Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Συμμετοχή στα αποκτήματα - Πότε η παροχή υπηρεσιών που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων συνιστά συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1710/2012)

Περίληψη: Συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την κρίση περί αύξησης της περιουσίας, κρίσιμος ο χρόνος γέννεσης της σχετικής αξίωσης. Για την εξεύρεση, όμως, της αξίας της επαύξησης σε χρήμα, κρίσιμος ο χρόνος έγερσης της αγωγής. Ενστάσεις προς απόκρουση του τεκμηρίου. Πότε η παροχή υπηρεσιών που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων συνιστά συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου. Απόρριψη ως αόριστης αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως. ΄Ασκηση νέας αγωγής. Συνέπειες επίδοσης της πρώτης αγωγής ως προς την υπερημερία του εναγομένου. Πολιτική Δικονομία. Δεδικασμένο. Εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για αυτά. Έτσι η τελεσίδικη απόφαση σε δίκη διανομής, με την οποία απορρίπτεται η αγωγή περί διανομής, κατ` αποδοχή ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, εκτός των άλλων, και λόγω της περιουσιακής καταστάσεως του ενός των συζύγων, η οποία μάλιστα προσδιορίζεται σε προγενέστερο χρόνο της συμπληρώσεως τριετίας από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων, ή η τελεσίδικη απόφαση σε δίκη διατροφής, με την οποία προσδιορίζεται η περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε διατροφή συζύγου στον ίδιο ως άνω χρόνο, δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη αποκτημάτων μεταξύ των διαδίκων - συζύγων. Αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή εν όλω ή εν μέρει, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, τη δε απόφαση αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιο αυτής μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο, αδιαίρετα και ως σύνολο και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος με τις προτάσεις του. Στην αντίστροφη περίπτωση, ο τελευταίος, εκκαλώντας την απορριπτική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένσταση αυτή μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του. Λόγοι αναίρεσης. Στοιχεία παραδεκτού του λόγου αναίρεσης περί μη λήψεως υπόψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση. ΄Ελλειψη νόμιμης βάσης, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων, ιδρύεται μόνον εάν δεν είναι σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 στοιχ. 8 ΚΠολΔ λόγος αν δεν ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμησή των. Ο από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει δεδικασμένο, ενώ, εάν το δίκασαν δικαστήριο δεν απάντησε σε ισχυρισμό περί δεδικασμένου, ο αναιρετικός έλεγχος γίνεται μέσω του από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ λόγου. Ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ λόγος δεν ιδρύεται όταν δεν έχει εκδοθεί προδικαστική απόφαση. ΄Εννοια «πραγμάτων» στον εκ του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ. λόγο αναιρέσεως. Απορρίπτει τις αιτήσεις για αναίρεση της υπ΄ αριθμ. 1576/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

[...] Ι). Οι από 15.11.2011 και 21.11.2011 αντίθετες αιτήσεις αναίρεσης, καθώς και οι από 26.3.2012 πρόσθετοι λόγοι της από 21.11.2011 αιτήσεως αναιρέσεως, κατά της 1576/2011 απόφασης του Εφετείου Αθηνών, πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

II) Επί της από 15.11.2011 αιτήσεως αναιρέσεως. Επειδή από τις διατάξεις των άρθρων 335,και 338 έως 341 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι το δικαστήριο, για να σχηματίσει τη δικανική του πεποίθηση του, ως προς τη βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τους διαδίκους πραγματικών γεγονότων, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα νόμιμα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως για άμεση και έμμεση απόδειξη οι διάδικοι, χωρίς να είναι ανάγκη να γίνεται ειδική μνεία και χωριστή αξιολόγηση του καθ` ενός από αυτά, κατ` αντιδιαστολή προς άλλα αποδεικτικά μέσα, τα οποία φέρονται ότι λήφθηκαν υπόψη προς σχηματισμό της κρίσεως του. Δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύσει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της, κατά την ελεύθερη κρίση του, μεγαλύτερης σημασίας τους, αρκεί να καθίσταται αδιστάκτως, από το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως, ότι συνεκτιμήθησαν όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόμισαν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει λόγο αναιρέσεως εκ του άρθρου 559 αριθ.11 περ. γ` Κ.Πολ.Δ., υπό την αποκλειστική προϋπόθεση ότι το πραγματικό γεγονός, το οποίο επικαλείται ο διάδικος ασκεί ουσιώδη επιρροή στη δίκη, αφού μόνο ένα τέτοιο (ουσιώδες) γεγονός καθίσταται αντικείμενο της δίκης (ΟλΑ.Π. 2/2008, ΟλΑ.Π. 14/2005). Εξάλλου, επί παραπόνου για μη λήψη αποδεικτικών μέσων που προσκομίσθηκαν με επίκληση, πρέπει, για το παραδεκτό του λόγω αυτού, να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, να προσδιορίζεται το περιεχόμενο τους και το παραδεκτό της προσαγωγής τους (Α.Π 1851/2007).

