Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Συναινετικό διαζύγιο - Προσβολή απόφασης συναινετικού διαζυγίου, λόγω ακυρωσίας της σχετικής δήλωσης βούλησης του ενός συζύγου συνεπεία απάτης του άλλου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 441/2004)

Περίληψη: Συναινετικό διαζύγιο. Προσβολή απόφασης συναινετικού διαζυγίου, λόγω ακυρωσίας της σχετικής δήλωσης βούλησης του ενός συζύγου συνεπεία απάτης του άλλου. Περιστατικά απατηλών υποσχέσεων συζύγου.

[...] Η καταδικαστική απόφαση έχει την ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία που απαιτείται κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ' ΚΠΔ λόγον αναιρέσεως, όταν σε αυτήν περιέχονται με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, που προέκυψαν από την διαδικασία στο ακροατήριο σχετικά με τα υποκειμενικά και αντικειμενικά στοιχεία του εγκλήματος, οι αποδείξεις, επί των οποίων θεμελιώνονται τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι σκέψεις με τις οποίες το δικαστήριο υπήγαγε τα αποδειχθέντα περιστατικά στην εφαρμοσθείσα ποινική διάταξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, με συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού που παραδεκτώς συμπληρώνουν την αιτιολογία της, το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς που την εξέδωσε δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που λεπτομερώς κατ΄είδος αναφέρει απεδείχθησαν τα ακόλουθα περιστατικά: Η μηνύτρια και ο σύζυγος της (Σ. Α. ) είναι αλλοδαποί (Σύροι), οι οποίοι έχουν έρθει στην Ελλάδα από το έτος 1989 και ασχολούνται με το εμπόριο ετοίμων ενδυμάτων. Μάλιστα διατηρούσαν πάγκο στη Λαϊκή Αγορά Πειραιώς, η οποία γινόταν κοντά στο γραφείο της κατηγορουμένης (οδός Π. 123). Ε. μια Κυριακή του έτους 1994 η κατηγορουμένη, η οποία είναι απλή συνταξιούχος του Δημοσίου και δεν έχει καμία σχέση με την δικηγορία, τους παρουσιάστηκε ως δικηγόρος και τους δήλωσε ότι είναι πρόθυμη να τους παράσχει τις υπηρεσίες της, ως τέτοια (δικηγόρος), σε όποια προβλήματα τυχόν αντιμετωπίσουν στις συναλλαγές τους. Μάλιστα τους παρέδωσε και την επαγγελματική της κάρτα, στην οποία μεταξύ άλλων ανεγράφοντο το όνομά της, η ιδιότητά της ως δικηγόρου, όπως και η διεύθυνση του γραφείου της (οδός Π. 123 Πειραιάς). Φωτοτυπία της κάρτας αυτής (επικυρωμένη νομίμως) προσκομίσθηκε από την μηνύτρια στο δικαστήριο και αναγνώσθηκε. Όταν μετά από λίγο καιρό ο σύζυγος της μηνύτριας είχε κάποια υπόθεση σχετικά με απλήρωτη επιταγή πελάτη του, όπως και άλλες, σχετικά με απλήρωτες συναλλαγματικές, αυτός μαζί με την σύζυγό του (μηνύτρια) την επισκέφθηκαν στην διεύθυνση που δήλωσε (οδός Π. 123-Πειραιάς), όπου διαπίστωσαν ότι τόσο στην είσοδο της πολυκατοικίας, όπου βρισκόταν το γραφείο της όσο και στην πόρτα του γραφείου αυτού υπήρχε ταμπέλα με την επιγραφή : «Δικηγορικό γραφείο Η. Χ. -Α. Π. » (κατηγορουμένης). Την διεκπεραίωση των υποθέσεων αυτών ανέλαβε η κατηγορούμενη, ως δικηγόρος που διατηρούσε κοινό γραφείο με τον έτερο αναγραφόμενο (πράγματι δικηγόρο) Η. Χ., ενώ η ίδια, όπως αναφέρθηκε, δεν είχε καμία σχέση με το δικηγορικό λειτούργημα. Στις αρχές Απριλίου 1997 η μηνύτρια και ο σύζυγος της, έχοντας οικογενειακά προβλήματα, που οφείλονταν κυρίως στο ότι ο σύζυγος της μηνύτριας είχε ροπή προς τα τυχερά παίγνια και επισκεπτόταν συχνά το καζίνο Λουτρακίου, κάτι που δεν ανεχόταν η μηνύτρια και είχε οδηγήσει σε διάστασή τους από έτους περίπου (Απρίλιο 1996), επισκέφθηκαν την κατηγορουμένη, ως δικηγόρο, προκειμένου να της αναθέσουν την έκδοση του διαζυγίου τους. Κατά την συζήτηση που έγινε σχετικά με την ρύθμιση των περιουσιακών τους σχέσεων, η κατηγορουμένη πληροφορήθηκε από την μηνύτρια ότι αυτή είχε χρήματα κατατεθειμένα στην Εθνική Τράπεζα, όπως και αλλού, συνολικού ποσού 6.000.000 δραχμών, περίπου.

Ακολούθως η κατηγορουμένη προκειμένου να αποσπάσει την εμπιστοσύνη της μηνύτριας της προσέφερε φιλοξενία μαζί με το ανήλικο τότε παιδί της, Α. Α., σε διαμέρισμα ιδιοκτήτης οικίας της που βρίσκεται στην οδό Β. 55, στην Αμφιάλη, και στην συνέχεια της παρέστησε ψευδώς, ότι είχε την δυνατότητα να επενδύσει για λογαριασμό της τα χρήματα αυτά (που, όπως της είπε, σε διαφορετική περίπτωση ινδύνευε, εν όψει του διαζυγίου να της τα διεκδικήσει (πάρει) ο σύζυγός της) σε επικερδή επιχείρηση εισηγμένη στο Χρηματιστήριο, επένδυση που θα της απέδιδε το χρηματικό ποσό των 150.000 δρχ. μηνιαίως. ‘Ετσι, υπό τον μανδύα της δικηγόρου, εκμεταλλευόμενη την άγνοιά της στις συναλλαγές, ενόψει μάλιστα του ότι ήταν αλλοδαπή, όπως και την δυσχερή (πραγματική ή ψυχολογική) θέση στην οποία είχε περιέλθει εξαιτίας του χωρισμού της με τον σύζυγό της, την έπεισε να της παραδώσει στις 2-4-1997 το ποσό των 4.000.000 δρχ. και στις 14-7-97 το ποσό των 2.000.000 δρχ., δηλαδή 6.000.000 δρχ. συνολικά για το σκοπό που αναφέρθηκε, το οποίο, άλλως, χωρίς τις ψευδείς αυτές παραστάσεις της δεν θα της παρέδιδε. Επειδή όμως ο καιρός περνούσε χωρίς η κατηγορούμενη να της αποδίδει ούτε δραχμή, η μηνύτρια μετά από πέντε μήνες περίπου, αφού απεχώρησε από την οικία της, την υποχρέωσε, μέσω του συζύγου της, με τον οποίο είχε εν τω μεταξύ αποκαταστήσει τις σχέσεις της, να της δώσει μια υπεύθυνη δήλωση (του άρθρου 3 του Ν.1599/1986), στην οποία δήλωσε υπευθύνως ότι έλαβε το ποσό αυτό (6.000.000 δρχ.) και ότι υποχρεούται να το επιστρέψει το Μάϊο του 1998. Στην υπεύθυνη αυτή δήλωση η κατηγορούμενη δήλωσε ότι το ποσό αυτό έλαβε τάχα ως δάνειο με τόκο 4% μηνιαίως και ότι θα κατέβαλε τους σχετικούς τόκους τον Σεπτέμβριο του 1998. Στην πραγματικό όμως δεν επρόκειτο για δάνειο, ούτε είχε καταβάλει ως τότε ή μετά ταύτα κάποιο ποσό η κατηγορούμενη ως τόκο ή για κάποια άλλη αιτία στην μηνύτρια, ούτε επέστρεψε το ποσό αυτό σ'αυτή αλλά από την αρχή το κράτησε για τον εαυτό της. Εάν, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας υπεράσπισης Α. Π., έμπορος αυτοκινήτων, η κατηγορούμενη είχε δώσει σ'αυτόν 4.000.000 δρχ. από το ποσό αυτό και της έδινε 240.000 δρχ. το μήνα ως τόκο και στην συνέχεια της επέστρεψε το ποσό αυτό, αυτό αφορούσε την κατηγορουμένη, ενώ η μηνύτρια δεν εγνώριζε την συναλλαγή αυτή, ούτε πήρε τόκους, ούτε της επεστράφη το κεφάλαιο. Η επίκληση εκ μέρους της κατηγορουμένης ότι το ποσό αυτό αποτελούσε δάνειο με τοκογλυφικούς τόκους (τους οποίους σημειωτέον ουδέποτε έλαβε η μηνύτρια) προφανώς αποτελεί δικαιολογία για την απατηλή απόσπαση του ποσού αυτού εκ μέρους της και την μη επιστροφή του. Να σημειωθεί ότι η ίδια η κατηγορουμένη στην από 21-5-1998 προανακριτική κατάθεσή της ενώπιον του Ανθ/μου Α. Κ. (του Α/Τα Κερατσινίυο) κατά την εξέτασή της ως μάρτυρος στην συναφή με την παρούσα υπόθεση που αφορά μήνυση του συζύγου της νυν μηνύτριας Σ. Α. εναντίον της, αναφέρει ότι το ποσό αυτό (6.000.000 δρχ.) ή ένα ακίνητο ή ένα διαμέρισμά της, το αξίωσε κατά τρόπο επιτακτικό και προκλητικό ο σύζυγος της μηνύτριας για την ζημία που του προκάλεσε, αναλαμβάνοντας την υπεράσπιση της εν διαστάσει συζύγου του Ζ. (μηνύτριας) και ότι αυτή (κατηγορουμένη) του ζήτησε τότε να φύγει από το γραφείο της και δεν πρόκειται να του δώσει απολύτως τίποτα. Δηλαδή τότε δεν ομιλούσε καν ούτε για δάνειο, το οποίο επινόησε εκ των υστέρων. Στην ίδια προανακριτική της κατάθεση η κατηγορούμενη δήλωσε ως επάγγελμά της την δικηγορία, δήλωση που επανέλαβε και στην -με την ίδια ημερομηνία- εξέτασή της ως κατηγορουμένης στον ίδιο προανακριτικό υπάλληλο για να δηλώσει στην συνέχεια στην συμπληρωματική εξέτασή της ως κατηγορουμένης (με ημερομηνία 27-5-1998) ότι είναι συνταξιούχος (του Δημοσίου). Να σημειωθεί επίσης ότι η κατηγορουμένη προσωπικά αναλάμβανε ως δικηγόρος τις υποθέσεις που αφορούσαν την μηνύτρια (όπως ομολογεί άλλωστε και η ίδια στην ως άνω από 21-5-1998 εξέτασή της ως κατηγορουμένης ενώπιον του Ανθ/μου Α. Κ.), στο πλαίσιο δε αυτής της δραστηριότητάς της προέβη στις πιο πάνω ψευδείς παραστάσεις προς αυτήν, ώστε δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα ο ισχυρισμός της ότι τάχα η μηνύτρια αποδίδει τις ευθύνες για την απώλεια των χρημάτων της άλλοτε σ'αυτήν και άλλοτε στον συνεργαζόμενο μαζί της δικηγόρο Η. Χ., τον οποίο η μηνύτρια από την αρχή ανέφερε και καταμήνυσε ως απλό συνεργό της, με την έννοια ότι είχε γνώσει των παράνομων ενεργειών της, που ελάμβαναν χώρα στο κοινό γραφείο τους και την συνέδραμε σ'αυτό με την συνεργασία του και όχι ότι αυτός είχε προβεί επίσης σε ψευδείς παραστάσεις εις βάρος της σχετικά με την απόσπαση του ως άνω ποσού των 6.000.000 δρχ. από αυτήν.

