Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Φοροδιαφυγή - Αναδρομική εφαρμογή δικονομικών ποινικών διατάξεων (Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης - αριθμός απόφασης 84/2012)

Διατάξεις: άρθρα 2 ΠΚ, 7 [παρ. 1] Συντ., 18, 19, 21 Ν 2523/1997 , 16 [παρ. 1] Ν 3888/2010 , 2 [παρ. 2] Ν 3943/2011: Φοροδιαφυγή, Ποινική δίωξη, Οριστικοποίηση φορολογικής εγγραφής, Αναδρομική εφαρμογή δικονομικών ποινικών διατάξεων.

Η διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 Ν 3888/2010 , με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 18 παρ. 1 Ν 2523/1997 ως προς τον τρόπο άσκησης της ποινικής δίωξης είναι δικονομική και ως τέτοια έχει αναδρομική δύναμη. Λόγω δε του χαρακτήρα της αυτού, η ως άνω διάταξη δεν προσκρούει ούτε στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ . καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου ούτε στην κατ’ άρθρο 2 ΠΚ αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, οι οποίες αφορούν στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις. Συνεπώς, εν προκειμένω, δεν συντρέχει λόγος απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, εξαιτίας της σύνταξης και θεώρησης της κρίσιμης έκθεσης ελέγχου σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος του Ν 3888/2010 (αντιθ. εισαγγ. προτ.). Η μη γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής: Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18: «Αδίκημα φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών. 1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φορών, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους ως άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή ΦΠΑ τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίστηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε, υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των 3.000.000 ευρώ (1.000.000 δραχμών) και β) με κάθειρξη μέχρι 10 ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα 75.000 ευρώ (είκοσι πέντε εκατομμύρια - 25.000.000 δραχμές). Σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ως άνω ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επιμέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογουμένου». Από το συνδυασμό των άρθρων 18 και 21 παρ. 2 του Ν 2523/1997 , με την τελευταία των οποίων ορίζεται ότι η ποινική δίωξη, ασκείται αυτεπάγγελτα και δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής, προκύπτει ότι περί του ιδιώνυμου εγκλήματος της φοροδιαφυγής για μη απόδοση ΦΠΑ, επιβάλλεται ως αναγκαίος όρος για τη νομότυπη δίωξη του υπ' αυτής της διάταξης προβλεπομένου εγκλήματος φοροδιαφυγής, στην περίπτωση μεν που έχει ασκηθεί από τον υπόχρεο προσφυγή κατά της διαπιστωθείσης φορολογικής του παράβασης η προηγούμενη επί της προσφυγής τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου διοικητικού δικαστηρίου, στην περίπτωση δε που δεν ασκήθηκε τέτοια προσφυγή, η οριστικοποίηση της φορολογικής παράβασης. Η έλλειψη δε της προϋπόθεσης αυτής συνιστά λόγο διακωλυτικό της ποινικής δίωξης και καθιστά αυτή σε περίπτωση άσκησής της απαράδεκτη. Η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής αποτελεί θετική δικονομική προϋπόθεση. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου ως προς τη νομική φύση της «σύνταξης έκθεσης φορολογικού ελέγχου» θεωρείται ότι και αυτή αποτελεί θετική δικονομική προϋπόθεση, προαπαιτούμενο για την άσκηση ποινικής δίωξης για το αδίκημα του άρθρου 18 του Ν 2523/1997 , όπως ισχύει και μετά την τροποποίησή του με το νόμο 3888/2010 (Γ. Δημήτραινας, Εγκλήματα φοροδιαφυγής, παρ. 329 και εκεί παραπομπές). Με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν 3888/2010 (ΦΕΚ Α΄ 175/30.9.2010) η παρ. 1 του άρθρου 18 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε ως εξής: «1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου - εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, έλαβε επιστροφή ΦΠΑ, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ως άνω ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά». Περαιτέρω, με το άρθρο 16 παρ. 3, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 21 του Ν 2523/1997 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Ειδικά, στις περιπτώσεις: α) της παρ. 1 περ. γ΄ του άρθρου 18, β) της παρ. 5 του άρθρου 19, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και γ) της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 19, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου». Έτσι, σύμφωνα με τη νεότερη διάταξη, στην κακουργηματική περίπτωση μη απόδοσης ΦΠΑ η ποινική δίωξη ασκείται μόνο με τα πορίσματα του ελέγχου. Οι δικονομικοί νόμοι έχουν αναδρομική ισχύ. Ωστόσο η αναδρομική εφαρμογή δικονομικού νόμου όταν η νέα νομοθετική πρόβλεψη θίγει τελικά ουσιώδη συμφέροντα του βασικού υποκειμένου της ποινικής δίκης δεν μπορεί να γίνει δεκτή [βλ. ΑΠ 1786/2003 ΠοινΧρ 2004, 648, ΑΠ 1838/2001 ΝοΒ 2002, 732, ΠοινΔικ 2003, 1213, ΑΠ 469/1995 ΠοινΧρ 1995, 778, ΔιατΕισΕφΘεσ 94/1992 Υπερ 1992, 1201 (με παρατηρήσεις Γ. Καλφέλη, ΔιαΕισΕφΘεσ 153/1992 Υπερ 1993, 389 (με παρατηρήσεις Γ. Καλφέλη), Παπακυριάκου, Φορολογικό Ποινικό Δίκαιο, εκδ. 2005, σελ. 315-319 και εκεί παραπομπές, Γ. Δημήτραινα, ό.π., παρ. 358. Αντίθετα ΣυμβΠλημΘεσ 513/1992 , 180, ΣυμβΠλημΘεσ 2452/1993 Υπερ 1993, 1363]. Επειδή, από το αποδεικτικό υλικό της παρούσας ποινικής δικογραφίας αξιολογουμένου κατά την αρχή της ηθικής απόδειξης (άρθρο 177 ΚΠΔ) και ειδικότερα από τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα σε συνδυασμό με τις απολογίες των κατηγορουμένων, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ποινική δίωξη ασκήθηκε μετά την από 29.10.2010 μηνυτήρια αναφορά και συνυποβλήθηκε η από 13.7.2010 έκθεση ελέγχου κατά τον οποίο προέκυψε ότι ο κατηγορούμενος ως διαχειριστής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…» υπέβαλε ανακριβή δήλωση ΦΠΑ το Μάιο του έτους 2003, το δε ποσό οφειλόμενου φόρου προσδιορίσθηκε στο ποσό των 1.229.583,19 ευρώ, το Μάιο του έτους 2004 υπέβαλε ανακριβή δήλωση ΦΠΑ το δε ποσό οφειλόμενου φόρου προσδιορίσθηκε στο ποσό των 482.599,66 ευρώ. Όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτ. 7661 από 4.11.2010 έγγραφο του ΠΕΚ Θεσσαλονίκης η εταιρία «…» άσκησε εμπρόθεσμα προσφυγές κατά των καταλογιστικών πράξεων. Επομένως η φορολογική εγγραφή δεν οριστικοποιήθηκε. Η έκθεση ελέγχου συντάχθηκε πριν τη δημοσίευση (30.9.2010) του Ν 3888/2010 . Σύμφωνα με τα αναφερόμενα ανωτέρω, καθώς δεν έχει οριστικοποιηθεί η φορολογική εγγραφή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του Ν 2523/1997 , που είναι ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο (η δε νεότερη νομοθετική πρόβλεψη του Ν 3888/2010 θίγει ουσιώδη συμφέροντά του), δεν μπορεί να ασκηθεί ποινική δίωξη. Θα πρέπει για τους λόγους αυτούς το Συμβούλιό σας σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 309 παρ. 1β΄ και 310 παρ. 1α΄ ΚΠΔ να κηρύξει την ασκηθείσα ποινική δίωξη απαράδεκτη. Τέλος, περίπτωση επιβολής δικαστικών εξόδων δεν υπάρχει, γιατί η ποινική δίωξη ασκήθηκε αυτεπάγγελτα. [...] Το βούλευμα έχει ως εξής: I. Το άρθρο 308Α «Περάτωση της κύριας ανάκρισης κατ’ εξαίρεση», όπως προστέθηκε με το άρθρο 16 του N 3904/2010 (ΦΕΚ Α΄ 218/23.12.2010) ορίζει ότι: «1. Κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις των κακουργημάτων των νόμων 2168/1993, 2523/1997, 3386/2005, 2960/2001 και 3459/2006, του εμπρησμού δασών και των άρθρων 374 και 380 του Ποινικού Κώδικα, μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών, ο οποίος, αν κρίνει ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο και ότι δεν χρειάζεται να συμπληρωθεί η ανάκριση, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με τα τυχόν συναφή εγκλήματα, απευθείας στο ακροατήριο. 2. Από τη στιγμή που ο εισαγγελέας εφετών καταρτίσει τη σχετική πρόταση, πριν την υποβάλει προς τον πρόεδρο εφετών, έχει υποχρέωση να ενημερώσει αμέσως, έστω και τηλεφωνικά, τους διαδίκους ... Εφόσον ο πρόεδρος εφετών διατυπώσει σύμφωνη γνώμη, για την παραπομπή της υπόθεσης στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα, κατά του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή. 3. Σε περίπτωση διαφωνίας του προέδρου εφετών ή όταν από την αρχή ο εισαγγελέας φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών. ... 5. Εάν υπάρχουν περισσότεροι του ενός κατηγορούμενοι, το συμβούλιο εφετών είναι αρμόδιο να αποφανθεί για όσους από αυτούς δεν προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ή ως προς τους οποίους θα πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά η ποινική δίωξη, οπότε η υπόθεση χωρίζεται. Επίσης, το ίδιο συμβούλιο είναι σε κάθε περίπτωση αρμόδιο να αποφανθεί και για τα συναφή εγκλήματα είτε πρόκειται για έναν είτε πρόκειται για περισσότερους κατηγορουμένους». Κατά την αιτιολογική έκθεση του Ν 3888/2010 , η ανωτέρω ρύθμιση του άρθρου 308Α για ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης για κακούργημα με απευθείας κλήση του εισαγγελέα εφετών, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών «διατηρήθηκε μεν ως τρόπος παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, με ιδιαίτερες όμως επιφυλάξεις λόγω του δεδομένου δικαιοκρατικού ελλείμματός του και με την προοπτική να εγκαταλειφθεί όταν αναστραφούν οι πιεστικές ανάγκες της δικαστικής μας πραγματικότητας. Ωστόσο, η επιλεγείσα τελικά διατήρηση συνοδεύεται από μέτρα παράπλευρα που καθιστούν την εφαρμογή του άκρως περιορισμένη και ταυτόχρονα δικαιοπολιτικά ενισχυμένη». Από το συνδυασμό των διατάξεων του παραπάνω άρθρου συνάγεται πως το γράμμα του νόμου στη διατύπωση της παρ. 3 είναι στενότερο από τη νομοθετική βούληση, όπως αυτή καταγράφηκε στο ανωτέρω χωρίο της αιτιολογικής έκθεσης υπό το άρθρο 16 του Ν 3904/2010 . Ειδικότερα, εξ αντιδιαστολής των όσων με σαφήνεια προβλέπει η παρ. 5 του άρθρου 308Α ΚΠΔ, ότι δηλαδή γίνεται χωρισμός της υπόθεσης και εισαγωγή της στο συμβούλιο εφετών για εκείνους από τους περισσότερους κατηγορούμενους που συντρέχει περίπτωση απαραδέκτου ή παύσης οριστικής ή προσωρινής της ποινικής δίωξης, είναι προφανές πως και στην περίπτωση που ο εισαγγελέας εφετών φρονεί ότι για όλους τους κατηγορουμένους συντρέχει λόγος απαραδέκτου ή παύσης οριστικής ή προσωρινής της ποινικής δίωξης, ομοίως η δικογραφία θα εισαχθεί για όλους στο συμβούλιο πλημμελειοδικών και η εισαγωγή αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην αναγραφόμενη περίπτωση της ανυπαρξίας επαρκών ενδείξεων ενοχής για όλους τους κατηγορουμένους. Όμως, το άνω έλλειμμα στη διατύπωση της παρ. 3 δημιουργεί το ακόλουθο ερμηνευτικό ζήτημα. Στην περίπτωση που το συμβούλιο πλημμελειοδικών διαφωνεί με την προηγούμενη κρίση του εισαγγελέα εφετών για ύπαρξη καθολικού (για όλους τους κατηγορουμένους) λόγου απαραδέκτου της ποινικής δίωξης ή παύσης αυτής (οριστικής ή προσωρινής), απαιτείται εκ νέου η υποβολή της δικογραφίας στον εισαγγελέα εφετών προκειμένου να εκφέρει γνώμη και επί της ουσίας της υπόθεσης ή η υπόθεση διακρατείται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών; Μόλις χρειάζεται να σημειωθεί ότι δεν θα μπορούσε να ανακύψει ένα τέτοιο ερώτημα στην περίπτωση που η παρ. 3 είχε διατυπωθεί ως εξής: «... όταν από την αρχή ο εισαγγελέας φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ή ότι η ποινική δίωξη πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη ή να παύσει οριστικά ή προσωρινά για όλους τους κατηγορουμένους, ο εισαγγελέας εφετών διαβιβάζει τη δικογραφία στον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, προκειμένου να εισαχθεί στο συμβούλιο πλημμελειοδικών». Αλλά ακριβώς ο κατά τα ανωτέρω ερμηνευτικός μονόδρομος ότι σε περίπτωση καθολικού λόγου απαραδέκτου ή οριστικής ή προσωρινής παύσης της ποινικής δίωξης η δικογραφία εισάγεται συνολικά στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, θα πρέπει να οδηγήσει στο ίδιο συμπέρασμα που θα οδηγούσε η ρητή διατύπωσή του στο κείμενο της παρ. 3, ότι δηλαδή το συμβούλιο πλημμελειοδικών διακρατεί την υπόθεση εφόσον κρίνει ότι δεν συντρέχει ένας τέτοιος καθολικός λόγος. Η ορθότητα της ερμηνευτικής αυτής προσέγγισης επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι στην αντίθετη περίπτωση θα δημιουργούταν το παράδοξο, ενώ ο εισαγγελέας εφετών δεν είχε προκρίνει την απευθείας κλήση στο ακροατήριο του τριμελούς εφετείου και είχε δρομολογήσει την τήρηση της διαδικασίας εισαγωγής της υπόθεσης σε συμβούλιο, μετά την απόφανση του συμβουλίου πλημμελειοδικών περί ανυπαρξίας καθολικού λόγου απαραδέκτου ή οριστικής ή προσωρινής παύσης της ποινικής δίωξης, να καταλειπόταν εκ νέου περιθώριο για εισαγωγή της υπόθεσης στο ακροατήριο του τριμελούς εφετείου με κλήση του εισαγγελέα εφετών, μετά από σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών, και έτσι να δημιουργείται «εν τοις πράγμασι» ένας νέος τρόπος ουσιαστικής περάτωσης της κύριας ανάκρισης με συνδυασμό στοιχείων διαδικασίας συμβουλίου (με έκδοση παρεμπίπτοντος βουλεύματος) και παραπομπής με κλητήριο θέσπισμα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο, πέραν του ότι δεν συνάδει με το γράμμα της προβλεπόμενης στην παρ. 1 του άρθρου 308Α ΚΠΔ «απευθείας» εισαγωγής της υπόθεσης στο ακροατήριο του τριμελούς εφετείου, δεν συνάδει και με το πνεύμα του νομοθέτη, όπως τουλάχιστον αυτό καταγράφηκε στην αιτιολογική έκθεση του νόμου, από το οποίο συνάγεται ότι σε περίπτωση ερμηνευτικής αμφιβολίας για την τηρητέα διαδικασία, μεταξύ παραπομπής με κλητήριο θέσπισμα και παραπομπής με βούλευμα, αυτή θα πρέπει να επιλύεται υπέρ της παραπομπής με βούλευμα, ενόψει του χαρακτηριζόμενου ως «δικαιοκρατικού ελλείμματος» της παραπομπής με κλητήριο θέσπισμα. Αναγκαιότητα υποβολής της δικογραφίας στον εισαγγελέα εφετών θα υπήρχε αν ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών, φρονώντας ότι συντρέχει καθολικός λόγος απαραδέκτου ή οριστικής ή προσωρινής παύσης της ποινικής δίωξης, δεν είχε υποβάλει εξαρχής τη δικογραφία στον εισαγγελέα εφετών, αλλά την είχε εισαγάγει με σχετική πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών, διότι σε μια τέτοια περίπτωση, το συμβούλιο πλημμελειοδικών, επιλαμβανόμενο της υπόθεσης, θα είχε υπερβεί τη δικαιοδοσία του, καθόσον αυτή του αναγνωρίζεται μόνο εφόσον η υπόθεση διέλθει από την κρίση του εισαγγελέα εφετών (βλ. σχ. ΣυμβΕφΠειρ 1/1999 ΠοινΧρ 1999, 607). II. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 «Αδίκημα φοροδιαφυγής για μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση ΦΠΑ και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών», όπως αυτές ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο 16 παρ. 1 του Ν 3888/2010 (ΦΕΚ Α΄ 175/30.9.2010): «1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή έλαβε επιστροφή ΦΠΑ, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή επιστράφηκε ή δεν αποδόθηκε, υπερβαίνει σε ετήσια βάση το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ [ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών] και β) με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ [τα είκοσι πέντε εκατομμύρια (25.000.000) δραχμές]. Σε περίπτωση συρροής περισσότερων τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών τα ως άνω ποσά υπολογίζονται ξεχωριστά για κάθε μερικότερο φόρο, τέλος ή εισφορά. 2. Παρακρατούμενοι φόροι, τέλη και εισφορές είναι εκείνοι που ρητά ορίζονται σε επί μέρους διατάξεις ότι παρακρατούνται και τελικά αποδίδονται στο Δημόσιο ή άλλο φορέα από πρόσωπο διάφορο του πραγματικού φορολογουμένου». Η άνω παρ. 1 αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 1 του Ν 3888/2010 ως εξής: «1. Αδίκημα μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης στο Δημόσιο του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών διαπράττει ο φορολογούμενος ο οποίος προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή αυτών δεν απέδωσε ή απέδωσε ανακριβώς τους άνω φόρους, τέλη ή εισφορές ή συμψήφισε ή εξαπατώντας τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθών ή την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων, έλαβε επιστροφή ΦΠΑ, τιμωρούμενος: α) με φυλάκιση, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση έως το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, β) με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του ΦΠΑ που συμψηφίσθηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, ανέρχεται σε ετήσια βάση από το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ μέχρι το ποσό των εβδομήντα πέντε χιλιάδων (75.000) ευρώ και γ) με κάθειρξη μέχρι δέκα (10) έτη, εφόσον το ως άνω ποσό υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) ευρώ». Πρόσφατα δε: α) με τη διάταξη της παρ. 2δ΄ του άρθρου 2 του Ν 3943/2011 (ΦΕΚ Α΄ 66/31.3.2011), η πρώτη περίοδος της άνω παρ. 1 αντικαταστάθηκε εκ νέου ως εξής: «Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή του φόρου προστιθέμενης αξίας, του φόρου κύκλου εργασιών και των παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, δεν αποδίδει ή αποδίδει ανακριβώς ή συμψηφίζει αυτούς, καθώς και όποιος παραπλανά τη φορολογική αρχή με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών ή με την αθέμιτη παρασιώπηση ή απόκρυψη αληθινών γεγονότων και λαμβάνει επιστροφή, καθώς και όποιος διακρατεί τέτοιους φόρους, τέλη ή εισφορές, τιμωρείται:» β) με τη διάταξη της παρ. 2ε΄ του άρθρου 2 του Ν 3943/2011 οι λέξεις «με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη» της περ. γ΄ αντικαταστάθηκαν με τις λέξεις «με κάθειρξη», γ) με τη διάταξη της παρ. 2ε΄ προστέθηκε τελευταίο εδάφιο που έχει ως εξής: «Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της μη απόδοσης ή ανακριβούς απόδοσης ή διακράτησης τέτοιων φόρων, τελών ή εισφορών». Περαιτέρω, αναφορικά με την άσκηση της ποινικής δίωξης του ανωτέρω εγκλήματος το άρθρο 21 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 του Ν 3888/2010 προέβλεπε ότι: «2. Η ποινική δίωξη ασκείται αυτεπάγγελτα. Η ποινική δίωξη δεν αρχίζει πριν από την τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε ή σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής πριν από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής. Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995 (ΦΕΚ Α΄ 211). Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (ΑΕΠ) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου. Ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου». Ωστόσο, το άνω τελευταίο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 16 παρ. 3 του Ν 3888/2010 (ΦΕΚ Α΄ 175/30.9.2010) ως εξής: «Ειδικά, στις περιπτώσεις: α) της παρ. 1 περ. γ΄ του άρθρου 18, β) της παρ. 5 του άρθρου 19, όταν το πλήθος των μη εκδοθέντων παραστατικών στοιχείων είναι πλέον των δέκα (10) ή υπερβαίνουν σε αξία τα πεντακόσια (500) ευρώ και γ) της περ. β΄ της παρ. 1 του άρθρου 19, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου». Ως εκ τούτου, όταν η πράξη της μη απόδοσης ΦΠΑ έχει κακουργηματική μορφή, τότε για να ασκηθεί η ποινική δίωξη απαιτείται η υποβολή στον εισαγγελέα της μηνυτήριας αναφοράς από τον προϊστάμενο της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας μαζί με τη σχετική έκθεση ελέγχου ΦΠΑ χωρίς την αναμονή της προθεσμίας των 60 ημερών για την επίτευξη της διοικητικής επίλυσης της διαφοράς με ρύθμιση του χρέους ή καταβολή αυτού από τον φορολογούμενο (Λ. Τσόγκας, «Ειδικά δικονομικά ζητήματα στα εγκλήματα φοροδιαφυγής και ιδίως η άσκηση ποινικής δίωξής τους στα τυποποιούμενα στα άρθρα 17 και 18 του Ν 2523/1997 εγκλήματα με βάση και τις ρυθμίσεις του Ν 3943/2011», ΠοινΔικ 2011, 995). Καθώς, όμως, η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής αποτελούσε θετική δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής δίωξης, πρέπει να απαντηθεί το ερώτημα αν οι διατάξεις που καταργούν θετικές δικονομικές προϋποθέσεις για την άσκηση ποινικής δίωξης είναι αμιγώς δικονομικές και ως τέτοιες ισχύουν άμεσα ή θίγουν ουσιαστικά δικαιώματα των κατηγορουμένων, γεγονός που δεν επιτρέπει την άμεση εφαρμογή τους. Κατά μία άποψη, οι θετικές δικονομικές προϋποθέσεις μπορεί και να προστατεύουν ουσιώδη συμφέροντα του κατηγορουμένου και έτσι είναι αναγκαία η εφαρμογή του άρθρου 2 ΠΚ, όταν υπάρχει νέα νομοθετική παρέμβαση η οποία μεταβάλλει τις προϋποθέσεις άσκησης της ποινικής δίωξης (βλ. περί αυτής την άνω εισαγγελική πρόταση και τις εκεί παραπομπές). Κατά άλλη άποψη, την οποία προκρίνει ως ορθότερη και το παρόν Συμβούλιο, δεν κωλύεται η άσκηση της ποινικής δίωξης μετά από νέα νομοθετική παρέμβαση και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 2 ΠΚ. Ειδικότερα, όμοια αντικατάσταση, είχε γίνει και κατά το παρελθόν και δη με τη διάταξη του άρθρου 40 παρ. 2 του Ν 3220/2004 (ΦΕΚ Α΄ 15/28.1.2004) καθώς, ενώ μέχρι τότε επί ποινικής δίωξης κατ' άρθρο 19 του Ν 2523/1997 , προβλεπόταν ότι: «Κατ' εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (ΔΟΥ) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (ΣΔΟΕ) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του Ν 2343/1995 (ΦΕΚ Α΄ 211). Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (ΑΕΠ) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου», με την προαναφερόμενη διάταξη (40 παρ. 2 Ν 3220/2004 ) προστέθηκε εδάφιο κατά το οποίο «Ειδικά, όταν η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που αφορούν ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολο της ή για μέρος αυτής υπερβαίνει το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ, δεν ακολουθείται η διαδικασία του προηγούμενου εδαφίου, αλλά η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται αμέσως με την ολοκλήρωση του ελέγχου και ζητείται από τον αρμόδιο εισαγγελέα η κατά προτεραιότητα εκδίκαση της υπόθεσης με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου». Αναφορικά με την τροποποίηση εκείνη έχει γίνει ερμηνευτικά δεκτό ότι η τότε νέα διάταξη ως δικονομικού δικαίου ήταν άμεσα εφαρμοστέα, επειδή η διάταξη του άρθρου 40 παρ. 2 του Ν 3220/2004 , που θεσπίστηκε από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ήταν δικονομική και ως τέτοια είχε αναδρομική δύναμη. Λόγω δε του χαρακτήρα της αυτού η ως άνω διάταξη, με την οποία δεν θεσπίζονταν εγκλήματα ούτε επαυξάνονταν ποινές προβλεπομένων ήδη εγκλημάτων, δεν προσέκρουε στην από το άρθρο 7 παρ. 1 του Συντ . καθιερωμένη αρχή της μη αναδρομικότητας του ποινικού νόμου, ούτε στην κατ' άρθρο 2 του ΠΚ αρχή της αναδρομικότητας του ηπιότερου ποινικού νόμου, οι οποίες αφορούν στις ουσιαστικές και όχι στις δικονομικές ποινικές διατάξεις (ΑΠ 1805/2008 ΝΟΜΟΣ, βλ. σχ. ΑΠ 440/2008 ΝΟΜΟΣ). Κατά την προκρινόμενη από το παρόν Συμβούλιο άποψη, η ίδια ερμηνευτική εκδοχή πρέπει να προκριθεί ως ορθότερη αναφορικά και με την τροποποίηση στον τρόπο δίωξης της κακουργηματικής μορφής του άρθρου 18 του Ν 2523/1997 που επήλθε με τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 3 του Ν 3888/2010 , καθόσον πρόκειται για όμοια περίπτωση μεταβολής στον τρόπο δίωξης φορολογικού αδικήματος, ήτοι με κατάργηση από δικονομική προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής δίωξης της προηγούμενης οριστικοποίησης της φορολογικής εγγραφής. Ενόψει της τροποποίησης αυτής υποστηρίζεται και η άποψη πώς, όταν το πόρισμα της φορολογικής αρχής θεωρήθηκε σε χρόνο προγενέστερο της ισχύος του Ν 3888/2010 , τότε απαιτείται η προηγούμενη της άσκησης ποινικής δίωξης οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την αιτιολογία ότι σε μια τέτοια περίπτωση είχε ήδη προκύψει η φορολογική παράβαση και συνεπώς η επίλυσή της πρέπει να γίνει με τους κανόνες που ίσχυαν τότε και όχι κατά το χρόνο που ο προϊστάμενος της αρμόδιας οικονομικής υπηρεσίας αποφάσισε να αποστείλει τη μηνυτήρια αναφορά και το σχετικό πόρισμα φορολογικού ελέγχου στον εισαγγελέα (Λ. Τσόγκας, ό.π., σελ. 996). Ωστόσο η άποψη αυτή παραβλέπει ότι η «επίλυση» μιας «φορολογικής παράβασης» έχει πάντοτε δύο σκέλη, ένα ουσιαστικό και ένα δικονομικό και η άσκηση της ποινικής δίωξης σχετίζεται μόνο με το δικονομικό σκέλος, ως προς το οποίο ο νομοθέτης συνειδητά επέλεξε να μην αναμένεται για την ενεργοποίηση του μηχανισμού απονομής ποινικής δικαιοσύνης η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής με τη μεγαλύτερη ασφάλεια που αυτή (οριστικοποίηση) θα παρείχε ως προς το διοικητικό υπόβαθρο της ποινικής υπόθεσης, γνωρίζοντας ότι μια τέτοια αναμονή δύναται να επιδείξει το ποινικό δικαστήριο κατά την ουσιαστική κρίση της υπόθεσης (είτε σε συμβούλιο είτε στο ακροατήριο). Δεν δικαιολογεί έτσι πειστικά για ποιο λόγο θα πρέπει να συνεχίσει να παρεμβάλλεται ένα κώλυμα στην αφετηρία της ποινικής δίωξης του άνω φορολογικού αδικήματος, όταν είναι ρητή η κατάργησή του και η τελευταία από μόνη της δεν παραβλάπτει την ουσιαστική «επίλυση» της υπόθεσης. III. Στην προκείμενη περίπτωση, κατά του Γ.Σ., κατοίκου Νέας Φιλαδέλφειας Δήμου Καλλιθέας Θεσσαλονίκης, ασκήθηκε αυτεπαγγέλτως ποινική δίωξη για φοροδιαφυγή κατ' εξακολούθηση με την ειδικότερη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ (άρθρα 18 παρ. 1β΄, 20 και 21 Ν 2523/1997 , 98 ΠΚ), μετά την υποβολή της 7425/29.10.2010 μηνυτήριας αναφοράς του Προϊσταμένου του ΠΕΚ Θεσσαλονίκης. Η κύρια ανάκριση περατώθηκε νόμιμα, κατόπιν λήψης απολογίας του κατηγορουμένου, σε βάρος του οποίου εκδόθηκε από τον Ανακριτή του 3ου Ειδικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης η 10/14.4.2011 διάταξη περιοριστικών όρων, ενώ του γνωστοποιήθηκε νόμιμα και το πέρας αυτής (ανάκρισης), όπως αποδεικνύεται από το από 14.4.2011 αποδεικτικό επίδοσης του Ποινικού Κλητήρα του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Κ.Δ. Αντίθετα, τέτοια γνωστοποίηση ορθώς δεν έγινε προς το Ελληνικό Δημόσιο, που μεταγενέστερα από την από 15.4.2011 διαβίβαση της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, κατέθεσε την από 8.7.2011 δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής ενώπιον του κ. Εισαγγελέα Εφετών, στον οποίο είχε υποβληθεί η δικογραφία κατ' άρθρο 308Α παρ. 1 ΚΠΔ στις 17.5.2011. Ο τελευταίος, με το 5893/2.6.2011 έγγραφό του, επικαλούμενος ότι «δεν έλαβε χώρα οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής (ο Ν 3888/30 .9.2010 είναι μεταγενέστερος της από 13.7.2010 σύνταξης Έκθεσης Ελέγχου)», διαβίβασε τη δικογραφία στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, προκειμένου να εισαχθεί στο παρόν Συμβούλιο. Κατόπιν τούτου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη υπό στοιχείο Ι ανωτέρω του παρόντος, η δικογραφία που έχει σχηματιστεί νόμιμα εισάγεται στο Συμβούλιο αυτό με πρόταση του αρμόδιου Εισαγγελέα (άρθρα 32, 138 και 308Α παρ. 3 ΚΠΔ). IV. Στην ερευνώμενη υπόθεση, από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν κατά την κυρία ανάκριση και την προηγούμενη αυτής προκαταρκτική εξέταση, και ειδικότερα από την κατάθεση του μάρτυρα, τα έγγραφα σε συνδυασμό και με την απολογία του κατηγορουμένου, προέκυψαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μετά τη σύνταξη της από 30.6.2010 έκθεσης ελέγχου του Ελεγκτή Κ.Μ., που θεωρήθηκε από τον Προϊστάμενο του ΠΕΚ Θεσσαλονίκης στις 13.7.2010, υποβλήθηκε από τον τελευταίο η 7425/29.10.2010 μηνυτήρια αναφορά σε βάρος του κατηγορουμένου για φοροδιαφυγή με την ειδικότερη μορφή της μη απόδοσης ΦΠΑ κατά τις διαχειριστικές περιόδους από 15.1.2002 έως 31.12.2002 και από 1.1.2003 έως 31.12.2003, ποσών 1.229.583,19 ευρώ και 482.599,66 ευρώ αντίστοιχα. Ο ίδιος Προϊστάμενος με το 7661/4.11.2010 έγγραφό του, επικαλούμενος την άσκηση προσφυγών από τον κατηγορούμενο στις 19.10.2010, των οποίων έλαβε γνώση την 1.11.2010, ζήτησε την ανάκληση της ανωτέρω μηνυτήριας αναφοράς, αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης με την επ' αυτού σημείωση ότι «Δεν έχει έννομες συνέπειες η παρούσα αίτηση, αφού κατά το οριζόμενα στο Ν 3888/2010 η ποινική δίωξη στις κακουργηματικές περιπτώσεις μη απόδοσης ΦΠΑ ασκείται μόνο με τα πορίσματα του ελέγχου η δε ανωτέρω διάταξη έχει δικονομικό χαρακτήρα (παράβαλε την υπ' αριθ. 440/2008 απόφαση ΑΠ)». Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη σκέψη υπό στοιχείο ΙΙ ανωτέρω του παρόντος, αφενός η απόρριψη αυτή με το προαναφερόμενο σκεπτικό είναι ορθή και αφετέρου δεν συντρέχει λόγος απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, εξαιτίας της σύνταξης και θεώρησης της κρίσιμης έκθεσης ελέγχου σε χρόνο προγενέστερο της έναρξης ισχύος του Ν 3888/2010 . Συνακόλουθα, δεδομένου ότι από τη διάταξη του άρθρου 32 παρ. 1 ΚΠΔ, που ορίζει ότι καμία απόφαση του δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο δεν έχει κύρος αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας, σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 138 παρ. 2β΄ και 3 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι το βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου πάσχει απόλυτη ακυρότητα αν ο εισαγγελέας δεν έχει υποβάλει πρόταση επί της ουσίας (βλ. ΑΠ 103/2011 ΝΟΜΟΣ, Κ. Φράγκο, Κώδικας Ποινικής Δικονομίας - Ερμηνεία, 2011, σελ. 125, Μ. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠΔ, 2008, 32 αριθ. 5), αφού η παραπάνω εισαγγελική πρόταση περιορίζεται στην «τυπική» εκτίμηση περί απαραδέκτου της ποινικής δίωξης, το παρόν Συμβούλιο –που κατά τα διαλαμβανόμενα στο δεύτερο μέρος της σκέψης υπό στοιχείο ανωτέρω του παρόντος, μετά την εισαγωγή της υπόθεσης ενώπιόν του, είναι αρμόδιο και για την ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης– πρέπει να απέχει από αυτήν μέχρι τη δέουσα υποβολή της σχετικής εισαγγελικής πρότασης. [...]

πηγή: nbonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.