Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Αναγνώριση δεδικασμένου από αλλοδαπή απόφαση - Απόφαση διαζυγίου (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 36431/2009)

Περίληψη: Αναγνώριση δεδικασμένου από αλλοδαπή απόφαση. Απόφαση διαζυγίου. Ελληνοσοβιετική Σύμβαση δικαστικής συνδρομής. Η εν λόγω Σύμβαση εισάγει μία ρήτρα αυτόματης αναγνώρισης των αποφάσεων που αφορούν την προσωπική κατάσταση, οι οποίες αναπτύσσουν αυτοδίκαια στην ημεδαπή έννομη τάξη την ενέργεια τους, σε αντιδιαστολή με την αναγνώριση αποφάσεων περιουσιακής φύσης, η οποία γίνεται με την διαδικασία του αρθ. 27. Για την αναγνώριση της απόφασης προσωπικής κατάστασης, είτε γίνεται αυτόματα, είτε δια της δικαστικής οδού, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρ. 24 της Ελληνοσοβιετικής Σύμβασης. Αρμόδιο Δικαστήριο της εκτέλεσης. Οι διατάξεις διεθνών Συμβάσεων υπερισχύουν από τις αντίστοιχες διατάξεις του εθνικού εσωτερικού δικαίου, μόνο όταν είναι ευνοϊκότερες για την αναγνώριση. Προϋποθέσεις για την αναγνώριση αλλοδαπού δεδικασμένου. Η αλλοδαπή απόφαση, με την οποία λύνεται ο γάμος των συζύγων, ο ένας από τους οποίους ή και οι δύο είναι Έλληνες, πρέπει να καταστεί αμετάκλητη κατά το δίκαιο του τόπου έκδοσης της, για να μπορεί να αναπτύξει και κατά το ελληνικό δίκαιο έννομες συνέπειες. Η διάταξη αρ. 28 αρ. 2 της Ελληνοσοβιετικής Σύμβασης, που απαιτεί η νόμιμη κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου να αποδεικνύεται από σχετικό πιστοποιητικό, δεν εμποδίζει την απόδειξη της επίμαχης κλήτευσης βάσει υπεύθυνης δήλωσης του αιτούντος. Λόγοι.

[...] Παραδεκτά και νόμιμα φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση, με την υπ` αρ. 12499/27-03-2009 κλήση του αιτούντος και μετά την έκδοση της υπ` αρ. 3652/2009 μη οριστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, η με αριθμό κατάθεσης 43528/29-10-2008 αίτησή του, με την οποία αυτός ζητά να αναγνωριστεί ότι έχει αποκτήσει και στην Ελληνική Επικράτεια την ισχύ του δεδικασμένου η από 28-09-1959 απόφαση του Δικαστηρίου της πόλης Αρμαβίρ της περιοχής Κρασνοντάρ της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δυνάμει της οποίας λύθηκε ο μεταξύ αυτού και της..................... του .................................. γάμος. Η προαναφερόμενη απόφαση, αφού έκρινε ότι η εν λόγω αίτηση παραδεκτά και αρμοδίως, καθ` ύλην και κατά τόπον, εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, κατά την προκειμένη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (αρθ. 905 και 740επ. ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των αρθ. 23επ. της Ελληνοσοβιετικής σύμβασης «περί δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις», 323 και 905 ΚΠολΔ, στη συνέχεια διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, κατ` αρθ. 254 ΚΠολΔ, προκειμένου να προσκομισθεί πιστοποιητικό, επίσημα μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, του Δικαστηρίου της πόλης Αρμαβίρ της περιοχής Κρασνοντάρ, από το οποίο να προκύπτει ότι η παραπάνω υπό αναγνώριση απόφαση του έχει καταστεί αμετάκλητη καθώς και πιστοποιητικό, ομοίως επίσημα μεταφρασμένο στην ελληνική γλώσσα, από την αρμόδια αρχή ή υπηρεσία της Ρωσίας, που να βεβαιώνει ότι στη δίκη, στην οποία αφορά η ως άνω απόφαση, η σύζυγος του αιτούντος, που ήταν διάδικος, είχε κληθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και, στην περίπτωση που δεν είχε την ικανότητα να παρίσταται, ότι εκπροσωπήθηκε νόμιμα.

