Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Ανθρωποκτονία εξ αμελείας διά παραλείψεως – Διοργανωτές θαλάσσιων σπορ (Άρειος Πάγος - Αριθμός απόφασης 1317/2010)

Ορθή και αιτιολογημένη καταδίκη των αναιρεσειόντων (υπεύθυνου ξενοδοχείου και υπεύθυνου εκπαιδευτή παραλίας ξενοδοχείου) για ανθρωποκτονία από αμέλεια τελούμενη διά παραλείψεως. Συγκεκριμένα, αυτοί διέθεσαν ιστιοπλοϊκή λέμβο σε τρεις ανήλικες χωρίς να μεριμνήσουν για την επιβίβαση ενηλίκου ατόμου και για τη σωστή ενημέρωση των ανηλίκων ως προς την ασφαλή χρήση της ατομικής τους ζώνης και επιπλέον χωρίς να επιληφθούν για την ανελλιπή και εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της λέμβου, με αποτέλεσμα, όταν στη συνέχεια ανετράπη το σκάφος λόγω ισχυρών ανέμων, η ενδεκάχρονη παθούσα να μην κατορθώσει να αποσυνδεθεί από την ατομική της ζώνη και να εγκλωβισθεί κάτω από το σκάφος, ενώ περαιτέρω τα προστρέξαντα ναυαγοσωστικά δεν πρόφθασαν, λόγω της απόστασης, να απεγκλωβίσουν εγκαίρως την ανήλικη. Διαλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση των αναιρεσειόντων προς ενέργεια για την αποτροπή του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος που ερείδεται στις σχετικές διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Λιμένος, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο που επήλθε το θανατηφόρο αποτέλεσμα. Η ουσιαστική αυτή διάταξη του Γενικού Κανονισμού που ήταν εφαρμοστέα κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο ορθώς ερμηνεύτηκε και εφαρμόσθηκε από το Εφετείο προκειμένου αυτό να κρίνει καταφατικώς για την ύπαρξη της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης των κατηγορουμένων να μην επιτρέψουν τη χρησιμοποίηση του σκάφους από τους ανηλίκους, χωρίς να επιβαίνει σε αυτό και ενήλικος. Η παράλειψη δε αυτή θεμελιώνει καθεαυτή την ποινική ευθύνη αμφοτέρων των αναιρεσειόντων. Περαιτέρω, δεν ενεφιλοχώρησε καμία ασάφεια ή αντίφαση διά της παραδοχής ότι μετά την παρέλευση είκοσι δευτερολέπτων από της ανατροπής του σκάφους κατέφθασε το ναυαγοσωστικό, το οποίο όμως βρισκόταν σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το εν λόγω σημείο και ενώ η θανούσα ήταν ήδη εγκλωβισμένη με τις ζώνες ασφαλείας και είχε ήδη επέλθει ο θάνατός της.

[…] ΙΙΙ. Επειδή, κατά το άρθρο 302 παρ. 1 του ΠΚ: «Όποιος επιφέρει από αμέλεια τον θάνατο άλλου τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών ετών». Από το συνδυασμό της διατάξεως αυτής προς εκείνη του άρθρου 28 του ιδίου Κώδικος, κατά την οποία «από αμέλεια πράττει όποιος από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, είτε δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκάλεσε η πράξη του, είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστεψε όμως ότι δεν θα επερχόταν», προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του προβλεπομένου από τις ανωτέρω διατάξεις εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια απαιτείται: α) μη καταβολή από τον δράστη της επιβαλλομένης, κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχής, την οποία κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος οφείλει υπό τις ίδιες πραγματικές καταστάσεις να καταβάλει, βάσει των νομικών κανόνων, των συνηθειών που επικρατούν στις συναλλαγές, της κοινής πείρας και λογικής και της συνήθους πορείας των πραγμάτων, β) δυνατότητα αυτού βάσει των προσωπικών του περιστάσεων, γνώσεων και ικανοτήτων και κυρίως εξαιτίας της υπηρεσίας του ή του επαγγέλματός του να προβλέψει και αποφύγει το αξιόποινο αποτέλεσμα, το οποίο από έλλειψη της προαναφερομένης προσοχής, είτε δεν προέβλεψε (άνευ συνειδήσεως αμέλεια), είτε το προέβλεψε ως δυνατό, πίστευε όμως ότι δεν θα επερχόταν (συνειδητή αμέλεια), και γ) να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της πράξεως ή της παραλείψεως του δράστου και του επελθόντος αποτελέσματος. Η παράλειψη, ως έννοια, ενυπάρχει σε κάθε είδος αμελείας, εφόσον το ένα σκέλος της ποινικής ευθύνης θεμελιούται στη μη καταβολή της προσηκούσης, κατά την προδιαληφθείσα νομική έννοια, προσοχής, δηλαδή σε παράλειψη. Όταν, όμως, η αμέλεια δεν συνίσταται σε ορισμένη πράξη (ενέργεια ή παράλειψη) εκ της οποίας επήλθε το αξιόποινο αποτέλεσμα, αλλά συνιστά σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε αυτού, τότε, διά τη θεμελίωση της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, ως εγκλήματος διά παραλείψεως τελουμένου, απαιτείται και η συνδρομή των ουσιαστικών όρων του άρθρου 15 ΠΚ, σύμφωνα με το οποίο «όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του τιμωρείται όπως η πρόκλησή του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος». Εκ της τελευταίας διατάξεως συνάγεται ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος διά παραλείψεως τελεσθέντος δεν αρκεί η ύπαρξη κάποιας γενικής νομικής υποχρεώσεως προς παροχή συνδρομής για την πρόληψη του εγκληματικού αποτελέσματος, ούτε και απλής ηθικής προς τούτο υποχρεώσεως, αλλ’ απαιτείται να υπάρχει ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, της οποίας το περιεχόμενο συνίσταται ειδικώς στην αποτροπή του εγκληματικού αποτελέσματος δι’ ιδίων ενεργειών του δράστου αμέσως επενεργουσών, ως υπέχοντος, έναντι της εννόμου τάξεως, θέση εγγυητού της διαφυλάξεως του διά του άνω αποτελέσματος προσβαλλομένου εννόμου αγαθού. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση προς παρεμπόδιση της επελεύσεως του βλαπτικού για ορισμένο έννομο αγαθό αποτελέσματος δύναται να πηγάζει κυρίως: α) από ρητή, επιτακτικού χαρακτήρος, διάταξη του νόμου, β) από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων, συνδεομένων με ορισμένη έννομη θέση του υποχρέου προς ενέργεια, γ) από ειδική σχέση, δυναμένη να θεμελιωθεί είτε σε συμβατικό δεσμό, είτε και σε προηγουμένη ενέργεια του υπαιτίου της παραλείψεως, διά της οποίας αυτός ανεδέχθη εκουσίως την αποτροπή κινδύνων στο μέλλον, δ) από ορισμένη προηγηθείσα συμπε-ριφορά του υπαιτίου, εκ της οποίας εδημιουργήθη ο κίνδυνος επελεύσεως του βλαπτικού αποτελέσματος. Η ιδιαίτερη αυτή νομική υποχρέωση πρέπει να αναφέρεται και να αιτιολογείται ειδικώς στην απόφαση και, στην περίπτωση που εκπηγάζει από ειδική, επιτακτικού χαρακτήρος, ουσιαστική διάταξη, πρέπει να προσδιορίζεται ο επιτακτικός αυτός κανόνας δικαίου. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 21 παρ. 2 του υπ’ αριθμ. 20 ΓΚΛ, που εγκρίθηκε με την υπ’ αριθμ. 