Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Αδικοπραξία - Περίπτωση απάτης από περισσότερα του ενός προσώπων - Ευθύνη εις ολόκληρον αυτών, εφόσον έδρασαν όλοι με δόλο (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 731/2011)

Περίληψη: Αδικοπραξία. Προϋποθέσεις ευθύνης προς αποζημίωση. Σε περίπτωση που για την επέλευση της ζημίας συνέβαλε η συμπεριφορά περισσοτέρων προσώπων είναι αδιάφορο αν οι συμμέτοχοι έδρασαν χωρίς κοινή υπαιτιότητα και ο βαθμός της αιτιώδους συμβολής τους ενδιαφέρει μόνο για την άσκηση του δικαιώματος αναγωγής μεταξύ τους. Περίπτωση απάτης από περισσότερα του ενός προσώπων. Ευθύνη εις ολόκληρον αυτών, εφόσον έδρασαν όλοι με δόλο. Εξαιρετέοι μάρτυρες. Εφόσον επιτρέπεται η λήψη υπόψη άκυρων, αλλά υποστατών αποδεικτικών μέσων όπως το ανωτέρω, δεν ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης εκ της διατάξεως του άρ. 559 αρ. 8 ΚΠολΔ, εάν το Δικαστήριο παραλείψει να απαντήσει επί μη νομίμως προβληθέντος ισχυρισμού σχετικά με την παρά το νόμω λήψη υπόψη του μέσου αυτού. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 1367/2009 απόφασης ΕφΑθηνών).

[...] Κατά το άρθρο 914 του ΑΚ "όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει". Κατά δε το άρθρο 926 του ΑΚ "Αν από κοινή πράξη περισσοτέρων προήλθε ζημία ή αν για την ίδια ζημία ευθύνονται παράλληλα περισσότεροι, ενέχονται όλοι εις ολόκληρον. Το ίδιο ισχύει και αν έχουν ενεργήσει περισσότεροι συγχρόνως ή διαδοχικά και δεν μπορεί να εξακριβωθεί τίνος η πράξη επέφερε τη ζημία". Από τις ανωτέρω διατάξεις, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330 του ΑΚ συνάγεται ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση ζημίας και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της ζημίας. Αν για την επέλευση της ζημίας συνέβαλε η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά περισσοτέρων προσώπων, αδιαφόρως του αν ήταν συμμέτοχοι στην ίδια αδικοπραξία ή έδρασαν χωρίς κοινή υπαιτιότητα (με μορφή παραυτουργίας), ευθύνονται εις ολόκληρον, ανεξάρτητα από το βαθμό της αιτιώδους συμβολής ή του πταίσματος καθενός από αυτούς, που ενδιαφέρει μόνον την κατά το άρθρο 927 του ΑΚ άσκηση του δικαιώματος αναγωγής μεταξύ των περισσοτέρων εις ολόκληρον συνοφειλετών. Τέτοιο γενεσιουργό λόγο υποχρεώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία αποτελεί και η συμμετοχή σε απάτη, για την τέλεση της οποίας αρκεί η ζημία του παθόντος να οφείλεται σε περιουσιακή διάθεση εκ μέρους του, από πλάνη που προξενήθηκε με δόλο των δραστών. Εξάλλου κατά την έννοια του άρθρου 559 αρ. 19 του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης της αποφάσεως ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 12-13/1995, 1/1999).

Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, ύστερα από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε τα ακόλουθα: "Ο ενάγων (ήδη αναιρεσίβλητος) διατηρεί περίπτερο στην Αθήνα, επί της οδού ... . Ενδιαφερόμενος να αγοράσει κάρτες κινητής τηλεφωνίας σε χαμηλότερη τιμή, απευθύνθηκε το καλοκαίρι 2002 στην πρώτη εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, η οποία είναι δικηγόρος και από τις γνωριμίες που διέθετε, λόγω του επαγγέλματός της, ίσως μπορούσε να τον βοηθήσει, λόγω και της φιλικής σχέσης που τότε διατηρούσαν. Η τελευταία, πράγματι, την 20-11-2002, του σύστησε τον τρίτο εναγόμενο Π. Β., ο οποίος στη συνέχεια σύστησε στον ενάγοντα τον δεύτερο εναγόμενο, Β. Β., ως το κατάλληλο πρόσωπο, ο οποίος δήθεν ήταν έμπορος ειδών κινητής τηλεφωνίας, αξιόπιστος και φερέγγυος και ονομαζόταν δήθεν Θ. Μ. και ότι θα μπορούσε να προμηθεύσει τον ενάγοντα με τις κάρτες του ΟΤΕ, που αυτός επιθυμούσε, σε χαμηλότερη τιμή. Τις ίδιες διαβεβαιώσεις για το πρόσωπο του δευτέρου εναγομένου, ως προς το ότι δηλαδή είναι έμπορος των ανωτέρω ειδών καθώς και ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο έδωσε στον ενάγοντα και η πρώτη εναγομένη καθώς επίσης τον διαβεβαίωνε ότι γνώριζε πολύ καλά, ως πελάτη της τον τρίτο εναγόμενο. Αφού πείστηκε στις διαβεβαιώσεις αυτές, ο ενάγων την επομένη, ήτοι την 21-11-2002, επικοινώνησε τηλεφωνικά με τον δεύτερο εναγόμενο και τον διαβεβαίωσε ότι διατηρεί σχετικό κατάστημα στον Πειραιά και έχει ομόρρυθμη εταιρία, ότι περαιτέρω έχει τις κατάλληλες διασυνδέσεις ώστε να μπορέσει να τον προμηθεύσει με κάρτες κινητής τηλεφωνίας της . σε χαμηλή τιμή, ότι για τη συναλλαγή θα εξέδιδε κανονικά τιμολόγιο και θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον 60.000 ευρώ. Ο ενάγων πείστηκε τόσο από τις διαβεβαιώσεις του εν λόγω διαδίκου όσο και της πρώτης και του τρίτου και συμφώνησε με τον δεύτερο ως άνω εναγόμενο, Β. Β. να αγοράσει κάρτες έναντι του συνολικού τιμήματος των 54.000 ευρώ, όρισαν δε να πραγματοποιηθεί η συναλλαγή την επομένη, 22-11-2002, στο Μαρούσι, έξω από το κτίριο της και η πρώτη εναγομένη, αφού επανέλαβε τις ίδιες ως άνω διαβεβαιώσεις ως προς το πρόσωπο του Β. Β., του υποσχέθηκε ότι θα παρευρίσκεται και αυτή στη συναλλαγή. Πράγματι, την 22-11-2002, ο ενάγων, περί ώρα 13 έφθασε στον τόπο της συνάντησης, όπου τον ανέμενε ο Β. Β. με την τέταρτη εναγομένη, την οποία συνέστησε ως σύζυγό του και του έδωσε το ποσό των 54.000 ευρώ. Ο τελευταίος, μόλις έλαβε τα χρήματα, έφυγε εσπευσμένα, λέγοντας στον ενάγοντα να περιμένει εκεί με την τέταρτη εναγομένη, μέχρι αυτός να επιστρέψει με τις κάρτες, που θα προμηθευόταν δήθεν από τα πλησίον ευρισκόμενα γραφεία της ........ . Εν τω μεταξύ, η τέταρτη εναγομένη, μόλις ο Β. Β. έφυγε, προσπάθησε και αυτή να διαφύγει, αλλά ο ενάγων, ο οποίος άρχισε πλέον να υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει, την εμπόδισε. Παράλληλα επικοινώνησε και με την πρώτη εναγομένη διαμαρτυρόμενος γιατί δεν βρισκόταν εκεί, όπως του είχε υποσχεθεί, και η τελευταία μετά από λίγο, εμφανίσθηκε με τον τρίτο εναγόμενο, προσπαθώντας να τον καθησυχάσουν και λέγοντάς του ότι θα αναζητήσουν τον Β. Β. στο κατάστημά του στον Πειραιά. Πράγματι και οι τέσσερις μετέβησαν στον Πειραιά, προς αναζήτηση δήθεν του εν λόγω καταστήματος και κατά τη διάρκεια αυτής, η τέταρτη εναγομένη κατόρθωσε να διαφύγει και εξαφανίσθηκε. Κατάστημα όμως του δεύτερου εναγομένου δεν υπήρχε, πράγμα που γνώριζαν οι εναγόμενοι και προσποιούνταν δήθεν ότι το αναζητούν. Μετά από αυτό και για να καθησυχάσει τον ενάγοντα, ο τρίτος εναγόμενος, την ίδια ημέρα, του παρέδωσε μια συναλλαγματική, ποσού 80.000 ευρώ, με τη διαβεβαίωση ότι αν τελικά δεν λάβει τις κάρτες, θα πληρώσει ο ίδιος στον ενάγοντα το πιο πάνω χρηματικό ποσό. Κατά το μετέπειτα χρονικό διάστημα, για δέκα περίπου ημέρες, ο τρίτος εναγόμενος διαβεβαίωνε τον ενάγοντα ότι προσπαθεί να εξεύρει χρήματα, προτιθέμενος να προσημειώσει ακίνητό του στα Μέγαρα, τις ίδιες δε διαβεβαιώσεις παρείχε και η πρώτη εναγομένη, πλην όμως, ο πιο πάνω εναγόμενος τελικά του δήλωσε ότι αδυνατεί να εξεύρει χρήματα και ποτέ δεν του έδωσε οποιοδήποτε χρηματικό ποσό. Και ενώ έτσι είχαν τα πράγματα, ο ενάγων ανακάλυψε ότι το πραγματικό όνομα του δευτέρου κατηγορουμένου ήταν Β. Β. και όχι Θ. Μ. και ότι ήταν αδελφός του ως άνω τρίτου εναγομένου, Π. Β. και δεν ήταν σύζυγος της τέταρτης εναγομένης και, όπως προαναφέρθηκε, ούτε έμπορος ειδών κινητής τηλεφωνίας ήταν και δεν είχε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την αγορά καρτών και την εν συνεχεία πώλησή τους στον ενάγοντα. Τα πραγματικά αυτά περιστατικά γνώριζε και η πρώτη εναγομένη, η οποία δρώντας από κοινού με τους άλλους εναγομένους και με σκοπό να αποκομίσει και αυτή παράνομο περιουσιακό όφελος, κατά τα προαναφερόμενα, παρουσίασαν στον ενάγοντα τα ως άνω ψευδή περιστατικά ως αληθινά και τον έπεισαν να εκδηλώσει ενδιαφέρον για την αγορά καρτών από τον δεύτερο εναγόμενο, να τον συναντήσει και να του καταβάλει το ποσό των 54.000 ευρώ, με αντίστοιχη ζημία του. Από την κατά τα άνω παράνομη και υπαίτια (δόλια) συμπεριφορά της εκκαλούσας - πρώτης εναγομένης ο εφεσίβλητος ζημιώθηκε κατά το ποσό των 54.000 ευρώ, καθώς επίσης υπέστη ηθική βλάβη, αφού υπέστη ψυχική ταλαιπωρία και στενοχώρια, δικαιούμενος προς αποκατάστασή της χρηματική ικανοποίηση. Λαμβανομένου δε υπόψη των συνθηκών τέλεσης του άνω αδικήματος, του είδους της προσβολής, του βαθμού πταίσματος της εκκαλούσας και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων και της αρχής της αναλογικότητας, δηλαδή του μέτρου και του σκοπού στον οποίο αποβλέπουν οι προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, το εύλογο ποσό αυτής, κατά το μέρος που αφορά την εκκαλούσα, ανέρχεται σε 10.000 ευρώ".

Στη συνέχεια το Εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση, κατά παραδοχή σχετικού λόγου εφέσεως της ερήμην δικασθείσης πρωτοδίκως αναιρεσείουσας (εναγομένης), έκανε κατά ένα μέρος δεκτή έναντι αυτής την αγωγή του αναιρεσιβλήτου για τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Έτσι όπως έκρινε το Εφετείο διέλαβε στον υπαγωγικό συλλογισμό του σαφείς, επαρκείς και μη αντιφατικές αιτιολογίες που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο ως προς τη συνδρομή των προϋποθέσεων των ουσιαστικών διατάξεων των άρθρων 914, 297, 298, 299, 926, 932, 346 ΑΚ, τις οποίες εφήρμοσε, διότι αναφέρεται: 1) Ότι με κοινό δόλο της αναιρεσείουσας-πρώτης εναγομένης και των τριών λοιπών συνεναγομένων της και με σκοπό να ιδιοποιηθεί παράνομα ο δεύτερος από αυτούς, επ` ωφελεία και των λοιπών, το χρηματικό ποσό των 54.000 ευρώ από τον αναιρεσίβλητο-ενάγοντα, δια παραπλανήσεώς του με ψευδείς παραστάσεις τους ως προς τη δυνατότητα, αρχικά του τρίτου και ακολούθως και του δεύτερου εναγομένου, να προμηθεύσουν σε συμφέρουσα τιμή προς εκείνον κάρτες τηλεφώνου για το περίπτερό του, πέτυχαν να πείσουν αυτόν να καταβάλει προς το δεύτερο εναγόμενο το ανωτέρω χρηματικό ποσό, το οποίο ο τελευταίος ιδιοποιήθηκε παράνομα, γιατί δεν είχε εξ αρχής, σύμφωνα με το προδιαγεγραμμένο σχέδιο όλων των εναγομένων, σκοπό να παραδώσει στον αναιρεσίβλητο κάρτες τηλεφώνου. 2) Η εσκεμμένη από την αναιρεσείουσα, στην οποία προσέφυγε ο αναιρεσίβλητος λόγω των φιλικών τους σχέσεων και των γνωριμιών της ως δικηγόρου, υπόδειξη προς αυτόν του τρίτου εναγομένου, ως κατάλληλου προσώπου για την ανεύρεση καρτών κινητής τηλεφωνίας με χαμηλό τίμημα και η διαβεβαίωσή της ότι και ο δεύτερος εναγόμενος, στον οποίο ο τρίτος τον παρέπεμψε ως κατάλληλο έμπορο κινητής τηλεφωνίας, ήταν αξιόπιστος και φερέγγυος έμπορος και πελάτης της, υποσχόμενη μάλιστα ότι θα ήταν και αυτή παρούσα στη συναλλαγή, με συνέπεια να πεισθεί ο αναιρεσίβλητος, να εμπιστευθεί τον δεύτερο εναγόμενο και να παραδώσει σ` αυτόν το ποσό των 54.000 ευρώ, με το οποίο εξαφανίσθηκε προς άγνωστη κατεύθυνση, προφασιζόμενος ότι θα λάμβανε τις προς πώληση κάρτες κινητής τηλεφωνίας από τα γειτονικά γραφεία της ... 3) Η μη εκπλήρωση της υποσχέσεως της αναιρεσείουσας να ευρίσκεται στον προκαθορισμένο τόπο συναλλαγής, η καθυστερημένη, μετά από τηλεφωνική διαμαρτυρία του αναιρεσιβλήτου προσέλευσή της, συνοδευόμενη από τον τρίτο εναγόμενο και η προσχηματική δήθεν αναζήτηση από αυτούς στον Πειραιά του καταστήματος του δευτέρου εναγομένου προς ανεύρεση του ιδίου, ενώ τέτοιο κατάστημα δεν υπήρχε, πράγμα το οποίο γνώριζαν αυτοί, προσποιούμενοι δήθεν ότι τον αναζητούν και ενώ μάλιστα η αναζήτηση γινόταν με το ψευδές ονοματεπώνυμο Θ. Μ., που είχε δώσει γι` αυτόν ο τρίτος εναγόμενος και αποδέχθηκε εκείνος, αποκρύπτοντας ότι ήταν οι δύο αυτοί εναγόμενοι αδελφοί (με το κοινό επώνυμο Β.). 4) Η γνώση όλων των ανωτέρω περιστατικών από την αναιρεσείουσα και η επιδίωξή της να αποκομίσει και αυτή παράνομο περιουσιακό όφελος σε βάρος της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου με την αδικοπρακτική συμπεριφορά της. Επομένως ο πρώτος, εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατά το άρθρο 559 αρ. 8 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, το οποίο ασκείται ως αμυντικό ή επιθετικό μέσο με αγωγή, ανταγωγή, ένσταση ή αντένσταση ή με λόγο έφεσης ή αντέφεσης, ο οποίος αφορά αυτοτελείς ισχυρισμούς ή άρνηση αυτοτελών ισχυρισμών, οι οποίοι είναι νόμιμοι και λυσιτελείς (Ολ.ΑΠ 2/1989). Εξάλλου κατά το άρθρο 270 § 2 εδ. β του Κ.Πολ.Δικ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν. 2915/2001, του οποίου η ισχύς άρχισε από 1-1- 2002 ( άρθρο 15 του ν. 2943/2001) το δικαστήριο συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου εντάσσονται και οι κατ` άρθρο 400 αριθ. 3 Κ.Πολ.Δικ. εξαιρετέοι μάρτυρες, ήτοι τα πρόσωπα που μπορεί να έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης, των οποίων τις καταθέσεις μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα το δικαστήριο για την συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος. Με τον δεύτερο κατά το πρώτο μέρος του, εκ του άρθρου 559 αρ. 8 ΚΠολΔ λόγου αναιρέσεως, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια, ότι δεν έλαβε υπόψη την ένσταση που προέβαλε η ερημοδικασθείσα πρωτοδίκως αναιρεσείουσα με πρόσθετο λόγο εφέσεώς της και με τις έγγραφες προτάσεις της στο Εφετείο, ότι η μάρτυρας του αναιρεσιβλήτου Χ. Δ. ήταν εξαιρετέα, διότι ήταν με τον αναιρεσίβλητο μέλη της ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας που εκμεταλλευόταν το περίπτερο, για το οποίο προόριζε ο αναιρεσίβλητος τις κάρτες τηλεφώνου που θα αγόραζε από το δεύτερο εναγόμενο και είχε γι` αυτό συμφέρον από την έκβαση της δίκης, αποδεικνυόμενο από την ένορκη κατάθεσή της στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της παρούσας δίκης ( άρθρο 561 § 2 του Κ.Πολ.Δικ), προκύπτει ότι ως προς την ένδικη αγωγή του αναιρεσιβλήτου ορίσθηκε η συζήτηση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών για τις 6-5- 2004, οπότε ήταν εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 270 § 2 του Κ.Πολ.Δικ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 12 του ν. 2915/ 2001 και καθιερώνει το επιτρεπτό της λήψης υπόψη από οποιοδήποτε ουσιαστικό δικαστήριο και ακύρων, αλλά υποστατών αποδεικτικών μέσων, όπως είναι οι καταθέσεις εξαιρετέων μαρτύρων. Επομένως το Εφετείο, με το να παραλείψει να απαντήσει στον με πρόσθετο λόγο έφεσης της αναιρεσείουσας προβληθέντα μη νόμιμο ισχυρισμό της ότι ήταν εξαιρετέα η μάρτυρας του αναιρεσιβλήτου- ενάγοντος Χ. Δ. και δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη η ένορκη κατάθεσή της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν παρέλειψε παρά το νόμο να λάβει υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και ασκούσαν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης και ο αντίθετος δεύτερος κατά το πρώτο μέρος του από το άρθρο 559 αρ. 8 του Κ.Πολ.Δικ. λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Ο εκ του άρθρου 559 αρ. 11 περίπτωση α` του ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για λήψη υπόψη από το δικαστήριο, αποδεικτικών μέσων που ο νόμος δεν επιτρέπει, ιδρύεται, όταν λαμβάνεται υπόψη αποδεικτικό μέσο άλλο από εκείνα που καθορίζονται στα άρθρα 339 και 270 παρ. 2 εδ. β, γ του ΚΠολΔ είτε για άμεση είτε για έμμεση απόδειξη, καθώς και όταν η χρήση του νόμιμου αποδεικτικού μέσου δεν είναι επιτρεπτή στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της φύσεως της υποθέσεως (π.χ. περιορισμοί από το άρθρο 393 ΚΠολΔ), ή όταν προβλέπεται απόδειξη μόνον με συγκεκριμένο αποδεικτό μέσο (Ολ ΑΠ 8/1987). Επομένως οι δεύτερος κατά το δεύτερο μέρος του και τέταρτος, εκ του άρθρου 559 αρ. 11α του ΚΠολΔ λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η αιτίαση, ότι το Εφετείο με το να λάβει υπόψη τις ένορκες καταθέσεις της εξαιρετέα μάρτυρα του αναιρεσιβλήτου και τα υπ` αρ. 5948/2003 και 1467/2004 παραπεμπτικά βουλεύματα των Συμβουλίων Πλημμελειοδικών και Εφετών Αθηνών αντιστοίχως, υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της λήψης υπόψη μη επιτρεπομένων από το νόμο αποδεικτικών μέσων, είναι προεχόντως απαράδεκτοι. Από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 335 και 338 έως 340 του ίδιου Κώδικα συνάγεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι. Ωστόσο δεν επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση καθενός από αυτά, αλλά αρκεί να καθίσταται βέβαιο από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθηκαν όλα τα επιτρεπτά κατά νόμο αποδεικτικά μέσα, που με επίκληση προσκομίσθηκαν νόμιμα και σε καταφατική περίπτωση, ο λόγος αναιρέσεως απορρίπτεται ως αβάσιμος. Στην προκείμενη περίπτωση το Εφετείο, όπως από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει, για να καταλήξει στο αποδεικτικό του πόρισμα, βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη την ένορκη κατάθεση της μάρτυρα του ενάγοντος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη πρακτικά συνεδριάσεως, τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της εκκαλούσας και του εφεσιβλήτου ενώπιόν του, τις ένορκες βεβαιώσεις 15774 - 15776/9-10- 2007 ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, που προσκόμισε και επικαλέσθηκε η εκκαλούσα και λήφθηκαν για τη συζήτηση της έφεσης μετά από νομότυπη κλήτευση του αντιδίκου της και όλα τα έγγραφα που επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Από τη βεβαίωση αυτή, σε συνδυασμό με το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο έλαβε υπόψη και τα με επίκληση προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα από 13-3-2007 πρακτικά συνεδριάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Επομένως ο τρίτος, κατά το πρώτο μέρος του, εκ του άρθρου 559 αρ. 11γ του ΚΠολΔ, αντίθετος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. Κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 559 αρ. 20 του ΚΠολΔ η αναιρετική πλημμέλεια της παραμορφώσεως εγγράφου αναφέρεται σε αποδεικτικά και μόνον έγγραφα, που παρέχουν άμεση ή έμμεση απόδειξη κατά του αντιδίκου, σύμφωνα με τα άρθρα 339 και 432 ΚΠολΔ , όχι δε στα πρακτικά του δικαστηρίου. Επομένως ο τρίτος κατά το δεύτερο μέρος του, εκ του άρθρου 559 αρ. 20 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, ότι το Εφετείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο των από 13-3-2007 πρακτικών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με το να μη δεχθεί την περιεχόμενη σ` αυτή ομολογία της μάρτυρα του αναιρεσιβλήτου για τη συνδρομή λόγου εξαιρέσεως στο πρόσωπό του, είναι απαράδεκτος. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 5-5-2009 αίτηση της Μ. Ι. Κ. για αναίρεση της 1367/2009 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου από χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

πηγή: http://lawdb.intrasoftnet.com/nomos

Δικηγορικό Γραφείο "Δημήτριος Χ. Καραγιάννης", Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.