Στην προκείμενη περίπτωση, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η πλημμέλεια ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό της κρίσεως του, δεν έλαβε υπόψη και δεν εκτίμησε την κατάθεση του μάρτυρα Φ. Σ., στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, καθώς και τις υπ` αριθμούς .../2006, .../2006 και .../2007 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων Σ. Γ., Χ. Γ. και Ι. Π.. Το εφετείο, στην προσβαλλομένη απόφαση του, διαλαμβάνει ρητώς ότι έλαβε υπόψη τα ως άνω αποδεικτικά μέσα και μάλιστα αναφέρει και εναρίθμως τις ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων. Από τη βεβαίωση αυτή, και το όλο περιεχόμενο της αποφάσεως καθίσταται βέβαιο ότι το Εφετείο, για το σχηματισμό του αποδεικτικού πορίσματος του, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε και όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα. Επομένως, ο μόνος, εκ του άρθρου 559 αρ.11 περ. γ` Κ.Πολ.Δ., αντίθετος, λόγος αναιρέσεως, είναι αβάσιμος και ως εκ τούτου η από η από 15.11.2011 αίτηση αναιρέσεως του Α. Γ. πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της.

III). Επί της από 21.11.2011 αιτήσεως, ως και των από 26.3.2012 και προσθέτων λόγων αναιρέσεως.

Ι). Επειδή, ο μεν εκ του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ λόγος αναιρέσεως, για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ιδρύεται αν το δικαστήριο δεν εφήρμοσε τέτοιο κανόνα, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφήρμοσε αυτόν, ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν προσέδωσε στον εφαρμοστέο κανόνα έννοια διαφορετική από την αληθή, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολομ.ΑΠ 7/2006, 4/2005, 36/1988). Στην περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, τα οποία ανελέγκτως δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση (Α.Π 1522/2011, Α.Π 633/2011), ο δε εκ του άρθρου 559 αριθ.19 λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν δεν προκύπτουν σαφώς από το αιτιολογικό της τα περιστατικά, που είναι αναγκαία, για τη κρίση του δικαστηρίου στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόστηκε ή περί μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς ή αντιφατικές ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 30/1997, Ολ.Α.Π. 28/1997).

Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη νόμιμης βάσεως, όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόμενες στην εκτίμηση των αποδείξεων και μάλιστα στην ανάλυση, στάθμιση και αξιολόγηση του εξαγομένου από αυτές πορίσματος, γιατί στην κρίση αυτή το δικαστήριο προβαίνει ανελέγκτως, κατ` άρθρο 561 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., εκτός αν δεν σαφές το αποδεικτικό πόρισμα και για το λόγο αυτό καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 του ΑΚ: "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 1400 ΑΚ, η οποία εφαρμόζεται και επί γάμων που τελέσθηκαν και επί περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν και πριν από την έναρξη της ισχύος του ν. 1329/1983 (άρθρο 12 ν. 1649/1986), συνάγεται ότι η απαίτηση του κάθε συζύγου προς συμμετοχή στα αποκτήματα του άλλου είναι κατ` αρχήν ενοχή αξίας, δηλαδή χρηματική ενοχή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί η χρηματική αποτίμηση της περιουσιακής αύξησης του υπόχρεου συζύγου, που προέρχεται από τη συμβολή, άμεση ή έμμεση του δικαιούχου (Ολ.ΑΠ 28/1996). Ως αύξηση νοείται όχι μια συγκεκριμένη κτήση, αλλ` η διαφορά που υπάρχει στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε δύο διαφορετικά χρονικά σημεία, ήτοι κατά την τέλεση του γάμου και κατά το χρόνο που γεννιέται η αξίωση για συμμετοχή στα αποκτήματα με βάση τις παρ. 1 και 2 του ίδιου άρθρου 1400 του Α.Κ. Από τη σύγκριση της αξίας αυτών, αναγόμενης σε τιμές του χρόνου γέννησης της αξίωσης, θα κριθεί αν υπάρχει περιουσιακή αύξηση του ενός συζύγου που να δικαιολογεί την αξίωση του άλλου για συμμετοχή στα αποκτήματα. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της έγερσης της αγωγής. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αύξησης λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής κατάστασης στο χρονικό σημείο της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση.

Η τελευταία δεν αποκλείεται να ξεκινά με την αγωγή από μία μόνο ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που την διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Ο χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Ο δικαιούχος σύζυγος θα πρέπει να αποδείξει την τελική περιουσία, από τι αποτελείται και ποια είναι η αξία της (Α.Π. 447/2005). Ο εναγόμενος περαιτέρω, ως υπόχρεος σύζυγος, του οποίου η περιουσία αυξήθηκε με τη συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να προβάλει, μεταξύ άλλων, ότι η συμβολή του ενάγοντος ήταν κάτω από το ένα τρίτο ή ότι δεν υπάρχει καμία συμβολή. Για να γίνει όμως δεκτή η ανυπαρξία συμβολής που αποκλείει την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα θα πρέπει ο εναγόμενος σύζυγος να επικαλεσθεί και αποδείξει ότι ο δικαιούχος της αξίωσης συμμετοχής σύζυγος είτε δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων είτε δεν ήθελε να συμβάλει και ότι η επαύξηση της περιουσίας οφείλεται μόνο σ` αυτόν. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, ενόψει του ότι το καθιερούμενο από το άρθρο 1400 ΑΚ τεκμήριο της συμβολής συμμετοχής στα αποκτήματα κατά το 1/3 ενεργεί και ως προς τους δύο συζύγους, ο δε ενάγων, έστω και αν δεν αποδείξει τη δική του συμβολή, θα δικαιούται οπωσδήποτε το 1/3 της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, συνιστά ως προς την απόκρουση του τεκμηρίου ένσταση (Α.Π. 1223/2007, 661-662/2005). Η συμβολή τέλος του ενός συζύγου στην περιουσιακή επαύξηση του άλλου μπορεί να γίνει είτε με την παροχή κεφαλαίων (εισφορά χρήματος, κεφαλαιουχικών αγαθών κατά χρήση), είτε με παροχή υπηρεσιών, που αποτιμώνται σε χρήμα και δεν επιβάλλονται από την υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες (άρθρο 1390 ΑΚ).

Ειδικότερα, η παροχή υπηρεσιών, που η σύζυγος προσφέρει εντός της οικίας ή για την ανατροφή των τέκνων, αποτελεί δική της συμβολή στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου, μόνο όταν οι υπηρεσίες αυτές των οποίων προσδιορίζεται το είδος και η αξία τους είναι περισσότερες από αυτές, που η υποχρέωση συμβολής στις οικογενειακές ανάγκες επιβάλει. Περαιτέρω, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως "πράγματα" νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντέσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ.Α.Π 9/1997, Α.Π. 625/2008, Α.Π 328/2008). Δεν αποτελούν "πράγματα" και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναιρέσεως αν δεν ληφθούν υπόψη ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των. Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του, όπως αυτή προκύπτει, μετά από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων που αναφέρει, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη κρίση του, ως αποδειχθέντα, τα εξής πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 25-05-1985 κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα τέκνο, το Σ., που γεννήθηκε στις 18-11-1985. Ο γάμος των διαδίκων, η έγγαμη συμβίωση των οποίων διασπάσθηκε οριστικά στις 6-12-2001 και επήλθε έκτοτε διάσταση αυτών, λύθηκε αμετακλήτως με την υπ` αριθμό 3979/2004 αμετάκλητη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου τους οι διάδικοι δεν είχαν περιουσία. Η εκκαλούσα, που γεννήθηκε στις 2 8-03-1956, κατά τον προαναφερόμενο χρόνο τέλεσης του γάμου εργαζόταν στο Πολεμικό Ναυτικό ως μόνιμη υπαξιωματικός. Από την προαναφερόμενη υπηρεσία, στην οποία υπηρετούσε από 06-02-1979, συνταξιοδοτήθηκε στις 15- 12-1997, λόγω παραιτήσεως. Οι αποδοχές της εκκαλούσας κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων έως το χρόνο της διάστασης αυτών, τόσο κατά το χρόνο που ελάμβανε σύνταξη ήταν οι συνηθισμένες για το μισθό και τη σύνταξη υπαξιωματικού (αρχικελευστή) του πολεμικού ναυτικού, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι είχε άλλα εισοδήματα από άλλες πηγές ή από χαριστικές αιτίες (π.χ. οικονομική βοήθεια από γονείς ή άλλους συγγενείς), τα οποία να διέθεσε κατόπιν για τη δημιουργία ή την αύξηση περιουσίας της ίδιας ή του εφεσίβλητου κατά τη διάρκεια της συμβίωσης των διαδίκων έως το χρόνο της διάστασης αυτών, εκτός από τα παρακάτω αναφερόμενα αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά που προκύπτουν από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογίας εισοδήματος των διαδίκων των οικονομικών ετών 1986 και 1996 έως 2001, τα οποία (εκκαθαριστικά σημειώματα) αποτελούν και τα πλέον αξιόπιστα στην εξεταζόμενη περίπτωση αποδεικτικά στοιχεία για τα εισοδήματα των διαδίκων, σύμφωνα με τις κοινές φορολογικές δηλώσεις αυτών. Συγκεκριμένα, κατά τα οικονομικά έτη 1986 και 1996 έως και 2001 (εισοδήματα 1985 και 1995 έως και 2000) οι μηνιαίες μικτές (δηλαδή πριν την αφαίρεση των φόρων και λοιπών κρατήσεων) αποδοχές (μισθός ή σύνταξη και προαναφερόμενα αυτοτελώς φορολογούμενα ποσά) της εκκαλούσας κατά μέσο όρο υπολογιζόμενες σε 14 δόσεις ανέρχονταν περίπου για το έτος 1985 σε 43.113 δραχμές ή 147 ευρώ (δηλωθέν εισόδημα 603.715 δρχ:14), για το έτος 1995 σε 257.588 δραχμές ή 756 ευρώ (δηλωθέν εισόδημα 3.606.237 δρχ. εκ των οποίων ποσό 911.975 δρχ. το αυτοτελώς φορολογούμενο), για το έτος 1996 σε 257.352 δρχ. ή 808 ευρώ (δηλωθέν εισόδημα 3.854.926 δρχ εκ των οποίων ποσό 796.652 δρχ. το αυτοτελώς φορολογούμενο), για το έτος 1997 σε 338.287 δρχ ή 993 ευρώ, για το έτος 1998 σε 676.067 δρχ ή 1.984 ευρώ, (ήτοι δηλωθέν εισόδημα 9.464.933 δρχ. εκ των οποίων ποσό 7.234.335 το αυτοτελώς φορολογούμενο), για το έτος 1999 σε 435.098 δρχ. ή 1.277 ευρώ, (δηλωθέν εισόδημα 6.091.369 δρχ εκ των οποίων ποσό 4.405.641 το αυτοτελώς φορολογούμενο) και για το έτος 2000 σε 147.814 δραχμές ή 434 ευρώ

