Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας - Διευθυντικό δικαίωμα (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 13/2012)

Διατάξεις: άρθρα 7 [παρ. 1] Ν 2112/1920 , 281, 648, 652 ΑΚ

Η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία του εργοδότη στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεως παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, οπότε συντελείται νέα, τροποποιητική της αρχικής, σύμβαση εργασίας, είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του να αξιώσει την οφειλόμενη αποζημίωση, είτε να αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση των όρων αυτών. Τέτοια περίπτωση βλαπτικής μεταβολής της συμβάσεως εργασίας, κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, συντρέχει και όταν ο εργοδότης, στα πλαίσια της γενομένης οργανωτικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, τοποθετεί τον μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία προηγουμένως είχε τοποθετηθεί, και με άλλο αντικείμενο απασχολήσεως, εφόσον τα νέα αυτά καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική ζημιά, όπως μείωση των αποδοχών του ή ηθική βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός δικαιούται, εκτός άλλων, αφού εκφράσει την αντίδρασή του για τη βλαπτική μεταβολή, να παραμείνει στη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να τον απασχολεί ο εργοδότης στην υπηρεσία που προηγουμένως ήταν τοποθετημένος ή σε παρεμφερή υπηρεσία και να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών, που είχε για την εργασία του στην προηγούμενη υπηρεσία και των αποδοχών, που του καταβάλλει για τα νέα καθήκοντά του. Επιπλέον, εάν η επιχειρηθείσα από τον εργοδότη μεταβολή, καθ’ υπέρβαση των τασσομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων, προσβάλλει την προσωπικότητα του μισθωτού, ως προς την επαγγελματική του αξία και τον εκθέτει στους συναδέλφους του και γενικά στο κοινωνικό του περιβάλλον, ο μισθωτός μπορεί να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από την παραπάνω πράξη του εργοδότη. Από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν 2112/1920 , και των άρθρων 648, 652 και 281 ΑΚ, προκύπτει ότι μονομερής βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας υπάρχει όταν ο εργοδότης επιχειρεί χωρίς τη συγκατάθεση του μισθωτού τροποποίηση των όρων αυτών, χωρίς να έχει τέτοια ευχέρεια από όρο της συμβάσεως ή το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως, ενώ καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη υπάρχει όταν η μονομερής μεταβολή γίνεται από αυτόν σύμφωνα μεν με τους όρους της συμβάσεως ή του νόμου ή του κανονισμού εργασίας, αλλά καθ’ υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. Η υπέρβαση των παραπάνω ορίων συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως, αφού η μεταβολή αυτή επέρχεται κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ. Ειδικότερα ο μονομερής προσδιορισμός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εργοδότης βάσει του διευθυντικού του δικαιώματος, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης. Αν ο μονομερής προσδιορισμός της παροχής εργασίας δεν αποβλέπει στην πραγματοποίηση των παραπάνω σκοπών, αλλά άλλων, άσχετων με αυτούς, επιδιώξεων του εργοδότη, τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος. Και τούτο γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώματος να λαμβάνει υπόψη, κατά την άσκησή του και