Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Διοικητική Δικονομία - Κύρια διαδικασία

Η συζήτηση στο ακροατήριο: Αρθρο 132. Εκθεμα. 1. Η γραμματεία καταρτίζει για κάθε δικάσιμο έκθεμα, στο οποίο αναγράφονται, με τη σειρά του πινακίου, οι προς Συζήτηση υποθέσεις. Το έκθεμα αναρτάται έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων από την προηγούμενη της συνεδρίασης. 2. Δεν προκαλεί ακυρότητα της Διαδικασίας η μη ανάρτηση του εκθέματος ή η μη μνεία σε αυτό συγκεκριμένης υπόθεσης.

Αρθρο 133. 1. Ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση κηρύσσει την έναρξη και τη λήξη της, προβαίνει στην προεκφώνηση και εκφώνηση των υποθέσεων που είναι γραμμένες στο πινάκιο, διευθύνει τη Συζήτηση, έχει δε την ευθύνη για την τήρηση της ευταξίας και της ευπρέπειας κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης. 2. Η συνεδρίαση αρχίζει με την προεκφώνηση των υποθέσεων από το πινάκιο, κατά τη σειρά της εγγραφής τους σε αυτό. Την προεκφώνηση ακολουθεί η εκφώνηση και η Συζήτηση των υποθέσεων. Σε ειδική στήλη του πινακίου, ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση σημειώνει, για κάθε περίπτωση, κατά μεν την προεκφώνση, αν τυχόν η υπόθεση αναβάλλεται ή διαγράφεται, μετά δε την εκφώνηση και τη Συζήτηση, αν οι διάδικοι παραστάθηκαν και πως κατ` αυτήν, καθώς και ότι η υπόθεση συζητήθηκε. "Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι δεν θα εμφανισθούν στο ακροατήριο, αλλά θα παραστούν με κοινή δήλωση που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους. Τέτοια δήλωση μπορεί να γίνει και από έναν ή ορισμένους μόνο πληρεξουσίους. Η δήλωση αυτή παραδίδεται από τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή, σε περίπτωση κοινής δήλωσης, από έναν τουλάχιστον πληρεξούσιο δικηγόρο στον αρμόδιο γραμματέα το αργότερο την παραμονή της δικασίμου και σημειώνεται αμέσως στο πινάκιο. Σε περίπτωση αναβολής της Συζήτησης ύστερα από αίτηση διαδίκου δεν κλητεύεται κατά τη νέα δικάσιμο ο διάδικος που υπέβαλε δήλωση." *** Τα άνω εντός " "εδάφια προστέθηκαν με την παρ.1 άρθρ.29 Ν.2915/2001,ΦΕΚ Α 109/29.5.2001 3. Η προεκφώνηση και η εκφώνηση των υποθέσεων μπορούν, κατά την κρίση του δικαστή που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση, να διενεργηθούν συγχρόνως. 4. Ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση μπορεί να επιβάλει, σε βάρος προσώπου το οποίο θορυβεί ή εκδηλώνει ασέβεια ή ανυπακοή σε μέτρα που έχουν ληφθεί ή διαταγές που έχουν δοθεί ή το οποίο προκαλεί φθορά στην αίθουσα ή κατά οποιονδήποτε τρόπο παρακωλύει τη Διαδικασία, εκλεκτικώς, είτε την αποβολή τούτου από το ακροατήριο ή και το δικαστικό κατάστημα είτε χρηματική ποινή από 10.000 έως 50.000 δραχμές είτε την κράτησή του για είκοσι τέσσερις (24) το πολύ ώρες. Τα ποσά της χρηματικής ποινής μπορούν να αναπροσαρμόζονται με προεδρικά διατάγματα, που εκδίδονται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. 5. Αν, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης, δικηγόρος θορυβεί ή δείχνει ανυπακοή έναντι του δικαστηρίου, μπορούν να του επιβληθούν από αυτό οι πειθαρχικές ποινές που προβλέπονται από τον Κώδικα των Δικηγόρων.