3131.1/03/99 απόφαση Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας, (ΦΕΚ 444/8/26.4.1999), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο τελέσεως της αξιοποίνου πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια διά την οποία κατεδικάσθησαν οι αναιρεσείοντες, απαγορευόταν η επιβίβαση εντός ιστιοπλοϊκών λεμβών για την πραγματοποίηση ιστιοπλοΐας σε ανηλίκους κάτω των 16 ετών, χωρίς να επιβαίνει σε αυτή ενήλικο άτομο. Οι ουσιαστικές νομικές διατάξεις οι οποίες επιβάλλουν υποχρεώσεις, η παράβαση των οποίων, συντρεχουσών και άλλων προϋποθέσεων, μπορεί να θεμελιώσει ποινική ευθύνη κατά το άρθρο 15 ΠΚ, δεν είναι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις για τις οποίες και μόνον εφαρμόζεται το άρθρο 2 του ΠΚ, σύμφωνα με την οποία αν από την τέλεση της πράξεως έως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν δύο ή περισσότεροι νόμοι εφαρμόζεται αυτός που περιέχει τις ευμενέστερες για τον κατηγορούμενο διατάξεις. Η εφαρμογή της διατάξεως αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη δύο ή περισσοτέρων νόμων, οι οποίοι όμως αφορούν αξιόποινη πράξη. Αν όμως μεταβληθεί ο απαγορευτικός ή επιτακτικός κανόνας δικαίου ο οποίος επιβάλλει μια υποχρέωση, τότε δεν καταλύεται το αξιόποινο της πράξεως που συνίσταται σε παραβίαση της υποχρεώσεως αυτής, εκτός αν προκύπτει ρητά από τη νεότερη διάταξη η θέληση του νομοθέτου να καταργήσει αναδρομικώς τον άδικο χαρακτήρα της πράξεως. Επομένως, η ύπαρξη της ιδιαιτέρας νομικής υποχρεώσεως προς ενέργεια για την αποτροπή του αξιοποίνου αποτελέσματος, κρίνεται με βάση τις κείμενες διατάξεις κατά τον χρόνο που έλαβε χώρα η αξιόποινη συμπεριφορά. Μεταγενέστερη νομοθετική μεταβολή ως προς την ύπαρξη της εν λόγω υποχρεώσεως δεν ασκεί καμία επιρροή για την εφαρμογή της ουσιαστικής ποινικής διατάξεως του άρθρου 15 ΠΚ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση το Εφετείο, που δίκασε κατ’ έφεση, μετά από εκτίμηση των αναφερομένων σε αυτή κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δέχτηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, τα ακόλουθα: Τη θερινή περίοδο του έτους 2003 η αγγλικών συμφερόντων εταιρία με την επωνυμία «… LTD» είχε μισθώσει το ξενοδοχειακό συγκρότημα με την επωνυμία «… Beach» που βρίσκεται στην … προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως κατάλυμα και χώρο θερινών διακοπών των πελατών της, κυρίως Άγγλων υπηκόων, προσέφερε δε κατά την εκεί παραμονή των πελατών της και θαλάσσια σπορ και κυρίως ιστιοπλοΐα, διαθέτοντας προς τούτο σκάφη διαφόρων ειδών. Την 27.7.2003 κατέλυσε στο ανωτέρω ξενοδοχείο η πολιτικώς ενάγουσα Αγγλίδα υπήκοος Ψ μαζί με την ανήλικη κόρη της Φ, ηλικίας έντεκα (11) ετών, για διακοπές. Την 30.7.2003 η ανήλικη Φ μαζί με τις επίσης ανήλικες φίλες της Ε1 και Ε2 …, ηλικίας 16 ετών, πραγματοποίησαν ιστιοπλοΐα στον θαλάσσιο χώρο έμπροσθεν του ξενοδοχείου με σκάφος τύπου «Catamaran», που είναι ειδικό για ανήλικα παιδιά και με τη συγκατάθεση της πολιτικώς ενάγουσας και του πατέρα των δύο άλλων, ως άνω, ανηλίκων, ίδια δε επιθυμία για ιστιοπλοΐα εξεδήλωσαν οι ανήλικες και την επομένη 31.7.2003. Πράγματι την τελευταία αυτή ημέρα και περί ώραν 14.30 ο υπεύθυνος της παραλίας του ξενοδοχείου κατηγορούμενος Χ2 επιβίβασε τις ανήλικες στο ανωτέρω σκάφος και επέτρεψε σ’ αυτές να κάνουν ιστιοπλοΐα, αφού προηγουμένως η αρμόδια υπάλληλος, μη κατηγορουμένη, εξόπλισε το σκάφος και προσέδεσε σ’ αυτό τις ανήλικες με τη σχετική ατομική ζώνη (δέστρα), που έφερε άγκιστρο προσδέσεως, το οποίο και χρησιμοποίησαν. Κατά την προαναφερθείσα ώρα οι καιρικές συνθήκες ήταν καλές και στον ίδιο θαλάσσιο χώρο εκινείτο μεγάλος αριθμός σκαφών διαφόρων τύπων με χειριστές και επιβάτες πελάτες του ξενοδοχείου, τούτο δε διέθετε τρία (3) ναυαγοσωστικά σκάφη, με ισάριθμους ναυαγοσώστες. Όταν οι ανήλικες είχαν απομακρυνθεί περί τα 300 με 400 μέτρα από την ακτή (παραλία), οδηγώντας το σκάφος, αντιμετώπισαν ρεύματα αέρος εντάσεως 4-5 μποφόρ, τα οποία λόγω της απειρίας τους δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν, με αποτέλεσμα να ανατραπεί το μικρό σκάφος επί της θαλάσσης, αρχικά μεν οριζοντίως προς την επιφάνεια, εν συνεχεία όμως πλήρως, με το κατάστρωμά του προς τον βυθό. Και οι μεν Ε1 και Ε2 έπεσαν στο νερό κατά την πρώτη φάση της ανατροπής και κολυμπούσαν ελεύθερες δίπλα στο σκάφος, η δε Φ, που δεν ελευθερώθηκε εγκαίρως, εγκλωβίσθηκε κάτω από το σκάφος, κατά τη δεύτερη φάση της ανατροπής, και δεν μπόρεσε να απαγκιστρωθεί από τη ζώνη στην οποία ήταν προσδεδεμένη, με συνέπεια να βρει τον θάνατο λόγω πνιγμού όπως αναφέρεται στην ιατροδικαστική έκθεση. Κατά τη στιγμή της ανατροπής του σκάφους καμία σωσίβια λέμβος (ναυαγοσωστικό) δεν ευρίσκετο δίπλα στο σκάφος των ανηλίκων ώστε να παράσχει στην εγκλωβισθείσα άμεση βοήθεια και να την απεγκλωβίσει από αυτό, το πλησιέστερο δε ναυαγοσωστικό βρισκόταν σε απόσταση 300 περίπου μέτρων και κατέφθασε σε χρόνο είκοσι (20) περίπου δευτερολέπτων από την ανατροπή, ειδοποιώντας συγχρόνως και τα δύο άλλα ναυαγοσωστικά που έφθασαν και αυτά σε λίγο χρόνο, όταν όμως οι ναυαγοσώστες απεγκλώβισαν την ανήλικη, η τελευταία ήταν ήδη νεκρή. Οι κατωτέρω αναφερόμενοι υπεύθυνοι του ξενοδοχείου επέτρεψαν την επιβίβαση της 11ετούς ανήλικης Φ, στην ιστιοπλοϊκή λέμβο για να πραγματοποιήσει ιστιοπλοΐα χωρίς να επιβαίνει σ’ αυτή ενήλικο άτομο (βλ. και άρθρο 21 παρ. 2 του υπ’ αριθμ. 20 ΓΚΛ, απόφαση 3131.1/03/99 Υπ. Εμπορικής Ναυτιλίας, ΦΕΚ 444/8/26.4.1999 και ήδη αρθρ. 2 εδ. β΄ Υ.Α2122/02/04, ΦΕΚ 101/Β7 23.1.2004, ΓΚΛ αρ. 37 που αντικατέστησε το ανωτέρω άρθρο 21) και χωρίς να δώσουν στην ανήλικη την απαραίτητη εκπαίδευση για την ασφαλή χρήση της ατομικής της ζώνης και ειδικότερα ως προς τη σύνδεση και την αποσύνδεσή της απ’ αυτή σε περίπτωση κινδύνου, υποχρέωση που απέρρεε από την καλή πίστη ενόψει του επαγγέλματός τους και του κινδύνου στον οποίο εξέθεταν την κάτω των 16 ετών ως άνω Φ και εντεύθεν ανώριμη να εκτελέσει μόνη της τους πολύπλοκους χειρισμούς που απαιτούνται για να επαναφέρει το σκάφος όταν αυτό ανατραπεί μερικώς ή να προσδιορίσει το χρόνο όπου πλέον μετά την ανατροπή της λέμβου χρειάζεται να προβεί στους κατάλληλους χειρισμούς για να απαγκιστρωθεί από τη ζώνη ώστε να μην παρασυρθεί στο βυθό και αν ακόμη θεωρηθεί ότι της είχε εξηγηθεί η σχετική διαδικασία. Η παρουσία ενηλίκου προσώπου θα απέτρεπε το αποτέλεσμα, αφού γι’ αυτόν η εκτέλεση της διαδικασίας επαναφοράς του σκάφους μετά τη μερική ανατροπή θα ήταν ευχερής και παράλληλα θα είχε αποτρέψει τον πανικό της ανηλίκου και με την ψυχραιμία και την ωριμότητά του θα είχε βοηθήσει την ανήλικη να λύσει τη ζώνη της και να μην παρασυρθεί στο βυθό. Δεν μερίμνησαν για την ανελλιπή και εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της λέμβου ώστε να είναι δυνατή η αποτελεσματική επέμβασή τους σε περίπτωση κινδύνου, όπως είχαν υποχρέωση από την καλή, ως άνω, επίσης πίστη, αλλά και ευθέως εκ του άρθρου 23 παρ. 1 περ. δ΄ του ειρημένου υπ’ αριθμ. 20 ΓΚΛ που επιβάλλει τέτοια παρακολούθηση για την παροχή βοήθειας σε περίπτωση κινδύνου (βλ. ήδη και άρθρα 19 παρ. 1α΄ και 21 παρ. 1α΄ του νέου υπ’ αριθμ. 37 ΓΚΛ). Υπεύθυνοι των παραλείψεων αυτών ήταν ο πρώτος κατηγορούμενος (Χ), διευθυντής του ανωτέρω ξενοδοχείου όπου λειτουργούσε και το κέντρο παροχής δωρεάν θαλασσίων μέσων αναψυχής στους πελάτες του ξενοδοχείου, και ο τρίτος κατηγορούμενος (Χ2), υπεύθυνος εκπαιδευτής παραλίας του ξενοδοχείου και αναπληρωτής της δεύτερης κατηγορουμένης (Ψ), Διευθύντριας θαλασσίων σπορ, η οποία, μη εργαζόμενη κατά την ημέρα του ατυχήματος (ρεπό), βρισκόταν εκτός του χώρου του ξενοδοχείου, αναπληρούμενη από τον δεύτερο. Υπό την ανωτέρω ιδιότητά τους ο καθένας από τους πρώτον και τρίτον κατηγορουμένους παρέλειψαν τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις τους και ειδικότερα διέθεσαν την ειρημένη ιστιοπλοϊκή λέμβο στις ανωτέρω ανήλικες χωρίς να μεριμνήσουν ο πρώτος (Διευθυντής) διά των αρμοδίων υπαλλήλων, ο δε τρίτος και εξ ιδίας (προσωπικής του) υποχρεώσεως, για την επιβίβαση ενηλίκου ατόμου και για τη σωστή ενημέρωσή τους, ιδίως της 11ετούς Φ, ως προς την ασφαλή χρήση (σύνδεση και αποσύνδεση) της ατομικής τους ζώνης, με την οποία είχαν προσδεθεί, παρέχοντας προς αυτές τις απαραίτητες οδηγίες ιδίως ως προς την αποσύνδεση (απαγκίστρωση) σε περίπτωση κινδύνου, και επιπλέον χωρίς να μεριμνήσουν για την ανελλιπή και εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση της λέμβου των ανηλίκων ώστε να είναι εις θέσιν να επέμβουν, διά των σωστικών λεμβών, αποτελεσματικά σε περίπτωση κινδύνου, που ήταν μάλιστα ήδη αισθητός λόγω των αναπτυχθέντων ως άνω ανέμων. Αποτέλεσμα των παραλείψεων αυτών των κατηγορουμένων ήταν αφ’ ενός μεν να μην μπορέσει, λόγω της απουσίας ενηλίκου και λόγω απειρίας και ανωριμότητας, η 11ετής Φ να αποσυνδεθεί από την ατομική της ζώνη, με την οποία ήταν προσδεδεμένη, αποσυνδέοντας τη ζώνη από το συνδετήριο άγκιστρο, όταν το σκάφος ανατράπηκε στη θάλασσα, αλλά να εγκλωβισθεί κάτω από το σκάφος, κατά τα προεκτεθέντα, αφ’ ετέρου δε να μην προφθάσουν τα προστρέξαντα ναυαγοσωστικά, λόγω της αποστάσεως, να απεγκλωβίσουν εγκαίρως την ανήλικη, με περαιτέρω αποτέλεσμα τον προαναφερθέντα θάνατο της τελευταίας από πνιγμό. Το αξιόποινο δε αυτό αποτέλεσμα της πράξεώς τους δεν το προέβλεψαν οι πρώτος και τρίτος από τους κατηγορουμένους από αμέλειά τους, από έλλειψη δηλαδή της προσοχής την οποία όφειλαν κατά τις προπεριγραφείσες περιστάσεις αλλά και μπορούσαν να καταβάλουν. Επομένως, οι ανωτέρω πρώτος και τρίτος από τους κατηγορουμένους πρέπει να κηρυχθούν ένοχοι της πράξεως της ανθρωποκτονίας εξ αμελείας για την οποία κατηγορούνται και όπως ορίζεται στο διατακτικό, με το ελαφρυντικό όμως του προτέρου εντίμου βίου, το οποίο συντρέχει στο πρόσωπό τους. Με βάση τις παραδοχές αυτές το άνω δικαστήριο εκήρυξε ενόχους τους αναιρεσείοντες της πράξεως της ανθρωποκτονίας από αμέλεια και τους επέβαλε ποινή φυλακίσεως (10) δέκα μηνών. Με αυτά που εδέχθη το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά την ανωτέρω έννοια ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία καθόσον εκτίθενται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν κατά την ακροαματική διαδικασία, τα οποία θεμελιώνουν αντικειμενικώς και υποκειμενικώς το ανωτέρω αδίκημα, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία συνήγαγε τη δικανική του πεποίθηση περί της υπάρξεώς των, τις σκέψεις και τους νομικούς συλλογισμούς, βάσει των οποίων τα υπήγαγε στις ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, τις οποίες ορθώς εφήρμοσε και ερμήνευσε και δεν παρεβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου. Και οι περί του αντιθέτου από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ΄ και Ε΄ ΚΠΔ σχετικοί λόγοι αναιρέσεως τόσο του κυρίου δικογράφου όσο και των προσθέτων λόγων, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Ειδικότερα, διαλαμβάνονται στην προσβαλλομένη απόφαση με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις και λογικά κενά τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την άνευ συνειδήσεως αμέλεια αμφοτέρων των κατηγορουμένων και τον αιτιώδη σύνδεσμο των παραλείψεων αυτών προς το επελθόν αποτέλεσμα. Διαλαμβάνεται στην προσβαλλομένη απόφαση η ιδιαιτέρα νομική υποχρέωση των αναιρεσειόντων προς ενέργεια για την αποτροπή του επελθόντος εγκληματικού αποτελέσματος, η οποία ιδιαιτέρα νομική υποχρέωση ερείδεται στις ανωτέρω ουσιαστικές διατάξεις του Γενικού Κανονισμού Λιμένος, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο που επήλθε το θανατηφόρο αποτέλεσμα στην ανήλικη. Η ουσιαστική αυτή διάταξη του Γενικού Κανονισμού που ήταν εφαρμοστέα κατά τον ανωτέρω κρίσιμο χρόνο, ορθώς ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε από το Εφετείο προκειμένου αυτό να κρίνει καταφατικώς για την ύπαρξη της ιδιαιτέρας νομικής υποχρεώσεως των κατηγορουμένων να μην επιτρέψουν τη χρησιμοποίηση του σκάφους από τους ανηλίκους, χωρίς να επιβαίνει σε αυτό και ενήλικος. Η παράλειψη δε αυτή των αναιρεσειόντων θεμελιώνει, καθεαυτή, την ποινική ευθύνη αμφοτέρων των αναιρεσειόντων. Επίσης δεν ενεφιλοχώρησε καμία ασάφεια ή αντίφαση στις αιτιολογίες της αποφάσεως διά της παραδοχής ότι μετά την παρέλευση είκοσι δευτερολέπτων από της ανατροπής του σκάφους καταμαράν, στο οποίο επέβαιναν οι τρεις ανήλικοι, κατέφτασε το ναυαγοσωστικό, το οποίο όμως κατά τις ίδιες παραδοχές, ευρίσκετο σε απόσταση 300 περίπου μέτρων από το σημείο του ιστιοπλοϊκού και ενώ η θανούσα ήταν ήδη εγκλωβισμένη με τις ζώνες ασφαλείας εντός του ιστιοπλοϊκού και ήδη είχε επέλθει ο θάνατος. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι, αμφοτέρων των αναιρεσειόντων, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη και να καταδικασθούν οι αναιρεσείοντες στα δικαστικά έξοδα κατά το άρθρο 583, καθώς και στη δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης που παρέστη. [...]

πηγή: ΝΒonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.