κατά το μέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογημένα συμφέροντα και τις δικαιολογημένες προσδοκίες του άλλου μέρους. Τούτο, ιδίως, επιβάλλεται επί συμβάσεως παροχής εξαρτημένης εργασίας, καθόσον το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη για προσδιορισμό των όρων εκπλήρωσης της παροχής από το μισθωτό αποτελεί μονομερή εξουσία αυτού, η άσκηση της οποίας υπόκειται στους περιορισμούς που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη, ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, έστω και αν η εξουσία αυτού στηρίζεται στο νόμο ή στη συμφωνία των μερών. Περαιτέρω, από τις παραπάνω διατάξεις σε συνδυασμό και με εκείνες των άρθρων 656, 349-351, 57, 200, 288 ΑΚ και 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955 προκύπτει, ότι η βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της συμβάσεως δεν επιφέρει τη λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει το μισθωτό να αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ’ αυτόν το δικαίωμα είτε να αποδεχθεί τη μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, οπότε συντελείται νέα, τροποποιητική της αρχικής, σύμβαση εργασίας, είτε να θεωρήσει τη μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της συμβάσεως από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του να αξιώσει την οφειλόμενη αποζημίωση, είτε να αποκρούσει τη μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους, αξιώνοντας την τήρηση των όρων αυτών. Τέτοια περίπτωση βλαπτικής μεταβολής της συμβάσεως εργασίας, κατά παράβαση του άρθρου 281 ΑΚ, συντρέχει και όταν ο εργοδότης, στα πλαίσια της γενομένης οργανωτικής αναδιαρθρώσεως της επιχειρήσεώς του, τοποθετεί τον μισθωτό σε άλλη υπηρεσία σε σχέση με εκείνη, στην οποία προηγουμένως είχε τοποθετηθεί, και με άλλο αντικείμενο απασχολήσεως, εφόσον τα νέα αυτά καθήκοντα είναι υποδεέστερα για τον εργαζόμενο και συνεπάγονται άμεση ή έμμεση υλική ζημιά, όπως μείωση των αποδοχών του ή ηθική βλάβη. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός δικαιούται, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 648, 652, 656, 349-351 του ΑΚ, 7 παρ. 1 του Ν 2112/1920 και 5 παρ. 3 του Ν 3198/1955 , εκτός άλλων, αφού εκφράσει την αντίδρασή του για τη βλαπτική μεταβολή, να παραμείνει στη νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητώντας να τον απασχολεί ο εργοδότης στην υπηρεσία, που προηγουμένως ήταν τοποθετημένος ή σε παρεμφερή υπηρεσία και να του καταβάλει τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών, που είχε για την εργασία του στην προηγούμενη υπηρεσία και των αποδοχών, που του καταβάλλει για τα νέα καθήκοντά του. Επιπλέον, εάν η επιχειρηθείσα από τον εργοδότη μεταβολή, καθ’ υπέρβαση των τασσομένων από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ ορίων, προσβάλλει την προσωπικότητα του μισθωτού (57 ΑΚ), ως προς την επαγγελματική του αξία και τον εκθέτει στους συναδέλφους του και γενικά στο κοινωνικό του περιβάλλον, ο μισθωτός μπορεί να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη από την παραπάνω πράξη του εργοδότη. [...] Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Με το άρθρο 1 του Ν 1730/1987 ιδρύθηκε, με τη μορφή ΝΠΙΔ για την ελληνική ραδιοφωνία και τηλεόραση, η εκκαλούσα (ήδη αναιρεσείουσα) ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΑ - ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ» και το διακριτικό τίτλο «ΕΡΤ ΑΕ», στην οποία συγχωνεύθηκαν, εκτός των άλλων, η ΕΡΤ1 και η ΕΡΤ2, τη λειτουργία των οποίων συνεχίζει αυτή, ως καθολική, διάδοχός τους, ενώ το προσωπικό τους που υπηρετούσε, ως τακτικό προσωπικό ή με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου με σύμβαση έμμισθης εντολής, αυτοδικαίως, θεωρήθηκε δικό της προσωπικό και συνέχισε να παρέχει τις υπηρεσίες του σ’ αυτήν με την ίδια σχέση εργασίας και με την ίδια ειδικότητα (άρθρ. 12 και 15 του ως άνω ιδρυτικού της νόμου). Ο εφεσίβλητος (ήδη αναιρεσίβλητος), ο οποίος είναι κάτοχος δυο πτυχίων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, προσέφερε τις υπηρεσίες του στη, μετέπειτα συγχωνευθείσα στην εκκαλούσα, ΕΡΤ2 από το έτος 1984, αρχικά δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων μισθώσεως έργου, ως τεχνικός, και από το έτος 1985, δυνάμει μεταξύ τους καταρτισθείσας συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ως σύμβουλος προγράμματος Τ/Ο - Ρ/Φ - Κ/Φ. Έκτοτε, προσέφερε τις υπηρεσίες του σε διάφορες θέσεις ευθύνης και δη έως τις 5.6.1985, ως Προϊστάμενος του τμήματος Ελέγχου Προγράμματος και από τις 6.6.1985 έως τις 26.11.1985, ως Διευθυντής Προγραμμάτων στην ΕΡΤ2. Ακολούθως εις εκτέλεση της από 13.11.1985 ΚΥΑ του Υπουργού Πολιτισμού και του Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης αποσπάστηκε σε προσωρινή θέση στο πολιτικό γραφείο του Υφυπουργού Πολιτισμού ..., όπου και υπηρέτησε περί τα τρία έτη, ενώ εν συνεχεία, εις εκτέλεση της Φ.910.27/23/Η 4912/20.7.1988 ΚΥΑ Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και Υφυπουργού Προεδρίας της Κυβέρνησης αποσπάστηκε σε προσωρινή θέση στο πολιτικό γραφείο του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων ..., όπου και παρέμεινε για άλλα τρία έτη, ήτοι μέχρι τις 11.4.1991 οπότε και τοποθετήθηκε ως μέλος της Επιτροπής Κοστολογίου της ΕΤ2. Ήδη, μετά τη συγχώνευση στην εκκαλούσα της πρώην ΕΡΤ2, ο εφεσίβλητος, εντάχθηκε από 1.5.1989, στο μεταβατικό κλάδο ΤΕΠ-Μ2: Σχεδιαστών - Ελεγκτών Προγραμμάτων. Από τις 30.12.1993 έως τις 30.5.1995 του ανατέθηκαν καθήκοντα Διευθυντή Γραφείου Προέδρου Διευθύνοντος Συμβούλου του ΔΣ της εκκαλούσας, ενώ στις 2.6.1995, τοποθετήθηκε στην ιεραρχικά ανώτατη θέση του Γενικού Διευθυντή της ΕΤ1, όπου παρέμεινε μέχρι τις 6.3.1996. Ακολούθως, στις 9.5.1996, τοποθετήθηκε Προϊστάμενος του γραφείου Προέδρου του ΔΣ, παρέμεινε δε στη θέση αυτή μέχρι τις αρχές Απριλίου 2002. Με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 15348/22.4.2002 απόφαση της Γενικής Διεύθυνσης της εκκαλούσας του ανατέθηκαν καθήκοντα Συντονιστή του Τηλεοπτικού και του Ραδιοφωνικού Προγράμματος της ΕΡΤ, με έμφαση σε εκείνα που απευθύνονται στον απόδημο Ελληνισμό και ειδικότερα του ανατέθηκαν τα καθήκοντα του Συντονιστή του ενημερωτικού, επιμορφωτικού και ψυχαγωγικού προγράμματος της ΕΡΤ-SAT (Διεύθυνση Διεθνών Τηλεοπτικών Εκπομπών) και της ΕΡΑ 5 (Διεύθυνση Διεθνών Ραδιοφωνικών Εκπομπών), ενώ με την ίδια απόφαση αποφασίστηκε η καταβολή σ’ αυτόν του ειδικού επιδόματος αυξημένης ευθύνης, όπως αυτό είχε καθοριστεί με την υπ’ αριθμ. πρωτ. 335/14.3.2002 απόφαση του Προέδρου ΔΣ-Διευθύνοντος Συμβούλου της εκκαλούσας. Στις 7.4.2005, με την 2495/2005 απόφαση των Γενικών Διευθυντών Τηλεόρασης και Ραδιοφωνίας της εκκαλούσας, εν σχέσει με τα καθήκοντα του εφεσιβλήτου, αποφασίστηκαν τα ακόλουθα επί λέξει: «Τροποποιούμε την 15348/22.4.2002 απόφασή μας ως ακολούθως: Αναθέτουμε καθήκοντα Συντονιστή του Ραδιοφωνικού προγράμματος της ΕΡΤ, με έμφαση σε εκείνα που απευθύνονται στον απόδημο ελληνισμό, στον τακτικό υπάλληλο Γ. Σ. Στον παραπάνω αναθέτουμε ειδικότερα τα καθήκοντα του Συντονιστή του ενημερωτικού, επιμορφωτικού και ψυχαγωγικού προγράμματος της ΕΡΑ 5 (Δ/νσης Διεθνών Ραδιοφωνικών Εκπομπών). Κατά τα λοιπά ισχύει η ως άνω απόφασή μας». Με την τελευταία απόφαση ουσιαστικά αφαιρέθηκαν από τον εφεσίβλητο τα καθήκοντα του Συντονιστή του Τηλεοπτικού Προγράμματος της ΕΡΤ, τα οποία ασκούσε από 10.4.2002, περιορισθείς σ’ αυτά του Συντονιστή του Ραδιοφωνικού Προγράμματος της ΕΡΤ με έμφαση σε εκείνα που απευθύνονται στον απόδημο ελληνισμό και δη σ’ αυτά του Συντονιστή του ενημερωτικού, επιμορφωτικού και ψυχαγωγικού προγράμματος της ΕΡΑ 5, τα οποία, επίσης, ασκούσε από 10.4.2002. Ακολούθως, με την 310.483/13.6.2005 απόφαση του Γενικού Διευθυντή Ραδιοφωνίας, ανακλήθηκε η προηγούμενη υπ΄ αριθμ. 2495/2005 απόφαση από 15.6.2005, οπότε ο εφεσίβλητος απηλλάγη των ως άνω καθηκόντων του και τοποθετήθηκε πλέον ως υπάλληλος βάσης, ενώ έκτοτε έπαυσε η προς αυτόν καταβολή του ειδικού επιδόματος αυξημένης ευθύνης. Με το από 30.6.2005 έγγραφό του προς τον Πρόεδρο του ΔΣ και Διευθύνοντα Σύμβουλο της εκκαλούσας, ο εφεσίβλητος διαμαρτυρήθηκε για την ενέργεια αυτή του Γενικού Διευθυντή Ραδιοφωνίας, θεωρώντας ότι έχει υποβιβαστεί για λόγους μη υπηρεσιακούς, αλλά καθαρά πολιτικούς και δη, διότι υπήρξε στενός συνεργάτης και Διευθυντής του γραφείου του νυν Προέδρου του ΠΑΣΟΚ επί δεκαετία και επί δύο φορές υποψήφιος βουλευτής του ΠΑΣΟΚ στη Μεσσηνία, συμμετείχε, δε, ενεργώς στα συνδικαλιστικά δρώμενα του συλλόγου του, έχοντας μάλιστα εκλεγεί, ως εκπρόσωπος των εργαζομένων στο ΔΣ της εκκαλούσας, ζητώντας να αρθεί η σε βάρος του αδικία και να αξιοποιηθεί από την εταιρία σε θέση ανάλογη με τα προσόντα του και την εμπειρία του, όπως συνέβαινε πριν από την προαναφερόμενη υπηρεσιακή μετακίνησή του, άλλως δήλωνε ότι θα στρεφόταν δικαστικά κατά της εκκαλούσας, ενώ εν συνεχεία με την από 6.7.2005 αίτησή του, ζήτησε να μετακινηθεί στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων, αφού μετά την ένταξή του στο προσωπικό βάσης δεν μπορούσε πλέον να παραμείνει στη δύναμη του γραφείου της Γενικής Διεύθυνσης της ΕΡΑ. Για τη θέση του Συντονιστή του Ραδιοφωνικού προγράμματος της ΕΡΤ για τον απόδημο ελληνισμό, την οποία κατείχε ο εφεσίβλητος μέχρι τις 15.6.2005, προσελήφθη ο μη ανήκων στο προσωπικό της εκκαλούσας, αθλητικός δημοσιογράφος, Κ. Β., ως προσωπικό ειδικών θέσεων, ενώ ο εφεσίβλητος αδρανοποιήθηκε πλήρως, καθώς επί τέσσερις μήνες δεν του είχε ανατεθεί οποιοδήποτε εργασιακό αντικείμενο και δεν διέθετε δικό του γραφείο, ακολούθως, δε, τοποθετήθηκε, ως βασικό προσωπικό, στη Διεύθυνση Δημοσίων Σχέσεων της εκκαλούσας, χωρίς να προκύπτει το ακριβές αντικείμενο της εργασίας του. Η απαλλαγή του εφεσιβλήτου από τα ως άνω καθήκοντα του Συντονιστή, η αδρανοποίησή του επί τέσσερις μήνες και κυρίως η εν συνεχεία ανάθεση σ’ αυτόν, ως ανήκοντος πλέον στο βασικό προσωπικό, καθηκόντων, καταφανώς υποδεέστερων, έγινε από την εκκαλούσα, με βάση μεν το διευθυντικό της δικαίωμα, χωρίς, όμως, να εξυπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώματος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση των υπηρεσιών της, αλλά από εμπάθεια και εκδικητικά, χωρίς υπαιτιότητα του εφεσιβλήτου, εξαιτίας των γνωστών αντίθετων πολιτικών του πεποιθήσεων. Πράγματι η μη αξιοποίηση από την εκκαλούσα της μη