Αρθρο 134. Συζήτηση. 1. Κατά τη Συζήτηση των υποθέσεων, ο δικαστής που τη διευθύνει δίνει το λόγο και απευθύνει ερωτήσεις προς τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους, τους εκπροσώπους και τους δικαστικούς πληρεξουσίους τους, αφαιρεί το λόγο και ζητά διευκρινήσεις από τα ίδα πρόσωπα, εξετάζει δε τους Μάρτυρες, τους πραγματογνώμονες και τους διερμηνείς. 2. Κάθε μέλος του δικαστηρίου μπορεί, ύστερα από άδεια του δικαστή που διευθύνει τη Συζήτηση, να απευθύνει ερωτήσεις προς τα πρόσωπα που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο. Ανάλογο δικαίωμα έχουν και οι δικαστικοί πληρεξούσιοι των διαδίκων, καθώς και οι ίδιοι οι διάδικοι, οι νόμιμοι αντιπρόσωποι ή οι εκπρόσωποί τους, όταν έχουν την, κατά το άρθρο 27, δικολογική ικανότητα. 3. Εξαιρετικώς, μπορεί να δοθεί ο λόγος προσωπικώς στους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους ή τους εκπροσώπους τους, ακόμη και αν δεν έχουν την, κατά το άρθρο 27, δικολογική ικανότητα, αν ο δικαστής που διευθύνει τη Συζήτηση κρίνει ότι πρέπει, ως προς συγκεκριμένο θέμα, να αναπτύξουν προφορικώς τις απόψεις τους ή να δώσουν προς το δικαστήριο εξηγήσεις ή να απευθύνουν ερωτήσεις στα πρόσωπα που αναφέρονται στην παρ. 1. 4. Στα πολυμελή δικαστήρια, για θέματα που αφορούν την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων, επιτρέπεται η άμεση αναφορά στο δικαστήριο, το οποίο και αποφαίνεται τελικώς.

Αρθρο 135. Μη παράσταση διαδίκου - Αναβολή της Συζήτησης. 1. Κατά την προεκφώρτηση εξετάζεται αυτεπαγγέλτως αν έχουν κλητευθεί νόμιμα οι διάδικοι που δεν παρίστανται. Αν η κλήτευση είναι νόμιμη, η μη παράστασή τους δεν παρακωλύει την πρόοδο της Διαδικασίας. 2. Η Συζήτηση αναβάλλεται υποχρεωτικώς : α) αν κάποιος από τους διαδίκους που δεν παρίστανται δεν έχει κλητευτεί νόμιμα, ή β) αν το ζητήσει κάποιος από τους διαδίκους που, αν και παρίστανται, δεν έχει κλητευτεί νόμιμα. "3. Με αίτηση του διαδίκου μπορεί να αναβληθεί η Συζήτηση της υπόθεσης μόνο μία φορά ανά βαθμό δικαιοδοσίας, κατά την κρίση του δικαστηρίου, εφόσον συντρέχει σπουδαίος λόγος. Το δικαστήριο μπορεί πάντοτε να αναβάλλει τη Συζήτηση της υπόθεσης αυτεπαγγέλτως, όταν συντρέχει σπουδαίος λόγος." 4. Σε κάθε περίπτωση αναβολής της Συζήτησης, το δικαστήριο ορίζει νέα δικάσιμο, με σημείωση στο πινάκιο. Για τη νέα αυτή δικάσιμο κλητεύονται μόνο όσοι από τους διαδίκους απουσίαζαν κατά τη συνεδρίαση και δεν είχαν κλητευτεί νόμιμα. "5. Το δικαστήριο, με Απόφαση που καταχωρίζεται στα Πρακτικά, μπορεί να επιδικάσει δικαστικά έξοδα ύψους εκατό (100) έως πεντακοσίων (500) ευρώ εις βάρος εκείνου, που ζήτησε την αναβολή, μετά από αίτημα του αντιδίκου του." *** Η παρ.3 αντικαταστάθηκε ως άνω και η παρ.5 προστέθηκε με το άρθρο 15 Ν.3659/2008,ΦΕΚ Α 77/7.5.2008.ΠΡΟΣΟΧΗ: Εναρξη ισχύος από 8/6/2008.

