Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Τρόποι τέλεσης τοκογλυφίας - Τέλεση τοκογλυφίας κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση (ΣυμβΕφΠατρ 154/2012)

Διατάξεις: άρθρα 13 [περ. στ΄], 45, 98, 404 ΠΚ, 463, 474, 476 [παρ. 1], 477 ΚΠΔ

Περίληψη: Τρόποι τέλεσης τοκογλυφίας, Τέλεση κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση, Συναυτουργία, Λόγοι άσκησης έφεσης, Έφεση απαράδεκτη.

Στο άρθρο 404 ΠΚ προβλέπονται δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες πράξεις τοκογλυφίας. Ειδικότερα στην πρώτη παράγραφο προβλέπεται η υπό στενή έννοια αισχροκέρδεια, η οποία συνίσταται, πλην άλλων, στην κατά τη σύναψη πιστωτικής δικαιοπραξίας εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λπ. εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Στη παρ. 2α΄ προβλέπεται η κυρίως τοκογλυφία, η οποία συνίσταται στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου κατά τη σύναψη, παράταση προθεσμίας ή ανανέωση συμβάσεως δανείου χρημάτων και όχι άλλης πιστωτικής δικαιοπραξίας, χωρίς να προαπαιτείται στην περίπτωση αυτή η εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λπ. του λαμβάνοντος το δάνειο. Το έγκλημα της κυρίως τοκογλυφίας θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή και την ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψιν ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιόγραφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νόμιμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη αυτών. Γίνονται εν μέρει δεκτές οι κρινόμενες εφέσεις και δεν γίνεται κατηγορία εναντίον των εκκαλούντων για τη δεύτερη και τρίτη από τις αξιόποινες πράξεις της τοκογλυφίας, εξαφανιζομένου συνεπώς του προσβαλλόμενου βουλεύματος ως προς τη διάταξη αυτή. Απορρίπτονται δε ως απαράδεκτες οι εν λόγω εφέσεις όσον αφορά στη διάταξη του προσβαλλόμενου βουλεύματος που αφορά στην παραπομπή τους για την πρώτη αξιόποινη πράξη της από κοινού τέλεσης της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, όχι όμως κατ' εξακολούθηση, όπως επιτρεπτώς πλέον, μετά την εξαφάνιση του βουλεύματος για τις λοιπές ως άνω πράξεις, βελτιώνεται η κατηγορία. Η γενομένη δεκτή εισαγγελική πρόταση έχει ως εξής: Κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α΄ ΚΠΔ, «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα», κατά δε την τοιαύτη του άρθρου 477 ΚΠΔ όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 1 του Ν 3904/2010 , «έφεση κατά του βουλεύματος επιτρέπεται στους διαδίκους και στον εισαγγελέα στις περιπτώσεις των επόμενων άρθρων και σε όσες άλλες ορίζει ειδικά ο νόμος», ενώ κατ' αυτήν του άρθρου 478 ΚΠΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 24 παρ. 2 του Ν 3904/2010 , «το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο και μόνο για τους λόγους: α) της απόλυτης ακυρότητας και β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης». Οι λόγοι απόλυτης ακυρότητας εκτίθενται στη διάταξη του άρθρου 171 ΚΠΔ (βλ. σχετ. το άρθρο), ενώ εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει, όταν ο δικαστής αποδίδει στο νόμο διαφορετική έννοια από εκείνη την οποία έχει πραγματικά, και εσφαλμένη εφαρμογή τέτοιας διατάξεως συντρέχει όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν υπάγει σωστά τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αληθινά στη διάταξη που εφαρμόστηκε (βλ. ΑΠ Ολ 1/2002 ΠοινΧρ ΝΒ΄, 689). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 476 παρ. 1 ΚΠΔ, «όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από πρόσωπο που δεν είχε το δικαίωμα ή εναντίον απόφασης ή βουλεύματος για τα οποία δεν προβλέπεται ή όταν ασκήθηκε εκπρόθεσμα ή χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις που ορίζονται από το νόμο για την άσκησή του, καθώς και όταν έγινε νόμιμα παραίτηση από το ένδικο μέσο ή σε κάθε άλλη περίπτωση που ο νόμος ρητά προβλέπει ότι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, το δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο (ως συμβούλιο), που είναι αρμόδιο να κρίνει σχετικά, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα, και αφού ακούσει τους διαδίκους που εμφανισθούν, κηρύσσει απαράδεκτο το ένδικο μέσο και διατάσσει την εκτέλεση της απόφασης ή του βουλεύματος που έχει προσβληθεί και την καταδίκη στα έξοδα εκείνου που άσκησε το ένδικο μέσο.