Με βάση τα περιστατικά αυτά, κατά την πλειψηφήσασα γνώμη του Δικαστηρίου, η κατηγορουμένη εκηρύχθη ένοχη απάτης, ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας και κατεδικάσθη σε ποινή φυλακίσεως τριών 93) ετών και δύο (2) μηνών. Με τις παραδοχές του αυτές το δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην προσβαλλομένη απόφασή του την κατά τα ανωτέρω ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία απεδείχθησαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης, όπως γι'αυτήν τελικώς κατεδικάσθη η αναιρεσείουσα, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς επίσης και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που εφήρμοσε. Επομένως, ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ.Δ του ΚΠΔ μοναδικός λόγος των αιτήσεων, με τον οποίο προβάλλονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Ειδικώτερα, το δικαστήριο της ουσίας απέρριψε με ειδική αιτιολογία τον υπερασπιστικόν ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ότι το ποσό των 6.000.000 δραχμών έλαβε από την παθούσα ως δάνειο και συνεπώς αν διαπράχθηκε αδίκημα, αυτό είναι υπεξαίρεση και όχι απάτη και επί πλέον έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα που αναφέρει και συνεπώς και τις δύο αναφορές και την μήνυση κατά του Η. Χ., που ανεγνώσθησαν, ενώ καθ ό μέρος πλήττεται δια των λοιπών εκτιθεμένα στις δύο υπό κρίση αιτήσεις η ανέλεγκτη περί πραγμάτων κρίση του δικαστηρίου της ουσίας ο ίδιος αυτός μοναδικός λόγος των αιτήσεων είναι απαράδεκτος. Μετά από αυτά πρέπει να απορριφθούν οι αιτήσεις και να καταδικασθεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, ως και στην δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης.

Για τους λόγους αυτούς: Απορρίπτει τις από 16 Νοεμβρίου 2001 και 26 Μαρτίου 2002 αιτήσεις της Α. Π. για αναίρεση της 1505/2001 αποφάσεως του τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, και Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα, ανερχόμενα σε διακόσια δέκα (210) ευρώ, καθώς και στην δικαστική δαπάνη της πολιτικώς εναγούσης εκ τετρακοσίων σαράντα (440) ευρώ.

πηγή: dsanet.gr - Ισοκράτης

Δ. Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.