Αρθρο 136. Διακοπή της παράστασης διαδίκου. 1. Η διακοπή της παράστασης του διαδίκου μετά την έναρξη της Συζήτησης δεν παρακωλύει την πρόοδο της Διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και αν τούτο διαταχθεί κατ` εφαρμογή της διάταξης της παρ. 4 του άρθρου 133. 2. Ο διάδικος που δεν παραστάθηκε κατά την προεκφώνηση ή κατά την έναρξη της Συζήτησης ή που διέκοψε την παράστασή του έχει δικαίωμα να παρασταθεί στη συνέχεια της Συζήτησης. 3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων εφαρμόζονται αναλόγως και στις διαδικαστικές πράξεις που δεν ενεργούνται στο ακροατήριο.

Αρθρο 137. Συνεννόηση με αλλογλώσσους, κωφαλάλους κ.τ.λ.. 1. Αν διάδικος, μάρτυρας ή πραγματογνώμονας αγνοεί την ελληνική γλώσσα, προσλαμβάνεται διερμηνέας, ο οποίος ορκίζεται ενώπιον του δικαστηρίου ότι θα αποδώσει ακριβώς όσα θα διαμειφθούν. Οι Λόγοι του αποκλεισμού και της απαλλαγής των μαρτύρων ισχύουν και για το διερμηνέα. 2. Αν τα πρόσωπα της παρ. 1 είναι κουφοί, άλαλοι ή κωφάλαλοι, η συνεννόηση μαζί τους γίνεται εγγράφως. Τις απαντήσεις τους υπογράφει ο δικαστής που προεδρεύει κατά τη συνεδρίαση και περιλαμβάνονται, μαζί με τις αντίστοιχες ερωτήσεις, στο πρακτικό της Συζήτησης. Αν τα πρόσωπα αυτά δεν είναι ικανά να απαντήσουν εγγράφως, προσλαμβάνεται κατάλληλος διερμηνέας, σύμφωνα με την παρ. 1.

Αρθρο 138. Υπομνήματα. 1. Υπομνήματα των διαδίκων, για την ανάπτυξη των ισχυρισών τους, κατατίθενται στη γραμματεία το αργότερο τρεις (3) εργάσιμες ημέρες μετά τη Συζήτηση. Μέσα σε Προθεσμία τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη λήξη της παραπάνω Προθεσμίας ο αντίδικος εκείνου που κατέθεσε το υπόμνημα μπορεί, με δικό του υπόμνημα, να αντικρούσει τις απόψεις που αναπτύχθηκαν με το υπόμνημα του αντιδίκου του. 2. Η γραμματεία βεβαιώνει στο σώμα του υπομνήματος την ημερομηνία της κατάθεσής του.

Αρθρο 139. Αξιόποινες πράξεις. Αν κατά τη συνεδρίαση ή κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης τελεστεί αξιόποινη πράξη, τούτο βεβαιώνεται στο σχετικό πρακτικό και διατάσσεται η σύλληψη του υπαιτίου, ο οποίος, αν πρόκειται για κακούργημα ή πλημμέλημα, παραπέμπεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, προς τον οποίο αποστέλλεται και απόσπασμα του πρακτικού. Αν πρόκειται για πταίσμα, η σύλληψη γίνεται μόνο για να βεβαιωθεί η ταυτότητα του υπαιτίου ή για να εισαχθεί αυτός σε δίκη.

Αρθρο 139Α. 1. Αν υπάρχουν τυπικές παραλείψεις, ο πρόεδρος του πολυμελούς δικαστηρίου ή ο εισηγητής ή ο δικαστής του μονομελούς δικαστηρίου καλεί, και μετά τη Συζήτηση, τον πληρεξούσιο δικηγόρο ή το διάδικο, εφόσον παρίσταται αυτοπροσώπως, να τις καλύψει, τάσσοντας εύλογη κατά την κρίση του Προθεσμία. 2. Η πρόσκληση γίνεται τηλεφωνικώς από τον γραμματέα, ο οποίος βεβαιώνει με σημείωση στο εσωτερικό του φακέλου της δικογραφίας το χρόνο της ειδοποίησης, τα ζητούμενα στοιχεία και την Προθεσμία. Αν η τηλεφωνική πρόσκληση είναι αδύνατη ή δυσχερής, αποστέλλεται έγγραφο, Αντίγραφο του οποίου τηρείται στο φάκελο της δικογραφίας. Στο Αντίγραφο αυτό σημειώνεται η ημερομηνία αποστολής του εγγράφου." *** Το άρθρο 139Α προστέθηκε με την παρ.5 άρθρ.22 Ν.3226/2004, ΦΕΚ Α 24/4.2.2004.Με την παρ.10 του αυτού άρθρου και νόμου ορίζεται ότι: "10. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές. Ενδικα βοηθήματα ή μέσα που απορρίφθηκαν ως απαράδεκτα από το Συμβούλιο τις Επικρατείας ή τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια μετά την 1.1.2000 για μη καταβολή ή ελλιπή καταβολή παραβόλου, μπορούν να ασκηθούν εκ νέου μέσα σε Προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού".

Διακοπή και επανάληψη της δίκης: Αρθρο 140. Διακοπή. 1. Η δίκη διακόπτεται αν, κατά τη διάρκειά της και πριν από την τελευταία Συζήτηση, αποβιώσει διάδικος ή νόμιμος αντιπρόσωπός του ή επέλθει στο πρόσωπό τους μεταβολή που να επηρεάζει την ικανότητά τους προς διενέργεια διαδικαστικών πράξεων. Σε περίπτωση ομοδικίας, η διακοπή αφορά μόνο το διάδικο στο πρόσωπο του οποίου ή του νόμιμου αντιπροσώπου του επήλθε η μεταβολή. Αν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία, ο λόγος διακοπής που συντρέχει ως προς έναν από τους ομοδίκους, επιφέρει τη Διακοπή της δίκης ως προς όλους. 2. Η διακοπή επέρχεται αφότου γνωστοποιηθεί ο λόγος που την προκάλεσε. Η γνωστοποίηση διενεργείται είτε με κατάθεση σχετικού δικογράφου στο γραμματέα του δικαστηρίου είτε με προφορική δήλωση, στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, από οποιονδήποτε έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από τον τελευταίο πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος της διακοπής. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο γνωστοποίηση πρέπει υποχρεωτικώς να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα τα αποδεικνύοντα το λόγο της διακοπής. 4. Αν ο λόγος της διακοπής γνωστοποιηθεί κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, δεν προχωρεί η διενέργεια της πράξης αυτής και η υπόθεση εισάγεται στο ακροατήριο για να διαπιστωθεί η διακοπή της δίκης. 5. Η διαπίστωση από το δικαστήριο της διακοπής της δίκης ανακοινώνεται, στους διαδίκους που τυχόν δεν παραστάθηκαν κατά τη Συζήτηση αυτή, με κοινοποίηση του σχετικού πρακτικού. 6. Κάθε διαδικαστική πράξη που έχει διενεργηθεί μετά τη διακοπή της δίκης και πριν από την επανάληψή της, τότε μόνο είναι άκυρη όταν, κατά την κρίση του δικαστηρίου, επήλθε σε διάδικο βλάβη, η οποία δεν μπορεί να επανορθώσει αλλιώς παρά μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα. 7. Αν οι μεταβολές της παρ. 1 επέλθουν σε εκπροσώπους νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε δικαστικούς πληρεξουσίους, η δίκη δεν διακόπτεται.