Η Ελληνοσοβιετική σύμβαση «περί δικαστικής αρωγής σε αστικές και ποινικές υποθέσεις», που υπογράφηκε στις 21-05-1981 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το ν. 1242/1982 (ΦΕΚ Α` 44), εξακολουθεί να ισχύει στις σχέσεις μας με τη Ρωσική Ομοσπονδία, αφού δεν καταγγέλθηκε ούτε από την τελευταία μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ (ΑΠ 416/2008 και 293/2004 ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, το αρθ. 1 της Υ.Α.Φ. 0544/4/ΑΣ890/Μ.4487, που ενέκρινε το Ελληνορωσικό Πρωτόκολλο της 13- 12-1995 (ΦΕΚ Α` 4/16-01-1996), προβλέπει ότι εξακολουθούν να ισχύουν μεταξύ των δύο χωρών όλες οι αναφερόμενες στο Παράρτημα Ι, που το συνοδεύει (Πρωτόκολλο), συμβάσεις, μεταξύ των οποίων και η Σύμβαση δικαστικής αρωγής του 1981, δεδομένου ότι αυτή αναφέρεται στο ανωτέρω Παράρτημα με τον αύξοντα αριθμό 7. Ειδικότερα, στα αρθ. 23 και 24 της εν λόγω Σύμβασης ορίζεται ότι απόφαση των δικαιοδοτικών οργάνων του ενός από τα συμβαλλόμενα μέρη αναγνωρίζεται στο έδαφος του άλλου μέρους, εφόσον: α) έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου κατά το δίκαιο της Πολιτείας, όπου εκδόθηκε, β) ο διάδικος που ερημοδίκησε είχε κληθεί εμπρόθεσμα και με τον προσήκοντα τρόπο κατά το δίκαιο της χώρας προέλευσης της απόφασης, γ) για την ίδια υπόθεση μεταξύ των ίδιων διαδίκων δεν έχει εκδοθεί προηγούμενη απόφαση με ισχύ δεδικασμένου στην Πολιτεία, όπου ζητείται η αναγνώριση ή δεν έχει εγερθεί άλλη αγωγή με το ίδιο αντικείμενο μεταξύ των ίδιων διαδίκων στα δικαστήρια της Πολιτείας, στην οποία ζητείται η αναγνώριση και δ) η υπόθεση δεν υπαγόταν στην αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων της Πολιτείας, όπου επιδιώκεται η αναγνώριση της απόφασης. Στο δε αρθ. 26 παρ. 1 της Σύμβασης ορίζεται ότι οι αναφερόμενες στο αρθ. 23 αποφάσεις, που αφορούν υποθέσεις μη περιουσιακής φύσης, αναγνωρίζονται στο έδαφος των δύο συμβαλλόμενων μερών χωρίς συμπληρωματική έρευνα, ενώ στο αρθ. 27 αυτής ότι η διαδικασία περιβολής του εκτελεστηρίου τύπου στις αποφάσεις περιουσιακής υφής ανατίθεται στα αρμόδια Δικαστήρια του κράτους, στο οποίο προσκομίζεται προς εκτέλεση η απόφαση.

