Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Παράλειψη προαγωγής - Αξίωση αποζημίωσης (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1823/2011)

Διατάξεις: άρθρα 904, 938 ΑΚ

ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ ΠΡΟΑΓΩΓΗΣ. ΑΞΙΩΣΗ ΑΔΙΚΟΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ. ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟΣ ΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΕΡΓΟΔΟΤΗ. ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ.

Όταν τα αρμόδια όργανα νομικού προσώπου, παρά το νόμο και τον διέποντα το νομικό πρόσωπο Κανονισμό, δεν εκδίδουν την προβλεπόμενη και αναγκαία απόφαση για να λάβει ο υπάλληλος τις βαθμολογικές ή/και μισθολογικές προαγωγές και προσαυξήσεις που δικαιούται και η αξίωση από την αδικοπραξία αυτή έχει παραγραφεί, τότε το νομικό πρόσωπο υποχρεούται από τη διάταξη του άρθρου 938 ΑΚ να αποδώσει στον υπάλληλο την ωφέλεια από την παράνομη αυτή πράξη των οργάνων του. Ωφέλεια που πρέπει ν’ αποδοθεί αποτελεί, στην περίπτωση αυτή, το ποσό που θα κατέβαλε για μισθολογικές διαφορές στον υπάλληλο αν δεν πραγματωνόταν η αδικοπραξία, τις οποίες και εξοικονόμησε με αντίστοιχη ζημία του υπαλλήλου. Από τη διάταξη του άρθρου 938 ΑK, που ορίζει ότι: «όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει υποχρέωση κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό να αποδώσει «ό,τι περιήλθε» σ’ αυτόν ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί», συνδυαζόμενη και με τη διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, προκύπτει ότι μετά την παραγραφή της αξιώσεως προς αποζημίωση από αδικοπραξία παραμένει ακέραιη η υποχρέωση εκείνου που αδικοπράγησε να αποδώσει στο ζημιωθέντα κάθε ωφέλεια που αποκόμισε από την αδικοπραξία, είτε η ωφέλεια αυτή συνίσταται σε θετική αύξηση είτε σε μη ελάττωση της περιουσίας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ακόμη ότι ο αδικήσας υποχρεούται ν’ αποδώσει στον αδικηθέντα την ωφέλεια που απέκτησε από την αδικοπραξία, δηλαδή από την τέλεση αυτής και όχι ότι ωφελήθηκε αυτός συνεπεία της επελθούσας παραγραφής. Τέτοια ωφέλεια υπάρχει και όταν εξοικονόμησε από την αδικοπραξία δαπάνη στην οποία θα προέβαινε αν δεν τελούσε την αδικοπραξία και όχι μόνο όταν στον αδικοπραγήσαντα περιήλθε ορισμένο περιουσιακό στοιχείο από την περιουσία του αδικηθέντος, προς απόδοση τούτου. Και τούτο, διότι σκοπός της διάταξης του άρθρου 938 ΑΚ είναι ν’ αποδώσει ο αδικήσας στον αδικηθέντα, μέχρι του ποσού της ζημίας που υπέστη από την αδικοπραξία, την αντίστοιχη ωφέλεια που απέκτησε από αυτήν, ώστε να μη παραμείνει σε αυτόν η ωφέλεια επί ζημία του αδικηθέντος. Έτσι, όταν τ’ αρμόδια όργανα νομικού προσώπου, παρά το νόμο και τον διέποντα το νομικό πρόσωπο Κανονισμό, δεν εκδίδουν την προβλεπόμενη και αναγκαία απόφαση για να λάβει ο υπάλληλος τις βαθμολογικές προαγωγές και προσαυξήσεις που δικαιούται και η αξίωση από την αδικοπραξία αυτή έχει παραγραφεί, τότε το νομικό πρόσωπο υποχρεούται από τη διάταξη του άρθρου 938 ΑΚ ν’ αποδώσει στον υπάλληλο την ωφέλεια από την παράνομη αυτή πράξη των οργάνων του. Ωφέλεια που πρέπει ν’ αποδοθεί αποτελεί, στην περίπτωση αυτή, το ποσό που θα κατέβαλε για μισθολογικές διαφορές στον υπάλληλο αν δεν πραγματωνόταν η αδικοπραξία, τις οποίες και εξοικονόμησε με αντίστοιχη ζημία του υπαλλήλου.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων(ήδη αναιρεσείων), με την από 4.7.2004 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ισχυρίστηκε ότι προσλήφθηκε από την αναιρεσίβλητη στις 1.4.1987 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου με την ειδικότητα του χειριστή προωθητήρων στην κατηγορία Τ4/1 και στο μισθολογικό κλιμάκιο 13, ότι την 1.1.1990 εντάχθηκε στο τακτικό προσωπικό της και στο μ.κ. 12, σύμφωνα με τον Κανονισμό Κατάστασης Προσωπικού ΔΕΗ (ΚΚΠ/ΔΕΗ), που επέχει ισχύ νόμου, ενώ στις 27.4.1992 προήχθη στο μ.κ. 8, ότι κατά τις κρίσεις που έγιναν στις 27.4.1995, 27.4.1996 και 27.4.1997 δεν εγκρίθηκε η μισθολογική του προαγωγή και παρέμεινε στάσιμος στο 8ο μ.κ., ότι το Δευτεροβάθμιο Συμβούλιο Κρίσεως της εναγόμενης (ΔΣΚ - ΔΕΗ), στο οποίο προσέφυγε μετά την τελευταία κρίση της 27.4.1997, με το με αριθμό 16/23.2.1998 πρακτικό - απόφασή του, όπως διορθώθηκε με το με αριθμό 37/2.7.1998 πρακτικό - απόφασή του, κατόπιν ασκήσεως από αυτόν αιτήσεως θεραπείας δεχόμενο, μερικά, την προσφυγή του αποφάσισε τη μισθολογική προαγωγή του από το 8ο στο 7ο μ.κ. από την 27.4.1997 και όχι από την 27.4.1995, με αποτέλεσμα, κατά την άσκηση της αγωγής, να έχει ενταxθεί στο 6ο και όχι στο 5ο μ.κ., ότι το αρμόδιο όργανο της εναγομένης, παράνομα και καταχρηστικά, δεν τον ενέταξε από την 27.4.1995 στο 7ο μ.κ. Ζήτησε δε με την αγωγή, επικαλούμενος τις διατάξεις των άρθρων 938, 904 και 911 ΑΚ, αφού οι αξιώσεις του από την αδικοπραξία, είχαν παραγραφεί α) να αναγνωριστεί η μερική ακυρότητα του με αριθμό 16/23.2.1998 πρακτικού - απόφασης του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου Κρίσεως που τον ενέταξε στο μ.κ. 7ο από 27.4.1997 και όχι από 27.4.1995, β) να υποχρεωθεί να του καταβάλει μισθολογικές διαφορές για τα έτη από 1995 έως και 2004 ύψους 21.705,18€, τις οποίες θα κατέβαλε σε υπάλληλό της με τα ίδια με αυτόν προσόντα και οι οποίες μισθολογικές παροχές αποτελούν, κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, το περιελθόν σ’ αυτήν, ως μη καταβληθέν και συνεπώς εξοικονομηθέν ποσό, με το νόμιμο τόκο από το τέλος κάθε μήνα, γ) ποσό 586,94€ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγόμενης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και δ) τους αναλογούντες τόκους τόκων. Με δήλωσή του επί της αγωγής παραιτήθηκε μάλιστα του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως κατά της με αριθμό 6373/2003 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε τελεσίδικα ότι οι αξιώσεις του εκ της αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 937 ΑΚ έχουν παραγραφεί.

Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 2357/2006 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία 1) αναγνώρισε τη μερική ακυρότητα του με αριθμό 16/23.2.1998 πρακτικού - αποφάσεως του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου Κρίσεως της αναιρεσίβλητης, 2) υποχρέωσε αυτήν να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 21.705,18€ με το νόμιμο τόκο, 3) υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 300,00€ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής και τους επιδικασθέντες τόκους επί των τόκων των μισθολογικών. Επομένως, προκύπτει στη συγκεκριμένη υπόθεση, ότι οι ένδικες αξιώσεις, (πλην της χρηματικής ικανοποίησης), που πρόβαλε ο αναιρεσείων με την αγωγή του, είναι νόμιμες, στηρίζονται στη διάταξη του άρθρου 938 ΑΚ και περιεχόμενο έχουν την απόδοση του πλουτισμού που απέκτησε η αναιρεσίβλητη ΔΕΗ, κατόπιν παραγραφής της απαιτήσεως που είχε κατ’ αυτής από την αδικοπραξία, που τέλεσε σε βάρος του το αρμόδιο υπηρεσιακό της συμβούλιο, με συνέπεια να μη του χορηγηθούν και οι μισθολογικές προαγωγές, να ωφεληθεί δε έτσι η αναιρεσίβλητη παρανόμως τις αντίστοιχες μισθολογικές διαφορές, τις οποίες άλλως θα του κατέβαλε. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του δέχθηκε τα εξής: Η αναφερόμενη στην αγωγή παράνομη και καταχρηστική συμπεριφορά του αρμοδίου οργάνου της εναγόμενης ΔΕΗ, δηλαδή η παράλειψη του Δευτεροβάθμιου Συμβουλίου Κρίσεως (ΔΣΚ - ΔΕΗ) να αποφασίσει τη μισθολογική προαγωγή του ενάγοντα από 27.4.1995 στο μ.κ. 8ο με συνέπεια να ζημιωθεί αυτός κατά τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την ορθή ένταξή του στα προαναφερόμενα μισθολογικά κλιμάκια, δεν προσπόρισε στην εναγόμενη τη ζητούμενη με την αγωγή ωφέλεια. Όπως συνομολογείται από τον ενάγοντα και κρίθηκε τελεσίδικα με την με αριθμό 6373/2003 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, οι αξιώσεις του ενάγοντα εκ της αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 937 ΑΚ έχουν παραγραφεί. Πράγματι η επικαλούμενη από τον ενάγοντα ωφέλεια των 21.705,18€ που είναι οι μισθολογικές διαφορές από 27.4.1995 μέχρι 26.4.2005, λόγω της μη προαγωγής του στο δικαιούμενο κατ’ αυτόν μ.κ. επαύξησε την περιουσία της και έτσι αυτή έγινε πλουσιότερη σε βάρος του κατά το ποσό των 21.705,18€, αληθούς βέβαια υποτιθέμενου του παρανόμου και καταχρηστικού της παραλείψεως προαγωγής του ενάγοντος από 27.4.1995. Όμως το ποσό αυτό αποτελεί και την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης προς τον ενάγοντα και η ωφέλεια της εναγόμενης από αυτόν λόγω της παραγραφής της εκ της αδικοπραξίας της αξιώσεως του ενάγοντος είναι νόμιμη. Το ποσό αυτό των 21.705,18€ δεν οφειλόταν πριν από την φερόμενη κατά την αγωγή αδικοπραξία του ΔΣΚ - ΔΕΗ. Η οφειλή αυτή δεν είναι προϋπάρχουσα της αδικοπραξίας οφειλή της εναγόμενης στον ενάγοντα. Δεν εδικαιούτο τα ποσά αυτά ο ενάγων μόνο με την πάροδο του χρόνου, δεν προϋπήρχαν δηλαδή της αδικοπραξίας αλλά γεννήθηκαν με την αδικοπραξία και παραγράφεται η αξίωσή του, όπως και κάθε άλλη εκ της αδικοπραξίας αξίωση σύμφωνα με το άρθρο 937 ΑΚ. Και το ποσό αυτό των 21.705,18€, όπως και κάθε ποσό προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του ενάγοντα αποτελούν την αδικοπρακτική ευθύνη της εναγόμενης και εμπίπτουν στη βραχυπρόθεσμη παραγραφή του άρθρου 937 ΑΚ.

