Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Σύμβαση έργου κατ' επίφαση - Υποκρυπτόμενη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (Εφετείο Πειραιά - Αριθμός απόφασης: 477/2010)

Περίληψη: Οι υπό κρίση έγγραφες συμβάσεις κατ` επίφαση και εικονικώς ονομάστηκαν «συμβάσεις έργου», ενώ στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας. Οι απασχολούμενοι προσέφεραν τις υπηρεσίες τους κατά το ωράριο, κατά τον τόπο, το χρόνο, και υπό τον έλεγχο των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου ΝΠΔΔ και υπό τις αυτές συνθήκες υπό τις οποίες παρείχετο η αντίστοιχη εργασία από το μόνιμο προσωπικό του εργοδότη. Επίσης κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στον κατάλληλο κανόνα δικαίου ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται για το χαρακτήρα της υπό κρίση έννομης σχέσεως, με βάση το νόμο και τις ενώπιον του προσκομιζόμενες αποδείξεις, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που τα μέρη έδωσαν σ` αυτήν. Με βάση τα ιστοροϋμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις που προσκομί-: στηκαν προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλε-ψαν στην παροχή της εργασίας καθ` εαυτής (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας) και όχι στο αποτέλεσμα της (σύμβαση έργου), και ότι είχε συμφωνηθεί ασφάλιση των εναγόντων στο 1ΚΑ. Επίσης, προκύπτει ότι οι ενάγοντες τηρούσαν το ωράριο των λοιπών υπαλλήλων καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως, παρά τα αναφερόμενα στην υπογραφείσα σύμβαση. Συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση αιτιολογημένως εκδίκασε την υπόθεση με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών.

[...] Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ`αριθμ. 3087/2009 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 664 έως 676 ΚΠολΔ) αντιμωλία των διαδίκων και δέχθηκε την αγωγή των εναγόντων ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη κατά την επικουρική της βάση, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα από το ηττημένο εναγόμενο ΝΠΔΔ (άρθρα 495,499,511,517,518 παρ. 2, 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε άλλωστε προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, με κατάθεση ενώπιον του εκδόσαντος δικαστηρίου. Αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), με την αυτή διαδικασία, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση με την έφεση στο δευτεροβάθμιο αυτό δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Με την αγωγή επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι εξέθεταν ότι κατόπιν συνάψεως εγγράφων συμβάσεων στις 14.9.2006 με το εναγόμενο ΝΠΔΔ, ετήσιας διάρκειας, οι οποίες κατ`επίφασιν και εικονικώς ονομάστηκαν «συμβάσεις έργου» αφού στην πραγματικότητα υπέκρυπταν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, προσλήφθηκαν και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, κατά το ωράριο, την ιεραρχία, τον τόπο, το χρόνο και υπό τον έλεγχο των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου, με την ιδιότητα του τεχνίτη οικοδόμου - ελαιοχρωματιστή ο πρώτος και του τεχνίτη οικοδόμου - σιδερά ο δεύτερος, στην τεχνική υπηρεσία του εναγομένου. Ότι η εργασία τους, για την οποία συμφωνήθηκε κατ`αποκοπήν ετήσια αμοιβή ύψους 20.000 ευρώ για καθέναν ενάγοντα, καταβλητέα σε ισόποσες δόσεις, παρασχέθηκε υπό τις αυτές συνθήκες που παρείχετο η αντίστοιχη εργασία από το μόνιμο προσωπικό του εργοδότη και κάλυπτε πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Ζήτησαν ως εκ τούτου, επειδή ο εργοδότης, ενώ αποδέχθηκε την εργασία τους, δεν τους κατέβαλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή ούτε μέρος αυτής, να υποχρεωθεί να καταβάλει σε καθένα εξ αυτών το οφειλόμενο ποσόν των 20.000 ευρώ εντόκως και με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, κυρίως με βάση τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας που πραγματικά υπεκρύπτετο, άλλως με τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού το εναγόμενο ΝΠΔΔ κατέστη αδικαιολογήτως εις βάρος τους πλουσιότερο, χωρίς νόμιμη αιτία και ο πλουτισμός του αυτός σώζεται. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ`αριθμ. 3087/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, η οποία έκρινε ότι υφίστατο μεταξύ των διαδίκων σχέση εξαρτημένης εργασίας, πλην όμως απεφάνθη ότι η συναφθείσα σύμβαση ήταν άκυρη, λόγω μη τηρήσεως των διατάξεων περί προσλήψεως μονίμου προσωπικού (με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας) στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως το εναγόμενο, και έκανε δεκτή ως νόμω βάσιμη την επικουρική βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, επί της ουσίας δε υποχρέωσε το εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε ενάγοντα το αιτηθέν ποσόν εντόκως από της επιδόσεως της αγωγής, απέρριψε το αίτημα περί κηρύξεως προσωρινώς εκτελεστής της αποφάσεως και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε το εναγόμενο ΝΠΔΔ την υπό κρίση έφεση του, με την οποία παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου, διότι: 1) η υπόθεση κακώς εκδικάστηκε με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, αφού οι συμβάσεις που είχαν συνάψει οι ενάγοντες με το εναγόμενο ήταν συμβάσεις έργου (πρώτος λόγος της εφέσεως), και 2) η επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού που έγινε δεκτή, ήταν αόριστη, αφού σε κανένα σημείο της αγωγής οι ενάγοντες δεν επικαλέστηκαν ακυρότητα των εργασιακών τους συμβάσεων (δεύτερος λόγος της εφέσεως). Ζητεί δε να γίνει δεκτή η έφεση και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη. Ο πρώτος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η υπαγωγή των ιστορουμένων στην αγωγή πραγματικών περιστατικών στον κατάλληλο κανόνα δικαίου, ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, το οποίο αποφαίνεται για το χαρακτήρα της υπό κρίση έννομης σχέσεως, με βάση το νόμο και τις ενώπιον του προσκομιζόμενες αποδείξεις, χωρίς να δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό που τα μέρη έδωσαν σ`αυτήν (ΑΠ 376/2006 ΕλλΔνη 49,160). Πράγματι, από την ένδικη αγωγή και την προσβαλλόμενη υπ` αριθμ. 3087/2009 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προκύπτει ότι με βάση τα ιστορούμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά και τις αποδείξεις που προσκομίστηκαν, τα συμβαλλόμενα μέρη απέβλεψαν στην παροχή της εργασίας καθεαυτής (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας) και όχι στο αποτέλεσμα της (σύμβαση έργου), και ότι είχε συμφωνηθεί ασφάλιση των εναγόντων στο ΙΚΑ. Επίσης, ότι οι ενάγοντες τηρούσαν το ωράριο των λοιπών υπαλλήλων και υπέγραφαν κατά την άφιξη και αναχώρηση τους στο ισχύον για τους μονίμους υπαλλήλους του εναγομένου παρουσιολόγιο καθημερινώς και καθόλη τη διάρκεια της εργασιακής σχέσεως, παρά τα αναφερόμενα στην υπογραφείσα σύμβαση. Συνεπώς, η πρωτόδικη απόφαση αιτιολογημένως, μετά από εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, εκδίκασε την υπόθεση με την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ο εκκαλών δε στην υπό κρίση έφεση του, δεν επικαλείται κακή εκτίμηση των αποδείξεων εκ μέρους του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ως προς τον χαρακτηρισμό των επιδίκων συμβάσεων, αλλά ότι, μόνον εξαιτίας του τίτλου «συμβάσεις έργου» που αναφερόταν σ` αυτές, έπρεπε να εφαρμοσθεί η τακτική διαδικασία κατά την εκδίκαση της αγωγής και όχι αυτή των εργατικών διαφορών. Με τον δεύτερο λόγο της εφέσεως ο εκκαλών Δήμος Κορυδαλλού παραπονείται ότι η επικουρική βάση της αγωγής (περί αδικαιολογήτου πλουτισμού) ήταν αόριστη, επειδή στο δικόγραφο της αγωγής δεν γινόταν επίκληση της ακυρότητος των συμβάσεων των εναγόντων - ήδη εφεσίβλητων «... για οποιονδήποτε έστω και μη εξειδικευόμενο λόγο». Όμως, ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος (ΑΠ Ολ 22/2003 και ΑΠ 305/2010, δημοσιευμένες στην Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), αφού αφενός η βάση περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ασκείτο όλως επικουρικώς για την περίπτωση απορρίψεως της κυρίας βάσεως, αφετέρου, προκύπτει αμέσως, από τα διηγηματικώς αναφερόμενα στην αγωγή, η εκ μέρους των εναγόντων επίκληση της ακυρότητας της ένδικης συμβάσεως, και ειδικότερα όπου επί λέξει αναφέρεται: «Παρά το γεγονός ότι οι σχετικές συμβάσεις μας χαρακτηρίστηκαν από το εναγόμενο ως συμβάσεις έργου αυτό συνέβη μόνον κατ`επίφασιν και εικονικά, αφού εν τοις πράγμασι επρόκειτο για συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας», και «...απέβλεπαν στην εξυπηρέτηση παγίων, διαρκών και λειτουργικών αναγκών του εναγομένου...».

πηγή: nbonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.