Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Συναινετικό διαζύγιο και διατροφή ανηλίκου. Συμφωνία διατροφής με ιδιωτικό συμφωνητικό (Εφετείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 2348/2003).

Περίληψη: Διατροφή ανηλίκου. Συναινετικό διαζύγιο. Συμφωνία διατροφής. Ιδιωτικό συμφωνητικό. Όχληση. Ενσταση συνεισφοράς. Διατροφή ανηλίκου. Το δικαίωμα διατροφής μπορεί να ρυθμισθεί με σύμβαση μεταξύ του δικαιούχου ανηλίκου και του υποχρέου να την παράσχει, αρκεί αυτή να μην ενέχει παραίτηση από το δικαίωμα διατροφής για το μέλλον. Οι συμφωνίες με τις οποίες οι γονείς του ανηλίκου ρυθμίζουν τις διατροφικές τους υποχρεώσεις προς ανήλικο δεσμεύουν μόνον τους ιδίους και δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά του δικαιούχου ανηλίκου, ούτε και ν' αποτελέσουν τη βάση αγώγιμης αξίωσης του τελευταίου, εκτός αν προκύπτει ότι ενήργησαν στην κατάρτιση της συμφωνίας ως εκπρόσωποι και για λογαριασμό του. Το ίδιο ισχύει και για το ιδιωτικό συμφωνητικό που καταρτίζεται μεταξύ των συζύγων ενόψει της έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, όταν μ' αυτό ρυθμίζεται και το ζήτημα της διατροφής. Το γεγονός ότι το συμφωνητικό αυτό επικυρώνεται από το δικαστήριο δεν μεταβάλλει τα πράγματα, αφού η επικύρωση αναφέρεται μόνο στη συμφωνία για την επιμέλεια και την επικοινωνία (άρθ. 1441 παρ. 3 AK) και δεν καταλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη συμφωνία περιουσιακού ή άλλου περιεχομένου. Σε περίπτωση πάντως που υπάρχει τέτοια συμφωνία, εάν ο ένας από τους συζύγους υπήρξε ασυνεπής στην εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε από τη συμφωνία αυτή, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί ο άλλος με τη συμφωνηθείσα αναλογία του στη διατροφή του τέκνου, ο τελευταίος έχει, βάσει της συμφωνίας και των διατάξεων της διοίκησης αλλοτρίων ή του αδικαιολόγητου πλουτισμού, αξίωση απόδοσης των για λογαριασμό του άλλου γονέως δαπανηθέντων, η οποία αξίωση, φερομένη ενώπιον του δικαστηρίου, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνον από την υπερημερία που επέρχεται με δικαστική ή εξώδικη όχληση. Η όχληση μπορεί να είναι και συνολική για όλες τις μελλοντικές παροχές και για να είναι ορισμένη πρέπει να προκύπτουν από αυτήν, μεταξύ άλλων, το είδος και η ακριβής ποσότητα της παροχής. Απλή υπόμνηση του χρέους ή αόριστη και γενική δήλωση του δανειστή σχετικά με αυτό δεν αποτελεί νόμιμη όχληση. Τα περιστατικά της όχλησης πρέπει να περιέχονται στην αγωγή και το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις. Η ένσταση συνεισφοράς θεωρείται νομίμως προβληθείσα όταν καταχωρήθηκε συνοπτικά στα πρακτικά και στη συνέχεια αναπτύχθηκε με τις προτάσεις.

[...] Οι περί διατροφής διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και, συνεπώς, συμβάσεις που τροποποιούν ή καταργούν την προβλεπόμενη από το νόμο ρύθμιση, είναι κατά κανόνα άκυρες, παρ' όλα αυτά όμως το δικαίωμα διατροφής μπορεί ν' αναγνωρισθεί και να τροποποιηθεί με σύμβαση των ενδιαφερομένων, αρκεί αυτή να μην ενέχει παραίτηση από το δικαίωμα διατροφής για το μέλλον (Ανδρουλιδάκη, στο έργο των Γεωργιάδη-Σταθοπούλου Αστ. Κώδιξ, βιβλίο VII, εισαγ. παρατηρήσεις στα άρθρα 1485-1504, λήμμα 55, σελ.682 και εκεί παραπομπές στη νομολογία). Είναι προφανές ότι μια τέτοια σύμβαση προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ των μερών, δηλαδή συμφωνία μεταξύ του δικαιούχου της διατροφής αφενός και του υποχρέου να την παράσχει αφετέρου. Επομένως, συμφωνίες μεταξύ των υποχρέων προς διατροφή τρίτου και δη συμφωνίες των γονέων ανηλίκου τέκνου, όπως οι γενόμενες ενόψει λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και περιλαμβανόμενες στην έγγραφη συμφωνία τους, με την οποία, πλην της ρυθμίσεως της επιμελείας του και της μετ' αυτού επικοινωνίας, όπως επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 1441 παρ. 3α' του ΑΚ, επιμερίζουν, συγχρόνως, και τις αναφερόμενες στις διατροφικές του ανάγκες υποχρεώσεις τους, δεσμεύουν μόνον αυτούς και δεν μπορούν ν' αντιταχθούν κατά του δικαιούχου της διατροφής ανηλίκου τέκνου τους, αλλ' ούτε και ν' αποτελέσουν τη βάση αγωγίμου αξιώσεως του τελευταίου. Το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μεταβάλλει τα πράγματα, αφού, κατ' άρθρο 1441 παρ. 3 του ΑΚ, η επικύρωση των, ενόψει λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, συμφωνιών των συζύγων αναφέρεται μόνο στη συμφωνία για την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους και την επικοινωνία αυτών μαζί τους και δεν καταλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη μεταξύ αυτών συμφωνία περιουσιακού ή άλλου περιεχομένου. Πάντως, σε περίπτωση υπάρξεως της κατά τα άνω συμφωνίας, εάν ο ένας των συζύγων υπήρξε ασυνεπής στην εκπλήρωση των εξ αυτής αναληφθεισών υποχρεώσεών του, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί με τη συμφωνηθείσα αναλογία του στη διατροφή του κοινού τέκνου ο άλλος, ο τελευταίος έχει πλέον, εκ της μεταξύ τους συμφωνίας, αλλά και τις κοινές διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων ή περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αξίωση αποδόσεως των για λογαριασμό του άλλου γονέως δαπανηθέντων, η οποία αξίωση, φερόμενη ενώπιον του δικαστηρίου ως κοινή ενοχική, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία (πρβλ. Ανδρουλιδάκη, ό.π., στο άρθρο 1490, αριθ. 31, σελ. 742). Εξάλλου, κατά το άρθρο 1498 ΑΚ, διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνον από την υπερημερία, που επέρχεται, κατά το άρθρο 340 του ίδιου κώδικα, μετά δικαστική ή εξώδικη όχληση του οφειλέτη από το δανειστή. 'Οταν πρόκειται για οφειλή με διαδοχικές παροχές, όπως είναι η διατροφή, μπορεί να γίνει συνολική, για όλες τις μελλοντικές παροχές, όχληση. Σε κάθε περίπτωση όμως η όχληση πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενό της, υπό την έννοια ότι πρέπει απ' αυτή να προκύπτουν, εκτός των άλλων, και το είδος, όπως και η ακριβής ποσότητα της παροχής. Απλή υπόμνηση του χρέους ή αόριστη και γενική δήλωση του δανειστή σχετικά μ' αυτό δεν αποτελεί νόμιμη όχληση (ΑΠ 1547/1989 ΝοΒ 35.1040). Τέλος, τα περιστατικά της οχλήσεως πρέπει να περιέχονται στην αγωγή και το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις (ΕφΠειρ 163/1990 ΕλλΔνη 33.403).

Το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω ότι οι περί διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους συμφωνίες των γονέων για τη δικαιούμενη απ' αυτά διατροφή, οι αναφερόμενες στον προ της ασκήσεως της αγωγής χρόνο και γενόμενες ενόψει της λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο, δεν δεσμεύουν τους ανηλίκους και δεν μπορούν ν' αντιταχθούν κατ' αυτών, αλλ' ούτε μπορούν να θεμελιώσουν αγωγική αξίωση αυτών και με τη σκέψη αυτήν απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα της αγωγής για καταβολή διατροφής στους ενλόγω ανηλίκους για το προ της ασκήσεως της αγωγής ετήσιο χρονικό διάστημα που προαναφέρεται. Με τον πρώτο λόγο της κρινομένης εφέσεως οι εκκαλούντες ανήλικοι, όπως νόμιμα παρίστανται, παραπονούνται σχετικά, ισχυριζόμενοι ότι το ανωτέρω αίτημα έπρεπε να γίνει δεκτό, γιατί α') η συμβατική ρύθμιση της κατά τα ανωτέρω για το παρελθόν διατροφής είναι έγκυρη και δεσμεύει τους διαδίκους, β') στο προαναφερόμενο από 12.7.1999 ιδιωτικό συμφωνητικό η μητέρα των άνω ανηλίκων δεν συνεβλήθη ατομικά αλλά ως εκπρόσωπος των τέκνων της και γ') η μόνη προϋπόθεση για να καταβληθεί διατροφή για παρελθόντα χρόνο είναι η υπερημερία του οφειλέτη, κατ' άρθρο 1498 ΑΚ, που επέρχεται με όχληση και εν προκειμένω όχληση, πράγματι, δεν έγινε, αλλά δεν ήταν αναγκαία, γιατί ο εφεσίβλητος δήλωσε κατ' επανάληψη ότι θα καταβάλει το σύνολο της διατροφής. Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ως άνω από 12.7.1999 συμφωνητικό προκύπτει ότι και οι δύο συμβληθέντες και υπογράψαντες αυτό γονείς των εναγόντων ανηλίκων συμβλήθηκαν για τον εαυτό τους, από κανένα στοιχείο δε του ενλόγω συμφωνητικού δεν συνάγεται ότι η πρώτη ενάγουσα μητέρα τους συμβάλλεται για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων της, όπως ήδη ισχυρίζεται, αφού στην αρχή του συμφωνητικού εκτίθενται τα ατομικά στοιχεία των δύο γονέων και οι διευθύνσεις της κατοικίας τους, χωρίς ν' αναφέρεται αν αυτοί εκπροσωπούν τα ανήλικα τέκνα τους και μετά αναφέρονται οι ρυθμίσεις που αυτοί αποφάσισαν να δεχθούν σχετικά με τη γονική μέριμνα των τέκνων τους, τον τόπο της κατοικίας τους, τη διατροφή τους και τον τρόπο της επικοινωνίας μ' αυτά του πατέρα τους. Ανεξαρτήτως όμως αυτού, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην προηγούμενη μείζονα σκέψη, για να είναι έγκυρη η προαναφερόμενη συμφωνία για την καταβολή διατροφής για το παρελθόν, έπρεπε να προηγηθεί όχληση, σαφής και συγκεκριμένη, την οποία όχληση δεν επικαλούνται, όπως θα έπρεπε, οι ενάγοντες ούτε στην αγωγή, ούτε στις προτάσεις τους, συνομολογούν μάλιστα αυτοί, όπως