αμφισβητούμενης απ’ αυτόν ευδόκιμης υπηρεσίας του και της πολύχρονης εμπειρίας του σε υψηλές θέσεις της ιεραρχίας, δεν εξυπηρετούσε καμία υπηρεσιακή της ανάγκη ή σκοπό, αλλά υπαγορεύθηκε από λόγους εμπάθειας, λόγω της γνωστής πολιτικής του τοποθέτησης και της ιδιότητάς του ως στελέχους του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Χαρακτηριστικό είναι ότι η εκκαλούσα δεν αμφισβητεί την εμπειρία του ενάγοντος, ούτε καταλογίζει σ’ αυτόν οποιαδήποτε πλημμέλεια ή ανεπάρκεια ως προς την άσκηση των καθηκόντων του, ισχυρίζεται, δε, ότι η τοποθέτηση στη θέση του εφεσιβλήτου του μη ανήκοντος στο προσωπικό της, ως άνω αθλητικού δημοσιογράφου Κ. Β., έγινε στα πλαίσια της ανάγκης αναδιοργάνωσης των προγραμμάτων της, που αφορούν τον απόδημο ελληνισμό, του οποίου βασικό μέρος είναι οι Έλληνες ναυτικοί σε ποντοπόρα πλοία, οι οποίοι ζητούν πολλά αθλητικά προγράμματα, για το λόγο δε αυτό η ΕΡΑ 5 αναμεταδίδει μεγάλα αθλητικά γεγονότα, ο δε νέος Συντονιστής, ως έμπειρος αθλητικός δημοσιογράφος, μπορούσε να συμβάλλει στην περαιτέρω βελτίωση των Ρ/Φ προγραμμάτων που αφορούν τους απόδημους Έλληνες. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός, ανεξαρτήτως του ότι δεν είναι πειστικός, προτείνεται αλυσιτελώς, καθόσον κρίσιμο εν προκειμένω δεν είναι η απαλλαγή του εφεσιβλήτου από τα καθήκοντα του Συντονιστή και η ανάθεση αυτών στον ως άνω δημοσιογράφο, αλλά η αδρανοποίηση του επί πολλά έτη θητεύσαντος σε επιτελικές θέσεις εφεσιβλήτου και η εν συνεχεία θέση αυτού εκτός ιεραρχικής κλίμακας με την ανάθεση σ’ αυτόν καταφανώς υποδεέστερων καθηκόντων, αυτών, δηλαδή, του βασικού προσωπικού. Δεν έχει καταγραφεί άλλος παρόμοιος υποβιβασμός στο προσωπικό της εκκαλούσας, δηλαδή η ανάθεση καθηκόντων βασικού προσωπικού σε υπάλληλό της που είχε τοποθετηθεί προηγουμένως στη 2η θέση της ιεραρχίας, δηλαδή αυτή του Γενικού Διευθυντή (όπως ο εφεσίβλητος), ο οποίος υπόκειται ιεραρχικά μόνο στον Πρόεδρο ΔΣ - Διευθύνοντα Σύμβουλο της εκκαλούσας. Από την υπηρεσιακή αυτή μετακίνηση του εφεσιβλήτου προκλήθηκε ζημία σ’ αυτόν τόσο υλική, αφού συνεπεία αυτής διεκόπη η προς αυτόν καταβολή του επιδόματος αυξημένης ευθύνης, ποσού 1.200€ μηνιαίως, όσο και ηθική, δεδομένου ότι η συνεχής δωδεκαετής θητεία του σε επιτελικές θέσεις, συνέδεσε το πρόσωπό του με τη θέση αυτού, ως ανώτατου στελέχους της εκκαλούσας στη συνείδηση των συναδέλφων του και η ως άνω μετακίνησή του και ο εξ αυτής υποβιβασμός του, αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων και δημιούργησε κλίμα αμφισβήτησης και δυσπιστίας στο πρόσωπό του στον κύκλο των συναδέλφων του, των οποίων μέχρι πρότινος και επί μακρόν προΐστατο. Ενόψει αυτών, καταλήγει το Εφετείο, η μετακίνησή του από τη θέση του Συντονιστή του Ραδιοφωνικού Προγράμματος της εκκαλούσας στο βασικό προσωπικό της, υπερβαίνουσα προφανώς τα όρια τα επιβαλλόμενα από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος, συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της τελευταίας, με συνέπεια την πρόκληση ηθικής και περιουσιακής ζημίας του εφεσιβλήτου και αποτελεί μονομερή από την εκκαλούσα βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως εργασίας και προσβολή της προσωπικότητας του εφεσιβλήτου ως προς την επαγγελματική της έκφανση. Με τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση της αναιρεσείουσας κατά της 64/2008 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία τούτο είχε δεχθεί ότι η μετακίνηση του εφεσιβλήτου και ο εξ αυτής υποβιβασμός του συνιστούν καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της, ένεκα της οποίας αυτός έχει υποστεί υλική και ηθική ζημία, και μετά ταύτα την υποχρέωσε να τον απασχολεί με τους προ της μεταβολής όρους, καθώς και να του καταβάλει το ποσό των 14.400€ για την ανόρθωση της ζημίας που υπέστη ένεκα της περικοπής του επιδόματος αυξημένης ευθύνης (ήτοι 1.200€ x 12 μήνες), αναγνώρισε δε και την υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 1.000€, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Με την κρίση του αυτή το Εφετείο δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, τις ανωτέρω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, καθόσον η κρίση περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος της εργοδότιδας, της προσβολής της προσωπικότητας του αναιρεσιβλήτου και της πρόκλησης ηθικής βλάβης και υλικής ζημίας, δικαιολογείται από τα παραπάνω δεκτά γενόμενα περιστατικά, και είναι αβάσιμοι οι, από το άρθρο 559 αρ. 1, ενιαίως κρινόμενοι, με στοιχ. Ι.α, Ι.γ (κατά το πρώτο μέρος του), ΙΙ και ΙΙΙ λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους προβάλλεται η σχετική πλημμέλεια. Επίσης, με βάση τις ανωτέρω παραδοχές και κρίνοντας κατά τον ανωτέρω μνημονευόμενο τρόπο, διέλαβε στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του πλήρεις και επαρκείς αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο των διατάξεων, που εφάρμοσε, αφού το αποδεικτικό πόρισμα είναι πλήρες και σαφές στα κρίσιμα για την έκβαση της δίκης, ως άνω, ζητήματα. Συνεπώς και ο με στοιχ. Ι.γ (κατά το δεύτερο μέρος του), από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος. Με τον, από το άρθρο 559 αρ. 11 γ’ ΚΠολΔ, με στοιχ. Ιβ, (κατά το πρώτο μέρος του) λόγο της αναιρέσεως, κατ’ εκτίμηση του περιεχομένου του, η αναιρεσείουσα προβάλει πλημμέλεια της προσβαλλόμενης απόφασης, συνισταμένη στο ότι το Εφετείο, αν και έλαβε υπόψη του την, από 30.6.2005, επιστολή του αναιρεσίβλητου, προς τον τότε πρόεδρο της ΕΡΤ-ΑΕ, όμως δεν έλαβε υπόψη και την ομολογία του, που περιέχεται σ’ αυτήν και αναφέρεται στο ουσιώδες περιστατικό της άσκησης του παραπάνω δικαιώματός της. Ο παραπάνω λόγος είναι απαράδεκτος, διότι ο τρόπος ασκήσεως από το Δικαστήριο της ουσίας της διακριτικής ευχέρειάς του να συναγάγει από το παραπάνω έγγραφο (κατά την ΚΠολΔ 352 παρ. 2), ομολογία ή άρνηση του συγκεκριμένου ισχυρισμού, δεν υπόκειται σε αναιρετικό έλεγχο, από το δικαστήριο της ουσίας, διότι αφορά στην εκτίμηση πραγμάτων. Τέλος απαράδεκτος είναι και κατά το δεύτερο μέρος του ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια, ότι το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τον ουσιώδη, για την έκβαση της δίκης και τη νόμιμη άσκηση του δικαιώματός της, ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι ο αναιρεσίβλητος, ομολόγησε ότι η συμπεριφορά των οργάνων της διοίκησής της ήταν αψεγάδιαστη και ζήτησε να αξιοποιηθεί σε θέση ανάλογη με τα προσόντα και την εμπειρία του, διότι αυτά τα πραγματικά περιστατικά δεν θεμελιώνουν αυτοτελή ισχυρισμό, αλλά συνιστούν επιχειρήματα διαδίκου. Μετά από αυτά, πρέπει ν’ απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης, να καταδικασθεί δε η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα. (Απορρίπτει την αίτηση για αναίρεση της με αριθμό 7428/2009 απόφασης του Εφετείου Αθηνών).

πηγή: nbonline.gr

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.