό 710 των βιβλίων μεταγραφών του οικείου Υποθηκοφυλακείου, ο εναγόμενος συνέστησε στην παραπάνω οικοδομή αυτοτελείς και ανεξάρτητες οριζόντιες ιδιοκτησίες και ειδικότερα υπόγειο αποτελούμενο από τη με στοιχεία Υ-1 αποθήκη εμβαδού 128,10 τ.μ., ισόγειο αποτελούμενο από κατάστημα εμβαδού 112.20 τ.μ. πρώτο όροφο πάνω από το ισόγειο αποτελούμενο αρχικά από τη με στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία εμβαδού 112,20 τ.μ. και κατόπιν σχετικής τροποποίησης τις υπό στοιχ. Α-1 και Α-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμερίσματα) με επιφάνεια 60 τ.μ. περίπου η κάθε μια και τέλος δεύτερο πάνω από το ισόγειο όροφο αποτελούμενο από το με στοιχ. Β-1 διαμέρισμα εμβαδού 137,47 τ.μ. Η ανέγερση της οικοδομής αυτής άρχισε το έτος 1983 και είχε ολοκληρωθεί πριν τη διακοπή της συμβίωσης των διαδίκων, οι οποίοι μάλιστα το τελευταίο διάστημα χρησιμοποιούσαν το διαμέρισμα του δεύτερου ορόφου ως οικογενειακή κατοικία τους. Ο εναγόμενος χρησιμοποιούσε το υπόγειο και το ισόγειο ως επαγγελματική στέγη, από τα πρώτα χρόνια της εγγάμου συμβιώσεώς τους και ειδικότερα το υπόγειο ως αποθηκευτικό χώρο και το ισόγειο ως κατάστημα με υδραυλικά είδη και είδη υγιεινής. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι ο πρώτος και δεύτερος όροφος αποπερατώθηκε μετά την οριστική διάσπαση της έγγαμης συμβιώσεως των διαδίκων δεν κρίνεται βάσιμος, αφού τα τελευταία έτη πριν την διάσπαση τους οι διάδικοι κατοικούσαν στον δεύτερο όροφο της ως άνω οικοδομής, ενώ τον πρώτο όροφο διαμόρφωσαν σε δύο διαμερίσματα των δύο δωματίων έκαστο. Πράγματι δε φαίνεται ότι ο εναγόμενος έλαβε δάνεια από την ............ Τράπεζα κατά τα έτη 1998 και 2004 προς αποπεράτωση του πρώτου και δεύτερου ορόφου αντίστοιχα. Η λήψη όμως αυτών των δανείων κρίνεται προσχηματική, προκειμένου να διαφανεί η αποπεράτωση της οικοδομής, μόνο από τον εναγόμενο, μετά την διάσπαση του εγγάμου βίου των διαδίκων, προς απόκρουση του δικαιώματος της ενάγουσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής η αντικειμενική αξία της παραπάνω οικοδομής ανήρχετο στο ποσό των 12.489,75 ευρώ για το υπόγειο, στο ποσό των 52.509,60 ευρώ για το ισόγειο κατάστημα, στο ποσό των 53.603,55 ευρώ για τον πρώτο όροφο και στο ποσό των 68.960,11 ευρώ για το δεύτερο όροφο, ήτοι στο συνολικό ποσό των 187.563 ευρώ, χωρίς να υπολογιστεί η αξία του δώματος εμβαδού 50 τ.μ. περίπου (βλ. τα σχετικά τέσσερα φύλλα υπολογισμού αξίας ακινήτου της Συμβολαιογράφου Νεμέας Παν. Τζαβέλλα), το οποίο είναι αυθαίρετο. Η αγοραία, όμως, αξία της εν λόγω οικοδομής, η οποία βρίσκεται πλησίον του εμπορικού κέντρου της πόλης της … και έχει πρόσοψη σε κεντρικό δρόμο, προσεγγίζει το ποσό των 220.000 ευρώ, αφού αφαιρεθεί η αξία του οικοπέδου το οποίο είχε δι` ιδίων χρημάτων αγοράσει ο ενάγων, όπως προαναφέρθηκε.

Ακόμη αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος κατά το έτος 1985 απέκτησε, κυριότητα ενός αγροτικού ακινήτου εκτάσεως δύο στρεμμάτων περίπου, βρίσκεται στη θέση "Μ." της κτηματικής περιφέρειας ... με προφορική παραχώρηση από τους αληθείς συγκυρίους Π. Γ. και Δ. Γ.. Τούτο δε συνομολογούν αμφότεροι οι διάδικοι. Στην συνέχεια ο εναγόμενος απέκτησε, ένα αγροτικό ακίνητο (άμπελο) επιφανείας τριών στρεμμάτων περίπου κείμενου στην τοποθεσία "..." της ιδίας ως άνω κτηματικής περιφέρειας λόγω αγοράς βάσει του υπ` αριθμ. ...../25-9-1992 πωλητηρίου συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Νεμέας Δημητρίου Κάλλη που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο ... με αριθμό 676 των βιβλίων μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νεμέας. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι το κείμενο στη θέση "..." αγροτεμάχιο είχε περιέλθει κατά κυριότητα σε αυτόν από το έτος 1974 με βάση το από 13-3-1974 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ του πωλητή Θ. Τ. και του ιδίου και ότι δεν αποτελεί απόκτημα κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, δεδομένου ότι δικαίωμα κυριότητας επί ακινήτων κτάται από και με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή αυτού (1033 Α.Κ.), επομένως στην προκειμένη δίκη που ενδιαφέρει η περιουσιακή επαύξηση διαρκούντος του γάμου, υπολογίζεται κάθε περιουσιακό στοιχείο κτηθέν κατά κυριότητα κατά τη διάρκεια αυτού. Η αγοραστική αξία των προαναφερόμενων δύο αγροτικών ακινήτων αγγίζει το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ και οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ αντίστοιχα. Η ένορκη κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως Ι. Μ., περί της αξίας των ακινήτων αυτών που την προσδιορίζει σε 20.000 ευρώ και 15.000 ευρώ αντίστοιχα κρίνεται ως προς το σημείο αυτό υπερβολική. Από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε επίσης ότι ο εναγόμενος κατά την διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα ασκώντας το επάγγελμα του υδραυλικού και διατηρώντας το προαναφερόμενο κατάστημα πωλήσεως υδραυλικών ειδών και ειδών υγιεινής απεκόμισε εισόδημα άνω των 170.000 ευρώ. Στην κρίση αυτή το δικαστήριο καταλήγει λαμβανομένων υπόψιν και των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, σύμφωνα με τα οποία τα δηλούμενα υπό του εναγομένου εισοδήματα στις προσκομιζόμενες φορολογικές δηλώσεις δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά του εισοδήματα, τα οποία κατά κανόνα είναι υπερδιπλάσια των δηλουμένων. Από το ίδιο ως άνω αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι διαρκούντος του γάμου η ενάγουσα απασχολήθηκε περιστασιακά επί τρίωρο περίπου κατά τις πρωινές συνήθως ώρες στο κατάστημα υδραυλικών ειδών, ειδών υγιεινής και συναφών ειδών κι εξαρτημάτων που διατηρούσε ο εναγόμενος πρώην σύζυγός της, σημειώνοντας τις παραγγελίες πελατών ή πωλώντας διάφορα εξαρτήματα, κατά το διάστημα που εκείνος απουσίαζε για την εκτέλεση των επαγγελματικών του υποχρεώσεων ως εργολάβος υδραυλικός σε διάφορες οικοδομές ή κατοικίες.

Η κατά την κοινή πείρα αποτίμηση των υπηρεσιών της για την εξυπηρέτηση της πελατείας του εναγομένου και ανέλιξη της επιχείρησης του ανέρχεται στο ποσό των εκατό (100) ευρώ μηνιαίως, ήτοι συνολικά στο ποσό των 16.500 ευρώ (100Χ165 μήνες) για ολόκληρη την χρονική περίοδο της έγγαμης συμβιώσεώς τους. Ταυτόχρονα, αυτή προσέφερε τις υπηρεσίες της στο συζυγικό οίκο πέραν της από τη διάταξη του άρθρου 1389 ΑΚ υποχρεώσεως της προς συνεισφορά, αφού καίτοι ήταν εργαζόμενη στο κατάστημα του εναγομένου απασχολούνταν μόνο εκείνη, συνεπικουρούμενη από τη μητέρα της, με την φροντίδα της συζυγικής οικίας, την καθαριότητα και την παρασκευή φαγητού, που αποτιμάται στο ποσό των εξήντα ευρώ κατά μήνα, δηλαδή στο συνολικό ποσό των 9.900 ευρώ για τους 165 μήνες της συμβίωσης των διαδίκων. Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι η ενάγουσα σύζυγος του, επεδείκνυε πλήρη αδιαφορία και άρνηση της ενάγουσας να ασχοληθεί με την επιμέλεια του οίκου της και την εξυπηρέτηση της επιχείρησης του συζύγου της, δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Αποδείχθηκε όμως ότι αυτή δεν προσέφερε τη συνδρομή της κατά την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής της προαναφερόμενης οικοδομής, την επιμέλεια ανέγερσης της οποίας είχε ο ίδιος ο εναγόμενος, ενώ αλλοδαποί εργαζόμενοι απασχολήθηκαν για την καθαριότητα σε αυτήν. Επίσης, κατά τη διάρκεια του γάμου είχε παραχωρηθεί στην ενάγουσα από τον πατέρα της Γ. Μ. η εκμετάλλευση ενός αγροτικού ακινήτου, εκτάσεως οκτώ περίπου στρεμμάτων, που βρίσκεται στην τοποθεσία "..." της κτηματικής περιφέρειας .... Η καλλιέργεια του αγρού αυτού με την ποικιλία σταφυλιού "αγιωργήτικο" απέφερε 12.000 κιλά σταφυλιού ανά έτος κατά μέσο όρο (8 στρεμμ. Χ 1.500 κιλά/στρέμμα), αξίας 0,20 ευρώ ανά κιλό στραφυλιών, ήτοι το εισόδημα της ενάγουσας ανερχόταν στο ποσό των 2.400 ευρώ ετησίως (12.000 κιλά Χ 0,20 ευρώ/κιλό) και συνολικό ποσό των 31.200 ευρώ (2.400 Χ 13 έτη). Επομένως, η ενάγουσα συνέβαλε κατά αιτιώδη - συνάφεια στη μετά το γάμο επαύξηση της περιουσίας του πρώην συζύγου της, καθώς αφενός μεν τον βοήθησε να εξοικονομήσει χρήματα με την άνευ ανταλλάγματος παροχή οικιακής εργασίας και εργασία στην επιχείρηση του ιδίου, παροχές που υπερβαίνουν το μέτρο εκπλήρωσης της υφισταμένης (από τις ΑΚ 1389, 1390) υποχρεώσεως για κοινή συμβολή στις οικογενειακές ανάγκες, σύμφωνα και με όσα στην μείζονα σκέψη αναφέρονται, αφετέρου δε διέθεσε το ετήσιο εισόδημα που αποκόμισε από την καλλιέργεια και απόληψη των καρπών του αγροτικού ακινήτου ιδιοκτησίας της οικογένειας της, ήτοι συνολικά (16.500+9.900+31.200=57.600).

Η νομίμως προταθείσα ένσταση του εναγομένου την οποία επαναφέρει με σχετικό λόγο της έφεσης του ότι η ενάγουσα δεν συνεισέφερε για την απόκτηση των προαναφερομένων ακινήτων και στην ανέγερση της οικοδομής και ότι όλες οι δαπάνες καλύφθηκαν από τα δικά του εισοδήματα και από δάνεια που έλαβε, δεν αποδεικνύεται βάσιμος. Όμως περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι από την τέλεση του γάμου των διαδίκων μέχρι του χρόνου συμπληρώσεως της τριετίας από την συζυγική διάσταση η περιουσία του εναγομένου αυξήθηκε κατά το ποσό της αγοραίας αξίας των άνω περιγραφόμενων ακινήτων, ήτοι κατά το συνολικό από των 240.000 ευρώ (220.000+12.000+8.000). Η συμβολή της ενάγουσας στην περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν παραπάνω, υπάρχει και πρέπει να καθοριστεί στο ποσό του 1/3 αυτής, δηλαδή στο ποσό των 80.000 ευρώ, εφόσον δεν αποδείχθηκε η προς απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση του εναγομένου ότι η αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, οφείλεται μόνο σ` αυτόν και ότι δεν υπήρξε καμία έστω και μικρότερη του 1/3 συμβολή της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του". Με τις πιο πάνω παραδοχές του αιτιολογικού της προσβαλλόμενης απόφασής του το Εφετείο, με τις οποίες, δεχόμενο την έφεση του αναιρεσείοντος κατά της πρωτόδικης απόφασης, δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή της αναιρεσίβλητης κατά την επικουρική της βάση από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδ. β` του Α.Κ. (τεκμήριο συμβολής) και για το ποσό των 80.000 ευρώ, παραβίασε εκ πλαγίου τις προαναφερθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου των άρθρων 1400 και 1033 του Α.Κ. με αιτιολογίες ελλιπείς, ανεπαρκείς και αντιφατικές ώστε δεν καθίσταται εφικτός ο έλεγχος από το Δικαστήριο τούτο εάν εφαρμόστηκαν ορθά οι πιο πάνω διατάξεις κατά την έννοια που προαναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας.

Ειδικότερα: 1) Ως προς την αξία του χρόνου συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων, ταυτόσημης και προς την αξία του χρόνου της άσκησης της ένδικης αγωγής, των τριών ένδικων ακινήτων, που "απέκτησε" ο αναιρεσείων κατά τη διάρκεια του γάμου του με την αναιρεσίβλητη, δέχθηκε το Εφετείο ότι ανέρχεται ως προς τα κτίσματα του πρώτου σε 220.000 ευρώ, του δεύτερου στη θέση "Μ." σε 12.000 ευρώ και του τρίτου στη θέση "..." σε 8.000 ευρώ, με τη χρησιμοποίηση εκ μέρους της προσβαλλόμενης των λέξεων "αγγίζει" και "προσεγγίζει", που καθιστά τις αντίστοιχες αιτιολογίες ελλιπείς και ενδοιαστικές, γιατί πρόκειται για εκφράσεις, που δεν συνδέονται με την αναγκαία στην προκειμένη περίπτωση πλήρη δικανική πεποίθηση και εμφανίζουν ανεπίτρεπτη διστακτικότητα ή αμφιβολία του δικαστηρίου για την αναγκαίως καθοριζόμενη αξία των πιο πάνω ακινήτων. 2) Σε σχέση με το δεύτερο από τα πιο πάνω ακίνητα στη θέση "Μ.", το οποίο κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή της αναιρεσίβλητης είχε μεταβιβασθεί στον αναιρεσείοντα "ατύπως" το 1985 από τους πραγματικούς κυρίους, νομείς και κατόχους, δέχεται το Εφετείο ότι ο αναιρεσείων κατά το έτος 1985 "απέκτησε την κυριότητα του ίδιου ακινήτου με προφορική παραχώρηση", χωρίς να διευκρινίζει στις αιτιολογίες της προσβαλλόμενης απόφασής του με ποιο νόμιμο τρόπο απέκτησε την κυριότητα ο αναιρεσείων, και ποια ήταν η αξία της νομής και κατοχής, σε σχέση με την αξία της πλήρους κυριότητας, που δεν δικαιολογείτο η απόκτησή της μέχρι τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων. 3) Ενώ δέχεται το Εφετείο κατά την ανέλεγκτη επί της ουσίας εκτίμηση των αποδείξεων ότι η αξία της συμβολής της αναιρεσίβλητης ανήλθε συνολικά στο ποσό των 57.500 ευρώ, δηλαδή μικρότερο των 80.000 ευρώ, που αποτελεί το 1/3 της αξίας των "αποκτημάτων" του αναιρεσείοντος, που καλύπτεται από το τεκμήριο της διάταξης του άρθρου 1400 εδ. β` του Α.Κ., τελικά, αντιφατικά σε σχέση με την παραδοχή του αυτή και εκείνη ότι "δεν αποδείχθηκε συμβολή μικρότερη του 1/3" επιδίκασε τελικά στην αναιρεσίβλητη το ποσό των 80.000 ευρώ και όχι το μικρότερο των 57.500 ευρώ, που αποτελούσε την αποδεικνυόμενη και ανταποδεικτικά από την αναιρεσίβλητη (επί της ένστασης του αναιρεσείοντος) μικρότερη συμβολή της, σε αντίθεση με τη μηδενική συμβολή που είχε επικαλεσθεί ο αναιρεσείων. Επομένως, τα όσα συναφώς υποστηρίζει ο αναιρεσείων με τον δεύτερο και τρίτο λόγους του αναιρετηρίου κατά το αντίστοιχο μέρος τους, με την επίκληση πλημμελειών από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ κρίνονται βάσιμα. Μετά τα παραπάνω, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να συμψηφιστεί η μεταξύ των αντιδίκων συζύγων δικαστική δαπάνη (άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Αναιρεί την αριθ. 148/2009 απόφαση του Εφετείου Ναυπλίου. Παραπέμπει την υπόθεση, για περαιτέρω εκδίκαση, στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές. Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.