Από τις τελευταίες διατάξεις προκύπτει με σαφήνεια ότι η εν λόγω Σύμβαση εισάγει μία ρήτρα αυτόματης αναγνώρισης των αποφάσεων που αφορούν την προσωπική κατάσταση (μη περιουσιακής φύσης), οι οποίες αναπτύσσουν αυτοδίκαια στην ημεδαπή έννομη τάξη την ενέργεια τους, χωρίς ο ενδιαφερόμενος να οφείλει να προσφύγει ενώπιον Δικαστηρίου, για να ζητήσει την αναγνώριση τους, σε αντιδιαστολή με την αναγνώριση αποφάσεων περιουσιακής φύσης, η οποία δεν γίνεται αυτόματα, αλλά με την διαδικασία του αρθ. 27. Η διαδικασία, πάντως, αυτή γίνεται παγίως δεκτό ότι μπορεί να εφαρμοστεί και σε περίπτωση κινδύνου αμφισβήτησης της αλλοδαπής απόφασης προσωπικής κατάστασης από τις αρχές του κράτους, στο οποίο προσκομίζεται προς αναγνώριση (ΜΠΘεσ 60/2005 Αρμ 2007.82, ΜΠΘεσ 32684/2002 Αρμ 2003.843). Σε κάθε περίπτωση, για την αναγνώριση της απόφασης προσωπικής κατάστασης, είτε γίνεται αυτόματα, είτε δια της δικαστικής οδού, πρέπει να πληρούνται οι προϋποθέσεις του αρθ. 24 της Ελληνοσοβιετικής Σύμβασης, καθόσον οι ρήτρες αυτόματης αναγνώρισης δεν αφορούν τις προϋποθέσεις, αλλά μόνο τη διαδικασία αναγνώρισης (πρβλ. ΕφΑθ 7359/2005 ΕλλΔνη 2006.856, ΕφΘεσ 2367/1998 ΕλλΔνη 1998.1352), και να προσκομίζονται τα έγγραφα, που αναφέρονται στο αρθ. 28 της Σύμβασης. Τέλος, κατά το αρθ. 27 της τελευταίας, αρμόδιο Δικαστήριο της εκτέλεσης και, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, και της αναγνώρισης, είναι εκείνο που προβλέπουν οι εσωτερικές δικονομικές διατάξεις του συμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή, στη χώρα μας, το Δικαστήριο, που ορίζεται στο αρθ. 905 ΚΠολΔ. Η ανωτέρω δε Σύμβαση, λόγω της διεθνούς συμβατικής προέλευσης της, αναπτύσσει στην ελληνική έννομη τάξη αυξημένη τυπική ισχύ με βάση το αρθ. 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατισχύοντας κάθε αντίθετης διάταξης νόμου καθώς και των διατάξεων του εσωτερικού δικονομικού δικαίου, που αφορούν την αναγνώριση και εκτέλεση αλλοδαπής απόφασης, δηλαδή των αρθ. 323 και 905 ΚΠολΔ, τα οποία, άλλωστε, επιφυλάσσονται ρητά υπέρ των διεθνών συνθηκών (πρβλ. αρθ. 2 ΕισΝΚΠολΔ). Ωστόσο, γίνεται δεκτό ότι εάν οι διατάξεις μίας διμερούς Σύμβασης, οι οποίες υπερισχύουν, κατά τα προεκτεθέντα, των ρυθμίσεων του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εισάγουν, κατά περίπτωση, αυστηρότερες προϋποθέσεις για την αναγνώριση μίας αλλοδαπής δικαστικής απόφασης, τότε, ο προσδιορισμός της εφαρμοστέας ρύθμισης θα πρέπει να γίνει τελολογικά, δηλαδή, υπό το πρίσμα της διευκόλυνσης, η οποία επιδιώκεται με τις διεθνείς συμβάσεις, και όχι της δυσχέρανσης της αναγνώρισης αλλοδαπών δικαστικών αποφάσεων.