Ο εισαγγελέας οφείλει να ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο δικαστήριο (συμβούλιο). Την ειδοποίηση ενεργεί ο γραμματέας της εισαγγελίας με οποιοδήποτε μέσο (και προφορικώς και τηλεφωνικώς) στην αναγραφόμενη στο ένδικο μέσο διεύθυνση και σημειώνει τούτο στον φάκελο της δικογραφίας». Από την τελευταία ως άνω διάταξη προκύπτει ότι εφόσον το ασκηθέν κατά βουλεύματος ή αποφάσεως ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο, ο εισαγγελέας εισάγει την υπόθεση στο συμβούλιο ή στο δικαστήριο (ως συμβούλιο) με πρότασή του, για να είναι δε παραδεκτή η εισαγωγή του ενδίκου μέσου στο συμβούλιο ή στο δικαστήριο (ως συμβούλιο), ο εισαγγελέας οφείλει προηγουμένως να έχει ειδοποιήσει το διάδικο που άσκησε το ένδικο μέσο ή τον αντίκλητό του για να προσέλθει στο συμβούλιο και εκθέσει τις απόψεις του σ' αυτό είκοσι τέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την εισαγωγή της υπόθεσης στο συμβούλιο. Αλλιώς, κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση του κρινόμενου ένδικου μέσου (βλ. ΑΠ 1614/2008 ΠοινΧρ ΝΘ΄, 628). Τέλος, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 474 παρ. 1 και 2 ΚΠΔ στην έκθεση, η οποία συντάσσεται από τον αρμόδιο γραμματέα για τη δήλωση άσκησης του ενδίκου μέσου από τον δικαιούμενο, πρέπει να αναφέρονται όλοι οι λόγοι εφέσεως ή αναιρέσεως, διότι αν δεν περιέχεται κάποιος λόγος ή όλοι είναι αόριστοι το ένδικο μέσο είναι απαράδεκτο. Δεν αρκεί δε η επίκληση του περιεχομένου των διατάξεων, και εν προκειμένω του άρθρου 478 ΚΠΔ, όπως λ.χ. «ότι έλαβε χώρα απόλυτη ακυρότητα ή εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, όταν δεν εκτίθενται και τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την επικαλούμενη αιτίαση ή δεν προσδιορίζεται ειδικότερα η νομική πλημμέλεια που προσάπτεται στην απόφαση ή το βούλευμα (βλ. ΑΠ Ολ 644/1985 ΠοινΧρ ΛΕ΄, 899 και ΑΠ 1018/2000 ΠοινΔικ 2000, 1204 )». Στην προκειμένη περίπτωση, οι εκκαλούντες με τις ανωτέρω εφέσεις τους, οι οποίες ασκήθηκαν εμπρόθεσμα, αφού η επίδοση του βουλεύματος προς αυτούς έγινε την 24 και 30.3.2012 αντιστοίχως και οι εφέσεις τους ασκήθηκαν την 2.4.2012 ενώπιον της γραμματείας του Πρωτοδικείου Ζακύνθου, προσβάλλουν το προαναφερόμενο βούλευμα, δυνάμει του οποίου οι εκκαλούντες παραπέμπονται ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικαστούν ως υπαίτιοι του ότι στη Ζάκυνθο, την 1.6.2000, την 16.7.2008 και την 23.4.2009 από κοινού τέλεσαν το προαναφερόμενο έγκλημα. Ειδικότερα, και με βάση το σύνολο του αποδεικτικού υλικού (καταθέσεις μαρτύρων, έγγραφα και απολογίες των κατηγορουμένων), προέκυψε, όπως δέχτηκε το προσβαλλόμενο, ότι ο εγκαλών, Ι.-Κ.Κ., ο οποίος δραστηριοποιείται στο τομέα των τουριστικών επιχειρήσεων, εξ αιτίας της αδυναμίας του να δανεισθεί χρήματα από το τραπεζικό σύστημα ως εκ του γεγονότος ότι το έτος 1993 είχαν σφραγισθεί δύο επιταγές εκδόσεώς του λόγω μη εξοφλήσεως αυτών ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων, αναγκάσθηκε τον Νοέμβριο του έτους 1994 να καταφύγει στους κατηγορουμένους - εκκαλούντες για να εξεύρει δανεικά κεφάλαια προς χρηματοδότηση των οικονομικών δραστηριοτήτων του. Οι τελευταίοι προσφέρθηκαν να του δανείσουν το χρηματικό ποσό των 20.000.000 δρχ. ή 58.694,05 ευρώ που ζήτησε με συμφωνία αποπληρωμής του τον Φεβρουάριο του έτους 1995 αξιώνοντας όμως απ' αυτόν την καταβολή για το μεσοδιάστημα αυτό τοκογλυφικών τόκων ποσού 5.000.000 δρχ. ή 14.673,51 ευρώ, δηλ. τον δάνεισαν με επιτόκιο 6,25% μηνιαίως, ενώ το νόμιμο ποσοστό τόκου ανερχόταν τη χρονική περίοδο εκείνη στο ποσοστό του 2,66% μηνιαίως. Προς εξασφάλιση δε της ως άνω δανειακής του απαιτήσεως προέβησαν δυνάμει της αριθμ. 36/14.2.1995 αποφάσεως του Μον. Πρωτ. Ζακύνθου στην εγγραφή προσημείωσης υποθήκης μέχρι του ποσού των 30.000.000 δρχ. επί τριών ακινήτων κυριότητος του εγκαλούντος. Ακολούθως, με το από 10.3.1995 ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίσθηκε μεταξύ των αντιδίκων για την παράταση εξόφλησης του ως άνω δανείου έως την 8.4.1996 συνομολόγησαν και έλαβαν μεταχρονολογημένες επιταγές που ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους και συγκεκριμένα ο μεν Δ.Π. έλαβε τις υπ' αριθμ. …/30.5.1995, …/30.7.1995, …/2.9.1995, …/30.9.1995, …/30.10.1995 επιταγές της Εθνικής Τραπέζης, ποσού αντιστοίχως 2.900.000 δρχ., 2.137.000 δρχ., 5.870.000 δρχ., 7.150.000 δρχ. και 3.500.000 δρχ. εκδόσεως του εγκαλούντος εις διαταγήν του ανωτέρω κατηγορουμένου, που ενσωμάτωναν επί πλέον τοκογλυφικούς τόκους, ύψους 9.057.000 δρχ. επί ποσού 12.500.000 δρχ. (ήτοι επί του κατ' ισομοιρία κεφαλαίου 10.000.000 δρχ. και επί των κατ' ισομοιρία τοκογλυφικών τόκων 2.500.000 δρχ.), ο δε κατηγορούμενος Ν.Κ. έλαβε τις αριθμ. …/20.6.1995, …/20.7.1995, …/25.7.1995, …/30.9.1995 μεταχρονολογημένες τραπεζικές επιταγές, ποσού αντιστοίχως 1.500.000 δρχ., 3.000.000 δρχ., 2850.000 δρχ. και 7.560.000 δρχ. εκδόσεως του εγκαλούντος εις διαταγήν του προαναφερομένου κατηγορουμένου που ενσωμάτωναν επί πλέον τοκογλυφικούς τόκους, ποσού 2.500.000 δρχ. (ήτοι επί του κατ' ισομοιρία κεφαλαίου 10.000.000 δρχ. και επί των κατ' ισομοιρία τοκογλυφικών τόκων 2.500.000 δρχ.). Ακολούθως, ήτοι την 8.4.1996, κατά την παράταση εξοφλήσεως του αυτού πάντα ως άνω δανείου οι εκκαλούντες συνομολόγησαν με το από 8.4.1996 ιδιωτικό συμφωνητικό και έλαβαν από τον εγκαλούντα συναλλαγματικές που ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους που αποδέχτηκε ο δανειολήπτης τους σε αντικατάσταση των προαναφερομένων επιταγών. Συγκεκριμένα ο μεν Δ.Π. έλαβε: 1) οκτώ συν/κες συνολικής αξίας 4.000.000 δρχ., λήξης την 20.5.1996, 2) μια συν/κη αξίας 200.000 δρχ. με ημεροχρονολογία λήξης αυτής την 20.5.1996, 3) μια συν/κη αξίας 4.037.000 δρχ., λήξη ς την 30.7.1996, 4) μια συν/κη αξίας 5.870.000 δρχ. λήξης την 30.6.1997, 5) μια συν/κη αξίας 2.900.000 δρχ. λήξης την 30.7.1997, 6) μια συν/κη αξίας 5.565.000 δρχ. λήξης την 30.8.1997, 7) μια συν/κη αξίας 5.870.000 δρχ. λήξης την 2.9.1997, 8) μια συν/κη αξίας 7.150.000 δρχ. λήξης την 30.9.1997 και 9) μια συν/κη αξίας 5.656.000 δρχ. λήξης την 30.10.1997, ο δε εκκαλών, Ν.Κ. έλαβε 1) μια συν/κη αξίας 3.000.000 δρχ., λήξης την 30.5.1996, 2) μια συν/κη αξίας 3.000.000 δρχ., λήξης την 30.6.1996, 3) μια συν/κη αξίας 3.000.000 δρχ., λήξης την 30.7.1996, 4) μια συν/κη αξίας 1.500.000 δρχ., λήξης την 30.8.1996, 5) μια συν/κη αξίας 3.000.000 δρχ., λήξης την 30.9.1996, 6) μια συν/κη αξίας 5.660.000 δρχ., λήξης την 30.6.1997 και 7) τέσσερις ισόποσες συν/κες, συνολικής αξίας 22.640.000 δρχ., λήξης την 30.7.1997. Επιπροσθέτως οι κατηγορούμενοι προέβησαν δυνάμει της αριθμ. 99/9.4.1996 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου σε εγγραφή προσημείωσης αποθήκης επί τριών ακινήτων του εγκαλούντος μέχρι του ποσού των 90.000.000 δρχ. προς εξασφάλιση της από το ανωτέρω δάνειο απαιτήσεώς τους.

