Λύση γάμου με έκδοση συναινετικού διαζυγίου. Αγωγή διατροφής. Αγωγή με αίτημα ο σύζυγος να καταβάλει μηνιαίως ορισμένο χρηματικό ποσό για τη διατροφή των ανήλικων παιδιών του (Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, ειδική διαδικασία διαφορών που αφορούν διατροφή και επιμέλεια τέκνων, αριθμός απόφασης 10736/2011).
[...] Από τη με αριθμό 6706/14-6-2010 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Ν. Δ., που προσκομίζει η ενάγουσα, προκύπτει ότι ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της ένδικης αγωγής με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στον εναγόμενο. Καθώς, όμως ο τελευταίος δεν εμφανίστηκε στην παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου, πρέπει να δικαστεί ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, οφείλει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης ως να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρα 672, 681Β του ΚΠολΔ.). Οι περί διατροφής διατάξεις είναι αναγκαστικού δικαίου και, συνεπώς, συμβάσεις που τροποποιούν ή καταργούν την προβλεπόμενη από το νόμο ρύθμιση, είναι κατά κανόνα άκυρες, παρ` όλα αυτά όμως το δικαίωμα διατροφής μπορεί ν` αναγνωρισθεί και να τροποποιηθεί με σύμβαση των ενδιαφερομένων, αρκεί αυτή να μην ενέχει παραίτηση από το δικαίωμα διατροφής για το μέλλον. Είναι προφανές ότι μια τέτοια σύμβαση προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ των μερών, δηλαδή συμφωνία μεταξύ του δικαιούχου της διατροφής αφενός και του υπόχρεου να την παράσχει αφετέρου. Επομένως, συμφωνίες μεταξύ των υπόχρεων προς διατροφή τρίτου και δη συμφωνίες των γονέων ανηλίκου τέκνου, όπως οι γενόμενες ενόψει λύσεως του γάμου τους με συναινετικό διαζύγιο και περιλαμβανόμενες στην έγγραφη συμφωνία τους, με την οποία, πλην της ρυθμίσεως της επιμελείας του και της μετ` αυτού επικοινωνίας, όπως επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 1441 παρ.3α του Α., επιμερίζουν, συγχρόνως, και τις αναφερόμενες στις διατροφικές του ανάγκες υποχρεώσεις τους, δεσμεύουν μόνον αυτούς και δεν μπορούν ν` αντιταχθούν κατά του δικαιούχου της διατροφής ανηλίκου τέκνου τους, αλλ` ούτε και ν` αποτελέσουν τη βάση αγώγιμου αξιώσεως του τελευταίου. Το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου δεν μεταβάλλει τα πράγματα, αφού, κατ` άρθρο 1441 παρ.3 του Α., η επικύρωση των, ενόψει λύσεως του γάμου με συναινετικό διαζύγιο, συμφωνιών των συζύγων αναφέρεται μόνο στη συμφωνία για την επιμέλεια του προσώπου των ανηλίκων τέκνων τους και την επικοινωνία αυτών μαζί τους και δεν καταλαμβάνει οποιαδήποτε άλλη μεταξύ αυτών συμφωνία περιουσιακού ή άλλου περιεχομένου.
Πάντως, σε περίπτωση υπάρξεως της κατά τα άνω συμφωνίας, εάν ο ένας των συζύγων υπήρξε ασυνεπής στην εκπλήρωση των εξ αυτής αναληφθεισών υποχρεώσεών του, με αποτέλεσμα να επιβαρυνθεί με τη συμφωνηθείσα αναλογία του στη διατροφή του κοινού τέκνου ο άλλος, ο τελευταίος έχει πλέον, εκ της μεταξύ τους συμφωνίας, αλλά και τις κοινές διατάξεις περί διοικήσεως αλλοτρίων ή περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αξίωση αποδόσεως των για λογαριασμό του άλλου γονέως δαπανηθέντων, η οποία αξίωση, φερόμενη ενώπιον του δικαστηρίου ως κοινή ενοχική, εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1498 ΑΚ, διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνον από την υπερημερία, που επέρχεται, κατά το άρθρο 340 του ίδιου κώδικα, μετά δικαστική ή εξώδικη όχληση του οφειλέτη από το δανειστή. Όταν πρόκειται για οφειλή με διαδοχικές παροχές, όπως είναι η διατροφή, μπορεί να γίνει συνολική, για όλες τις μελλοντικές παροχές, όχληση. Σε κάθε περίπτωση όμως η όχληση πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενό της, υπό την έννοια ότι πρέπει απ` αυτή να προκύπτουν, εκτός των άλλων, και το είδος, όπως και η ακριβής ποσότητα της παροχής. Απλή υπόμνηση του χρέους ή αόριστη και γενική δήλωση του δανειστή σχετικά μ` αυτό δεν αποτελεί νόμιμη όχληση (ΑΠ 1547/1989 ΝοΒ 35.1040). Τέλος, τα περιστατικά της οχλήσεως πρέπει να περιέχονται στην αγωγή και το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις (ΕφΠειρ 163/1990 ΕλλΔνη 33.403-πρβλ.ΕφΘεσ 2348/2003 «ΝΟΜΟΣ»). Με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα, που εν προκειμένω παρίσταται ως εκπρόσωπος των ανηλίκων τέκνων της, ζητεί να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να της καταβάλλει, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, το ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως για καθένα εξ αυτών, ήτοι συνολικά το ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, για το χρονικό διάστημα από 1-10-2009 έως και τον χρόνο επίδοσης της ένδικης αγωγής, την 1η ημέρα κάθε μήνα με το νόμιμο τόκο από τη λήξη κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι εξοφλήσεως, ως οφειλόμενη διατροφή υπέρ αυτών (ανηλίκων τέκνων) τους, λόγω της συμβατικής υποχρέωσης που ο τελευταίος είχε αναλάβει με την υπογραφή του από 3-12-2008 ιδιωτικού συμφωνητικού.
Ακολούθως, ζητεί την 1η ημέρα κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επίδοση της ένδικης αγωγής, την καταβολή του ποσού των 300 ευρώ μηνιαίως για καθένα από τα ανήλικα τέκνα τους, Κ. και Ε., με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής εκάστης μηνιαίας παροχής και μέχρι εξοφλήσεως, ως συνεισφορά στις διατροφικές τους ανάγκες, οι οποίες ανέρχονται στο ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως για καθένα εξ αυτών, καθώς τα ίδια στερούνται εισοδήματος και περιουσίας, ενώ λόγω της ανηλικότητάς τους δεν δύνανται να εργασθούν. Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η ένδικη αγωγή, παραδεκτά και αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού που είναι αρμόδιο καθ΄ ύλην και κατά τόπο (άρθρα 17 περ.1, 22 ΚΠολΔ), με την ειδική διαδικασία των άρθρων 666 παρ.1, 667, 670, 671 παρ.1-3 και 672 έως 676 του ΚΠολΔ, (άρθρα 681Β παρ. 1 και 681Γ παρ.1 του ΚΠολΔ.). Είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη πλην του αιτήματος καταβολής διατροφής για παρελθόντα, πριν την άσκηση της ένδικης αγωγής, χρόνο, καθώς οι συμφωνίες περί διατροφής των ανηλίκων τέκνων των γονέων για τη δικαιούμενη από αυτά διατροφή, αναφερόμενες σε χρόνο πριν από την άσκηση της αγωγής και γενόμενες βάση ιδιωτικού συμφωνητικού, δεν δεσμεύουν τους ανήλικους και δεν μπορούν να αντιταχθούν κατά αυτών, αλλά ούτε μπορούν να θεμελιώσουν αγωγική αξίωση αυτών. Στηρίζεται, κατά το σκέλος που κρίθηκε νόμιμη, στις διατάξεις των άρθρων 341, 345, 1485, 1486, 1493, 1496, 1467, 1498 του Α. και στα άρθρα 907, 910 περ.β του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω κατ' ουσία, δεδομένου ότι για το καταψηφιστικό αίτημα της ένδικης αγωγής, έχει καταβληθεί το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τα ανάλογα ποσοστά υπέρ τρίτων (βλ. το υπ΄ αριθμ. 12327923/1-11-2010 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. Β΄ (Β΄-Γ΄) Θεσσαλονίκης και το υπ΄αριθμ.392439/1-11-2010 γραμμάτιο είσπραξης της Ε.).
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης, που με επιμέλεια της ενάγουσας εξετάσθηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και περιέχεται στα ταυτάριθμα προς την παρούσα πρακτικά δημόσια συνεδρίασης, η οποία εκτιμάται κατά το μέτρο γνώσης και τον βαθμός αξιοπιστίας αυτής, από όλα τα νομίμως επικληθέντα και προσκομισθέντα έγγραφα, άλλα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εναγόμενος στις 28 Δεκεμβρίου 1997 τέλεσε νόμιμο γάμο με την Ε. Τ. και στις 10-1-1999 γεννήθηκε ο Κ., ενώ στις 23-1-2003 γεννήθηκε η Ε.. Ωστόσο, ο γάμος του εναγομένου με την μητέρα των τέκνων του, διήρκησε μέχρι και το έτος 2004, καθώς δυνάμει της υπ΄αριθμ.22082/2004, ήδη αμετάκλητης, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, επήλθε η οριστική του λύση. Από τον χρόνο λύσης του γάμου, τα ανήλικα τέκνα του εναγομένου διαμένουν με την μητέρα τους, στην οποία, μάλιστα, δυνάμει της υπ΄αριθμ.38547/2007 απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, ανατέθηκε η επιμέλεια του προσώπου τους. Αυτά στερούνται περιουσίας και εισοδημάτων, καθόσον, λόγω της ανηλικότητάς τους, δεν μπορούν να εργασθούν. Επομένως, έχουν δικαίωμα διατροφής σε χρήμα έναντι των γονέων τους, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις δυνάμεις τους. Ο ανήλικος Κ. και η ανήλικη Ε. παρακολουθούν μαθήματα σε δημόσιο δημοτικό σχολείο, ενώ παράλληλα παρακολουθούν μαθήματα εκμάθησης αγγλικής γλώσσας, ζωγραφικής και κολυμβητηρίου, με την ανήλικη Ε. να παρακολουθεί περαιτέρω και μαθήματα μπαλέτου. Οι λοιπές δαπάνες συντήρησής των τέκνων του εναγομένου, ήτοι της διατροφής, ένδυσης, υπόδησης και της ψυχαγωγίας τους, να είναι οι συνήθεις δαπάνες των παιδιών της αντίστοιχης ηλικίας, που ζουν υπό παρόμοιες οικονομικές συνθήκες των γονέων τους.
Ακολούθως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος και πατέρας των ανηλίκων διαμένει σε μισθωμένη οικία στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης, χωρίς ωστόσο να αποδεικνύεται το ύψος του μηνιαίως καταβαλλομένου από αυτόν μισθίου, ως εκ τούτου βαρύνεται τόσο με τις δαπάνες στεγάσεώς του όσο και με τις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης της οικίας, όπου διαμένει. Διατηρεί κι εκμεταλλεύεται ιδιόκτητο ταξί κατά ποσοστό 25%, αποκερδαίνοντας από την εργασία του αυτή, όπως εκτιμάται, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, το ποσό το 1500 ευρώ μηνιαίως. Είναι κύριος ενός επιβατικού οχήματος και μίας δίκυκλης μοτοσικλέτας. ’λλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή αλλά και υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, πλην των τέκνων του, δεν αποδεικνύεται ότι έχει ο εναγόμενος. Αντίστοιχα, η μητέρα των ανηλίκων αποδεικνύεται ότι απασχολείται ως ιδιωτική υπάλληλος αποκερδαίνοντας μηνιαίως το ποσό 850 ευρώ. Διαμένει, μαζί με τα τέκνα της, σε οικία της μητέρας της, κι ως τούτου δεν βαρύνεται με δαπάνες στεγάσεως, παρά μόνο με τις αναλογούσες στην οικία αυτή δαπάνες λειτουργίας και συντήρησής της και είναι κυρία ενός επιβατικού οχήματος. Η αγορά του προηγούμενου οχήματος πραγματώθηκε το έτος 2008 με δάνειο που λήφθηκε από την Τράπεζα EFG EUROBANK ERGASIAS συνολικού ύψους 9870 ευρώ, για την αποπληρωμή του οποίου η μητέρα των ανηλίκων υποχρεούται στην καταβολή του ποσού των 217,30 ευρώ μηνιαίως μέχρι τον Σεπτέμβριο του έτους 2012. Η δαπάνη, όμως, για την αποπληρωμή του δανείου δεν θα προαφαιρεθεί από τα έσοδα της μητέρας των ανηλίκων, αλλά θα ληφθεί υπόψη ως στοιχείο προσδιοριστικό των συνθηκών διαβίωσής της. Εξάλλου, η υποχρέωση καταβολής μηνιαίων δόσεων για την αγορά αυτοκινήτου δεν μπορεί να ληφθεί ως στοιχείο μείωσης των εισοδημάτων της, αφού για τους γονείς προηγείται πρόδηλα η εκ του νόμου επιβεβλημένη υποχρέωση διατροφής των ανηλίκων τέκνων τους, έναντι της κτήσεως διαρκών μη αναγκαίων για την άμεση συντήρησή τους καταναλωτικών αγαθών. ’λλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή αλλά και υποχρεώσεις προς τρίτα πρόσωπα, πλην των ανηλίκων τέκνων, δεν αποδεικνύεται ότι έχει η μητέρα τους, Ελεάνα Τ.
Μάλιστα, η τελευταία, επιμελείται αυτοπροσώπως τα ανήλικα τέκνα της και παρέχει σ΄ αυτά κάθε είδους εξυπηρετήσεως και φροντίδας με τη συνοίκησή της μαζί τους, η οποία είναι αποτιμητή σε χρήμα. Με βάση τις προαναφερόμενες οικονομικές δυνατότητες των γονέων και τις ανάγκες των τέκνων τους, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής τους και συγκεκριμένα τις ανάγκες για ένδυση, διατροφή, ιατρική παρακολούθηση και εν γένει συντήρησή τους, η ανάλογη διατροφή που δικαιούνται έναντι και των δύο γονέων τους ανέρχεται τόσο για τον ανήλικο Κ. όσο και την ανήλικη Ε. στο ποσό των 500 ευρώ μηνιαίως, ήτοι στο συνολικό ποσό των 1000 ευρώ μηνιαίως. Στο ποσό αυτό συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου τους υπηρεσίες των οποίων έχουν ανάγκη για την ανατροφή τους και προσφέρονται σ΄ αυτούς από τη μητέρα τους και των συναφών δαπανών θέρμανσης, ηλεκτροφωτισμού, ύδρευσης, τηλεφώνου κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, καθώς και της στέγης που τους παρέχει η μητέρα τους, καλύπτοντας έτσι τις δαπάνες στεγάσεώς τους. Με το παραπάνω ποσό μπορούν να καλυφθούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την ανατροφή των τέκνων των διαδίκων, ώστε να εξασφαλισθεί επίπεδο διαβίωσής τους ανταποκρινόμενο προς το επίπεδο διαβίωσης που αρμόζει στην ηλικία τους. Από το συνολικό όμως ποσό των 1000 ευρώ, ο εναγόμενος είναι σε θέση να καταβάλλει μέρος της οφειλομένης διατροφής προς τα τέκνα του, καθώς με την ένδικη αγωγή η ενάγουσα ζητεί να της καταβληθεί, για λογαριασμό των τέκνων, το μέρος, που κατά την άποψή της, βαρύνει τον εναγόμενο γονέα σε αναλογία προς τις οικονομικές του δυνάμεις. Έτσι, τούτος, με βάση την προαναφερθείσα οικονομική του δυνατότητα και την προσωπική του κατάσταση, συσχετιζόμενη με την αντίστοιχη οικονομική δυνατότητα και την προσωπική κατάσταση της μητέρας, είναι σε θέση να καλύψει το ποσό των 280 ευρώ για την μηνιαία διατροφή του ανήλικου Κ. και το ποσό των 280 ευρώ για την μηνιαία διατροφή της ανήλικης Ε. Κατά το υπόλοιπο μέρος της δικαιούμενης διατροφής των ανήλικων τέκνων των διαδίκων βαρύνεται η μητέρα τους, η οποία έχει την οικονομική δυνατότητα να την προσφέρει με παροχές είτε σε είδος, όπως με την καθημερινή της φροντίδα, είτε σε χρήμα, από το προσωπικό της εισόδημα.
Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η ένδικη αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλλει, στην ενάγουσα για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, το πρώτο πενθήμερο (5ημερο) κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα δύο (2) ετών, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής και μέχρι εξοφλήσεως, το συνολικό ποσό των 560 μηνιαίως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, ήτοι το ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή του ανήλικου Κ. και το ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή της ανήλικης Ε. Περαιτέρω, το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, πρέπει να γίνει δεκτό (άρθρα 907 και 910 σημ.4 του ΚΠολΔ). Ακολούθως, πρέπει να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής από τον εναγόμενο, (βλ. άρθρ.501 παρ. 1, 502 παρ. 1, 505 παρ. 2, 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Τέλος, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, για την επιδίκαση των οποίων υποβλήθηκε σχετικό αίτημα, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων και ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αυτών, κρίνεται ότι πρέπει να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων σε βάρος του εναγομένου, ανάλογα με το μέρος της ήττας του, (άρθρο 178, 191 σημ.2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει ερήμην του εναγομένου. Ορίζει παράβολο στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250,00 E) ευρώ για την περίπτωση ασκήσεως από τον εναγόμενο ανακοπής ερημοδικίας κατά της απόφασης αυτής. Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή. Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα, για λογαριασμό των ανηλίκων τέκνων τους, το πρώτο πενθήμερο (5ημερο) κάθε μήνα για το χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας παροχής και μέχρι εξοφλήσεως, το συνολικό ποσό των πεντακοσίων εξήντα ευρώ (560,00 E) μηνιαίως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή των ανηλίκων τέκνων του, ήτοι το ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280,00 E) μηνιαίως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή του ανήλικου Κ. και το ποσό των διακοσίων ογδόντα ευρώ (280,00 E) μηνιαίως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή της ανήλικης Ε. Κηρύσσει την απόφαση προσωρινά εκτελεστή, ως προς την αμέσως προηγούμενη περί διατροφής καταψηφιστική της διάταξη. Επιβάλλει σε βάρος του εναγομένου μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα ευρώ (250,00 E).
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα