Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται μετά την πάροδο 5ετίας από τη σύνταξη της συμβολαιογραφικής πράξης. Αριθμός απόφασης 202/2000 Πολυμελές Πρωτοδικείο Λάρισας

Η αγωγή διάρρηξης μπορεί να ακυρώσει οποιοδήποτε είδος συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης ακινήτου (αγοραπωλησία, γονική παροχή, δωρεά κ.λπ.), στην οποία προέβη ο οφειλέτης καταδολιευτικά προς το δανειστή του. Η αγωγή αυτή παραγράφεται μετά την πάροδο χρονικού διαστήματος 5 ετών από την ημερομηνία κατάρτισης της συμβολαιογραφικής πράξης μεταβίβασης και όχι από την ημερομηνία μεταγραφής της εν λόγω πράξης στο Υποθηκοφυλακείο ή στο Κτηματολογικό Γραφείο ή από την ημερομηνία γνώσης της μεταβίβασης από το δανειστή. Η αγωγή διάρρηξης δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων.

Περίληψη: Καταδολίευση δανειστών. Προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι δανειστές του οφειλέτη έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτριώσεως που έγινε από τον τελευταίο προς βλάβη τους. Νομιμοποιείται να ασκήσει την ανωτέρω αγωγή, εκείνος που έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης επιχειρεί την απαλλοτρίωση. Ποιος θεωρείται αυτός. Σε διάρρηξη υπόκεινται, εκτός από τις επαχθείς, και οι χαριστικές δικαιοπραξίες, καθώς και κάθε παροχή από ηθικό καθήκον, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνες που αφορούν τις παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους που προβλέπονται και ρυθμίζονται από την ΑΚ 1509. Ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, μετά την τελεσιδικία της σχετικής απόφασης, μπορεί να προβεί σε κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη, σαν να μην είχε υπάρξει η διαρρηχθείσα απαλλοτρίωση. Η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται μετά την πάροδο 5ετίας από την απαλλοτρίωση. Πότε αρχίζει η ανωτέρω παραγραφή. Η αγωγή για διάρρηξη καταδολιευτικής δεν υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, ούτε εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων. Περιστατικά.

[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 939, 941, 942, 943 του ΑΚ, προκύπτει ότι οι δανειστές έχουν το δικαίωμα να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης που έγινε από τον οφειλέτη προς βλάβη τους, εφόσον η υπόλοιπη περιουσία δεν αρκεί για την ικανοποίησή τους. Προϋποθέσεις δηλαδή κατά τα ανωτέρω για την προστασία των δανειστών είναι: α) Απαλλοτρίωση εκ μέρους του οφειλέτη β) Σκοπός βλάβης των δανειστών, η οποία προκαλείται με την ελάττωση λόγω της απαλλοτρίωσης της περιουσίας του οφειλέτη, με αποτέλεσμα η υπολειπόμενη περιουσία αυτού, να μην αρκεί για την ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών, γ) Γνώση του τρίτου υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση, ότι ο οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του, η γνώση του οποίου τεκμαίρεται αν είναι σύζυγος ή συγγενής του απαλλοτριώσαντος σε ευθεία γραμμή ή συγγενής αυτού σε πλάγια γραμμή εξ αίματος έως και τον τρίτο βαθμό ή από αγχιστεία έως το δεύτερο. Το τεκμήριο όμως αυτό ισχύει για ένα έτος από την απαλλοτρίωση μέχρι την έγερση της περί διαρρήξεως αγωγής. Αντίθετα, σε περίπτωση απαλλοτρίωσης από χαριστική αιτία δεν απαιτείται η κατά το προηγούμενο άρθρο γνώση του τρίτου (ΑΠ 818/1998 ΕλλΔνη 40. 123, ΑΠ 862/1998 ΕλΔνη 40. 124, ΑΠ 88/1998 ΕλΔνη 39. 843, ΕφΑθ 940/1999 ΕλΔνη 40.1159, ΕφΑΘ 4169/1999 ΕλΔνη 40. 1160, ΕφΑΘ 5639/1998 ΕλΔνη 40. 1157, ΕφΑθ 7827/1998 ΕλΔνη 40. 1162, ΕφΑθ 9585/1998 ΕλΔνη 40. 649, ΕφΠειρ. 1453/1995 ΕλΔνη 38.681).

Εξάλλου, εκείνος ο οποίος ασκεί την αγωγή για διάρρηξη της απαλλοτριωτικής πράξης πρέπει να έχει την ιδιότητα του δανειστή κατά το χρόνο που ο οφειλέτης του επιχειρεί την απαλλοτρίωση. Τέτοια ιδιότητα λογίζεται ότι έχει και ο φορέας ενοχικής απαίτησης που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία ή αίρεση, αρκεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεστεί τα γεγονότα τα παραγωγικά της απαίτησής του και να έχει γίνει αυτή ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο. Επίσης, δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά η απαίτηση, ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, ούτε δυνάμει τούτου ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη που και αυτή να έχει αποβεί ατελέσφορη (Ολ ΑΠ 709/1974 ΝοΒ 23. 300, ΑΠ 121/1998 ΝοΒ 43. 52, ΑΠ 862/1998 ο.π. ΕφΑθ 4169/1999 ο.π. ΕφΑθ 9585/1998 ο.π. ΕφΑθ 7827/1998 ο.π., Εφ Πειρ. 1453/1995 ο.π. ΕφΠειρ. 433/1994 ΕλΔνη 36.686). Περαιτέρω, σε διάρρηξη υπόκεινται, σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, τόσο οι επαχθείς όσο και οι χαριστικές δικαιοπραξίες, καθώς και κάθε παροχή από ηθικό καθήκον, μεταξύ των οποίων είναι και οι αφορώσες τις παροχές των γονέων προς τα τέκνα τους που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το άρθρο 1509 του ΑΚ, κατά το οποίο η παροχή περιουσίας στο τέκνο αποτελεί δωρεά μόνο ως προς το ποσό που υπερβαίνει το μέτρο, το οποίο επιβάλλουν οι περιστάσεις (ΑΠ 818/1998 ο.π., ΑΠ 1264/1994 ΕλΔνη 37/316, ΕφΑθ 4169/1999, ο.π. ΕφΑθ 5639/1998 ο.π., ΕφΠειρ. 191/1996 ΕλΔνη 38.681, ΕφΑθ 3133/1994 ΕλΔνη 36.686).

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι με το ν. 2298/1995 (ισχύς από 4-4-1995) και τις εισαχθείσες απο κεφάλαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης νέες διατάξεις που αφορούν άμεσα στα αποτελέσματα της διάρρηξης της καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης και ειδικότερα: α) της διάταξης του άρθρου 936 παρ. 3 του ΚΠολΔ που προστέθηκε μετο άρθρο 4 παρ. 2 του ως άνω νόμου, κατά την οποία "τρίτος που απέκτησε το δικαίωμα από τον καθ` ου η εκτέλεση με απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε ως καταδολιευτική κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ δεν μπορεί να αντιτάξει το δικαίωμα αυτό κατά του επισπεύδοντος που πέτυχε τη διάρρηξη, ούτε κατά του υπερθεματιστή και των διαδόχων του" και β) της διάταξης του άρθρου 992 παρ. 1 του ΚΠολΔ που αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 19 του ίδιου ως άνω νόμου, κατά την οποία "...ακίνητο που έχει μεταβιβαστεί από τον οφειλέτη σε τρίτο, κατάσχεται στην περιουσία του οφειλέτη από το δανειστή που πέτυχε τη διάρρηξη της μεταβίβασης αυτής ως καταδολιευτικής, κατά τα άρθρα 939 επ. του ΑΚ αφού η απόφαση που απαγγέλλει τη διάρρηξη σημειωθεί στο περιθώριο της μεταγραφής της απαλλοτριωτικής πράξης", σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 37 του ως άνω ν. 2298/1995, η διάρρηξη δεν γεννά πλέον ενοχική υποχρέωση αναμεταβίβασης του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης, ώστε στη συνέχεια ο δανειστής να προβεί στην κατάσχεση του απαλλοτριωθέντος στην περιουσία του οφειλέτη, όπως γινόταν δεκτό με βάση τη διατύπωση του άρθρου 943 του ΑΚ. Αντίθετα, μπορεί ο δανειστής που πέτυχε τη διάρρηξη της καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, μετά την τελεσιδικία της απόφασης να προβεί στην κατάσχεση του πράγματος στην περιουσία του οφειλέτη σαν να μην είχε υπάρξει η απαλλοτρίωση που διαρρήχθηκε, δηλαδή το αντικείμενο που αυτός είχε απαλλοτριώσει σαν να μην είχε ποτέ εκφύγει από την περιουσία του. Ετσι, το αίτημα της αγωγής διαρρήξεως είναι πλέον μόνο η απαγγελία της διάρρηξης της προσβαλλόμενης απαλλοτρίωσης, υπέρ του ενάγοντος δανειστή, όχι δε και η αναμεταβίβαση του αντικειμένου της απαλλοτρίωσης και η προς τούτο καταδίκη σε δήλωση βούλησης κατ` άρθρ. 949 του ΚΠολΔ. Τα δύο τελευταία αιτήματα είναι μη νόμιμα, αφού δεν υπάρχει πλέον κατά την έννοια του άρθρου 943 του ΑΚ υποχρέωση αναμεταβίβασης του απαλλοτριωθέντος πράγματος, η οποία αποτελεί την προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 949 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 4169/1999 ο.π., ΕφΑθ 5639/1998 ο.π., ΕφΑθ 9585/1998 ο.π. Ματθίας, Τροποποιήσεις στην αναγκαστική εκτέλεση με το ν. 2298/1995 ΕλΔνη 36. 1453, Κλαβανίδου, Η καταδολίευση δανειστών μετά το ν. 2298/1995 ΕλΔνη 36. 1463).

Τέλος, κατά το άρθρο 946 του ΑΚ, η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από την απαλλοτρίωση. Η πενταετής παραγραφή που ορίζεται με την ως άνω διάταξη, αρχίζει από το χρόνο καταρτίσεως της πράξεως αυτής, οπότε γεννάται η αξίωση του δανειστή προς διάρρηξη και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξη και όχι από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάχθηκε (ΑΠ 239/1962 ΝοΒ 10.895, ΕφΑθ 6061/1995 ΕλΔνη 37. 1133, ΕφΘεσ. 1685/1979 ΝοΒ 29. 132, Ματθία, Τα αποτελέσματα της παυλιανής διάρρηξης, ΕλΔνη 30. 1273 επ, Μπανάκας στον Αστικό Κώδικα Γεωργιάδη - Σταθόπουλου, άρθρο 946 σημ. 2).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τη υπό κρίση αγωγή ο ενάγων εκθέτει ότι κατά του πρώτου εναγομένου έχει απαιτήσεις, προερχόμενες από δύο συμβάσεις δανείου που συνήφθησαν μεταξύ τους στην Κοζάνη, η μεν πρώτη την 5-8-1992, ύψους 925.000 δραχμών, προς εξασφάλιση της οποίας ο πρώτος εναγόμενος εξέδωσε σε διαταγή του ενάγοντα δύο μεταχρονολογημένες επιταγές με ημερομηνία έκδοσης την 12-1-1993 και την 5-3-1993, ποσού 345.000 δραχμών και 580.000 δραχμών αντίστοιχα, η δε δεύτερη την 25-4-1994, ύψους 1.550.000 δραχμών, προς εξασφάλιση της οποίας ο πρώτος εναγόμενος αποδέχτηκε την ίδια ημέρα (25-5-1994) τέσσερις συναλλαγματικές λήξεως την 30-9-1995, 31-10-1995,30-11-1995 και 31-12-1995. Για τις ως άνω αξιώσεις του ενάγοντα ήδη εκδόθηκαν αντίστοιχα: α) η υπ` αριθμ. 35/1998 απόφαση του Ειρηνοδικείου Κοζάνης και β) η υπ` αριθμ. 195/1997 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονωμελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης που υποχρέωσαν τον πρώτο εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ποσά ύψους 2.614.671 και 3.128.675 δραχμών αντίστοιχα, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Οτι ο πρώτος εναγόμενος, δυνάμει του υπ` αριθμ. 6552/10-6-1994 συμβολαίου γονικής παροχής μεταβίβασε στον υιό του, δεύτερο εναγόμενο, την ψιλή κυριότητα τριών ισογείων καταστημάτων και ενός διαμερίσματος που βρίσκονται στη Λάρισα, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται, με σκοπό βλάβης αυτού (ενάγοντα) και συγκεκριμένα με σκοπό να μην ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του, αφού η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί προς τούτο, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε ότι η ως άνω μεταβίβαση έγινε από τον πρώτο εναγόμενο με αυτό το σκοπό, λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης, η γνώση του οποίου άλλωστε δεν απαιτείται, εφόσον η ανωτέρω απαλλοτρίωση έγινε από χαριστική αιτία. Ζητεί δε: α) να διαρρηχθεί η παραπάνω απαλλοτρίωση ως καταδολιευτική, β) να υποχρεωθεί ο δεύτερος εναγόμενος να επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάσταση με αναμεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων στον πρώτο εναγόμενο με σύνταξη του σχετικού συμβολαίου, γ) άλλως να καταδικαστεί σε δήλωση βουλήσεως κατά το άρθρο 949 του ΚΠολΔ για την αναμεταβίβαση των ακινήτων, θεωρουμένου ότι μετά την τελεσιδικία της αποφάσεως, έγινε η δήλωση αυτή και αναμεταβιβάστηκε αυτοδικαίως η κυριότητα στον πρώτο εναγόμενο και δ) να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη.

Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η υπό κρίση αγωγή αρμόδια και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 18 παρ. 1 και 22 του ΚΠολΔ) είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 939, 941, 943 παρ. 1 του ΑΚ, 176, 936 παρ. 3 και 992 παρ. 1 του ΚΠολΔ, όπως οι δύο τελευταίες αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 2 και 19 του ν. 2298/1995 πλην των υπό στοιχεία β` και γ` αιτημάτων, το οποία είναι απορριπτέα ως μη νόμιμα σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου, ούτε εγγραφή της υπό κρίση αγωγής στα βιβλία διεκδικήσεων λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα αυτής, η οποία πρέπει, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Οι εναγόμενοι με τις έγγραφες προτάσεις τους ισχυρίζονται ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντα δεν είναι εκκαθαρισμένες, αφού ο πρώτος αυτών έχει ασκήσει έφεση κατά της υπ` αριθμ. 35/1998 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κοζάνης και ανακοπή κατά της υπ` αριθμ. 195/1997 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, οι οποίες δεν έχουν ακόμη συζητηθεί, ότι οι συναλλαγματικές που αυτός (πρώτος εναγόμενος) αποδέχτηκε την 25-5-1994, έχουν όλες ημερομηνίες λήξης μεταγενέστερες της ημερομηνίας κατά την οποία συντελέστηκε η ένδικη απαλλοτρίωση, καθώς και ότι ο ενάγων δεν έχει προβεί σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι αυτός είναι αφερέγγυος. Οι ανωτέρω ισχυρισμοί των εναγομένων όμως είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι αφού, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στη μείζονα σκέψη της παρούσας, την ιδιότητα του δανειστή μπορεί να έχει και ο φορέας ενοχικής απαίτησης που τελεί υπό αναβλητική προθεσμία ή αίρεση, αρκεί κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης να έχουν συντελεστεί τα γεγονότα τα παραγωγικά της απαίτησής του και να έχει γίνει αυτή ληξιπρόθεσμη κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο. Επίσης, δεν απαιτείται να έχει βεβαιωθεί δικαστικά η απαίτηση, ούτε να είναι εξοπλισμένη με τίτλο εκτελεστό, ούτε δυνάμει τούτου ο δανειστής να έχει προβεί σε δικαστική καταδίωξη του οφειλέτη που και αυτή να έχει αποβεί ατελέσφορη. Περαιτέρω, οι εναγόμενοι αμφισβητούν το ύψος των απαιτήσεων του ενάγοντα σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, ισχυρίζονται δε ότι η ένδικη απαλλοτρίωση δεν έγινε με πρόθεση βλάβης του ενάγοντα, αφού η περιουσία του πρώτου εναγόμενου, μετά και την προσβαλλόμενη απαλλοτρίωση, επαρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεων του ενάγοντα, καθώς και ότι ο δεύτερος των εναγομένων δεν γνώριζε ότι κατά το χρόνο που πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση, υπήρχαν οι παραπάνω απαιτήσεις του ενάγοντα σε βάρος του πρώτου εναγομένου. Οι ισχυρισμοί αυτοί των εναγομένων, αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση της ιστορικής βάσης της αγωγής.

Οι εναγόμενοι περαιτέρω, προβάλουν τη ένσταση παραγραφής του άρθρου 946 του ΑΚ, ισχυριζόμενοι ότι από τη συντέλεση της φερόμενης ως καταδολιευτικής απαλλοτρίωσης την 10-6-1994 μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η οποία επιδόθηκε σε αυτούς την 14-6-1999, παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των πέντε ετών και ως εκ τούτου αυτή (αγωγή) έχει υποπέσει σε παραγραφή. Η ένσταση αυτή είναι νόμιμη, ενόψει όμως του ισχυρισμού του ενάγοντα που προβάλλεται με την προσθήκη των προτάσεών του, ότι η παραγραφή της αξίωσής του για διάρρηξη της συντελεσθείσας απαλλοτρίωσης διεκόπη κατ` άρθρο 260 του ΑΚ, διότι ο εναγόμενος την 15-7-1996 αναγνώρισε το χρέος του και προέβη μάλιστα σε μερική εξόφληση αυτού, με τη συμπεριφορά του δε αυτή του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν είναι αναγκαία η έγερση των σχετικών αγωγών προς αναγνώριση και εξασφάλιση των απαιτήσεών του, ο οποίος αποτελεί αντένσταση, θα πρέπει αυτός (ενάγων), ενόψει της αρνήσεως των εναγομένων και καθ` ων η αντένσταση, να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που τη θεμελιώνουν. Σημειωτέον, ότι ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι η υπό κρίση αγωγή δεν έχει υποπέσει σε παραγραφή, καθόσον το υπ` αριθμ. 6552/10-6-1994 συμβόλαιο γονικής παροχής, δυνάμει του οποίου συντελέστηκε η φερόμενη ως καταδολιευτική απαλλοτρίωση, μεταγράφηκε στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Λάρισας την 13-12-1994, συνεπώς μέχρι την άσκηση αυτής (αγωγής) την 14-6-1999 δεν έχει συμπληρωθεί χρονικό διάστημα πέντε ετών, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, αφού σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, η αγωγή διάρρηξης παραγράφεται όταν περάσουν πέντε έτη από το χρόνο κατάρτισης της απαλλοτρίωσης και όχι από τη μεταγραφή του συμβολαιογραφικού εγγράφου που συντάχθηκε.

Συνεπώς, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ο ενάγων πρέπει να αποδείξει τα αμφισβητούμενα πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν την ιστορική βάση της αγωγής του και ειδικότερα: α) την ύπαρξη και το ύψος της οφειλής του πρώτου εναγομένου, διότι, κατά των επικαλούμενων και νόμιμα προσκομιζόμενων από τον ενάγοντα υπ` αριθμ. 35/1998 απόφασης του Ειρηνοδικείου Κοζάνης και 195/1997 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κοζάνης, έχουν ασκηθεί από τον πρώτο των εναγομένων έφεση και ανακοπή αντίστοιχα, με συνέπεια να μην υφίσταται δεδικασμένο ως προς το ύψος της απαίτησης του ενάγοντα, β) ότι η επίδικη απαλλοτρίωση έγινε προς σκοπό βλάβης αυτού, γ) ότι η υπόλοιπη περιουσία του πρώτου εναγόμενου δεν αρκεί για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του και δ) ότι ο δεύτερος εναγόμενος είχε γνώση ότι η επίδικη απαλλοτρίωση έγινε προς βλάβη του ενάγοντα, αφού σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η γονική παροχή δεν αποτελεί χαριστική δικαιοπραξία, έτσι ώστε να μην απαιτείται γνώση του τρίτου, ούτε εκθέτει ο ενάγων ότι η παροχή αυτή στο σύνολό της ή εν μέρει υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από τις περιστάσεις μέτρο και αποτελεί δωρεά αλλά ούτε και τεκμαίρεται η γνώση του δεύτερου εναγόμενου λόγω της στενής συγγενικής του σχέσης με τον πρώτο εναγόμενο (υιός του), αφού η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο έτους από της απαλλοτριώσεως. Περαιτέρω, ο ενάγων πρέπει να αποδείξει και τη σχετική με την παραγραφή αντένσταση του. [...]

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ και ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ - Δικηγορικά Γραφεία

Γραφείο Αθηνών : Τηλ. 210 3810 723 | Δ. Σολωμού 58 και Πατησίων, 10682, 6ος όροφος

Γραφείο Θεσσαλονίκης : Τηλ. 2310 525 720 | Πολυτεχνείου 21, 54626, 6ος όροφος

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.