Διαζύγιο. Συναινετικό διαζύγιο. Δεν αποκλείεται, από το άρθρο 1400 ΑΚ, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο των διαπραγματεύσεων των συζύγων για να καταλήξουν στη συμφωνία συναινετικού διαζυγίου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 668/2001).
Περίληψη: Δεν αποκλείεται, από το άρθ. 1400 ΑΚ, όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο των διαπραγματεύσεων των συζύγων για να καταλήξουν στη συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, με τον όρο ότι η συμφωνία των και για τα αποκτήματα τελεί υπό την αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου.
[...] Επειδή, η κατά το άρθρο 1400 Α.Κ. αξίωση του συζύγου για συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι ενοχική και προσωποπαγής, γεννάται δε από τη στιγμή που θα λυθεί ή θα ακυρωθεί αμετακλήτως ο γάμος ή που θα συμπληρωθεί τριετία στη διάσταση των συζύγων. Εξάλλου, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 3, 174,178,871,1400 και 1441 Α.Κ., ναι μεν η διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. έχει τον χαρακτήρα κανόνα αναγκαστικού δικαίου, ώστε δεν χωρεί παραίτηση εκ των προτέρων, δεν αποκλείεται όμως από τη διάταξη αυτή όπως το ζήτημα των αποκτημάτων γίνει αντικείμενο των διαπραγματεύσεων των συζύγων για να καταλήξουν στην κατά το άρθρο 1441 Α.Κ. συμφωνία συναινετικού διαζυγίου, με τον όρο ότι η συμφωνία των και για τα αποκτήματα τελεί υπό την αίρεση της εκ του λόγου αυτού διαζυγίου λύσεως του γάμου. Εφόσον μόνη η κοινή συναίνεση σε διαζύγιο συνιστά αυτοτελή και δεσμευτικό για το δικαστή λόγο διαζυγίου, και η υπό αίρεση ρύθμιση στο στάδιο αυτό της ενοχικής αξιώσεως για τα αποκτήματα, ακόμη και δια παραιτήσεως, είναι ισχυρά, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της δηλώσεως βουλήσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 178 και 179 Α.Κ. Οπως προκύπτει από την πλησσόμενη απόφασή του το εφετείο, το οποίο έκρινε επί αγωγής του αναιρεσείοντος για συμμετοχή του στα αποκτήματα της αναιρεσίβλητης, δέχθηκε ανελέγκτως ότι ο αναιρεσείων και ενώ οι διάδικοι σύζυγοι τελούσαν σε διάσταση δήλωσε προς την αναιρεσίβλητη, με την από 27/6/ 96 έγγραφη δήλωσή του, ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία στο όνομά της και οι τραπεζικοί λογαριασμοί στο όνομά της αποκτήθηκαν μόνον από δικά της χρήματα και ο ίδιος δεν έχει καμία απαίτηση τώρα και στο μέλλον. Δέχεται ακόμη το δικαστήριο, ότι την ιδίαν ημέρα της δηλώσεως δόθηκε εντολή από τους διαδίκους σε κοινό δικηγόρο προς έγερση αγωγής συναινετικού διαζυγίου, η οποία πράγματι ασκήθηκε μετά τριήμερο, την 1/7/96, και συζητήθηκε μετά τετραήμερο την 4/7/96, τελικώς δε ο γάμος των διαδίκων λύθηκε αμετακλήτως με βάση την αγωγή αυτή και την απόφαση 17/97 του Μονομ. Πρωτοδικείου Ξάνθης. Τέλος δέχεται το εφετείο και ότι πέντε ημέρες μετά τη δήλωση ο αναιρεσείων μεταβίβασε στην θυγατέρα των διαδίκων περιουσιακά του στοιχεία. Με τις παραδοχές του αυτές έκρινε στη συνέχεια το εφετείο, ότι η δήλωση του αναιρεσείοντος και η αποδοχή της έγιναν στα πλαίσια της συμφωνίας των διαδίκων τακτοποιήσεως των ζητημάτων για να εκδοθεί το συναινετικό διαζύγιο, συνεπώς η δήλωση του αναιρεσείοντος ενάγοντος είναι ισχυρά και στηρίζει την καταλυτική, εκ του άρθρου 454 Α.Κ., ένσταση της αναιρεσίβλητης κατά της εναντίον της αγωγής, για συμμετοχή του αναιρεσείοντος στα αποκτήματα της ίδιας. ΄Όπως έκρινε το εφετείο δεν παραβίασε την ουσιαστική διάταξη του άρθρου 1400 Α.