Αρθρο 141. Επανάληψη της δίκης. 1. Η δίκη που διακόπηκε επαναλαμβάνεται αν, μετά σε εξήντα (60) ημέρες από τη συνεδρίαση κατά την οποία διαπιστώθηκε η διακοπή της, κάποιο από τα πρόσωπα που δικαιούνται να την επαναλάβουν υποβάλει, προς το γραμματέα του δικαστηρίου, δικόγραφο περιέχον σχετική δήλωση. Σε περίπτωση που εκκρεμεί αποδοχή κληρονομίας, η Προθεσμία αυτή δεν αρχίζει πριν από την αποδοχή. Η δήλωση μπορεί να γίνει και προφορικώς στο ακροατήριο κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία διαπιστώθηκε η διακοπή της δίκης. Η κατά τις προηγούμενες περιόδους δήλωση δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα αν, σε κάθε περίπτωση, δεν συνοδεύεται από κατάσταση με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των τυχόν λοιπών προσώπων που έχουν επίσης δικαίωμα επανάληψης. 2. Αν η Επανάληψη της δίκης γίνει ύστερα από δήλωση που υποβλήθηκε προφορικώς στο ακροατήριο, κατά τα οριζόμενα στην προηγούμενη παράγραφο, μπορεί κατά την ίδια συνεδρίαση να προχωρήσει και η Συζήτηση της υπόθεσης, αν, κατ` αυτήν, παρίστανται όλοι όσοι έχουν δικαίωμα να επαναλάβουν τη δίκη. Αλλιώς, η Συζήτηση της υπόθεσης αναβάλλεται, ώστε να κλητευθούν και τα πρόσωπα αυτά. 3. Αν κανένα από τα πρόσωπα που δικαιούνται να επαναλάβουν τη δίκη δεν προβεί στις κατά την παρ. 1 ενέργειες, η δίκη επαναλαμβάνεται αυτοδικαίως. Προς τούτο ορίζεται νέα δικάσιμος ή νέα ημερομηνία για τη διενέργεια της διαδικαστικής πράξης, κατά τις οποίες και κλητεύονται όλοι οι διάδικοι. Αν δεν είναι δυνατή η ανεύρεση των προσώπων που δικαιούνται σε Επανάληψη της δίκης, θέση κλήτευσης προς αυτούς επέχει η Θυροκόλληση της πράξης ορισμού της νέας δικασίμου ή της νέας ημερομηνίας διενέργειας της διαδικαστικής πράξης, η οποία γίνεται εξήντα (60) τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτές, στο κατάστημα του δικαστηρίου και στην κατοικία του διαδίκου στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος που επέφερε τη διακοπή ή στην κατοικία του νόμιμου αντιπροσώπου του. 4. Σε περίπτωση που, κατά τη νέα Συζήτηση ή τη νέα διενέργεια της διαδικαστικής πράξης, δεν παρασταθούν, αν και είχαν κλητευτεί νόμιμα, τα πρόσωπα που δικαιούνται να επαναλάβουν τη δίκη αυτή. α) αν είχε διακοπεί συνεπεία μεταβολής η οποία επήλθε στο πρόσωπο εκείνου που άσκησε το ένδικο βοήθημα ή μέσο ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, καταργείται στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο μπορεί πάντως, εκτιμώντας τις περιστάσεις, πριν να κηρύξει τη δίκη καταργημένη, να αναβάλει αυτεπαγγέλτως για εύλογο χρόνο τη Συζήτηση, ενώ β) αν είχε διακοπεί συνεπεία μεταβολής που επήλθε στο πρόσωππο οποιουδήποτε από τους λοιπούς διαδίκους ή του νόμιμου αντιπροσώπου του, η δίκη προχωρεί κανονικώς.