Κατά συνέπεια, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις διεθνών Συμβάσεων υπερισχύουν από τις αντίστοιχες διατάξεις του εθνικού εσωτερικού δικαίου, μόνο όταν είναι ευνοϊκότερες για την αναγνώριση, διαφορετικά ατονούν και αφήνουν το προβάδισμα στις ευνοϊκότερες ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου, με αποτέλεσμα αν σε μία Σύμβαση περιέχονται όροι εν μέρει ευνοϊκότεροι και εν μέρει δυσμενέστεροι από εκείνους του αρθ. 323, τότε να εφαρμόζονται οι ευνοϊκοί από τη σύμβαση και το αρθ. 323 όροι (ΜΠΡοδ 806/2005 ΤΝΠ Νόμος, Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, εκδ. 1994, υπ` αρθ. 323, αρ. 4 και υπ` αρθ. 780, αρ. 8, Κουσούλη σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τ. !, εκδ. 2000, υπ` αρθ. 323, αρ. 10, Γεωργιάδη, Εκτέλεσις και αναγνώρισις αλλοδαπών αποφάσεων, Αρμ 1974.609, Φραγκίστα, Πνευματική ακύρωσις και λύσις του γάμου, Δ 5.449, Γέσιου - Φαλτσή, Η αναγνώριση και εκτέλεση γερμανικών αποφάσεων στην Ελλάδα, Δ 1982.184 - 189, η οποία, όμως, υποστηρίζει ότι στην ανωτέρω περίπτωση εφαρμόζεται όχι μόνο η ευνοϊκότερη ρύθμιση του εσωτερικού δικαίου, αλλά το τελευταίο στο σύνολό του). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 323 και 905 παρ. 1, 3 και 4 ΚΠολΔ, απόφαση αλλοδαπού πολιτικού Δικαστηρίου, που αφορά την προσωπική κατάσταση, όπως είναι και αυτή, που απαγγέλλει το διαζύγιο (ΑΠ 1666/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑθ 7359/2005 ό.π., ΕφΑθ 7130/2003 ΕλλΔνη 2004.504, Εφθεσ 2367/1998 ό.π), ισχύει και αποτελεί δεδικασμένο στην Ελλάδα, εφόσον: α) αποτελεί δεδικασμένο κατά το δίκαιο του τόπου, όπου εκδόθηκε, β) η υπόθεση, κατά τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, υπαγόταν στην δικαιοδοσία των Δικαστηρίων του κράτους, στο οποίο ανήκει το Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση, όταν δηλ. ο Έλληνας Δικαστής, υπεισερχόμενος υποθετικά στη θέση του αλλοδαπού Δικαστή, θα είχε δικαιοδοσία για την υπόθεση με βάση τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου (ΑΠ 1255/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 193/1983 ΕΕΝ 50.712, ΕφΘεσ 3836/1996 Αρμ 1997.823, ΕφΑθ 4149/1991 ΝοΒ 40.559), γ) ο διάδικος, που νικήθηκε, δεν στερήθηκε του δικαιώματος της υπεράσπισης και, γενικά, της συμμετοχής του στη δίκη, εκτός αν η στέρηση έγινε σύμφωνα με διάταξη, που ίσχυε για τους πολίτες του κράτους, στο οποίο ανήκει το Δικαστήριο, που εξέδωσε την απόφαση (ΕφΑθ 10601/1995 ΕλλΔνη 1998.147), δ) δεν είναι αντίθετη με απόφαση ελληνικού Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στην ίδια υπόθεση και αποτελεί δεδικασμένο για τους διαδίκους, μεταξύ των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του αλλοδαπού Δικαστηρίου και ε) δεν είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη και τη δημόσια τάξη.

