Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Αίτηση κτήσης ελληνικής ιθαγένειας (Συμβούλιο της Επικρατείας - Αριθμός απόφασης 2633/2009)

Περίληψη: Ομογενείς προερχόμενοι από χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και προϋποθέσεις κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας. Όσοι είχαν έλθει στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2790/2000 και διαμένουν στη Χώρα, μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια με τις ίδιες προϋποθέσεις και την ίδια διαδικασία, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή γνώμη της Προξενικής Αρχής. Με το ν. 2790/2000 θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας από τους ανωτέρω ομογενείς, των οποίων δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένειά τους βάσει της Σύμβασης της Λωζάννης ή της Συμφωνίας της Άγκυρας. Ως ομογενής, ο οποίος μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, νοείται ο προερχόμενος από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ο οποίος κατάγεται από πατέρα ή μητέρα ή απώτερους προγόνους Έλληνες και έχει ελληνική συνείδηση. Μπορούν, συνεπώς, να ληφθούν υπόψη ως στοιχεία προσδιορισμού της ελληνικής συνείδησης του ενδιαφερομένου και η γνώση της ελληνικής γλώσσας ή της ποντιακής διαλέκτου καθώς και η επαφή του με τα ήθη, έθιμα και τις παραδόσεις όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους τόπους διαμονής των Ελλήνων. Η τυχόν κρίση της αρμόδιας επιτροπής ότι από τη συνέντευξη δεν προέκυψε ότι ο ενδιαφερόμενος έχει ελληνική συνείδηση πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και απαιτείται να καταγράφεται στο πρακτικό, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, το περιεχόμενο της συνέντευξης του ενδιαφερομένου. Με την προσβαλλόμενη πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας απερρίφθη η αίτηση της ήδη αιτούσης αλλοδαπής, ουκρανικής ιθαγενείας, να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, με την αιτιολογία δεν προέκυψε «η ελληνική εθνική συνείδησή» της. Νόμω αβάσιμοι λόγοι ακυρώσεως σχετικά με το ανωτέρω κριτήριο διότι, εκτός από την ελληνική καταγωγή, απαιτείται και η διαπίστωση της ελληνικής συνείδησης του ενδιαφερομένου. Η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη κατά τα λοιπά, διότι στηρίζεται σε πλημμελή γνωμοδότηση της Ειδικής Επιτροπής. Δεκτή η αίτηση ακύρωσης.

[...] 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινομένης αιτήσεως έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (υπ’ αριθμ. 699021, 808696/2004 ειδικά γραμμάτια παραβόλου). 2. Επειδή, ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση της απόφασης 455/18.2.2004 του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου, με την οποία απερρίφθη αίτημα της ήδη αιτούσης, αλλοδαπής ουκρανικής ιθαγενείας, να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια ως ομογενής προερχομένη από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. 3. Επειδή, στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 2790/2000 (ΦΕΚ Α΄ 24) ορίζονται τα εξής : «Ομογενείς που κατοικούν σε χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια μετά από σχετική αίτηση προς την Ελληνική Προξενική Αρχή του τόπου κατοικίας τους εφόσον : α) έχουν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους και β) δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ελληνική τους ιθαγένεια βάσει των Συνθηκών Άγκυρας και Λωζάννης». Ο νόμος προέβλεπε αρχικώς ότι προϋπόθεση για την κτήση της ιθαγενείας ήταν η διαπίστωση της «ελληνικής καταγωγής» και, εν συνεχεία, μετά την τροποποίηση των παραγράφων 2 έως και 4 του ως άνω άρθρου 1 του ν. 2790/2000 με το άρθρο 76 παρ. 1-5 του ν. 2910/2001 (ΦΕΚ Α΄ 91), η διαπίστωση της «ιδιότητας του ομογενούς» του ενδιαφερομένου με ειδική διοικητική διαδικασία. Ειδικότερα, στις παραγράφους 2 έως και 4 του άρθρου 1 του ν. 2790/2000, όπως τροποποιήθηκαν, ορίζονται τα ακόλουθα : «2. Την ελληνική ιθαγένεια αποκτά ο ομογενής με απόφαση του γενικού γραμματέα της περιφέρειας, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, έπειτα από γνώμη της οικείας προξενικής αρχής ως προς την ιδιότητά του ως ομογενούς. Την ιδιότητά του ως ομογενούς διερευνά τριμελής επιτροπή, η οποία αποτελείται από τον Έλληνα Πρόξενο και δύο μέλη. 3. Η ιδιότητα του ενδιαφερομένου ως ομογενούς διαπιστώνεται ύστερα από συνέντευξή του ενώπιον της επιτροπής της προηγούμενης παραγράφου. Για τη διαπίστωση της ιδιότητας του ομογενούς η Επιτροπή μπορεί να συνεκτιμά οποιαδήποτε στοιχεία προσκομίσει ο ενδιαφερόμενος, από τα οποία τεκμαίρεται η ιδιότητά του αυτή. 4. Η αίτηση με τα υποβληθέντα δικαιολογητικά και τη γνώμη της οικείας Προξενικής Αρχής για την ιδιότητα ως ομογενούς του αιτούντος διαβιβάζονται στην οικεία περιφέρεια προκειμένου να εκδοθεί η απόφαση του Γενικού Γραμματέα. Πριν από κάθε απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας για τη χορήγηση της ελληνικής ιθαγένειας, γνωμοδοτούν ειδικές επιτροπές. Έργο των επιτροπών είναι η γνωμοδότησή των για την ιδιότητα ως ομογενών των αιτούντων την ελληνική ιθαγένεια που θα προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου και από συνέντευξη των ενδιαφερομένων, εκτός εάν αυτή έχει πραγματοποιηθεί από την επιτροπή της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου». Προκειμένου δε περί των ομογενών, οι οποίοι είχαν έλθει στην Ελλάδα μέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 2790/2000 (16.2.2000, ημερομηνία δημοσιεύσεώς του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, κατά το άρθρο 16 αυτού) και διαμένουν στη Χώρα, ορίσθηκε, στο άρθρο 1 παρ. 8 του νόμου, ότι μπορούν να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια με τις ίδιες προϋποθέσεις και την ίδια διαδικασία, μετά από αίτηση που υποβάλλεται στον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας, χωρίς να απαιτείται στην περίπτωση αυτή γνώμη της Προξενικής Αρχής. 4. Επειδή, με το ανωτέρω άρθρο 1 του ν. 2790/2000 θεσπίζεται, κατά παρέκκλιση από τις πάγιες διατάξεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγενείας (ν.δ. 3370/1955, ΦΕΚ Α΄ 258) περί πολιτογραφήσεως ομογενών αλλοδαπών, ειδική διαδικασία για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας από τους ομογενείς που προέρχονται από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ελληνική ιθαγένειά τους βάσει της Σύμβασης της Λωζάννης «περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών» (από 25.8.1923 νομοθετικό διάταγμα, ΦΕΚ Α΄ 238) ή της Συμφωνίας της Άγκυρας «περί τρόπου εφαρμογής της εν Λωζάννη υπογραφείσης Συμβάσεως περί ανταλλαγής των πληθυσμών» (ν. 4793/1930, ΦΕΚ Α΄ 226). Προϋπόθεση για την κτήση της ιθαγενείας κατά τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 1 του ν. 2790/2000 όπως τροποποιήθηκαν με το άρθρο 76 του ν. 2910/2001, είναι η διαπίστωση της ιδιότητας του ενδιαφερομένου ως ομογενούς, μετά από συνέντευξή του ενώπιον Επιτροπής και συνεκτίμηση των τυχόν προσκομιζομένων στοιχείων. Κατά την έννοια δε των διατάξεων αυτών, όπως προκύπτει και από την εισηγητική έκθεση της σχετικής τροπολογίας στη Βουλή, ως ομογενής, ο οποίος μπορεί να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια, νοείται ο προερχόμενος από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ο οποίος κατάγεται από πατέρα ή μητέρα ή απώτερους προγόνους Έλληνες και έχει ελληνική συνείδηση, συναγομένη από την εν γένει συμπεριφορά του και τα λοιπά στοιχεία και χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Μπορούν, συνεπώς, να ληφθούν υπόψη ως στοιχεία προσδιορισμού της ελληνικής συνείδησης του ενδιαφερομένου, μεταξύ άλλων, η γνώση της ελληνικής γλώσσας ή της ποντιακής διαλέκτου καθώς και η επαφή του με τα ήθη, έθιμα και τις παραδόσεις όπως αυτά διαμορφώθηκαν στους τόπους διαμονής των Ελλήνων (πρβλ. ΣτΕ 275/1999). Περαιτέρω, η τυχόν κρίση της αρμόδιας επιτροπής ότι από τη συνέντευξη δεν προέκυψε ότι ο ενδιαφερόμενος έχει ελληνική συνείδηση (και, συνεπώς, δεν έχει την ιδιότητα του ομογενούς) πρέπει, ενόψει των αρχών του κράτους δικαίου, να είναι πλήρως αιτιολογημένη αλλά και ελέγξιμη από τον ακυρωτικό δικαστή. Για το λόγο αυτό επιβάλλεται να καταγράφεται στο πρακτικό, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, το περιεχόμενο της συνέντευξης του ενδιαφερομένου. 5. Επειδή, με την προσβαλλόμενη 455/18.2.2004 πράξη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου (όπως διορθώθηκε ως προς το κύριο όνομα της αιτούσης, με την ταυτάριθμη από 30.3.2004 «ορθή επανάληψη») απερρίφθη η από 17.4.2001 αίτηση της ήδη αιτούσης αλλοδαπής, ουκρανικής ιθαγενείας, να αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια ως ομογενής προερχομένη από χώρα της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 1 του ν. 2790/2000. Στηρίχθηκε δε η απόρριψη στο πρακτικό 002/1 της 21.1.2004 της Ειδικής Επιτροπής, κατά το οποίο από τη συνέντευξη της αιτούσης δεν προέκυψε «ελληνική εθνική συνείδησή» της. Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αιτιολογείται νομίμως εφόσον κατά το νόμο για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας αρκεί η ελληνική καταγωγή του ενδιαφερομένου. Οι λόγοι αυτοί ακυρώσεως είναι, όμως, απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι διότι, κατά τα προεκτεθέντα, κατά το άρθρο 1 του ν. 2790/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 76 του ν. 2910/2001, για την κτήση της ελληνικής ιθαγενείας απαιτείται, εκτός από την ελληνική καταγωγή, και η διαπίστωση της ελληνικής συνείδησης του ενδιαφερομένου. Κατά τα λοιπά, όμως, η προσβαλλόμενη πράξη είναι πλημμελώς αιτιολογημένη. Και τούτο διότι στηρίζεται σε πλημμελή γνωμοδότηση της Ειδικής Επιτροπής αφού, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, η κρίση ότι δεν προέκυψε ελληνική συνείδηση της αιτούσης στηρίζεται, όπως επί λέξει αναφέρεται, στη διαπίστωση ότι κατά τη συνέντευξη ενώπιον της Επιτροπής προέκυψε ότι η εν λόγω «μιλάει λίγα ελληνικά [και] δεν γνωρίζει στοιχεία ελληνικής ή/και ποντιακής ιστορίας, μυθολογίας και παράδοσης και στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας», στηρίζεται δηλαδή σε νόμιμα καταρχήν στοιχεία, είναι, όμως, αόριστη και ανεπίδεκτη δικαστικής εκτιμήσεως εφόσον δεν παρατίθεται στο πρακτικό, όπως επιβάλλεται κατά τα προλεχθέντα, έστω και κατά τρόπο συνοπτικό, το περιεχόμενο της συνέντευξης και ειδικότερα οι ερωτήσεις των μελών της Επιτροπής και οι απαντήσεις της αιτούσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος της αιτιολογίας της αρνητικής γνωμοδότησης. Για το λόγο δε αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και η υπόθεση να αναπεμφθεί στη Διοίκηση για νέα νόμιμη και πλήρως αιτιολογημένη κρίση. Διά ταύτα Δέχεται την υπό κρίση αίτηση. Ακυρώνει την απόφαση 455/18.2.2004 (όπως διορθώθηκε με την ταυτάριθμη από 30.3.2004 «ορθή επανάληψη») του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου. Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση, σύμφωνα με το αιτιολογικό. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου, και Επιβάλλει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δικαστική δαπάνη της αιτούσης, που ανέρχεται στο ποσό των τετρακοσίων εξήντα (460) ευρώ.

πηγή: ΝOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.