Κατάργηση της δίκης: Αρθρο 142. Περιπτώσεις. 1. Η δίκη καταργείται αν, πριν από το πέρας της τελευταίας Συζήτησης: α) εκλείψει το αντικείμενό της, ή β) υποβληθεί Παραίτηση από το ένδικο βοήθημα ή μέσο, ή γ) συντρέξουν οι συνθήκες της περ. α` της παρ. 4 του προηγούμενου άρθρου. "δ) επιτευχθεί διοικητική επίλυση της διαφοράς". *** Η περ.δ΄προστέθηκε με το άρθρο 30 παρ.1 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010.`Εναρξη ισχύος από 1.1.2011. "ε) επιτευχθεί δικαστικός συμβιβασμός του ν. 4600/1966." ***Η περ.ε` προστίθεται από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 50 παρ. 1 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012). 2."Η κατάργηση διαπιστώνεται με απόφαση του δικαστηρίου, με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παράγραφο 7 του άρθρου 143, τα οποία, εφόσον δεν έχει ορισθεί δικάσιμος, εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις δ` και ε` της προηγουμένης παραγράφου." Ως προς την Απόφαση αυτή,μπορούν να τύχουν ανάλογης εφαρμογής οι διατάξεις της παρ.6 του άρθρου 189 και της παρ.3 του άρθρου 193. *** Το πρώτο εδάφιο της παρ.2 όπως αντικαταστάθηκε από 1.1.2011 με το άρθρο 28 παρ.3 Ν.3900/2010,ΦΕΚ Α 213/17.12.2010 αντικαθίσταται εκ νέου ως άνω από 2 Απριλίου 2012 με τα άρθρα 50 παρ. 2 και 113 του Ν.4055/2012 (ΦΕΚ Α 51 12.3.2012).

Αρθρο 143. Παραίτηση. 1. Η Παραίτηση από ένδικο βοήθημα ή μέσο μπορεί να γίνει ως το πέρας της τελευταίας Συζήτησης. 2. Η Παραίτηση γίνεται : α) με προφορική δήλωση, στο ακροατήριο, του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου ή του δικαστικού πληρεξουσίου του, β) με έγγραφη δήλωση του δικαστικού πληρεξουσίου του διαδίκου, η οποία κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, γ) με έγγραφη δήλωση του ίδιου του διαδίκου ή του νόμιμου αντιπροσώπου ή του εκπροσώπου του, κατατιθέμενη στη γραμματεία του δικαστηρίου, η οποία περιλαμβάνεται είτε σε συμβολαιογραφικό είτε σε ιδιωτικό έγγραφο, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η γνησιότητα της υπογραφής του δηλούντος βεβαιώνεται από οποιαδήποτε δημόσια, δημοτική ή κοινοτική αρχή. 3. Είναι ανίσχυρη η Παραίτηση που γίνεται υπό όρο ή αίρεση. 4. Ανάκληση της Παραίτησης δεν επιτρέπεται. 5. Αν η Παραίτηση γίνει από την έναρξη της πρώτης Συζήτησης, δεν απαιτείται η συναίνεση του αντιδίκου. 6. Τα έννομα αποτελέσματα της Παραίτησης επέρχονται αφότου γίνει η προφορική, ή κατατεθεί η έγγραφη, δήλωση. 7. Αν η, κατά τις Περιπτώσεις β` και γ` της παρ. 2, έγγραφη δήλωση Παραίτησης κατατεθεί στη γραμματεία του δικαστηρίου πριν αν οριστεί δικάσιμος, η Παραίτηση γίνεται δεκτή με πράξη του προέδρου του συμβουλίου, ή του δικαστή, που διευθύνει το δικαστήριο, ο οποίος πάντως, αν αμφιβάλλει, μπορεί να εισαγάγει την υπόθεση ενώπιον του δικαστηρίου. 8. Κατά την Παραίτηση από μέρους του Δημοσίου ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου τηρούνται οι εκάστοτε ισχύουσες ειδικές διατάξεις.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.