λέχθηκε, ότι τέτοια όχληση δεν έγινε. Η επικαλούμενη από τους ενάγοντες δήλωση του εναγομένου προς αυτούς, ότι θα καταβάλλει κανονικά το σύνολο της διατροφής, δεν τους απαλλάσσει από την ως άνω υποχρέωση να τον οχλήσουν, προκειμένου αυτός να καταστεί υπερήμερος και να υποχρεωθεί προς καταβολή της αιτουμένης διατροφής για το παρελθόν. Ορθώς επομένως το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε το σχετικό αγωγικό αίτημα, που προαναφέρεται, και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της κρινομένης εφέσεως είναι απορριπτέος. Με το δεύτερο λόγο της εφέσεως οι εκκαλούντες παραπονούνται, γιατί το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε εν μέρει την ένσταση που προέβαλε ο εναγόμενος για συνεισφορά της πρώτης ενάγουσας στη διατροφή των τέκνων της, ενώ η ένσταση αυτή έπρεπε ν' απορριφθεί, αφενός γιατί δεν έγινε ως το τέλος της συζήτησης στο ακροατήριο του δικαστηρίου, όπως έπρεπε, αλλά με την προσθήκη των προτάσεων, αφετέρου γιατί η ένσταση είναι αόριστη, αφού δεν προσδιόρισε ο εναγόμενος τις πρόσφορες για την παροχή διατροφής οικονομικές δυνάμεις του άλλου γονέα. 'Οπως όμως προκύπτει τόσο από τα πρακτικά της εκκαλουμένης όσο και από τις πρωτόδικες προτάσεις του εναγομένου, που κατατέθηκαν εντός της δοθείσας από το δικαστήριο προθεσμίας, ο εναγόμενος νομίμως προέβαλε την ενλόγω ένσταση, την οποία και έλαβε υπόψη του το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήτοι αφενός την προέβαλε στο ακροατήριο και καταχωρήθηκε συνοπτικά στα πρακτικά, όπου καταγράφηκε πλην άλλων η φράση "ένσταση συνεισφοράς της μητέρας κατά ποσοστό 2/3 στη διατροφή των τέκνων" (βλ. ΕφΠειρ 163/1990 ό.π.), αφετέρου επαρκώς την ανέπτυξε με τις από 28.5.2002 προτάσεις του, που κατατέθηκαν εμπρόθεσμα στις 3.6.2002 στη γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, στις οποίες αναφέρονται τα μηνιαία έσοδα της πρώτης ενάγουσας, η διαμονή της σε μισθωμένο διαμέρισμα έναντι μισθώματος που αποκομίζει από άλλο εκμισθούμενο απ' αυτήν διαμέρισμα, η έλλειψη υποχρεώσεων αυτής και χρεών προς τρίτους και η διατήρηση απ' αυτήν ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου τύπου Φίατ Πούντο, του οποίου έχει εξοφλήσει το τίμημα της αγοράς, ενώ επίσης αναφέρονται και οι δυνάμεις και τα περιουσιακά στοιχεία του ίδιου του εναγομένου. Με τα δεδομένα αυτά η ένσταση συνεισφοράς και ορισμένη ήταν και νομοτύπως προεβλήθη και άρα ορθώς την εξέτασε κατ' ουσίαν το πρωτόδικο δικαστήριο, ο ανωτέρω δε περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος της κρινόμενης εφέσεως είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος.

Από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων (ενός από κάθε διάδικο μέρος), που εξετάσθηκαν νόμιμα ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και τις ανωμοτί καταθέσεις των γονέων των άνω δύο ανηλίκων (πρώτης ενάγουσας και εναγομένου), που περιέχονται στα οικεία πρακτικά της εκκαλουμένης, από τις 11696/20.5.2002 και 11697/ 20.5.2002 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Ι.Κ. και Χ.Β., που κατέθεσαν νόμιμα ενώπιον της συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης Ε.Σ., μετά νόμιμη προ 24ώρου κλήτευση του εναγομένου, όπως προκύπτει από την από 14.5.2002 εξώδικη κλήση των αντιδίκων του και την .../16.5.2002 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή Χ.Γ., καθώς και απ' όλα τα έγγραφα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδεικνύονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα εξής: Η πρώτη ενάγουσα και ο εναγόμενος τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 4.9.1988 στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, ο οποίος ήδη λύθηκε με συναινετικό διαζύγιο, όπως λέχθηκε, και απ' αυτόν απέκτησαν δύο τέκνα, τον Β., που γεννήθηκε στις 23. 11.1190 και τον Φ., που γεννήθηκε στις 22.6.1992, των οποίων την επιμέλεια, δυνάμει του προαναφερομένου από 12.7.1999 ιδιωτικού συμφωνητικού, ανέλαβε η μητέρα τους, ο Β. είναι ήδη μαθητής της Α' Γυμνασίου, αντιμετωπίζει όμως σοβαρό πρόβλημα δυσλεξίας (βλ. την 2/ 2001 γνωμάτευση του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας του Κεντρικού Τομέα) και για το λόγο αυτόν παρακολούθησε στο παρελθόν ειδικό πρόγραμμα ειδικευμένης παιδαγωγού, που ήδη ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 2001, με θετικά αποτελέσματα. Παρά ταύτα χρειάζεται υποστηρικτική διδασκαλία στα θεωρητικά μαθήματα, με τη μορφή ιδιαίτερων φροντιστηριακών μαθημάτων και η απαιτούμενη σχετική δαπάνη ανέρχεται σε 1.200 περίπου ευρώ κατ' έτος, εντός του κρισίμου χρονικού διαστήματος. Τόσο ο άνω ανήλικος όσο και ο αδελφός του ο Φ., που είναι μαθητής της πέμπτης τάξεως του Δημοτικού Σχολείου, παρακολουθούν ιδιαίτερα μαθήματα αγγλικής γλώσσας, έναντι ετησίων διδάκτρων, τα οποία, συμπεριλαμβανομένης και της δαπάνης για την αγορά των αναγκαίων βοηθημάτων, ανέρχονται σε 1.050 ευρώ. Η κατά τα ανωτέρω επιλογή ιδιαιτέρων κατ' οίκον μαθημάτων και όχι η συμμετοχή των άνω ανηλίκων σε ομαδικά τμήματα ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου έγινε για το λόγο ότι ο μεν Β., λόγω του προαναφερομένου προβλήματός του, δεν θα ήταν σε θέση να παρακολουθεί επιτυχώς το ρυθμό προόδου των συμμαθητών του, ενώ ο Φ. έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην εκμάθηση της συγκεκριμένης γλώσσας, που θα του επιτρέψει την ταχύτατη ολοκλήρωση των αναγκαίων προς τούτο μαθημάτων. Και οι δύο αυτοί συμμετέχουν στις δραστηριότητες αθλητικού ποδοσφαιρικού συλλόγου, έναντι ετησίας συνδρομής ύψους 160 ευρώ για τον καθένα, ενώ, έναντι ομοίου ύψους συνδρομής, ο Β. συμμετέχει και σε τμήμα σκακιού, που διατηρεί πολιτιστικός σύλλογος της περιοχής διαμονής τους. Οι ανήλικοι στερούνται προσοδοφόρου περιουσίας και εισοδημάτων από οιανδήποτε πηγή, ενώ οι λοιπές αναγκαίες για τη διατροφή, τη συντήρηση και την ψυχαγωγία τους δαπάνες είναι οι συνήθεις των συνομηλίκων τους, της αυτής από απόψεως οικονομικών δυνατοτήτων των γονέων τους καταστάσεως. Αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι ο εναγόμενος πατέρας τους λειτουργούσε, μέχρι προσφάτως, οικονομικώς εύρωστη βιοτεχνία κατασκευής ενδυμάτων (φασόν). 'Ηδη αυτός φέρεται να έχει διακόψει, από του μηνός Νοεμβρίου 2001, την ενλόγω επαγγελματική δραστηριότητά του, διατείνεται δε ότι οδηγήθηκε στην ενέργεια αυτήν επειδή δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στον διαρκώς εντεινόμενο ανταγωνισμό της αγοράς. Ωστόσο ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί αληθής, αν ληφθεί υπόψη ο αυξανόμενος, κατά τα τελευταία έτη, κυκλος εργασιών της επιχειρήσεώς του, όπως εμφανίζεται στις δηλώσεις του φόρου εισοδήματός του των οικονομικών ετών 1999, 2000 και 2001, αντίγραφα των οποίων προσκομίζονται μετ' επικλήσεως από τους ενάγοντες. 'Εκτοτε, πάντως, φέρεται ν' απασχολείται ως υπάλληλος, έναντι μηνιαίου μισθού 600 ευρώ, στο κατάστημα Θεσσαλονίκης της αλυσίδας καταστημάτων ενδύσεως "G.", με τους ιδιοκτήτες της οποίας παλαιότερα είχε συστήσει, ως ομόρρυθμος εταίρος, εταιρία εμπορίας ομοίων ειδών, ενώ στο πρόσφατο παρελθόν ήταν και προμηθευτής των καταστημάτων της άνω αλυσίδας με προϊόντα της βιοτεχνίας του. Είναι προφανές ότι εξακολουθεί αφανώς ν' ασκεί την προηγούμενη δραστηριότητά του (βλ. και την κατάθεση της μάρτυρος αποδείξεως) και τα σχετικά μηνιαία έσοδά του ανέρχονται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, σε 1.500 ευρώ τουλάχιστον, ενώ αυτός εισπράττει και μηνιαίο μίσθωμα 440 ευρώ από την εκμίσθωση ακινήτου που του παραχώρησε προς εκμετάλλευση ο πατέρας του. Τέλος, κατά το από 30.12.2002 ως 30.12.2003 διάστημα, που περιλαμβάνεται εντός του κρισίμου χρονικού διαστήματος, θα του καταβληθούν δόσεις ύψους 10.565 και 15.407 ευρώ αντιστοίχως, από πιστωθέν τίμημα πωληθέντος ακινήτου του στη Θεσσαλονίκη, που είχε αποκτήσει από γονική παροχή. Ο εναγόμενος είναι υγιής, διαθέτει πολυτελές ΙΧΕ αυτοκίνητο και δεν υποβάλλεται σε δαπάνη για τη στέγασή του, αφού διαμένει με τους γονείς του στην ιδιόκτητη κατοικία των τελευταίων.

Εξάλλου η μητέρα των ανηλίκων είναι καθηγήτρια μέσης εκπαιδεύσεως, με μηνιαίες αποδοχές, οι οποίες, συμπεριλαμβανομένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, ανέρχονται στο ύψος των 1.330 ευρώ, διαμένει δε σε μισθωμένο, αντί μηνιαίου μισθώματος 352 ευρώ, διαμέρισμα, στη Θεσσαλονίκη, το οποίο καλύπτει με το αντιστοίχου ύψους μίσθωμα, που εισπράττει από την εκμίσθωση ιδιοκτήτου διαμερίσματός της, στην περιοχή Διαβατών Θεσσαλονίκης. Η ίδια επιβαρύνεται και με τα αυξημένα, ως εκ της εκεί συνοικήσεως και των εναγόντων ανηλίκων τέκνων της, λειτουργικά έξοδα της μισθίου κατοικίας, τα αναφερόμενα ιδιαίτερα στις δαπάνες θερμάνσεως και καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος. Εισοδήματα από άλλη πηγή δεν έχει, ούτε άλλη περιουσία, πλην του, κατά τα άνω, εκμισθουμένου διαμερίσματος και της ψιλής κυριότητος επί μιας κατοικίας στην 'Εδεσσα (που δεν της αποφέρει εισοδήματα), αφού το εξ 1/2 ιδανικό μερίδιό της επί ενός διαμερίσματος στη Θεσσαλονίκη εκποιήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο και το τίμημά του κάλυψε ανάγκες της επιχειρήσεως του τελευταίου. Η ανωτέρω πάσχει από "κοιλιοκάκι", που αναφέρεται σε δυσανεξία του οργανισμού στη γλουτένη, η οποία περιέχεται σε πλήθος τροφίμων, με συνέπεια να έχει ανάγκη ειδικής και προσεγμένης διατροφής, γεγονός που την επιβαρύνει ετησίως με ποσόν υπέρτερο των 1.500 ευρώ. Με βάση όλα τα προαναφερόμενα, το Δικαστήριο κρίνει ότι για την ανάλογη με τις ανάγκες των εναγόντων ανηλίκων διατροφή τους, όπως οι ανάγκες αυτές προκύπτουν από τις σημερινές συνθήκες της ζωής τους και συγκεκριμένα τις ανάγκες για τη συντήρηση, διατροφή, εκπαίδευση και ψυχαγωγία τους, απαιτείται, ενόψει, και της οικονομικής καταστάσεως των γονέων τους, οι οποίοι έχουν, κατά νόμο, κοινή υποχρέωση διατροφής τους, ποσό 420 ευρώ για τον Β. και 300 ευρώ για τον Φ. μηνιαίως. Στα ποσά αυτά συμπεριλαμβάνεται και η, ως εκ της εκεί διαβιώσεώς τους, προκύπτουσα επιβάρυνση των λειτουργικών εξόδων της κατοικίας της μητέρας τους, τα οποία φέρει η τελευταία, ενώ συνυπολογίζονται και οι, αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου τους, υπηρεσίες, των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή τους και τους προσφέρονται από την ίδια. Από τα συνολικά αυτά ποσά ο εναγόμενος πατέρας του είναι σε θέση, με βάση τις προαναφερθείσες οικονομικές του δυνατότητες και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας τους, να καλύψει τα μερικότερα ποσά των 270 και 200 ευρώ αντιστοίχως, ενώ το υπόλοιπο, το αναγκαιούν για τη διατροφή τους, ολικό ποσό βαρύνει, κατά μερική παραδοχή της νομίμου (άρθρο 1489 παρ. 2, του ΑΚ) συναφούς ενστάσεως του εναγομένου, τη μητέρα τους, η οποία, έχουσα, κατά νόμο, συντρέχουσα και ανάλογη των οικονομικών και εν γένει δυνατοτήτων της υποχρέωση διατροφής τους, μπορεί να το καλύψει με την προσφορά των προσωπικών της υπηρεσιών στην ανατροφή τους και των λοιπών, συνδεομένων με τη συνοίκησή τους, παροχών, αλλά και με την ανάλωση κεφαλαίου εκ των εισοδημάτων της.

Επομένως η ένδικη αγωγή έπρεπε, κατά το αναφερόμενο στη διατροφή των εναγόντων ανηλίκων σκέλος της, να γίνει δεκτή εν μέρει, ως εν μέρει βάσιμη κατ' ουσίαν, κατ' αποδοχή και της άνω ενστάσεως του εναγομένου περί συνεισφοράς της μητέρας των ανηλίκων στη διατροφή τους και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει στο γιο του Β. 270 ευρώ μηνιαίως και στο γιο του Φ. 200 ευρώ μηνιαίως, επί μία διετία από της κοινοποιήσεως της αγωγής, με το νόμιμο τόκο. Το πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλλει στα άνω ανήλικα τέκνα του τα προαναφερόμενα ποσά, ορθώς εκτίμησε τις αποδείξεις και εφήρμοσε το νόμο και άρα ο περί του αντιθέτου τρίτος και τελευταίος λόγος της κρινομένης εφέσεως πρέπει ν' απορριφθεί ως αβάσιμος.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.