Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Παροχή επενδυτικών συμβουλών - Πτώχευση εκδότριας τίτλων εταιρίας (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 299/2012)

Διατάξεις: άρθρα 7 Ν 2396/1996 , 3.2, 4.1, 4.2, 6, 7 Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ΥΑ Υπουργού Εθνικής Οικονομίας 122/1997, 281, 288, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299 , 300, 330, 334 παρ. 1, 340, 713, 714, 718, 914, 922, 932 εδ. α’ ΑΚ, Ν 3606/2007 , Ν 3756/2009 , Οδηγίας 2004/39/ΕΚ, Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, 4, 4α, 8, 9α - 9θ Ν 2251/1994 , 2, 77 Ν 3994/2011 , 907, 908 ΚΠολΔ

Περίληψη: ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΩΝ. ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΕΚΔΟΤΡΙΑΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ. Η ΖΗΜΙΑ ΠΟΥ ΥΠΕΣΤΗ Ο ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ ΔΕΝ ΣΥΝΔΕΕΤΑΙ ΑΙΤΙΩΔΩΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. Έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής. Η συμπεριφορά της εναγομένης δεν κρίνεται αντισυμβατική ή παράνομη καθώς δεν αποδείχθηκε ότι τούτη παρέβη τις υποχρεώσεις επιμέλειας που είχε έναντι της ενάγουσας σε σχέση με την πληροφόρησή της, αφού είχε προηγουμένως λάβει το επενδυτικό της προφίλ, της πρότεινε μέσω της επενδυτικής της συμβούλου το επενδυτικό πρόγραμμα που άρμοζε στις απαιτήσεις της και την είχε ενημερώσει τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς για το είδος της επένδυσης και τους αναλαμβανόμενους κινδύνους ενώ συνέχισε να την ενημερώνει έως τη λήξη των τίτλων. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε η ύπαρξη υπαιτιότητας και εντεύθεν ευθύνης εκ μέρους της εναγομένης για την απώλεια των χρημάτων της ενάγουσας αφού η πρώτη ουδέποτε είχε αναλάβει τον πιστωτικό κίνδυνο της εκδότριας των τίτλων, δηλαδή δεν εγγυήθηκε τη διατήρηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση η ζημία που υπέστη η ενάγουσα δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη συμπεριφορά της εναγομένης αλλά οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, την πτώχευση της εκδότριας εταιρίας, γεγονός, που ούτε η εναγομένη θα μπορούσε να προβλέψει με κάθε μέτρο επιμέλειας του μέσου συναλλασσομένου.

Σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος σήμερα Κανονισμού Δεοντολογίας των Εταιριών Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (ΚΔΕΠΕΥ), ο οποίος κυρώθηκε με την υπ’ αρ. 122/1997 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας (ΦΕΚ Β΄ 340/24.4.1997), δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως από το άρθρο 7 του Ν 2396/1996 και ο οποίος τύγχανε εφαρμοστέος κατά τον χρόνο συνομολόγησης της επίδικης σύμβασης, κύρια υποχρέωση της τράπεζας, κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, είναι κατ΄αρχήν η παροχή ορθών και πλήρων συμβουλών. Η ενημέρωση του καταναλωτή θα πρέπει να γίνεται με τρόπο εύλογα κατανοητό και με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια, πράγμα που σημαίνει ότι η τράπεζα οφείλει να λαμβάνει υπόψη της τον ορίζοντα αντιλήψεως, τη μόρφωση και τις γνώσεις του επενδυτή για το αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Επίσης, οι συμβουλές θα πρέπει να είναι προσαρμοσμένες τόσο στο πρόσωπο του πελάτη όσο και στο αντικείμενο της επενδύσεως (άρθρο 6.1 ΚΔΕΠΕΥ). Σύμφωνα με την αρχή της καταλληλότητας η τράπεζα οφείλει να παρέχει προσαρμοσμένες στο πρόσωπο του πελάτη (κατάλληλες) συμβουλές. Γίνεται δεκτό ότι η έκταση του καθήκοντος παροχής συμβουλών συμπροσδιορίζεται και από τα προσωπικά στοιχεία του πελάτη, ώστε θα πρέπει στο πλαίσιο της παροχής της συμβουλής να ληφθούν υπόψη το επίπεδο γνώσης, η ηλικία, το επάγγελμα, η οικογενειακή, οικονομική και περιουσιακή κατάσταση, η επενδυτική του εμπειρία, ο επενδυτικός στόχος και η προθυμία διακινδυνεύσεως (άρθρο 6.2 ΚΔΕΠΕΥ). Ο δεύτερος πόλος, στον οποίο οφείλει να προσαρμόζεται η διαδικασία της επενδυτικής συμβουλής είναι το αντικείμενο της επενδύσεως. Εδώ εντάσσονται πληροφορίες που αφορούν γενικά την αγορά, πληροφορίες για το αντικείμενο της επενδύσεως, για την οικονομική κατάσταση και την φερεγγυότητα του εκδότη των προτεινομένων τίτλων, το rating (εκτίμηση με αντικειμενικά κριτήρια της μελλοντικής φερεγγυότητας του εκδότη) και για νομικά φορολογικά ζητήματα. Οι συμβουλές του παρέχοντος επενδυτικές υπηρεσίες θα πρέπει να είναι θεμελιωμένες σε επιμελή έρευνα. Η τράπεζα και κάθε ΕΠΕΥ οφείλει να προμηθεύεται τις πλέον επίκαιρες πληροφορίες για την απόδοση, τη ρευστότητα και την ασφάλεια της προτεινόμενης επενδύσεως. Ιδιαίτερα αυξημένο είναι το καθήκον της τράπεζας ή της ΕΠΕΥ για έρευνα ή ενημέρωση στις περιπτώσεις ιδιαίτερα επικίνδυνων ή πολύπλοκων επενδύσεων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η τράπεζα πρέπει να αποτρέψει τον επενδυτή από μία επικίνδυνη επένδυση αλλά οφείλει να καταστήσει σε αυτόν συνειδητό τον κίνδυνο στον οποίο εκτίθεται. Στόχος, των εν λόγω υποχρεώσεων που βαραίνουν τις τράπεζες ή τις ΕΠΕΥ δεν είναι η επιτυχία της επενδύσεως, αλλά η εκ μέρους τους καταβολή κάθε δυνατής επιμέλειας για την εκπλήρωση της υποχρεώσεως