Επίσης το έτος 1997 συνομολόγησαν και έλαβαν ως περιουσιακό ωφέλημα το τίμημα από την πώληση δύο τουριστικών λεωφορείων, ιδιοκτησίας του δανειολήπτη, η αξία των οποίων ανερχόταν στο ποσό των 80.000.000 δρχ. Στη συνέχεια, και συγκεκριμένα την 1.6.2000, ημέρα κατά την οποία ματαιώθηκε με πιέσεις τους η συζήτηση της αίτησης του εγκαλούντος για περιορισμό της εγγραφείσης προσημειώσεως από το ποσό των 90.000.000 δρχ. στο ποσό των 45.000.000 δρχ., εξανάγκασαν από κοινού τον εγκαλούντα να εξοφλήσει σ' αυτούς έως τον μήνα Σεπτέμβριο του 2000 τρεις εκ των προαναφερομένων συν/κων, συνολικού ποσού 18.585.000 δρχ., και συγκεκριμένα τις συν/κες με ημεροχρονολογία λήξης την 2.9.1997, 30.9.1997 και 30.10.1997, ποσού αντιστοίχως 5.870.000 δρχ., 7.150.000 δρχ. και 5.565.000 δρχ. που ενσωμάτωναν τοκογλυφικούς τόκους, ο δε εγκαλών κατέβαλε τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2000 στον εκ των εκκαλούντων Δ.Π. συνολικά το ποσό των 30.141.801 δρχ., εκ των οποίων 12.647.000 δρχ. αντιστοιχούσαν στο ποσό των τριών συν/κων, ποσό των 6.047.000 δρχ. αντιστοιχούσε στους τοκογλυφικούς τόκους, ενώ το ποσό του νόμιμου τόκου που αντιστοιχούσε στο προαναφερόμενο συνολικό ποσό των συν/κων, ήτοι σ' αυτό των 18.585.000 δρχ., ανερχόταν στο ποσό των 2.845.575 δρχ., και, τέλος, ποσό 11.536.801 δρχ. αντιπροσώπευε τόκους υπερημερίας. Με την εξόφληση λοιπόν των προαναφερομένων συν/κων οι εκκαλούντες εισέπραξαν εν τέλει ως τοκογλυφικό τόκο το ποσό των 3.201.425 δρχ., όπως το ποσό αυτό προέκυπτε με την αφαίρεση από το ποσό των 6.047.000 δρχ. του ποσού των 2.845.575 δρχ. που αντιστοιχούσε στους νόμιμους τόκους. Περαιτέρω, κατά τη συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ζακύνθου των από 16.7.2008 και 23.4.2009 αιτήσεων του εγκαλούντος περί εξαλείψεως της προσημείωσης υποθήκης επί των προαναφερομένων ακινήτων αυτού, αξίας 90.000.000 δρχ., που είχε εγγραφεί υπέρ των εκκαλούντων για την εξασφάλιση της δανειακής τους απαιτήσεως κατά τα προαναφερόμενα, αντιδρώντας οι τελευταίοι στην παραδοχή των αιτήσεων για την εξάλειψη της προσημειώσεως δήλωσαν προς το δικαστήριο ότι δεν υπήρχε λόγος να συμβεί αυτό, διότι δεν είχε εξοφληθεί το προς αυτούς οφειλόμενο δάνειο, και με τον τρόπο αυτό επιδίωξαν να λάβουν τοκογλυφικά ωφελήματα, ήτοι να διατηρήσουν υπό δέσμευση την ακίνητη περιουσία του τελευταίου προκειμένου να εξοφληθεί σ' αυτούς το ποσό του δανείου, παρ' ότι αυτό είχε εξοφληθεί. Ενόψει των ανωτέρω το προσβαλλόμενο βούλευμα για μεν τις τοκογλυφικές πράξεις των εκκαλούντων που έλαβαν χώρα από τον μήνα Νοέμβριο του 1994 έως την 8.3.1999 έπαψε οριστικά τη σε βάρος τους ποινική δίωξη λόγω παραγραφής εφαρμόζοντας διαχρονικό δίκαιο κατά τα ειδικότερα σε αυτό αναφερόμενα, ως προς δε τις υπόλοιπες αξιόποινες πράξεις, ήτοι αυτές που περιλαμβάνονται στο χρονικό διάστημα από την 1.6.2000 έως την 23.4.2009 και αμέσως ανωτέρω αναφέρονται λεπτομερώς, παρέπεμψε τους εκκαλούντες ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Πατρών για να δικαστούν για το έγκλημα της τοκογλυφίας από κοινού, κατ' επάγγελμα, κατά συνήθεια και κατ' εξακολούθηση (άρθρα 1, 13στ΄, 14, 27, 45, 51, 52, 79, 98 παρ. 1, 404 παρ. 2, 3 ΠΚ). Κατά της τελευταίας αυτής παραπεμπτικής κρίσης του πρωτοδίκου βουλεύματος βάλλουν με τις κρισιολογούμενες εφέσεις τους οι κατηγορούμενοι υποστηρίζοντας ότι κατέληξε σ' αυτή ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας εσφαλμένως την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση των διατάξεων των άρθρων 45 και 404 παρ. 2 ΠΚ σε αμφότερες τις επιμέρους τοκογλυφικές πράξεις, για τις οποίες παραπέμφθηκαν. Πριν όμως εξετάσουμε την περί εσφαλμένης ερμηνείας των διατάξεων αυτών βασιμότητα των λόγων εφέσεων των εκκαλούντων θα πρέπει προηγουμένως να εκθέσουμε πως στοιχειοθετούνται αντικειμενικά και υποκειμενικά οι ανωτέρω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις. Έτσι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 404 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν 2721/1999 , «1. Όποιος σε δικαιοπραξία για την παροχή οποιασδήποτε πίστωσης, ανανέωσης ή την παράταση προθεσμίας αποπληρωμής εκμεταλλεύεται την ανάγκη, την πνευματική αδυναμία, την κουφότητα, την απειρία ή την ψυχική έξαψη εκείνου που παίρνει την πίστωση, συνομολογώντας ή παίρνοντας για τον εαυτό του ή για τρίτον περιουσιακά ωφελήματα, που ανάλογα με τις ειδικές περιστάσεις είναι προφανώς δυσανάλογα προς την παροχή του υπαιτίου, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή. 2. Με τις ίδιες ποινές τιμωρείται και: α) όποιος ανεξάρτητα από τους πιο πάνω όρους, κατά την παροχή ή την παράταση της προθεσμίας πληρωμής, κατά την ανανέωση ή την προεξόφληση δανείου συνομολογεί ή παίρνει για τον εαυτό του ή για τρίτο περιουσιακά ωφελήματα που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου, β) όποιος απαλλοτριώνει παραπέρα ή δίνει ως ενέχυρο κάποια απαίτηση που απέκτησε και που είναι του είδους που αναφέρεται στη παρ. 1 ή στην παρ. 2α ή επιδιώκει την εκπλήρωση τοκογλυφικών ωφελημάτων που πηγάζουν από την απαίτηση αυτή. 3. Αν ο υπαίτιος επιχειρεί κατ' επάγγελμα ή κατά συνήθεια τοκογλυφικές πράξεις των παρ. 1 και 2, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών και με χρηματική ποινή. 5. Η ποινική δίωξη των πράξεων των παρ. 1 και 2 ασκείται ύστερα από έγκληση». Με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν 2721/1999 επήλθε νομοθετική μεταβολή στις ποινικές κυρώσεις του ανωτέρω εγκλήματος της τοκογλυφίας και ειδικότερα στη μεν παρ. 1 του άρθρου 404 ΠΚ η φράση «με φυλάκιση μέχρι δύο ετών» αντικαταστάθηκε με τη φράση «με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών», στη δε παρ. 3 του άρθρου αυτού η φράση «με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών» αντικαταστάθηκε με τη φράση «με κάθειρξη μέχρι δέκα ετών» ενώ η παρ. 5 του ιδίου άρθρου καταργήθηκε.

Όπως προκύπτει από τις παραπάνω διατάξεις, για την ποινική δίωξη της τοκογλυφίας με την επιβαρυντική περίσταση της κατ' επάγγελμα τέλεσής της πριν από την τροπ. του άρθρου 404 ΠΚ με το άρθρο 14 παρ. 8 του Ν 2721/1999 απαιτείτο έγκληση. Η έγκληση προβλεπόταν μόνο για τις πράξεις της τοκογλυφίας στις παρ. 1 και 2 του άρθρου αυτού από την παρ. 5 του ιδίου άρθρου, η οποία καταργήθηκε με το άρθρο 18 παρ. 8γ΄ του ως άνω νόμου 2721/1999, από της ισχύος του οποίου για την ποινική δίωξη, κάθε μορφής τοκογλυφίας, δεν απαιτείται πλέον έγκληση. Περαιτέρω από τις διατάξεις του άρθρου 404 παρ. 1 και 2α΄ του ΠΚ σαφώς προκύπτει ότι σ' αυτές προβλέπονται δύο αυτοτελείς και διακεκριμένες πράξεις τοκογλυφίας. Ειδικότερα στην πρώτη παράγραφο προβλέπεται η υπό στενή έννοια αισχροκέρδεια, η οποία συνίσταται, πλην άλλων, στην κατά τη σύναψη πιστωτικής δικαιοπραξίας εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λπ. εκείνου που λαμβάνει την πίστωση. Στη δε παρ. 2α΄ προβλέπεται η κυρίως τοκογλυφία, η οποία συνίσταται στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων που υπερβαίνουν το κατά νόμο θεμιτό ποσοστό του τόκου κατά τη σύναψη, παράταση προθεσμίας ή ανανέωση συμβάσεως δανείου χρημάτων και όχι άλλης πιστωτικής δικαιοπραξίας, χωρίς να προαπαιτείται στην περίπτωση αυτή η εκμετάλλευση της ανάγκης κ.λπ. του λαμβάνοντος το δάνειο. Περαιτέρω το έγκλημα της κυρίως τοκογλυφίας θεωρείται συντελεσμένο και αποπερατωμένο με τη συνομολόγηση της τοκογλυφικής σύμβασης και μάλιστα κατά την αρχική σύναψη ή τη μεταγενέστερη παράταση ή την και ανανέωση, έστω και αν στο οφειλόμενο κεφάλαιο συμποσούνται και οι μέχρι τότε παράνομοι τόκοι και εμφανίζονται ενιαίως στο νέο οριστικοποιηθέν κεφάλαιο. Λαμβανομένου δε υπόψιν, ότι είναι έγκλημα διακινδυνεύσεως περιουσίας, δεν είναι αναγκαίο να επέλθει πραγματική ουσιαστική βλάβη στον φερόμενο παθόντα, ήτοι δεν επιβάλλεται η λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων. Ως λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων θεωρείται όχι μόνο η είσπραξη χρημάτων, αλλά και η παραλαβή αξιόγραφων, τα οποία ενσωματώνουν τόκους μη νομίμους, χωρίς να απαιτείται και η είσπραξη ή η επιδίωξη αυτών. Οι ανωτέρω τρόποι τελέσεως του εγκλήματος της τοκογλυφίας είναι αυτοτελείς και ανεξάρτητοι μεταξύ τους και τελούν, εφόσον πραγματωθούν, σε αληθινή πραγματική κι όχι φαινομένη συρροή, δυνάμενοι να εμφανισθούν και με τη μορφή του κατ' εξακολούθηση εγκλήματος με την έννοια του άρθρου 98 ΠΚ, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις, δηλαδή περισσότερες πράξεις που περιέχουν πλήρη τα στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως κάθε εγκληματικής πράξεως από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 404 ΠΚ και απέχουν χρονικώς μεταξύ τους κατά τρόπο, ώστε να καλύπτονται από την ενότητα του δόλου του δράστη. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 13 περ. στ΄ του ΠΚ, όπως το εδάφιο προστέθηκε από το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν 2408/1996 , κατ' επάγγελμα τέλεση της πράξεως συντρέχει, όταν, από την επανειλημμένη τέλεση αυτής ή από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης της πράξης, προκύπτει σκοπός του δράστη για πορισμό εισοδήματος. Επανειλημμένη τέλεση συντρέχει και επί διαπράξεως του εγκλήματος κατ' εξακολούθηση, αφού πρόκειται για μορφή πραγματικής ομοειδούς συρροής. Συνεπώς για τη συνδρομή της επιβαρυντικής περίπτωσης τέλεσης του εγκλήματος κατ' επάγγελμα απαιτείται, αντικειμενικά μεν επανειλημμένη τέλεσή του, υποκειμενικά δε σκοπός του δράστη να πορισθεί εισόδημα από την επανειλημμένη τέλεσή του, χωρίς ν' απαιτείται προηγούμενη καταδίκη του δράστη για το ίδιο έγκλημα. Κατ' επάγγελμα δε τέλεση υπάρχει και όταν η πράξη τελείται το πρώτον, όχι, όμως, ευκαιριακώς, αλλά βάσει σχεδίου, δηλαδή, όταν από την υποδομή που έχει διαμορφώσει ο δράστης και την οργανωμένη ετοιμότητά του, με πρόθεση επανειλημμένης τέλεσης, προκύπτει σκοπός προς πορισμό εισοδήματος. Κατά δε το άρθρο 45 του ΠΚ «Αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός της πράξης». Με τον όρο από “κοινού” νοείται αντικειμενικά σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης και υποκειμενικά κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε συμμέτοχος θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του διαπραττομένου εγκλήματος γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ιδίου εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κυρίας πράξης μπορεί να συνίσταται ή στο ότι ο καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος ή ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις των συμμέτοχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές (βλ. ΑΠ 793/2008 ΠοινΧρ 2009, 251 και ΑΠ 1634/2008 ΠοινΧρ ΝΘ΄, 2009, 633).

Εκθέτοντας λοιπόν, σε σχέση με τις προαναφερόμενες ουσιαστικές ποινικές διατάξεις, οι εκκαλούντες στις υπό κρίσιν εφέσεις τους τις νομικές πλημμέλειες, στις οποίες υπέπεσε το πρωτόδικο βούλευμα κατά την ερμηνεία αυτών, καθώς και τα πραγματικά περιστατικά που τις υποστασιοποιούν, αναφέρουν συγκεκριμένα τα παρακάτω: Όσον αφορά στην πρώτη επιμέρους τοκογλυφική πράξη για την οποία παραπέμπονται, σύμφωνα με την οποία και οι δύο κατηγορούμενοι φέρονται ότι επιδίωξαν από κοινού την είσπραξη των τριών προαναφερομένων συν/κων που είχε στα χέρια του ο δεύτερος εκκαλών (Δ.Π.), αμφότεροι με τους λόγους εφέσεώς τους υποστηρίζουν ότι εσφαλμένως ερμηνεύτηκε η διάταξη του άρθρου 404 παρ. 2 ΠΚ, διότι οι επίδικες συν/κες δεν έφεραν υπογραφή στη θέση του εκδότη και στερούμενες κατά τον τρόπο αυτό εγκυρότητος ως αξιόγραφων δεν θα μπορούσαν να αξιώσουν την εξόφλησή τους. Συνεπώς με βάση τ' ανωτέρω δεν είναι δυνατόν να στοιχειοθετηθεί η έννοια της συνομολόγησης ή της λήψης τοκογλυφικού ωφελήματος και εντεύθεν η επιδίωξη διά δικαστικής αξιώσεως της εξόφλησής τους, πράγμα, άλλωστε, που ουδέποτε επεδίωξαν να κάνουν. Επιπροσθέτως από τον πρώτο εκκαλούντα (Ν.Κ.) υποστηρίζεται με την έφεσή του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση εσφαλμένως ερμηνεύτηκε και η διάταξη του άρθρου 45 ΠΚ, διότι, όπως συνάγεται από την απλή επισκόπηση των επίδικων ως άνω συναλλαγματικών, ο ίδιος δεν έχει θέσει την υπογραφή του σε καμία εξ αυτών και με οποιαδήποτε ιδιότητα και συνεπώς δεν τέλεσε την τοκογλυφική πράξη της επιδίωξης της είσπραξης των συν/κων πραγματώνοντας την αντικειμενική υπόσταση της πράξης αυτής είτε εν όλω είτε με συγκλίνουσα ενέργεια. Περαιτέρω, και σε σχέση με τη δεύτερη επιμέρους τοκογλυφική πράξη, για την οποία παραπέμπονται, ήτοι αυτήν κατά την οποία με τη δήλωση που υπέβαλαν στο δικαστήριο ότι δεν πρέπει να γίνουν δεκτές από αυτό οι αιτήσεις του εγκαλούντος για εξάλειψη της προσημειώσεως υποθήκης τους επί των ακινήτων του τελευταίου, που ως ασφαλιστικό μέτρο είχε ληφθεί προς εξασφάλιση του δανείου τους προς τον εγκαλούντα με τους τοκογλυφικούς τόκους που αυτό ενσωμάτωνε επιδίωξαν εξωδικαστικώς τοκογλυφικά ωφελήματα με την έννοια μάλλον της δυνατότητος που θα τους έδινε η απόρριψη των αιτήσεων του εγκαλούντος και εντεύθεν η διατήρηση της προσημειώσεως της υποθήκης επί των ακινήτων αυτού να επιδιώξουν την είσπραξη του κεφαλαίου του δανείου με τους τοκογλυφικούς τόκους που ενσωμάτωνε. Και όσον αφορά, κατ' αρχήν, στις αιτιάσεις ότι το προσβαλλόμενο βούλευμα εσφαλμένως ερμήνευσε τις διατάξεις των άρθρων 45 και 402 παρ. 2 του ΠΚ σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν και συγκροτούν την πρώτη από τις επιμέρους τοκογλυφικές πράξεις που τους αποδίδονται ότι τέλεσαν φρονούμε ότι κατά την αναφορά τους στο γεγονός ότι η έλλειψη κύρους των συναλλαγματικών που αποδέχτηκαν ως αξιογράφων λόγω ανυπαρξίας υπογραφής στη θέση του εκδότη καθιστούν αδύνατη τη συγκρότηση της έννοιας της συνομολόγησης ή της λήψης και εντεύθεν της δικαστικής επιδιώξεως εξοφλήσεως αυτών, την οποία τοκογλυφική πράξη (: επιδίωξη εισπράξεως) για την οποία παραπέμπονται ούτως ή άλλως δεν πραγμάτωσαν είτε από κοινού είτε κατά μόνας, είναι φανερό ότι πλήττουν την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων ουσιαστική κρίση του συμβουλίου, το οποίο αντιθέτως δέχτηκε ότι έλαβε χώρα από τους εκκαλούντες η επιδίωξη εισπράξεως των επίμαχων συναλλαγματικών υπό την μορφή ασκήσεως πιέσεων προς τον εγκαλούντα ώστε ο τελευταίος να καταβάλει το ποσό τριών από αυτές που κατείχε ο δεύτερος εκκαλών, Δ.Π. Θα ήταν δε παραδεκτός ο λόγος εφέσεως των εκκαλούντων αν αμφισβητούσε με συγκεκριμένο τρόπο ότι η ερμηνευτική θέση του προσβαλλομένου βουλεύματος ότι ο εξαναγκασμός του εγκαλούντος από τους κατηγορουμένους να καταβάλει το ποσό των επίδικων συναλλαγματικών συνιστά επιδίωξη εισπράξεως τοκογλυφικού ωφελήματος ήταν ορθή. Τέτοιο ζήτημα όμως δεν συνάγεται ότι τέθηκε από τους λόγους εφέσεως των εκκαλούντων. Περαιτέρω την ως άνω ουσιαστική κρίση του προσβαλλομένου πλήττει κατά τον ίδιο τρόπο και ο πρώτος εκκαλών με τον επί πλέον λόγο εφέσεως που αφορά στην παραπομπή του για από κοινού τέλεση της προαναφερομένης αξιόποινης πράξεως, καθώς ισχυρίζεται ότι η παραπομπή του είναι εσφαλμένη, διότι ο ίδιος ως μη έχων θέσει την υπογραφή του επί των επίδικων συν/νων, δεν θα μπορούσε και να τις εισπράξει δικαστικά είτε από μόνος του είτε από κοινού πραγματώνοντας εν όλω ή εν μέρει την αξιόποινη πράξη για την οποία παραπέμφθηκε. Αποσιωπά όμως ότι το πρωτόδικο βούλευμα τον παραπέμπει για επιδίωξη εξωδίκως εξοφλήσεως των συναλλαγματικών. Αλλά, πέραν αυτών, και μόνο για την κατάδειξη του εσφαλμένου του ως άνω νομικού τους επιχειρήματος περί εσφαλμένης ερμηνείας όσον αφορά στη συνομολόγηση και λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων από άκυρες συναλλαγματικές, επικουρικώς αναφέρουμε ότι σε σχέση με τη δυνατότητα δικαστικής επιδιώξεως της απαίτησης από άκυρους αξιογραφικούς τίτλους, όπως οι συναλλαγματικές, βεβαίως είναι δυνατή αυτή, διότι τα άκυρα αξιόγραφα μπορεί να ισχύσουν μεταξύ του εκδότη και του αποδέκτη που υποσχέθηκε την πληρωμή στον πρώτο ή εις διαταγήν του ως αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους κατά τη συναγόμενη από αυτά πρόθεση των μερών [βλ. σχετ. την αριθμ. 