Κ. και οι περί του αντιθέτου δεύτερος και τρίτος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 559 περιπτ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμοι. Επειδή, η έχουσα κατά περιεχόμενο όπως στην ανωτέρω σκέψη έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος, φέρουσα την μη αμφισβητούμενη υπογραφή του, είναι έγγραφο αποδεικτικό μέσο προερχόμενο από τον ίδιο. Συνεπώς το έγγραφο αυτό, εφόσον δεν είναι έγγραφη μαρτυρία τρίτου που δόθηκε ειδικώς για να χρησιμοποιηθεί σε δίκη για αποκτήματα, έχει την αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου σε βάρος του εκδότου του, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 339, 432, 443 και 445 Κ.Πολ.Δ., έστω και αν υπεγράφη από τον αναιρεσείοντα για χρήση σε πιθανή δίκη μεταξύ των διαδίκων για αποκτήματα. Επομένως το εφετείο, το οποίο όπως προκύπτει από την απόφασή του έλαβε υπόψη τη δήλωση του αναιρεσείοντος σε βάρος του με την έννοια αυτή, έλαβε υπόψη επιτρεπόμενο αποδεικτικό μέσο και δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 περ.11 Κ.Πολ.Δ. Ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος αναιρέσεως από την τελευταία διάταξη, κατά το μέρος του που αποδίδει στην απόφαση την πλημμέλεια ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη το ανωτέρω έγγραφο ενώ αυτό δεν αποτελεί επιτρεπτό αποδεικτικό μέσο, είναι αβάσιμος.
Επειδή, η κατά περιεχόμενο όπως στην ανωτέρω πρώτη σκέψη έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος συνιστά, αφενός εξώδικη ομολογία του αναιρεσείοντος ως προς το ότι η κινητή και ακίνητη περιουσία στο όνομα της αναιρεσίβλητης αποκτήθηκαν με ιδικά της μέσα, αφετέρου παραίτηση (διάθεση) σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 361 και 454 Α.Κ. της οποιασδήποτε αξιώσεώς του για αποκτήματα, κατά το μέρος με το οποίο ο αναιρεσείων δηλώνει ότι δεν έχει καμία απαίτηση για αποκτήματα. Συνεπώς ο ίδιος πρώτος λόγος αναιρέσεως κατά το περαιτέρω μέρος του, επίσης από το άρθρο 559 περ. 11 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο αποδίδει στην απόφαση ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη ως αποδεικτικό μέσο την ανωτέρω εξώδικη ομολογία του ενώ αυτή είχε ανακληθεί, ανεξαρτήτως της αοριστίας του διότι δεν εκτίθεται το πότε και πώς έλαβε χώρα η ανάκληση, είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος ως αλυσιτελής, αφού δεν πλήσσεται λόγω πλάνης ή με άλλο λόγο ακυρότητας και η στηρίζουσα αυτοτελώς την ένσταση της αναιρεσίβλητης, πέραν της αναγνωρίσεως, παραίτηση του αναιρεσείοντος από της εν γένει αξιώσεώς του για αποκτήματα. Επειδή, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως, καθόσον αποδίδει στην πληττόμενη απόφαση ότι το εφετείο από κακή εκτίμηση των αποδείξεων και με αυθαίρετη κρίση δέχθηκε, ενώ αυτό δεν αποδείχθηκε, ότι η έγγραφη δήλωση του αναιρεσείοντος έγινε μετά τη διάσταση των διαδίκων και στα πλαίσια της ρύθμισης συναινετικού διαζυγίου, είναι απαράδεκτος, διότι πλήττει την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως κατά το περαιτέρω μέρος του από τη διάταξη του άρθρου 559 περ.19 Κ.Πολ.Δ., που αποδίδει στην απόφαση ότι το δικαστήριο κατέληξε στο ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα με ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ήτοι από μόνο το γεγονός της άμεσης μετά τη δήλωση υποβολής κοινής αιτήσεως διαζυγίου ενώ στην έγγραφη δήλωση δεν γίνεται τέτοιος λόγος, σε συνδυασμό με το ότι αυτός συνέστησε γονική παροχή στη θυγατέρα των διαδίκων, είναι απαράδεκτος διότι οι αποδιδόμενες ως ελλείψεις και αντιφάσεις αφορούν την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, ποίο όμως είναι αυτό εκτίθεται σαφώς στην απόφαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 5/7/2000 αίτηση του Μ.Κ. για αναίρεση της αποφάσεως 202/2000 του Εφετείου Θράκης. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα