Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Επιταγή ευκολίας. Η ένσταση ότι η επιταγή εκδόθηκε προς ευκολία του λήπτη δεν προτείνεται εναντίον του εξ οπισθογραφήσεως κομιστή της επιταγής (Εφετείο Λάρισας, αριθμός απόφασης 375/2012).

Διατάξεις: άρθρα 14, 22, 28 Ν 5960/1933.

Περίληψη: Επιταγή ευκολίας. Η ένσταση ότι η επιταγή εκδόθηκε προς ευκολία του λήπτη δεν προτείνεται εναντίον του εξ οπισθογραφήσεως κομιστή της επιταγής. Ο κομιστής, αποκτώντας εν γνώσει του την επιταγή ευκολίας, δεν ενεργεί προς βλάβην του οφειλέτη-εκδότη της επιταγής.

[...] IV. Στην πιo πάνω αγωγή του με ημερομηνία 16.5.2007 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/22.05.2007 ο ήδη εκκαλών ιστόρησε όχι περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2004 εξέδωσε μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή ευκολίας προς διευκόλυνση του Η. Ψ., ο οποίος είχε αγοράσει εμπορεύματα από την εναγομένη, συνολικής αξίας 6.250 ευρώ. Ότι στις 25.7.2005 αναγκάστηκε να καταβάλει στην εναγομένη το ποσό των 2.000 ευρώ και να εκδώσει τραπεζική επιταγή ευκολίας για το υπόλοιπο ποσό των 4.250 ευρώ, σε διαταγή της εναγομένης, ότι, πριν παρέλθει η προθεσμία πληρωμής της επιταγής, κατέβαλε στην εναγομένη τμηματικά το συνολικό ποσό των 3.000 ευρώ. Ότι στις 24.10.2005 η εναγομένη, εντελώς παράνομα, εξέδωσε σε βάρος του διαταγή πληρωμής για ποσό 4.250 ευρώ, μολονότι το προς εξόφληση ποσό της επιταγής ανερχόταν στο ποσό των 1.250 ευρώ. Ότι ουδεμία έννομη σχέση υπήρξε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης που να δικαιολογεί την έκδοση των δύο επίδικων επιταγών, ότι η εναγομένη γνώριζε εξαρχής ότι πραγματικός οφειλέτης ήταν ο Η. Ψ. και ότι οι δύο επίδικες επιταγές εκδόθηκαν προς εξυπηρέτηση αυτού. Ότι η εναγομένη έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος. Ότι, επιπλέον, η έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής καταχωρίστηκε στο διατραπεζικό σύστημα ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μειωθεί η εμπορική πίστη του ενάγοντος και να υποστεί αυτός ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας αξιώνει χρηματική ικανοποίηση, ποσού 20.000 ευρώ. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 6.250 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από 26.7.2005, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση της οφειλής, και το ποσό των 20.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής. Ως προς την αγωγή αυτή εκδόθηκε η οριστική απόφαση τακτικής διαδικασίας αριθμ. 363/2009 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Ήδη ο εκκαλών-ενάγων παραπονείται με την ένδικη έφεση ότι η εκκαλούμενη απόφαση έσφαλε ως προς την αξιολόγηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου και, ειδικότερα, υπέπεσε στις πλημμέλειες που αναφέρονται στην έφεση λεπτομερώς, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση και να γίνει ολικά δεκτή η ένδικη αγωγή.

V. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1, 12 παρ. 1, 14, 22 και 28 του Ν 5960/1933 «περί επιταγής» προκύπτει ότι η ενοχή από την επιταγή είναι αναιτιώδης, αφού η αιτία έκδοσής της δεν αποτελεί στοιχείο της, και ο κομιστής της, ασκώντας αγωγή για την πληρωμή της, δεν έχει υποχρέωση να επικαλεστεί και να αποδείξει την αιτία της έκδοσής της. Αντίθετα, ο οφειλέτης που καλείται να πληρώσει το ποσό της, μπορεί να προβάλει εναντίον του κομιστή τον ισχυρισμό ότι η πληρωμή της επιταγής οδηγεί σε αδικαιολόγητο πλουτισμό αυτού (του κομιστή), διότι ο λόγος, για τον οποίο εκδόθηκε ή οπισθογραφήθηκε η επιταγή, εξέλιπε ή ήταν ανύπαρκτος ή ελαττωματικός, και έτσι να ελευθερωθεί από την υποχρέωση πληρωμής. Τον ανωτέρω ισχυρισμό, ότι λείπει η υποκείμενη αιτία, μπορεί να προτείνει ο οφειλέτης τόσο εναντίον εκείνου, ο οποίος συνδέεται μαζί του άμεσα, όσο και εναντίον των λοιπών δικαιούχων από την επιταγή. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, ο οφειλέτης δεν είναι αναγκαίο να επικαλεστεί τον αδικαιολόγητο πλουτισμό του κομιστή της επιταγής σε βάρος του, αλλά αρκεί να αναφέρει τα στοιχεία που καθιστούν την υποχρέωσή του παράνομη, (δηλαδή χωρίς νόμιμη αιτία), και συνεπώς την πληρωμή της επιταγής αχρεώστητη, (βλ. ΑΠ 1312/1991). Τέτοιος ισχυρισμός είναι και η ένσταση ότι η επίδικη επιταγή είναι επιταγή ευκολίας. Το περιεχόμενο της ένστασης αυτής είναι ότι δεν υπήρξε έννομη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της τραπεζικής επιταγής που να δικαιολογεί την έκδοση αυτής, ότι σύμφωνα με την πρόθεση αμφοτέρων αυτών των προσώπων η έκδοση της επιταγής δεν πρόκειται να δημιουργήσει πραγματικό νομικό δεσμό μεταξύ τους, και ότι ο σκοπός, στον οποίο απέβλεψαν αυτά τα πρόσωπα, ήταν η απόκτηση φερεγγυότητας (δυνατότητας πίστωσης) έναντι τρίτων προσώπων. Συνεπώς, υπάρχει έκδοση επιταγής ευκολίας, όταν εκδίδεται επιταγή, χωρίς να υπάρχει ορισμένη έννομη σχέση ή οικονομικό αντιστάθμισμα, αλλά για να εξυπηρετηθεί κάποιος, (λ.χ. ο λήπτης της επιταγής ή ο πρώτος κομιστής αυτής), ώστε να φανεί αυτός ως φερέγγυος και να μπορέσει να δανειστεί το ποσό της επιταγής από τρίτο πρόσωπο. Εξάλλου σύμφωνα με γενική αρχή που συνάγεται από την διάταξη του άρθρου 22 Ν 5960/1933, τα υπόχρεα από την επιταγή πρόσωπα, όταν ενάγονται από τον νόμιμο κομιστή της, δεν μπορούν να αντιτάξουν εναντίον αυτού ενστάσεις που πηγάζουν από τις προσωπικές τους σχέσεις με τον εκδότη ή τους προηγούμενους κομιστές, όπως είναι και η ανατρεπτική ένσταση ότι η επιταγή είναι επιταγή «ευκολίας». Το περιεχόμενο της ένστασης αυτής είναι, όπως εκτέθηκε, ότι δεν υπήρξε έννομη σχέση μεταξύ του εκδότη και του λήπτη της τραπεζικής επιταγής, η οποία να δικαιολογεί την έκδοση αυτής, ότι σύμφωνα με την πρόθεση αμφοτέρων αυτών των προσώπων η έκδοση της επιταγής δεν πρόκειται να δημιουργήσει πραγματικό νομικό δεσμό μεταξύ τους, και ότι ο σκοπός, στον οποίο απέβλεψαν τα πρόσωπα αυτά, ήταν η απόκτηση φερεγγυότητας (δυνατότητας πίστωσης) έναντι τρίτων προσώπων, (βλ. ΕφΑθ 6519/2009 Nomos, ΕφΑθ 5916/2002 ΕλλΔνη 44,883, ΕφΑθ 1324/2000 ΕλλΔνη 41,1392). Αυτός που δέχεται τραπεζική επιταγή στην κατοχή του, γνωρίζοντας ότι δεν έχει αντίκρισμα ή ότι είναι επιταγή ευκολίας, παρέχει το δικαίωμα στον εκδότη, είτε αυτός ενάγεται με βάση τον νόμο περί επιταγών είτε με βάση το αδίκημα της έκδοσης ακάλυπτης επιταγής, να αποκρούσει την αγωγή, αφού επικαλεστεί ότι με βάση ιδιαίτερη συμφωνία ο κομιστής έλαβε την επιταγή στην κατοχή του, γνωρίζοντας την έλλειψη αντικρίσματος, ότι η συμπεριφορά του αυτή τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς την επίδικη ζημία του και ότι βρίσκεται σε κακή πίστη, επιδιώκοντας την πληρωμή του ποσού της επιταγής, αφού είχε αποδεχθεί τον κίνδυνο των επιζήμιων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής. Οι ισχυρισμοί, επομένως, περί ανυπαρξίας ή ελαττωματικότητας της βασικής σχέσης είναι δυνατό να προταθούν από τον υπογραφέα της επιταγής οφειλέτη και εναντίον εκείνου του δικαιούχου που συνδέεται μαζί του άμεσα και διατελεί σε προσωπική σχέση με αυτόν. Στην περίπτωση αυτή δεν είναι αναγκαίο να γίνει επίκληση των στοιχείων της γνώσης και του σκοπού βλάβης κατά την κτήση της επιταγής, αφού εξαιτίας της προσωπικής αυτής σχέσης είναι αυτονόητο ότι ο δικαιούχος (λήπτης) της επιταγής γνώριζε κατά το χρόνο της κτήσης της την ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της αιτίας έκδοσης της επιταγής και ότι θα ήταν αδύνατη η είσπραξη του ποσού της, (βλ. ΑΠ 8/1994 ΕλλΔνη 36,347, ΑΠ 1312/1991 ΕλλΔνη 33,1183, ΑΠ 1664/1991 ΕλλΔνη 34,336, ΕφΑθ 705/2007 ΕλλΔνη 2007,1711, ΕφΑθ 2623/2006 Nomos, ΕφΠειρ 1129/2004 ΠειρΝομ 2005,53, ΕφΑθ 6519/2009 Nomos).

VI. Από [...] αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Στη διάρκεια του Νοεμβρίου 2004 ο Η. Ψ., γνωστός του ενάγοντος, Φ. Χ., αγόρασε από την εναγομένη εταιρία, με την επωνυμία «… ΑΕ», η οποία έχει ως αντικείμενο τις εφαρμογές πληροφορικής, διάφορα εμπορεύματα, συνολικού τιμήματος 6.250 ευρώ, επειδή όμως βρισκόταν σε μεγάλη οικονομική δυσχέρεια και αδυνατούσε να εξοφλήσει το χρέος του προς την εναγομένη, παρακάλεσε τον ενάγοντα να τον διευκολύνει, εκδίδοντας μία ισόποση μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή ευκολίας. Ο ενάγων δέχτηκε το αίτημα του Η. Ψ. και, προκειμένου να τον διευκολύνει, εξέδωσε περί τα μέσα Δεκεμβρίου 2004 μία μεταχρονολογημένη τραπεζική επιταγή από μπλοκ επιταγών της τράπεζας με την επωνυμία Omega Bank. Η επιταγή εκείνη έφερε αριθμό … και ημερομηνία έκδοσης 10.5.2005 και εκδόθηκε σε διαταγή της εταιρίας με την επωνυμία «Θ. Ε. ΕΠΕ» με χρέωση του λογαριασμού αριθμ. …, τον οποίο διατηρούσε ο εκδότης της επιταγής, Φ. Χ., στο κατάστημα Λάρισας της ανωτέρω τράπεζας. Ο Η. Ψ. μεταβίβασε την επιταγή εκείνη στην εναγομένη με οπισθογράφηση, η εναγομένη μεταβίβασε την ίδια επιταγή στον Π. Χ., νόμιμο εκπρόσωπό της, και αυτός την εμφάνισε στις 17.5.2005 στο ταμείο της πληρώτριας τράπεζας προς πληρωμή, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε πληρωμή της, διότι ο τραπεζικός λογαριασμός, με χρέωση του οποίου είχε διαταχθεί να γίνει η πληρωμή της επιταγής, δεν παρουσίαζε επαρκές υπόλοιπο χρημάτων. Προς απόδειξη των ανωτέρω περιστατικών, δηλαδή της εμπρόθεσμης εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της εξαιτίας έλλειψης αντίστοιχου χρηματικού ποσού, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πληρώτριας τράπεζας σφράγισαν την ανωτέρω επιταγή ως ακάλυπτη. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να καταχωριστεί το όνομα του εκδότη της επιταγής, ήδη ενάγοντος, στην οικεία κατάσταση του διατραπεζικού συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ ως εκδότη ακάλυπτης επιταγής. Στις 25.7.2005 ο ενάγων, αφού έλαβε υπόψη του την απειλή της εναγομένης ότι, αν δεν της καταβάλει το ποσό της ανωτέρω τραπεζικής επιταγής, θα εκδώσει εναντίον του διαταγή πληρωμής, βασισμένη στην επιταγή αυτή, αναγκάστηκε να καταβάλει στην εναγομένη το ποσό των 2.000 ευρώ, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μειωθεί η ανωτέρω οφειλή του κατά το ποσό των 2.000 ευρώ, και να εκδώσει για το υπόλοιπο ποσό της οφειλής, ποσού 4.250 ευρώ, άλλη τραπεζική επιταγή από μπλοκ επιταγών της τράπεζας με την επωνυμία PROBANK ΑΕ. Η επιταγή εκείνη έφερε αριθμό … και ημερομηνία έκδοσης 24.7.2005 και εκδόθηκε σε διαταγή της ήδη εναγομένης εταιρίας με την επωνυμία «… ΑΕ» με χρέωση του λογαριασμού αριθμ. …, τον οποίο διατηρούσε ο εκδότης της επιταγής, Φ. Χ., στο κατάστημα Λάρισας της ανωτέρω τράπεζας. Έκτοτε ο ενάγων κατέβαλε στην εναγομένη τμηματικά το συνολικό ποσό των 3.000 ευρώ προς εξόφληση της οφειλής του που απέρρεε από την ανωτέρω τραπεζική επιταγή, ήτοι κατέβαλε διαδοχικά: Στις 24.8.2005 το ποσό των 1.000 ευρώ, την 1.9.2005 το ποσό των 1.000 ευρώ και στις 3.10.2005 το ποσό των 1.000 ευρώ, γεγονός που είχε ως συνέπεια να μειωθεί, τελικά, η ανεξόφλητη οφειλή του ενάγοντος προς την εναγομένη, η οποία απέρρεε από την ανωτέρω τραπεζική επιταγή των 4.250 ευρώ, στο ποσό των 1.250 ευρώ. Προκειμένου να διευκολυνθεί ο ενάγων ως προς την εξόφληση του ποσού της ανωτέρω επιταγής, η εναγομένη δέχτηκε επανειλημμένα να διορθωθεί η ημερομηνία έκδοσης (στην ουσία ημερομηνία πληρωμής) της επιταγής, ήτοι η ημερομηνία 24.7.2005, και να καθοριστεί, διαδοχικά, ως ημερομηνία έκδοσης της επιταγής η ημερομηνία 24.8.2005 και 24.9.2005. Τελικά, μολονότι παρήλθε η ημερομηνία 24.9.2005, ο ενάγων δεν εξόφλησε ολοσχερώς το ποσό της ανωτέρω επιταγής. Στις 3.10.2005 η εναγομένη εμφάνισε την ανωτέρω επιταγή στο ταμείο της πληρώτριας τράπεζας προς πληρωμή, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε πληρωμή της, διότι ο τραπεζικός λογαριασμός, με χρέωση του οποίου είχε διαταχθεί να γίνει η πληρωμή της επιταγής, δεν παρουσίαζε επαρκές υπόλοιπο χρημάτων. Προς απόδειξη των ανωτέρω περιστατικών, δηλαδή της εμπρόθεσμης εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή και της μη πληρωμής της εξαιτίας έλλειψης αντίστοιχου χρηματικού ποσού, οι αρμόδιοι υπάλληλοι της πληρώτριας τράπεζας σφράγισαν την ανωτέρω επιταγή ως ακάλυπτη. Στις 24.10.2005 η εναγομένη υπέβαλε την από 21.10.2005 αίτησή της ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκη Λάρισας και ζήτησε να εκδοθεί διαταγή πληρωμής εναντίον του ήδη αντιδίκου της, βασισμένη στην ανωτέρω τραπεζική επιταγή (των 4.250 ευρώ). Η αίτηση εκείνη έγινε δεκτή και εκδόθηκε ως προς αυτή η διαταγή πληρωμής αριθμ. 1000/2005 του Ειρηνοδίκη Λάρισας, με την οποία υποχρεώθηκε ο τότε καθ’ ου, Φ. Χ., να καταβάλει στην τότε αιτούσα, εταιρία με την επωνυμία «… ΑΕ», το ποσό των 4.250 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της διαταγής πληρωμής μέχρι την εξόφληση της οφειλής, και, επίσης, το ποσό των 133 ευρώ ως δικαστική δαπάνη για την έκδοση της διαταγής πληρωμής. Η έκδοση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής είχε ως συνέπεια να καταχωριστεί το όνομα του τότε καθ’ ου, Φ. Χ., ήδη ενάγοντος, στην οικεία κατάσταση του διατραπεζικού συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ ως εκδότη ακάλυπτης επιταγής, εναντίον του οποίου είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής. Στη διάρκεια των δύο επόμενων μηνών, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2005, ο ενάγων εξόφλησε ολοσχερώς την οφειλή του που απέρρεε από την έκδοση της ανωτέρω επιταγής (των 4.250 ευρώ), καταβάλλοντος, αντίστοιχα, προς την εναγομένη στις 16.11.2005 το ποσό των 700 ευρώ και στις 6.12.2005 το ποσό των 650 ευρώ. Από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, αποδεικνύεται ότι η 1η από τις επίδικες τραπεζικές επιταγές υπήρξε επιταγή ευκολίας έναντι του Η. Ψ., όχι όμως και έναντι της εναγόμενης, έναντι της οποίας ο ενάγων αποδέχτηκε (σιωπηρά) την επίδικη οφειλή του Η. Ψ., ποσού 6.250 ευρώ, εκδίδοντας την ανωτέρω τραπεζική επιταγή, την οποία επιχείρησε στη συνέχεια να εξοφλήσει με τον τρόπο που αναφέρθηκε ανωτέρω λεπτομερώς. Η 2η από τις επίδικες τραπεζικές επιταγές δεν υπήρξε επιταγή ευκολίας αλλά επιταγή προς κάλυψη πραγματικής οφειλής του ενάγοντος έναντι της εναγομένης, η οποία είχε δημιουργηθεί με την έκδοση της 1ης από τις ανωτέρω επιταγές. Στην επίδικη υπόθεση δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 22 Ν 5960/1933 «περί επιταγής», διότι δεν αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, όταν έλαβε στην κατοχή της την 1η από τις επίδικες τραπεζικές επιταγές, η οποία είχε εκδοθεί σε διαταγή της εταιρίας με την επωνυμία «Θεσσαλικές Επιχειρήσεις Πετρελαίου ΕΠΕ», γνώριζε ότι η επιταγή αυτή ήταν επιταγή ευκολίας του ενάγοντος έναντι του H. Ψ., και, κυρίως, δεν ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη, Φ. Χ., εκδότη της επιταγής, αλλά έλαβε την επιταγή αυτή στην κατοχή της, έχοντας την εύλογη πεποίθηση ότι έτσι θα διασφαλιστεί η εξόφληση του χρέους, ποσού 6.250 ευρώ, που υπείχε ο Η. Ψ. προς αυτή. Άλλωστε, και αν ακόμη υποτεθεί ότι η εναγομένη, όταν έλαβε στην κατοχή της την 1η από τις επίδικες τραπεζικές επιταγές, γνώριζε ότι η επιταγή αυτή ήταν επιταγή ευκολίας του ενάγοντος έναντι του Η. Ψ., δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση η διάταξη του άρθρου 22 Ν 5960/1933 «περί επιταγής», διότι η εναγομένη δεν ενήργησε προς βλάβη του οφειλέτη, Φ. Χ. εκδότη της επιταγής, αλλά για να διασφαλιστεί η εξόφληση του χρέους, ποσού 6.250 ευρώ, που υπείχε ο Η. Ψ. προς αυτή. Διαφορετικά, αν ο δανειστής δεν είχε δικαίωμα να αξιώσει την πληρωμή επιταγής ευκολίας, η οποία εκδόθηκε υπέρ του οφειλέτη, η επιταγή ευκολίας δεν θα επιτελούσε τον σκοπό της, ο οποίος είναι, ακριβώς, η περαιτέρω μεταβίβασή της, προκειμένου να παρασχεθεί πίστωση στον αφερέγγυο οφειλέτη, υπέρ του οποίου εκδόθηκε η επιταγή ευκολίας. Συνεπώς, η εναγομένη, εισπράττοντας το ποσό των 6.250 ευρώ από τον ενάγοντα, δεν έγινε αδικαιολόγητα πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος, γεγονός που καθιστά ουσιαστικά αβάσιμο το αντίστοιχο σκέλος της ένδικης αγωγής. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το όνομα του ενάγοντος καταχωρίστηκε στις καταστάσεις του διατραπεζικού συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ νόμιμα, αρχικά εξαιτίας του γεγονότος ότι ο ενάγων εξέδωσε την 1η από τις επίδικες τραπεζικές επιταγές, η οποία δεν πληρώθηκε, μολονότι εμφανίστηκε εμπρόθεσμα προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, και στη συνέχεια εξαιτίας του γεγονότος ότι εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ως εκδότη ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής, ήτοι της 2ης από τις επίδικες τραπεζικές επιταγές. Βέβαια, στις 24.10.2005 η πραγματική οφειλή του ενάγοντος προς την εναγομένη ανερχόταν στο ποσό των 1.250 ευρώ και όχι στο ποσό των 4.250 ευρώ, για το οποίο ζήτησε η εναγομένη να εκδοθεί η επίδικη διαταγή πληρωμής, αλλά και αν ακόμη είχε εκδοθεί διαταγή πληρωμής εναντίον του ενάγοντος για το πραγματικό ποσό οφειλής (των 1.250 ευρώ), και πάλι θα καταχωριζόταν το όνομα του ενάγοντος στις καταστάσεις του διατραπεζικού συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ εξαιτίας του γεγονότος ότι εκδόθηκε σε βάρος του διαταγή πληρωμής ως εκδότη ακάλυπτης τραπεζικής επιταγής. Συνεπώς, η μείωση της εμπορικής πίστης και οικονομικής φερεγγυότητας του ενάγοντος από την καταχώριση του ονόματός του στις καταστάσεις του διατραπεζικού συστήματος ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ ΑΕ, την οποία επικαλείται ο ενάγων με την ένδικη αγωγή του ως αιτία ηθικής βλάβης του, για την αποκατάσταση της οποίας αξιώνει να επιδικαστεί σ’ αυτόν χρηματική ικανοποίηση, δεν οφείλεται σε παράνομη ενέργεια (αδικοπραξία) της εναγομένης αλλά σε νόμιμες ενέργειες αυτής, με τις οποίες επιχείρησε να εισπράξει το χρηματικό ποσό που όφειλε ο ενάγων σ’ αυτή, γεγονός που καθιστά ουσιαστικά αβάσιμο το αντίστοιχο σκέλος της ένδικης αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο αποφάνθηκε παρόμοια ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, και οδηγήθηκε σε απόρριψη της ένδικης αγωγής ως προς αμφότερα τα κύρια αιτήματά της, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, όπως παραπονείται ο εκκαλών με την ένδικη έφεσή του, γεγονός που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμης.

VII. Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, το Δικαστήριο άγεται στα εξής συμπεράσματα: 1) Η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη, διότι η εκκαλούμενη απόφαση δεν παρουσιάζει τις πλημμέλειες, οι οποίες αποδίδονται σε αυτή με την ένδικη έφεση, αλλά, αντίθετα, εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις και πραγματοποίησε ορθή εφαρμογή του νόμου. 2) Η αναγκαία για τη διεξαγωγή τούτης της δίκης δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος εξαιτίας της ήττας του σε τούτη τη δίκη, (βλ. άρθρα: 176, 183 ΚΠολΔ). 3) Για να αντιμετωπιστεί η προσβολή της απόφασης τούτης με (αιτιολογημένη) ανακοπή ερημοδικίας, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας, (βλ. άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠολΔ). [...]

(Απορρίπτει την έφεση.)

Πηγή: ΔΕΕ 6/2013, 618

Πηγή: nb.org/blog

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.