Το αλλοδαπό δίκαιο του τόπου έκδοσης της απόφασης είναι αυτό που θα προσδιορίσει τη δικονομική ωριμότητα της απόφασης, δηλ. αν αυτή αποτελεί δεδικασμένο ή και αμετάκλητο όπου απαιτείται (ΑΠ 1314/1994 ΕλλΔνη 1996.637, ΕφΑθ 3918/1989 ΑρχΝ 1992.393, Μαριδάκη, Η εκτέλεση αλλοδαπών αποφάσεων, εκδ. 1970, σελ. 63). Όταν, όμως, για να επέλθει το διαπλαστικό αποτέλεσμα ορισμένων αποφάσεων ελληνικών Δικαστηρίων, απαιτείται, κατά το ελληνικό δίκαιο, βαθμός δικονομικής ωριμότητας ανώτερος της τελεσιδικίας, ήτοι αμετάκλητο, τότε, για να αναγνωρισθεί το δεδικασμένο παρόμοιας αλλοδαπής απόφασης από τα ελληνικά Δικαστήρια, θα πρέπει αυτές να έχουν αποκτήσει ήδη τον βαθμό τούτο της δικονομικής ωριμότητας. Αυτό συναντάται συνηθέστερα στις αλλοδαπές αποφάσεις διαζυγίου, όταν η λύση του γάμου επέρχεται, σύμφωνα με το δίκαιο του τόπου έκδοσής τους, από την τελεσιδικία τους, πράγμα, όμως, που αντιβαίνει στην ημεδαπή δημόσια τάξη, η οποία εκφράζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τη διάταξη του αρθ. 1438 ΑΚ, κατά την οποία το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Έτσι, η αλλοδαπή απόφαση, με την οποία λύνεται ο γάμος των συζύγων, ο ένας από τους οποίους ή και οι δύο είναι Έλληνες, πρέπει να καταστεί αμετάκλητη κατά το δίκαιο του τόπου έκδοσης της, για να μπορεί να αναπτύξει και κατά το ελληνικό δίκαιο την έννομη συνέπεια της λύσης του γάμου (ΜΠΑΘ 4045/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΜΠΘ 402/1989 Αρμ 1990.471, Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεση, εκδ. 1979, αρθ. 905 ΚΠολΔ, παρ. 44, σελ. 118, Γεωργιάδη, ό.π., Αρμ 1974.599).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα, που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου και από το σύνολο των εγγράφων, που ο αιτών νόμιμα προσκομίζει, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 19-03-1948 στο Κουμπάτι της περιοχής Τσάλκα της πρώην Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γεωργίας, ο αιτών και η ............................... του ...................... συνήλθαν σε νόμιμο (πολιτικό), πρώτο και για τους δύο, γάμο (βλ. την υπ` αρ. 176/Ε21/2008 ληξιαρχική πράξη γάμου του Ειδικού Ληξιαρχείου Αθηνών). Στη συνέχεια, όμως, και μετά από αγωγή του αιτούντος, ο γάμος αυτός λύθηκε δυνάμει της από 28-09-1950 απόφασης του Δικαστηρίου της πόλης Αρμαβίρ της περιοχής Κρασνοντάρ της Ρωσικής Ομοσπονδίας (βλ. το νομίμως επικυρωμένο απόσπασμα της εν λόγω απόφασης, που προσκομίζεται από τον αιτούντα, με τη συνημμένη σ` αυτό μετάφραση από την γεωργιανή / ρωσική στην ελληνική γλώσσα). Η απόφαση αυτή έχει ήδη καταστεί αμετάκλητη, όπως ερμηνεύεται από το Δικαστήριο η από 20-10-1950 βεβαίωση, που συνοδεύει το σχετικό απόσπασμα της, κατά την οποία: «η απόφαση τέθηκε σε νόμιμη ισχύ και εκδόθηκε για καταχώριση του διαζυγίου στο Ληξιαρχείο», οπότε και απέκτησε ισχύ δεδικασμένου κατά το ρωσικό δίκαιο (αρθ. 24 αρ. 1 και 28 αρ. 1 της ως άνω Σύμβασης, ad hoc ΜΠΘεσ 37859/2008 αδημ. στο νομικό τύπο), διότι, κατά τη συνήθη διοικητική πρακτική, μόνο οι απρόσβλητες με ένδικα μέσα αποφάσεις καταχωρούνται στα ληξιαρχικά βιβλία (πρβλ. ΑΠ 1314/1994 ό.π., ΕφΘεσ 2367/1998 ό.π.), προκειμένου να διαφυλάσσεται η ακρίβεια και η ορθότητα των περιλαμβανομένων σ` αυτά στοιχείων. Παρέλκει, επομένως, η προσκόμιση από τον αιτούντα σχετικού πιστοποιητικού, που να βεβαιώνει το αμετάκλητο της ως άνω υπό αναγνώριση απόφασης, όπως διέταξε η προαναφερόμενη υπ` αρ. 3652/2009 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου. Εξάλλου, το αλλοδαπό Δικαστήριο, που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση, είχε δικαιοδοσία να δικάσει την παραπάνω υπόθεση διαζυγίου, αφού η τελευταία, σύμφωνα με τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου (αρθ. 3 παρ. 1 και 612 παρ. 1 ΚΠολΔ), υπαγόταν στη δικαιοδοσία των Δικαστηρίων της πρώην ΕΣΣΔ (που μέλη της ήταν τόσο η Ρωσία, όσο και η Γεωργία), λόγω της γεωργιανής ιθαγένειας της (πρώην) συζύγου του αιτούντος (βλ. την προαναφερόμενη ληξιαρχική πράξη γάμου). Αλλά και πέραν τούτου, αφενός μεν η κατ` αρθ. 612 παρ. 1 ΚΠολΔ διεθνής δικαιοδοσία των ημεδαπών Δικαστηρίων δεν είναι αποκλειστική ((ΕφΑθ 7130/2003 ό.π., ΕφΑθ 10601/1995 ό.π., Ποδηματά σε Κεραμέα / Κονδύλη / Νίκα, ΕρμΚΠολΔ, τ. II, εκδ. 2000, υπ` αρθ. 612, αρ. 6), αφετέρου δε ούτε η Ελληνοσοβιετική Σύμβαση δεν προβλέπει για παρόμοιες υποθέσεις διαζυγίου την αποκλειστική αρμοδιότητα των ελληνικών Δικαστηρίων (αρθ. 24 αρ. 4 αυτής).

Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι από το μεταφρασμένο κείμενο του αποσπάσματος της παραπάνω απόφασης δεν προκύπτει αν η τελευταία εκδόθηκε αντιμωλία ή ερήμην της εναγομένης στη δίκη εκείνη (και τότε ακόμη συζύγου του αιτούντος), ........................ ούτε αν αυτή είχε κληθεί νόμιμα για να παραστεί σε αυτήν. Για το λόγο αυτό και το Δικαστήριο τούτο, με την ανωτέρω υπ` αρ. 3652/2009 μη οριστική απόφαση του, διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, προκειμένου να προσκομιστεί σχετικό πιστοποιητικό, όπως απαιτεί το αρθ. 28 αρ. 2 της ως άνω Ελληνοσοβιετικής Σύμβασης. Ωστόσο, από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα αποδείχθηκε ότι τέτοιο πιστοποιητικό δεν μπορεί να προσκομιστεί, καθώς έχουν παρέλθει πενήντα και πλέον έτη από την έκδοση της υπό αναγνώριση απόφασης και έχουν καταστραφεί τα σχετικά αρχεία του εκδόσαντος αυτήν Δικαστηρίου. Εν όψει της αδυναμίας αυτής, το Δικαστήριο, για την απόδειξη της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της ως άνω (πρώην) συζύγου του αιτούντος, αρκείται στην από 29-10-2009 υπεύθυνη δήλωση αυτού (θεωρημένη νομοτύπως και αρμοδίως για το γνήσιο της υπογραφής του τελευταίου), που την βεβαιώνει, η οποία (δήλωση) παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο, καθώς από το συνδυασμό των διατάξεων των αρθ. 744 και 759 παρ. 3 ΚΠολΔ συνάγεται ότι στην εκούσια δικαιοδοσία ισχύει το σύστημα της ελεύθερης απόδειξης και το Δικαστήριο για τη δικανική του πεποίθηση δύναται να λαμβάνει υπόψη του κάθε πρόσφορο αποδεικτικό στοιχείο, ακόμη και άκυρα, ανυπόστατα και μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα, καθώς και αποδεικτικά μέσα εκτός του καταλόγου του αρθ. 339 ΚΠολΔ, χωρίς να δεσμεύεται από τους αποδεικτικούς τύπους της αυστηρής απόδειξης (ΑΠ 131/2009, ΑΠ 2228/2007 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1260/2002 ΝοΒ 2003.1020, ΑΠ 1452/1999 ΕλλΔνη 2000.696, ΑΠ 289/1999 ΕλλΔνη 1999.1309).

Εξάλλου, η διάταξη αρθ. 28 αρ. 2 της Ελληνοσοβιετικής Σύμβασης, που απαιτεί η νόμιμη κλήτευση του ερημοδικασθέντος διαδίκου να αποδεικνύεται από σχετικό πιστοποιητικό, εν προκειμένω δεν εμποδίζει την απόδειξη της επίμαχης κλήτευσης βάσει της παραπάνω υπεύθυνης δήλωσης του αιτούντος, καθώς, στην ξεταζόμενη περίπτωση, παραμερίζεται, ως εισάγουσα αυστηρότερη ρύθμιση, από την αντίστοιχη -αν και εν μέρει διαφοροποιημένη (ΕφΑθ 2163/2003 ΕλλΔνη 2004.1476, ΕφΘεσ 3299/2000 Αρμ 2001.377)- ευνοϊκότερη, πάντως, διάταξη του εσωτερικού δικαίου, ήτοι τη διάταξη του αρθ. 323 αρ. 3 ΚΠολΔ, που δεν θέτει περιορισμούς στον τρόπο απόδειξης της νόμιμης κλήτευσης του εναγομένου στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η κάθε φορά υπό αναγνώριση απόφαση, αλλά, αντίθετα, επιτρέπει να αποδειχθεί αυτή με κάθε αποδεικτικό μέσο (πρβλ. ΑΠ 1314/1994 ό.π., ΜΠΘεσ 23516/2009 αδημ. στο νομικό τύπο). Η δε απόδειξη της συνεπάγεται πως ο εναγόμενος δεν στερήθηκε το δικαίωμα της υπεράσπισης και, γενικά, της συμμετοχής στη δίκη, επί της οποίας εκδόθηκε η υπό αναγνώριση απόφαση (ΕφΘεσ 139/2001 Αρμ 2001.529, ΕφΑθ 9640/1990 ΕλλΔνη 1991.1064, ΕφΑθ 14501/1988 ΕλλΔνη 1993.1358). Επιπλέον, η ως άνω απόφαση διαζυγίου αφενός μεν δεν έρχεται σε σύγκρουση με την ημεδαπή δημόσια τάξη και τα χρηστά εν γένει ήθη της ελληνικής κοινωνίας, αφετέρου δε δεν αντίκειται σε οριστική ή τελεσίδικη απόφαση ημεδαπού Δικαστηρίου (του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης), που εκδόθηκε για την ίδια υπόθεση, καθώς από το έτος 1986 μέχρι και την ημέρα της συζήτησης της κρινόμενης αίτησης δεν είχε κατατεθεί στο τελευταίο (Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης) αγωγή περί λύσης ή ακύρωσης του γάμου των ως άνω (πρώην) συζύγων έναντι αλλήλων (βλ. το υπ` αρ. 57631/30-10-2009 πιστοποιητικό του γραμματέα αυτού, κατά το οποίο για το πριν το έτος 1986 χρονικό διάστημα δεν μπορεί να χορηγηθεί σχετική βεβαίωση, καθώς έχουν καταστραφεί τα αντίστοιχα αρχεία αγωγών - αρθ. 24 αρ. 3 της ως άνω Σύμβασης). Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω και αφού πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, που τίθενται τόσο από την προαναφερόμενη Ελληνοσοβιετική Σύμβαση, όσο και από το αρθ. 323 (κατά την εφαρμοστέα ως άνω ευνοϊκότερη διάταξη του) σε συνδυασμό με το 905 ΚΠολΔ, για την αναγνώριση του δεδικασμένου, που απορρέει από την προμνησθείσα αλλοδαπή απόφαση, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ` ουσίαν, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ:

Δέχεται την αίτηση.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι υφίσταται δεδικασμένο και στην Ελληνική Επικράτεια, που απορρέει από την από 28-09-1950 απόφαση του Δικαστηρίου της πόλης Αρμαβίρ της περιοχής Κρασνοντάρ της Ρωσικής Ομοσπονδίας, δυνάμει της οποίας λύθηκε ο μεταξύ του αιτούντος, ...................του ......................., και της ................................... του ................. νόμιμος (πολιτικός) γάμος, που τελέστηκε στις 19-03-1948 στο Κουμπάτι της περιοχής Τσάλκα της Γεωργίας.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.