ενημέρωσης, διαφώτισης, έρευνας και παροχής κατάλληλης συμβουλής (βλ. Γ. Γεωργιάδη, «Οι υποχρεώσεις της τράπεζας για ενημέρωση, διαφώτιση και παροχή συμβουλών στον πελάτη», ΧρΙΔ Η/2008,865 επ.). Με βάση, λοιπόν, τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, δημιουργούνται ενδεικτικά, ζητήματα ευθύνης μιας τράπεζας, αν δεν επιμελείται της συμπληρώσεως σχετικού ερωτηματολογίου πριν την παροχή της επενδυτικής συμβουλής, αν δεν εφιστά εγγράφως την προσοχή του επενδυτή στους κινδύνους συγκεκριμένων επενδυτικών επιλογών του, αν δεν πραγματοποιεί με την κατάλληλη υποστήριξη των εξειδικευμένων συμβούλων της τεχνική ανάλυση της μελλοντικής κινήσεως των κινητών αξιών που περιλαμβάνει στο προτεινόμενο επενδυτικό πρόγραμμα, αν δεν ενημερώνει με απολύτως σαφή τρόπο τον επενδυτή ως προς τις αποδόσεις των προτεινομένων για επένδυση τίτλων (άρθρο 6 ΚΔΕΠΕΥ). Η παράβαση των προβλεπομένων στις διατάξεις του εν λόγω Κανονισμού Δεοντολογίας ΕΠΕΥ συνιστά παρανομία υπό την έννοια της διατάξεως του άρθρου 914 του ΑΚ. Εφόσον, λοιπόν, η εν λόγω παρανομία, διαπραχθείσα με υπαιτιότητα, επιφέρει αιτιωδώς ζημία στον επενδυτή, υποχρεώνει την παρανομούσα τράπεζα σε αποζημίωση [(ευθύνη από αδικοπραξία) βλ. Σπύρου Δ. Ψυχομάνη, Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010,863 επ]. Εξάλλου, συναφές περιεχόμενο έχει και ο μεταγενέστερα εκδοθείς Ν 3606/2007 , όπως τροποποιήθηκε με το Ν 3756/2009 , με τον οποίο μεταφέρθηκε στο ελληνικό νομικό σύστημα η κοινοτική Οδηγία 2004/39/ΕΚ, γνωστή ως MiFID, η οποία αντικατέστησε την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Περαιτέρω και ο Ν 2251/1994 για την προστασία του καταναλωτή έχει συμπεριλάβει ειδικές διατάξεις, που επιβάλλουν στον «προμηθευτή» - και στις τράπεζες - την ορθή, αναγκαία και κατάλληλη πληροφόρηση του μέσου «καταναλωτή» - και του ιδιώτη επενδυτή - ώστε αυτός να λαμβάνει τεκμηριωμένα τη σωστή απόφαση της πράγματι ηθελημένης συναλλαγής. Να μην παραπλανάται, δηλαδή, αποφασίζοντας να ενεργήσει συναλλαγή, την οποία διαφορετικά δεν θα αποφάσιζε να ενεργήσει. Οι υποχρεώσεις αυτές του «προμηθευτή» προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 9γ’ - 9ε’ του νόμου, που αναφέρονται σε «απαγόρευση αθέμιτων εμπορικών πρακτικών». Εμμέσως, ωστόσο, προκύπτουν και από τις διατάξεις των άρθρων 4 και 4α’, τα οποία αναφέρονται μεν ευθέως σε «εμπορία υπηρεσιών από απόσταση», αφορούν όμως - με τελολογική ερμηνεία τους - αυτονόητα κάθε συναλλαγή με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των συναλλασσομένων. Η προβλεπόμενη στο νόμο κύρωση για την περίπτωση παραβάσεως της εν λόγω υποχρεώσεως εκ μέρους του «προμηθευτή» συνίσταται κυρίως σε αποζημίωση του καταναλωτή (άρθρο 9θ’ του Ν 2251/1994 ). Σύμφωνα, εξάλλου και με το άρθρο 8 παρ. 1 του ιδίου νόμου «Ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε περιουσιακή ζημία ή ηθική βλάβη που προκάλεσε παράνομα και υπαίτια, με πράξη ή παράλειψή του, κατά την παροχή αυτών στον καταναλωτή» (βλ. Σπύρου Δ. Ψυχομάνη. Η διάθεση «perpetual bonds» από τις ελληνικές τράπεζες, ΔΕΕ 2010,863 επ.). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 4 στοιχ. Α’ του Ν 2251/ 1994 , καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους. Ωστόσο, η παραπάνω υπερβολικά ευρεία απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, οδήγησε στην ανάγκη ερμηνείας αυτής, τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νομολογία του ΔΕΚ αλλά και των εθνικών δικαστηρίων, θεωρώντας ότι επικρατέστερος γενικός ορισμός του καταναλωτή, του αντισυμβαλλομένου κάθε προμηθευτή, ανεξαρτήτως των παρεχομένων προϊόντων ή υπηρεσιών, είναι το πρόσωπο που συναλλάσσεται για μη επαγγελματικούς σκοπούς, διότι στα πλαίσια των συναλλαγών αυτών δεν έχει αποκτήσει τις γνώσεις, την εμπειρία και εν γένει την εξειδικευμένη στο αντικείμενο αυτό διαπραγματευτική ικανότητα που έχει ο προμηθευτής, γεγονός που δικαιολογεί την προστασία του από το νόμο. Έτσι, ουσιαστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό του συμβαλλομένου ως καταναλωτή, πρέπει να είναι η ερασιτεχνική ιδιότητα του αποδέκτη του αγαθού, ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή. Επομένως, μόνο οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ιδίων καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο, εμπίπτουν στις διατάξεις που προστατεύουν τον καταναλωτή, ως θεωρούμενο οικονομικά ασθενέστερο μέρος. Έτσι, και στις αποφάσεις του ΔΕΚ, κοινό χαρακτηριστικό και εννοιολογικός πυρήνας του ορισμού του καταναλωτή, αποτελεί η μη ικανοποίηση επαγγελματικών αναγκών με τη σύναψη της σύμβασης και όχι η ιδιότητα του συμβαλλόμενου λήπτη των υπηρεσιών ως εμπόρου ή ελεύθερου επαγγελματία και συνεπώς ο όρος καταναλωτής περιλαμβάνει και εμπόρους και ελεύθερους επαγγελματίες, εφόσον αυτοί συνάπτουν συμβάσεις για τις ιδιωτικές τους ανάγκες. Μόνον όταν οι επιχειρούμενες, από τους τελευταίους συναλλαγές συναρτώνται λειτουργικά με την άσκηση του επαγγέλματός τους, δεν τίθεται θέμα προστασίας τους με τις προβλεπόμενες ρυθμίσεις (ΕφΑθ 3884/2006 ΕλλΔνη 48/2007,305). Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι δεν προστατεύεται κάθε ασθενέστερος συναλλασσόμενος αλλά μόνο εκείνος που συνάπτει την επίμαχη σύμβαση εκτός του πλαισίου των επαγγελματικών του σχέσεων. Για τη διαπίστωση της συνδρομής της ανωτέρω προϋπόθεσης, δεν έχει σημασία η υποκειμενική του κατάσταση (αν λ.χ. το επάγγελμά του είναι άσχετο ή σχετικό με τη συγκεκριμένη σύμβαση), αλλά αν μπορεί να θεωρηθεί, κατ’ αντικειμενική κρίση, ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της συγκεκριμένης συναλλαγής. Κατά συνέπεια, ο αγοραστής τραπεζικών προϊόντων ή ο αποδέκτης τραπεζικών υπηρεσιών δεν μπορεί να θεωρηθεί εκ των προτέρων καταναλωτής, αποκλειστικά λόγω του γεγονότος ότι είναι αντισυμβαλλόμενος Τράπεζας. Η επίκληση και υπαγωγή στο προνομιακό καθεστώς προστασίας των διατάξεων του καταναλωτικού δικαίου, ιδιωτών επενδυτών, οι οποίοι, με γνώση και εμπειρία της αγοράς και σημαντική οικονομική επιφάνεια, ασχολούνται συστηματικά με προϊόντα και συναλλαγές υψηλής οικονομικής αξίας, αποβαίνει καταχρηστική, καθώς οι ανωτέρω συναλλασσόμενοι υπερβαίνουν κατά πολύ το πρότυπο του μέσου αποταμιευτή και δεν είναι απαραίτητα το αδύνατο μέρος της συγκεκριμένης συναλλαγής (ΕφΛαρ 806/2010 ΕπισκΕμπΔ 2011,461, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009,819). Τέλος, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι στις περιπτώσεις παροχής επενδυτικών συμβουλών εκ μέρους των τραπεζών μεταξύ της διαμεσολαβούσας τράπεζας και του πελάτη της υπήρχε οπωσδήποτε σύμβαση με αντικείμενο την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η οποία προϋποθέτει την υποχρέωση της τράπεζας να δίνει συμβουλές στους πελάτες της για χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Πρέπει στις περιπτώσεις αυτές να γίνεται δεκτό ότι έχει συναφθεί σιωπηρά μια τέτοια σύμβαση, έστω και αν δεν έχει τηρηθεί κάποιος τύπος, πράγμα που είναι σύνηθες στην πράξη. Στοιχεία που φανερώνουν τη δικαιοπρακτική βούληση των μερών σε τέτοιες περιπτώσεις είναι, πρώτον, ότι για τον παρέχοντα επενδυτικές υπηρεσίες είναι προφανές ότι η πληροφόρηση έχει μεγάλη σημασία για τον δυνητικό επενδυτή, αφού θα αποτελέσει για αυτόν τη βάση για την λήψη σοβαρών αποφάσεων για επένδυση των κεφαλαίων του. Δεύτερο στοιχείο που μπορεί να αναφερθεί είναι ότι καθώς ο μέσος επενδυτής είναι συνήθως άπειρος, ενώ οι επιχειρήσεις αυτές διαθέτουν ειδικές γνώσεις για τις χρηματιστηριακές συναλλαγές, ο επενδυτής αποφασίζει με βάση τις συμβουλές των εν λόγω επιχειρήσεων, τις εμπιστεύεται και περιμένει μια υπεύθυνη πληροφόρηση, η παροχή της οποίας ανάγεται στην επαγγελματική ενασχόλησή τους. Τέλος, οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν και ίδιο οικονομικό όφελος για την παροχή των συμβουλών τους, άμεσο ή τουλάχιστον έμμεσο (βλ. Ελίζας Αλεξανδρίδου, «Τα επενδυτικά προϊόντα της Lehman Brothers και η κάλυψη των ζημιών των επενδυτών», ΔΕΕ 2010,136). Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατά τα τελευταία έτη τύγχανε πελάτης της εναγομένης, στην οποία αποταμίευε τα χρήματα που αποκόμιζε από την εργασία της σε απλούς καταθετικούς λογαριασμούς. Ότι από τα τέλη του έτους 2006 κατόπιν παροτρύνσεων των υπαλλήλων της εναγομένης, πείσθηκε να προβεί σε επενδύσεις τίτλων εξωτερικού, καθώς, όπως της είχαν ρητώς υποσχεθεί, η απόδοση των εν λόγω τίτλων ήταν και θα εξακολουθούσε να είναι ιδιαίτερα αυξημένη, το επενδυόμενο κεφάλαιο θα ήταν πλήρως εξασφαλισμένο από κάθε συναλλαγματικό και χρηματοπιστωτικό κίνδυνο ενώ επιπροσθέτως ήταν εγγυημένο από την ίδια την εναγομένη. Ότι περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 2007 άρχισε να δέχεται επανειλημμένες τηλεφωνικές κλήσεις από την επενδυτική σύμβουλο της εναγομένης, ονόματι ***, η οποία της πρότεινε να επενδύσει τα χρήματα της σε τίτλους της αμερικάνικης τράπεζας με την επωνυμία «Lehman Brothers Treasury Co B.V», καθόσον, όπως ρητώς τη διαβεβαίωσε, επικαλούμενη τη φήμη της ανωτέρω αμερικάνικης τράπεζας, το κεφάλαιο θα ήταν πλήρως εξασφαλισμένο ενώ η απόδοση των τίτλων θα ήταν αυξημένη σε σχέση με τα επιτόκια των ελληνικών τραπεζών. Ότι η ίδια δεν γνώριζε, σε τι ακριβώς συνίσταντο οι εν λόγω τίτλοι, κατόπιν όμως των διαβεβαιώσεων της προαναφερόμενης επενδυτικής συμβούλου, απέκτησε την πεποίθηση ότι πράγματι το κεφάλαιο ήταν πλήρως εγγυημένο από την εναγομένη και για το λόγο αυτό δέχθηκε την ανωτέρω επενδυτική πρόταση, θεωρώντας ότι συναλλασσόταν με την τελευταία. Ότι στις 9.7.2007 υπέγραψε την «αίτηση αγοράς τίτλων εξωτερικού» και, συγκεκριμένα δεκατριών (13) τίτλων ονομαστικής αξίας εκάστου χιλίων ευρώ (1.000,00€), εκδόσεως της εταιρίας «Lehman Brothers Treasury Co B.V.», με διαχειριστή έκδοσης την εταιρία «Lehman Brothers International (Europe)», με ημερομηνία έκδοσης των τίτλων την 16.8.2007 και ημερομηνία λήξης αυτών την 16.8.2010, ήτοι με χρονικό ορίζοντα τριετίας. Ότι την ίδια ημέρα κατέθεσε στην εναγομένη το ανωτέρω ποσό των δεκατριών χιλιάδων ευρώ (13.000,00€), καθώς και το ποσό των τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (325,00€), που αντιστοιχούσε στην προμήθεια της τελευταίας για τις επενδυτικές της συμβουλές και τη μεσολάβηση της στην εκτελεσθείσα συναλλαγή. Ότι έκτοτε δεν είχε καμία ενημέρωση για την πορεία της επένδυσής της έως τα μέσα του μηνός Σεπτεμβρίου του έτους 2008, οπότε ενημερώθηκε από υπάλληλο της εναγομένης ότι υπήρχε πρόβλημα με την επένδυσή της λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της αμερικανικής τράπεζας. Ότι περί τα τέλη του ίδιου μήνα ζήτησε τη ρευστοποίηση των τίτλων της αλλά οι υπάλληλοι της εναγομένης την ενημέρωσαν ότι κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο καθώς οι εν λόγω τίτλοι δεν είχαν καμία αξία. Ότι όπως πληροφορήθηκε οι τίτλοι στους οποίους είχε επενδύσει θεωρούνται ως άκρως ριψοκίνδυνες επενδυτικές επιλογές. Ότι η ίδια λόγω του συντηρητικού επενδυτικού της προφίλ και των γραμματικών της γνώσεων δεν μπορούσε να κατανοήσει τις ειδικές πληροφορίες που αφορούσαν το περιεχόμενο και κυρίως ης διακρίσεις των επενδύσεων. Ότι η υπάλληλος της εναγομένης ουδέποτε της επεσήμανε τους κινδύνους που ενείχε η συγκεκριμένη επένδυση αλλά αντιθέτως της απέκρυψε ότι πρόκειται για ριψοκίνδυνες επενδυτικές επιλογές, καθώς δεν της εξήγησε το περιεχόμενο της προτεινόμενης επένδυσης, ώστε να είναι σε θέση να αποφασίσει η ίδια αν θα προβεί στην εν λόγω επένδυση. Ότι με κάθε ευκαιρία τη διαβεβαίωναν ότι το κεφάλαιο της είναι εγγυημένο από την εναγομένη. Ότι τα αποτελέσματα των επενδύσεων στις οποίες είχε προβεί πριν την επίδικη επένδυση ήταν απολύτως συμβατά με τις επιθυμίες της και για το λόγο αυτό εμπιστεύθηκε την εναγομένη. Ότι αν της είχαν αναλύσει τους κινδύνους που διέτρεχαν τα χρήματά της και, κυρίως, ότι η εναγομένη δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη έναντί της, δεν θα είχε προβεί στη συγκεκριμένη επενδυτική επιλογή. Ότι η εναγομένη είχε από τις αρχές του έτους 2008 πληροφορίες σχετικά με τη δυσμενή εξέλιξη των οικονομικών της «Lehman Brothers Treasury Co B.V.» και παρόλα αυτά δεν τις γνωστοποίησε στους πελάτες της. Ότι η παράλειψη των υπαλλήλων της εναγομένης να την ενημερώσουν για τον κίνδυνο απώλειας του κεφαλαίου σε συνδυασμό με τις ρητές διαβεβαιώσεις περί εγγυήσεως του επενδυόμενου κεφαλαίου συνδέεται αιτιωδώς με την προκληθείσα σε αυτή ζημία, ύψους δεκατριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (13.325,00€). Ότι εξαιτίας της προπεριγραφείσας συμπεριφοράς των υπαλλήλων της εναγομένης ενεπλάκη σε έναν ψυχοφθόρο δικαστικό αγώνα για την προάσπιση των συμφερόντων της και για το λόγο αυτό δικαιούται εύλογης χρηματικής ικανοποίησης. Με βάση τα ανωτέρω ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να καταβάλει το ποσό των δεκατριών χιλιάδων τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (13.325,00€), που αντιστοιχεί στην υλική ζημία που υπέστη, καθώς και το ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (3.000,00€), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη, με το νόμιμο τόκο από την 9.7.2007 οπότε υπέγραψε την επίμαχη αίτηση, άλλως από την 1.10.2008, οπότε ζήτησε τη ρευστοποίηση των τίτλων, άλλως από την επόμενη της επίδοσης της παρούσας αγωγής μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως και, τέλος, να καταδικαστεί η εναγομένη στην πληρωμή της δικαστικής της δαπάνης. Η αγωγή με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα για το αντικείμενο της οποίας έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων (βλ. τα υπ’ αριθ. ***, ***, *** αγωγόσημα με τα επικολληθέντα ένσημα υπέρ του Τ.Ν. και του Ε.Τ.Α.Α.-Τ.Υ.-Π.Δ.Α), παραδεκτώς φέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, που είναι καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 1, 7, 9 εδ. α’, β’, 12 παρ. 1, 14 παρ. 2, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι υπό το ισχύον δίκαιο η αγωγή ασκείται με δύο διακεκριμένες μεταξύ τους διαδικαστικές πράξεις, ήτοι της καταθέσεως αυτής στο γραμματέα του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται και της επιδόσεως αντιγράφου αυτής προς τον εναγόμενο (άρθρο 215 παρ. 1 ΚΠολΔ). Οι δικονομικές όμως συνέπειες της ασκήσεως της αγωγής δεν επέρχονται από της επιχειρήσεως και των δύο προαναφερομένων διαδικαστικών ενεργειών, αλλά από της καταθέσεως του δικογράφου αυτής στη γραμματεία του δικαστηρίου, προς το οποίο απευθύνεται (άρθρο 221 ΚΠολΔ). Δικονομική συνέπεια της ασκήσεως της αγωγής αποτελεί και το αμετάβλητο της δικαιοδοσίας και αρμοδιότητας, με σημείο ενάρξεως την κατάθεση της αγωγής (άρθρο 45 ΚΠολΔ). Τούτο σημαίνει ότι οποιαδήποτε μεταβολή επέλθει και η οποία μπορεί να επηρεάσει τη δικαιοδοσία και την αρμοδιότητα δεν λαμβάνεται υπόψη μετά το χρονικό σημείο της καταθέσεως της αγωγής και ότι τόσο η δικαιοδοσία όσο και η αρμοδιότητα κρίνονται από τα στοιχεία που συντρέχουν κατά το χρονικό αυτό σημείο (ΕφΠειρ 445/1997 ΕΔικΠολυκ 1999,70). Στην έννοια δε της μεταβολής περιλαμβάνεται και η περίπτωση της νομοθετικής μεταβολής, εκτός εάν ο νεότερος νόμος ρητώς ορίζει το αντίθετο, δεδομένου ότι το άρθρο 221 παρ. 1 β ΚΠολΔ δεν έχει αυξημένη τυπική δύναμη (ΕφΘεσ 626/1997 Αρμ 1997,808), γεγονός το οποίο δεν συμβαίνει με τον νεοεισαχθέντα Ν 3994/2011 , δοθέντος ότι δυνάμει του άρθρου 77 του ανωτέρω νόμου ως έναρξη ισχύος αυτού ορίστηκε η ημέρα δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ενώ εξάλλου στο άρθρο 2 αυτού, με το οποίο μεταβλήθηκε η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Δικαστηρίων δεν περιέχεται ειδικότερη ρύθμιση. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς φέρεται για να δικαστεί με την προκείμενη τακτική διαδικασία. Φέρει δε όλα τα απαραίτητα κατά το άρθρο 216 ΚΠολΔ στοιχεία για τη νομική θεμελίωση και δικαστική εκτίμηση της, απορριπτόμενου του περί αντιθέτου ισχυρισμού της εναγομένης. Είναι δε νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 281, 288, 297 εδ. α’, 298 εδ. α’, 299, 330, 334 παρ. 1, 340, 346, 713, 714, 718, 914, 922, 932 εδ. α’ ΑΚ, 4, 4α’, 8, 9α’-9θ’ Ν 2251/1994 , 3.2 α, γ, δ, 4.1, 4.2 δ,ε, 6.1, 6.2, 7.1, 7.2 του Κώδικα Δεοντολογίας των ΕΠΕΥ (υπ’αριθ. 122/1997 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας), 176, 907, 908 παρ. 1 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο είναι ωστόσο το αίτημα περί επιδίκασης τόκων από την 9.7.2007, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης άλλως από την 01.10.2008, οπότε η ενάγουσα αιτήθηκε τη ρευστοποίηση των τίτλων, καθόσον, η εναγομένη δεν κατέστη υπερήμερη κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ελλείψει δήλης ημέρας ή οχλήσεως ενώ, σε κάθε περίπτωση, όταν ζητείται αποζημίωση για την ανόρθωση ζημίας από αδικοπραξία, σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, τόκοι οφείλονται από την επίδοση της αγωγής, εκτός αν ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος από προηγούμενο χρόνο, συνεπεία οχλήσεως από το δικαιούχο της απαίτησης (ΑΠ 1253/2003 ΕλλΔνη 2004,487). Στην προκειμένη περίπτωση ούτε η υπογραφή της σύμβασης ούτε άλλωστε το αίτημα περί ρευστοποίησης των τίτλων συνιστούν όχληση για την αιτηθείσα αποζημίωση και, επομένως, η εναγομένη δεν κατέστη υπερήμερη κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα. Συνεπώς, η αιτούμενη τοκοφορία για το πριν της επίδοσης της ένδικης αγωγής χρονικό διάστημα πρέπει να απορριφθεί. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Η εναγομένη με τις εμπροθέσμως κατατεθείσες προτάσεις της αρνείται την αγωγή, ισχυριζόμενη ότι η ζημία της ενάγουσας είναι μη οριστική, καθόσον δεν έχει ολοκληρωθεί η αποτίμηση της περιουσίας της πτωχεύσασας εταιρίας «Lehman Brothers Treasury Co BV», δεδομένου ότι η διαδικασία της πτώχευσης βρίσκεται στο στάδιο ολοκλήρωσης της αναγγελίας και εξέλεγξης των απαιτήσεων, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο υπολογισμός του προϊόντος διανομής της πτωχευτικής περιουσίας και εντεύθεν ο προσδιορισμός του ακριβούς ύψους της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα. Επιπλέον ισχυρίζεται ότι υφίσταται έλλειψη της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της τηρηθείσας εκ μέρους της συμπεριφοράς και της ζημίας της εναγομένης, αφενός διότι η ίδια δεν παρέλειψε την παροχή ενημέρωσης προς την ενάγουσα, η οποία μάλιστα (ενημέρωση) δεν περιείχε εσφαλμένες πληροφορίες ενώ σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου έχει διακοπεί λόγω του απρόβλεπτου με κάθε μέσο επιμέλειας γεγονότος της πτώχευσης της εκδότριας και εγγυήτριας των τίτλων εταιρίας «Lehman Brothers). Από τη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση ζημίας προκύπτει ότι όταν στη γένεση ή στην επέλευση της ζημίας συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί, κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό του πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος ή να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Στην περίπτωση αυτή, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για τη συνδρομή ή όχι πταίσματος του ζημιωθέντος, η οποία είναι κρίση, σχετική με νομική έννοια, υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (ΑΠ 347/2010 ΕΕμπΔ 2010,947, ΑΠ 1242/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1253/2007, ΕλλΔνη 2007,1353, ΑΠ 1345/2006, ΕλλΔνη 2007,770). Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα είναι συνυπαίτια της πρόκλησης ζημίας σε βάρος της σε ποσοστό 99%, σε περίπτωση που δεν ανέγνωσε τα έγγραφα που υπέγραψε και παρέλαβε και στα οποία αναλυτικά αναφέρονται οι όροι αλλά και οι κίνδυνοι της επένδυσης. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης συνιστά ένσταση και είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 300 ΑΚ και 6 παρ. 11 και 8 παρ. 6 του Ν 2251/1994 και πρέπει να ερευνηθεί, περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων που νομότυπα εξετάστηκαν στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, σε συνδυασμό με το σύνολο των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, για κάποια από τα οποία γίνεται ειδικότερη αναφορά χωρίς, όμως, να παραλείπεται κανένα από την εκτίμηση της ουσίας της διαφοράς και, ιδίως, από την υπ’ αριθ. 165/21.9.2011 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος *** του *** ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ***, την οποία νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται η εναγομένη και η οποία ελήφθη κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου (βλ. την υπ’ αριθ. ***/16.9.2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ***), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα τυγχάνει υπάλληλος του ΟΠΑΠ και διατηρούσε επί σειρά ετών στην εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία *** απλούς καταθετικούς λογαριασμούς, προκειμένου να αποταμιεύει τα χρήματά της. Το έτος 2006, με την προσδοκία της μεγαλύτερης αποδόσεως των χρημάτων της, προέβη σε επενδύσεις σε αμοιβαία κεφάλαια με τη μεσολάβηση και καθοδήγηση των επενδυτικών συμβούλων της εναγομένης, οι οποίοι της παρείχαν τις απαραίτητες πληροφορίες για τα επενδυτικά προγράμματα που επέλεγε. Καθόσον οι εν λόγω επενδύσεις δεν παρουσίαζαν σημαντικές απώλειες, οικοδομήθηκε μία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ της ενάγουσας και των συμβούλων της εναγομένης εταιρίας. Υπό αυτό το καθεστώς και περί τα τέλη Ιουνίου του έτους 2007 ενημερώθηκε από την επενδυτική σύμβουλο της εναγομένης, ονόματι ***, περί της δυνατότητας επένδυσης των χρημάτων της σε τίτλους του εξωτερικού και, συγκεκριμένα, σε τίτλους της αμερικάνικης τράπεζας με την επωνυμία «Lehman Brothers Treasury Co B.V.». Μάλιστα, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ενημερώθηκε προφορικά από την ανωτέρω επενδυτική σύμβουλο της εναγομένης σε περισσότερες από μία συναντήσεις που έλαβαν χώρα στο υποκατάστημά της, στο Παλαιό Φάληρο. Τούτο κατέθεσε ο μάρτυρας της ενάγουσας, σύζυγος της, ο οποίος ήταν παρών σε μία εκ των συναντήσεων προ της υποβολής της αίτησης. Αποφάσισε δε η ενάγουσα να προβεί σε επένδυση ποσού δεκατριών χιλιάδων ευρώ (13.000,00) και για το λόγο αυτό υπέβαλε την από 9.7.2007 αίτηση αγοράς δεκατριών (13) τίτλων εξωτερικού, ονομαστικής αξίας εκάστου ύψους χιλίων ευρώ (1.000,00€), με τριετή διάρκεια (από 16.8.2007 έως 16.8.2010), υπό την ονομασία *** ενώ επιπλέον κατέβαλε το ποσό των τριακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (325,00€) ως προμήθεια της εναγομένης. Οι αγορασθέντες τίτλοι αποτελούσαν επί της ουσίας ομόλογα που εκδίδονταν από την εκδότρια εταιρία στα πλαίσια προγράμματος μεσοπρόθεσμου ομολογιακού δανείου, που διατίθεντο με δημόσια προσφορά. Ονομαζόμενοι και ως «τίτλοι προστατευμένου κεφαλαίου» είχαν προστασία κεφαλαίου 100% και απόδοση εξαρτώμενη από την πορεία ενός συνδεδεμένου αντικειμένου που εν προκειμένω, ήταν ένα καλάθι μετοχών εταιριών, που σχετίζονταν με την εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων. Εμφάνιζαν, δε, μακροπρόθεσμο χαρακτήρα, καθώς η διάρκεια τους κυμαίνονταν από 2 έως 5 έτη. Εξαιτίας των ανωτέρω χαρακτηριστικών ο βαθμός κινδύνου που αποδίδονταν σε αυτούς ήταν χαμηλός, αξιολογούμενος με το βαθμό 2 σε κλίμακα από 1 έως 6. Εκδότης τους ήταν η τράπεζα με την επωνυμία «Lehman Brothers Treasury Co B.V.» ενώ εγγυητής αυτών ήταν η εταιρία «Lehman Brothers Holding Inc». Σημειωτέον ότι αντισυμβαλλόμενη της εναγομένης τράπεζας υπήρξε μόνο η ενάγουσα, καθώς μόνο τούτη υπέγραψε την επίδικη αίτηση και κατέβαλε από τον προσωπικό της τραπεζικό λογαριασμό το ανωτέρω χρηματικό ποσό ενώ η επακολουθήσασα ενημέρωση για την πορεία της επένδυσης γινόταν αποκλειστικά σε αυτή. Άλλωστε και η ενόρκως καταθέσασα μάρτυρας, ***, μόνο στην ενάγουσα αναφέρεται σχετικά με την επίδικη επένδυση. Το όνομα του αδελφού της ενάγουσας, ***, ο οποίος αναγράφεται στην αίτηση ως συνδικαιούχος, δόθηκε αποκλειστικά για λόγους επικοινωνίας σε περίπτωση που αυτή (επικοινωνία) με την ενάγουσα δεν ήταν εφικτή. Συνεπώς, πρέπει ο προβαλλόμενος ισχυρισμός, εκ μέρους της εναγομένης, περί έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι τίτλοι διατηρήθηκαν από την ενάγουσα έως τα μέσα Σεπτεμβρίου του έτους 2008, οπότε ειδοποιήθηκε από υπάλληλο της εναγομένης ότι εμφανίστηκε πρόβλημα στο επενδεδυμένο κεφάλαιο, λόγω της πτώχευσης της εκδότριας τράπεζας. Η ενάγουσα ζήτησε τότε τη ρευστοποίηση των τίτλων, γεγονός που δεν κατέστη εφικτό, καθώς δεν υφίστατο αγορά για τα εν λόγω χρηματοπιστωτικά προϊόντα και η αποτίμησή τους ήταν μηδενική (βλ. την από Σεπτεμβρίου 2008 επιστολή της εναγομένης). Ωστόσο, δεν αποδείχθηκε πως για την απώλεια των χρημάτων ευθύνεται η εναγομένη. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι ο εννοιολογικός προσδιορισμός των όρων «τίτλοι», «εκδότης», «εγγυητής έκδοσης» αναφέρονταν στο κείμενο της από 9.7.2009 αίτησης αγοράς τίτλων εξωτερικού ενώ τα ειδικότερα χαρακτηριστικά αυτών και, ιδίως, οι κίνδυνοι στους οποίους υπόκεινταν, μεταξύ των οποίων και ο πιστωτικός κίνδυνος του εκδότη, αναλύονταν στο ενημερωτικό φυλλάδιο που διατίθετο στους υποψήφιους επενδυτές και το οποίο εν προκειμένω η ενάγουσα είχε προμηθευτεί, όπως η ίδια δηλώνει στην αίτησή της. Άλλωστε αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ήταν σε θέση να αντιληφθεί όλους τους προαναφερθέντες όρους της αίτησης τόσο λόγω του μορφωτικού της επιπέδου, ούσα απόφοιτος λυκείου και εργαζόμενη στον ΟΠΑΠ, όσο και λόγω της εμπειρίας της στον τομέα των επενδύσεων. Συγκεκριμένα, όπως αποδείχθηκε, τούτη είχε συμπληρώσει στις 20.12.2006 ένα «ερωτηματολόγιο αξιολόγησης», με το οποίο δήλωσε ότι διαθέτει σημαντική επενδυτική εμπειρία, ότι αν η αξία της επένδυσης έπεφτε ξαφνικά θα την διατηρούσε, ότι θα ήταν διατεθειμένη να διατηρήσει την επένδυση της για διάστημα μεταξύ τριών (3) και πέντε (5) ετών και ότι προτίθετο να επενδύσει ποσοστό μεταξύ 51% και 75% του συνολικού κεφαλαίου της. Επισημαίνεται, δε, ότι ο ισχυρισμός της πως το εν λόγω έγγραφο δεν φέρει την υπογραφή της, ο οποίος συνιστά άρνηση της γνησιότητας του εγγράφου, ώστε το βάρος αποδείξεως να φέρει η εναγομένη, που προσκόμισε το εν λόγω έγγραφο, ο οποίος εξετάζεται κατά την ίδια διαδικασία με την οποία δικάζεται η επίδικη διαφορά και η έρευνα του λαμβάνει χώρα κατά τη συζήτηση αυτή (ΕφΠειρ 1722/1987 ΠειρΝομ 1987,470), πρέπει επί της ουσίας ν’ απορριφθεί, διότι η ίδια (ενάγουσα) επιβεβαιώνει στην επίδικη από 9.7.2007 αίτησή της ότι ο επενδυτικός της χαρακτήρας, όπως αυτός είχε αξιολογηθεί στις 20.12.2006 δεν άλλαξε, αναγνωρίζοντας συνεπώς το περιεχόμενο του ερωτηματολογίου αξιολόγησης ως αληθές, αποδεχόμενη εμμέσως τη γνησιότητα αυτού. Εξάλλου, με βάση τις δοθείσες απαντήσεις στο ανωτέρω ερωτηματολόγιο, τούτη αξιολογήθηκε ως επενδύτρια με προφίλ 4 σε μία κλίμακα από 1 έως 6, δηλαδή ως επενδύτρια που προσδοκά ήπια ανάπτυξη κεφαλαίου και είναι διατεθειμένη να δεχθεί μέτριο ρίσκο. Με βάση τα ανωτέρω χαρακτηριστικά το προτεινόμενο πρόγραμμα ήταν κατάλληλο για αυτή, αφού, όπως προαναφέρθηκε, εξασφαλιζόταν από τον εκδότη το 100% της επένδυσης, δηλαδή το κεφάλαιο και μόνο η διακύμανση της απόδοσης εξαρτιόταν από αβέβαιους παράγοντες. Το γεγονός μάλιστα της συνείδησης εκ μέρους της εναγομένης ότι αναλαμβάνει κάποιους κινδύνους επιβεβαιώθηκε από τον μάρτυρά της, ο οποίος κατέθεσε σχετικά, ότι η αίτηση δεν υπεγράφη αυθημερόν αλλά μετά την πάροδο κάποιων ημερών, διότι η ενάγουσα έπρεπε να σκεφτεί αν θα αναλάβει το ρίσκο της επένδυσης. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός της τελευταίας ότι η επενδυτική σύμβουλος την είχε διαβεβαιώσει ότι το κεφάλαιο ήταν εγγυημένο από την εναγομένη δεν αποδείχθηκε, καθώς ο μάρτυρας απόδειξης κατέθεσε ότι στη συνάντηση, στην οποία ο ίδιος ήταν παρών, η σύμβουλος δεν είχε εξηγήσει ποιος εγγυάται το κεφάλαιο αλλά ότι αυτοί θεώρησαν, πως εφόσον συνομιλούν με υπάλληλο της εναγομένης, η τελευταία εγγυάται το κεφάλαιο. Όμως, στην επίδικη αίτηση και συγκεκριμένα στον 15° όρο αυτής ρητά αναφέρεται ότι: «Ο πελάτης αναγνωρίζει ότι η Τράπεζα ενεργεί στα πλαίσια της παρούσας αποκλειστικά ως παραγγελιοδόχος του πελάτη και δεν υπέχει καμία ευθύνη για την ακρίβεια ή πληρότητα των πληροφοριών που παρέχονται σε αυτόν σε σχέση με τους τίτλους. Περαιτέρω, ο πελάτης αναγνωρίζει ότι αναλαμβάνει τον πιστωτικό κίνδυνο της Lehman Brothers Treasury Co B.V. ως εκδότη των τίτλων και όχι της Τράπεζας. Αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών διαμεσολάβησης που περιγράφονται στην παρούσα, η Τράπεζα θα φέρει ευθύνη μόνο για την άμεση ζημία που υφίσταται ο πελάτης λόγω δόλου ή αμέλειάς της ως προς την εκτέλεση της παραγγελίας και κατά την ίδια έκταση θα ευθύνεται για κάθε αντιπρόσωπο που ελέγχεται από την ίδια ή για κάθε συνδεδεμένη με αυτή εταιρία. Σε καμιά περίπτωση δεν θα ευθύνεται η Τράπεζα για πράξεις ή παραλείψεις του Εκδότη των τίτλων ή του Διαχειριστή/Εγγυητή Έκδοσης». Επίσης, στην τελευταία σελίδα της επίδικης αίτησης αναγράφεται ότι: «Τα επενδυτικά προϊόντα δεν είναι τραπεζικές καταθέσεις ή υποχρεώσεις της *** ή των καταστημάτων και των θυγατρικών της ούτε είναι εγγυημένα από αυτές, υπόκεινται σε επενδυτικούς κινδύνους συμπεριλαμβανομένης της πιθανής απώλειας του αρχικού κεφαλαίου και δεν διασφαλίζονται από το Κράτος ή από κάποιο οργανισμό του». Επομένως, ο ανωτέρω ισχυρισμός πρέπει ν’ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι αφενός στην αίτηση ρητά αναγράφεται ως εγγυητής η «Lehman Brothers Holding Inc» ενώ, από το ανωτέρω αναφερόμενο περιεχόμενο της αίτησης, σαφώς συνάγεται ότι η εναγομένη είχε το ρόλο του διαμεσολαβητή, δεν εγγυόταν τα επενδυτικά προγράμματα ενώ τον πιστωτικό κίνδυνο της εκδότριας αναλάμβανε η ενάγουσα. Μάλιστα, στις μηνιαίες ενημερωτικές καταστάσεις που η εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα σχετικά με την πορεία του συνόλου των τραπεζικών προϊόντων που εκείνη διατηρούσε, επαναλαμβάνεται ότι η Τράπεζα δεν εγγυάται τα επενδυτικά προγράμματα. Όλους δε τους ανωτέρω όρους, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ενάγουσα, δεδομένης της μόρφωσής της και της προηγούμενης επενδυτικής της εμπειρίας μπορούσε να τους κατανοήσει. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός τούτης ότι δεν έλαβε ποτέ αντίγραφο της αίτησης δεν ασκεί επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου, καθώς όφειλε πριν την υπογραφή της αίτησης ν’ αναγνώσει το πλήρες κείμενο αυτής για να διευκρινίσει τις τυχόν ασάφειες. Ούτε άλλωστε ο προβαλλόμενος εκ μέρους της ισχυρισμός, ότι η εμπιστοσύνη που η ίδια διατηρούσε ως προς τη φερεγγυότητα της εναγομένης αποτέλεσε το κριτήριο για την επιλογή της εν λόγω επένδυσης, ώστε αν γνώριζε ότι η εναγομένη τράπεζα δεν εγγυάται τα χρήματά της δεν θα προέβαινε σε αυτή, κρίνεται βάσιμος, διότι αποδείχθηκε ότι ουδέποτε κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της, αφού και μετά την απώλεια των χρημάτων της, προέβη στις 25.9.2008 σε νέα αγορά τίτλων εξωτερικού με τη διαμεσολάβηση της εναγομένης, γεγονός που αποδεικνύει και την εμπειρία της στον επενδυτικό τομέα, ότι δηλαδή αντιλαμβανόταν το ρίσκο που αναλάμβανε με τις επιλογές της. Μάλιστα, όπως ο μάρτυρας της εναγομένης κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, η ενάγουσα είχε τη διακριτική ευχέρεια να ακυρώσει την αγορά των εν λόγω τίτλων μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του έτους 2008, κάτι που ουδέποτε συνέβη. Άλλωστε η τράπεζα τήρησε τις υποχρεώσεις πληροφόρησης από την ημερομηνία έκδοσης έως την ημερομηνία λήξης των τίτλων αποστέλλοντας στην ενάγουσα, όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, μηνιαία ενημερωτική κατάσταση σχετικά με την τραπεζική της σχέση, σε ειδικό κεφάλαιο της οποίας αναφερόταν η πορεία του εν λόγω επενδυτικού προγράμματος. Ο ισχυρισμός της ότι δεν παραλάμβανε τις καταστάσεις πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος αφού ο μάρτυράς της, ερωτηθείς στο ακροατήριο σχετικά, διαβεβαίωσε ότι η διεύθυνσή της δεν έχει μεταβληθεί. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η πτώχευση της «Lehman Brothers» αποτέλεσε και για τους τραπεζικούς κύκλους ένα απρόβλεπτο γεγονός, καθώς η αξιολόγησή της από τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς οίκους υποβαθμίστηκε λίγους μόνο μήνες πριν την πτώχευσή της. Συγκεκριμένα, στις 17 Μαρτίου 2008 ο οίκος αξιολόγησης «Moody’s» μετέβαλε την αξιολόγηση της «Lehman Brothers» από Α1 σε Α2, ενώ στις 2 Ιουνίου 2008 ο οίκος «Standard & Poor’s» την αξιολόγησε από Α+ σε Α, υποβαθμίσεις οι οποίες θεωρούνται ότι έχουν μικρή σημασία και δεν υποδεικνύουν ενδεχόμενο κίνδυνο πτώχευσης, καθώς ο πιστωτικός κίνδυνος του αξιολογούμενου πιστωτικού ιδρύματος παραμένει χαμηλός. Επομένως, δεν ήταν απαραίτητη η ενημέρωση των πελατών για τις εν λόγω υποβαθμίσεις αφού κατά την κρίση του Δικαστηρίου δεν επρόκειτο περί ουσιώδους μεταβολής των όρων της σύμβασης. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε ότι η εναγομένη γνώριζε το ενδεχόμενο της πτώχευσης της «Lehman Brothers». Ειδικότερα, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η αντίδικός της προέβη σε συμψηφισμό των απαιτήσεών της με την «Lehman Brothers» προτού εκείνη πτωχεύσει, δεν αποδείχθηκε από στοιχεία της δικογραφίας ενώ το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε πλήρη δικανική πεποίθηση αποκλειστικά από τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα δημοσιεύματα του τύπου. Τέλος, δεν αποδείχθηκε ομολογία εκ μέρους της εναγομένης, όπως διατείνεται η ενάγουσα, από το γεγονός της προσφοράς της εξαγοράς των τίτλων στο 70% της ονομαστικής τους αξίας, δοθέντος ότι κατά τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 ΚΠολΔ, απόδειξη δεν αποτελεί κάθε ομολογία, αλλά μόνο η γενομένη με σκοπό αποδοχής του αμφισβητουμένου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος (ΑΠ 581/1992 ΕλλΔνη 34,1481 επ., ΑΠ 672/1988 ΕλλΔνη 30,577 επ., ΑΠ 304/1984 ΝοΒ 33,285, ΕφΠειρ 1291/1995 ΔΕΕ 1996,404). Τοιαύτη πρόθεση αποδοχής όμως δεν συνάγεται, δεδομένου ότι στο κείμενο του από 31.5.2010 εγγράφου, με το οποίο προτάθηκε η εξαγορά των τίτλων ρητά αναγράφεται ότι η πρόταση εξαγοράς γίνεται χωρίς παραδοχή οποιασδήποτε ευθύνης ή υποχρέωσης εκ μέρους της εναγομένης. Ούτε εξάλλου, η γενόμενη πρόταση συνιστά αποδοχή της αγωγής, καθώς η τελευταία, συνιστώσα μονομερή διαδικαστική πράξη, δεν έλαβε χώρα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ρητώς ή σιωπηρώς. Τέλος, η πρόταση εξαγοράς δεν συνιστά αναγνώριση χρέους εκ μέρους της εναγομένης, καθόσον η εν λόγω πρόταση έγινε στο σύνολο των επενδυτών και στα πλαίσια της συναλλακτικής σχέσης και καλής συνεργασίας που τα μέρη διατηρούσαν και δικαιολογείται ενόψει του συνολικού ύψους των επενδύσεων στις οποίες η ενάγουσα είχε προβεί με τη διαμεσολάβηση της εναγομένης. Με βάση τα ανωτέρω η συμπεριφορά της εναγομένης δεν κρίνεται αντισυμβατική ή παράνομη καθώς δεν αποδείχθηκε ότι τούτη παρέβη τις υποχρεώσεις επιμέλειας που είχε έναντι της ενάγουσας σε σχέση με την πληροφόρησή της, αφού είχε προηγουμένως λάβει το επενδυτικό της προφίλ, της πρότεινε μέσω της επενδυτικής της συμβούλου το επενδυτικό πρόγραμμα που άρμοζε στις απαιτήσεις της και την είχε ενημερώσει τόσο εγγράφως όσο και προφορικώς για το είδος της επένδυσης και τους αναλαμβανόμενους κινδύνους ενώ συνέχισε να την ενημερώνει έως τη λήξη των τίτλων. Ούτε άλλωστε αποδείχθηκε η ύπαρξη υπαιτιότητας και εντεύθεν ευθύνης εκ μέρους της εναγομένης για την απώλεια των χρημάτων της ενάγουσας αφού η πρώτη ουδέποτε είχε αναλάβει τον πιστωτικό κίνδυνο της εκδότριας των τίτλων, δηλαδή δεν εγγυήθηκε τη διατήρηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση η ζημία που υπέστη η ενάγουσα δεν συνδέεται αιτιωδώς με τη συμπεριφορά της εναγομένης αλλά οφείλεται σε εξωτερικό παράγοντα, την πτώχευση της εκδότριας εταιρίας, γεγονός, που ούτε η εναγομένη θα μπορούσε να προβλέψει με κάθε μέτρο επιμέλειας του μέσου συναλλασσομένου. [Απορρίπτει την αγωγή.]

πηγή: nbonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη – Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.