Με τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο έκρινε, ότι η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη, αφού τα ποσά που με αυτή διεκδικούνται δεν είναι «περιελθόν» στην εναγόμενη και αφού εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή στο σύνολο της. Με αυτά, όμως, που δέχθηκε το Εφετείο, όσον αφορά, ειδικότερα, τις μισθολογικές διαφορές, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 938 ΑΚ και συνεπώς, υπέπεσε στην πλημμέλεια που προβλέπεται από το εδ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ Και τούτο διότι, εφόσον, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, όπως προκύπτει από αυτήν, δέχθηκε ότι 1) οι παραπάνω αξιώσεις του αναιρεσείοντος θεμελιώνονται, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αγωγή, σε αδικοπραξία που τελέστηκε σε βάρος του και 2) αυτές έχουν παραγραφεί, ωφέλεια που πρέπει ν’ αποδοθεί, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί, το ποσό που θα κατέβαλε η αναιρεσίβλητη για μισθολογικές διαφορές σ’ αυτόν, αν δεν πραγματωνόταν η αδικοπραξία, τις οποίες και εξοικονόμησε με αντίστοιχη ζημία του και συνεπώς είναι βάσιμος ο μοναδικός λόγος αναιρέσεως, κατά το μέρος του με το οποίο προβάλλεται η πλημμέλεια αυτή. Αντίθετα, κατά το μέρος που αναφέρεται στην αξίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, δεν υπέπεσε στην παραπάνω πλημμέλεια, διότι το αιτούμενο για την ικανοποίηση της ποσό, δεν συνιστά ωφέλεια της αναιρεσίβλητης. Τέλος, κατά το υπόλοιπο μέρος του, με το οποίο προβάλλεται η, από τον αρ. 19 του ίδιου άρθρου, πλημμέλεια τις έλλειψης νόμιμης βάσης ο ίδιος λόγος είναι απαράδεκτος, για έλλειψη νόμιμης προϋποθέσεως, διότι το Εφετείο δεν προέβη σε κατ’ ουσία έρευνα της υπόθεσης. Μετά από αυτά, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, εκτός από το μέρος και τη διάταξη της, που αφορά την απόρριψη της αγωγής, κατά το αίτημα της για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, να παραπεμφθεί δε η υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της, προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές, άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την άνω απόφαση (580 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει, να καταδικαστεί η αναιρεσίβλητη, σε μέρος από τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων (άρθρα 183 και 178 του ΚΠολΔ). (Αναιρεί την απόφαση ΕφΑθ 1728/2008)

πηγή: nbonline.gr

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.