36/2011 απόφαση ΕφΠειρ (πολιτική)]. Όσον όμως αφορά στον έτερο ως άνω λόγο εφέσεως των εκκαλούντων που αναφέρεται στη δεύτερη αξιόποινη πράξη για την οποία επίσης παραπέμπονται και κατά τον οποίο υπήρξε κατά την εξενεχθείσα σε βάρος τους παραπεμπτική κρίση του συμβουλίου εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της επιδίωξης τοκογλυφικών ωφελημάτων σε βάρος του εγκαλούντος ως τρόπου τέλεσης από πλευράς τους της αξιόποινης πράξης της τοκογλυφίας δεδομένου ότι το συμβούλιο εξέλαβε ως εξωδικαστική επιδίωξη τον προβληθέντα εις το δικαστήριο, και προς αποτροπήν αποδοχής από αυτό των αιτήσεων του εγκαλούντος για εξάλειψη της προσημειώσεως υποθήκης επί ακινήτων του, ισχυρισμό τους περί μη εξοφλήσεως του δανείου, φρονούμε ότι βασίμως προβάλλεται. Τούτο διότι, οι εκκαλούντες με τον ως άνω ισχυρισμό τους δεν επιδίωκαν αφενός δικαστικώς τη λήψη τοκογλυφικών ωφελημάτων, διότι αυτά, που ήταν ενσωματωμένα στα προαναφερόμενα αξιόγραφα για το ληφθέν από τον εγκαλούντα δάνειο, ήδη τα είχαν εξασφαλίσει με την εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης επί των ακινήτων του από πολλού χρόνου πριν, όπως αναφέρεται ανωτέρω, αφετέρου δε εξωδίκως, διότι δεν μπορεί να εκλαμβάνεται κατά λογικό τρόπο ως συντελεσμένη επιδίωξη προς είσπραξη τοκογλυφικών ωφελημάτων το ενδεχόμενο πραγματώσεως αυτής στο μέλλον, όπως πράττει το Συμβούλιο με την αναφορά του σε εξωδικαστική επιδίωξη. Η ανωτέρω ενέργεια των εκκαλούντων προσιδιάζει με προπαρασκευαστική πράξη (διατήρηση δεσμευμένης της περιουσίας του εγκαλούντος), την οποία θα ακολουθούσε στο μέλλον η επιδίωξη εξοφλήσεως του δανείου, που δεν είχε λάβει χώρα (βλ. σχετ. για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της επιδίωξης σε Αδάμ Παπαδαμάκη, Τα περιουσιακά εγκλήματα, άρθρα 385-406 ΠΚ, σελ. 261 ό.π.). Ούτε δε περαιτέρω τα προαναφερόμενα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι προέκυψαν το προσβαλλόμενο βούλευμα και ακολούθως υπήγαγε στην αξιόποινη αυτή πράξη της τοκογλυφίας με τη μορφή της επιδίωξης στοιχειοθετούν οποιαδήποτε άλλη μορφή τελέσεως του αποδιδομένου σ' αυτούς εγκλήματος.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα πρέπει το Συμβούλιό σας, κατ' άρθρο 317 παρ. 1, 318, 319 παρ. 3, 476 παρ. 1 και 481 ΚΠΔ, ν' αποφανθεί: α) Να γίνουν εν μέρει τυπικά και ουσιαστικά δεκτές οι κρισιολογούμενες εφέσεις των εκκαλούντων κατά του αριθμ. 33/2012 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημ/κων Ζακύνθου και να μην γίνει κατηγορία εναντίον των εκκαλούντων για τη δευτέρα και τρίτη από τις ως άνω αξιόποινες πράξεις της τοκογλυφίας από κοινού κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια και κατ' εξακολούθηση, που φέρονται ότι τέλεσαν στην Ζάκυνθο, την 16.7.2008 και 23.4.2009, εξαφανιζομένου συνεπώς του προσβαλλομένου βουλεύματος ως προς τη διάταξή του αυτή, β) ν' απορριφθούν ως απαραδέκτως ασκηθείσες οι εφέσεις τους κατά του προαναφερομένου εκκαλουμένου βουλεύματος όσον αφορά στη διάταξη αυτού που αφορά στην παραπομπή τους για την πρώτη εξ αυτών αξιόποινη πράξη της από κοινού τέλεσης της τοκογλυφίας κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια, όχι όμως κατ' εξακολούθηση, όπως επιτρεπτά πλέον, μετά την εξαφάνιση του βουλεύματος για τις λοιπές ως άνω πράξεις, βελτιώνεται η κατηγορία, που φέρονται ότι τέλεσαν στην Ζάκυνθο, κατά το χρονικό διάστημα από την 1.6.2000 έως τον μήνα Σεπτέμβριο 2000.

πηγή: nbonline.gr

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.