με τη σημείωση ότι η ίδια εκκαλούσα στην κρινόμενη αγωγή της (βλ. σελ 7 της αγωγής της) υποστηρίζει ότι η σύνταξη της κατά το χρόνο σύνταξης αυτής (αγωγής, ήτοι 17-7-2008) ανέρχεται στο ποσό των 438,40 ευρώ. Κατά τον κρίσιμο στην προκειμένη περίπτωση χρόνο της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής (29-7-2008), δεδομένου ότι η αγωγή στηρίζεται στην επικαλούμενη αλλά και αποδειχθείσα τριετή διάσταση των διαδίκων, η αξία της τελικής ατομικής κινητής και ακίνητης περιουσίας της εκκαλούσας, που αποκτήθηκε από την ίδια κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης (22-5-1985 έως 6-12-2001) ανερχόταν στο ποσό των 134.000 ευρώ περίπου, ήτοι 102.000 ευρώ η αξία ποσοστού 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός δ/τος επιφανείας 118,50 τ.μ., που βρίσκεται στην οδό ... αριθ.27 του ..., 2000 ευρώ η αξία ενός αυτ/του Ε.Ι.Χ. έτους κατασκευής 1997 τύπου.......... .............. και κατάθεση σε τράπεζα 30.000 ευρώ. Στο ανωτέρω ποσό των 134.000 ευρώ αποτιμάται η αυξηθείσα κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων περιουσία της εκκαλούσας και κατά το χρόνο συμπλήρωσης τριετούς διάστασης των διαδίκων (6-12-2004) και κατά το χρόνο επίδοσης (15-3- 2005) της προηγούμενης από 31-1-2005 αγωγής της εκκαλούσας, λόγω της ασήμαντης μεταβολής των οικονομικών μεγεθών κατά τους προαναφερόμενους χρόνους, με τη σημείωση ότι επί της προηγούμενης και όμοιας με την εξεταζόμενη αγωγής της εκκαλούσας εκδόθηκε η υπ` αριθμό 6652/14-9-2007 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή αυτή ως αόριστη. Από την ανωτέρω προηγούμενη αγωγή παραιτήθηκε νομίμως η εκκαλούσα, με την εξεταζόμενη αγωγή. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η εκκαλούσα μετά την παραίτηση της από το Πολεμικό Ναυτικό και έως το χρόνο της διάστασης των διαδίκων η εκκαλούσα απασχολήθηκε περιστασιακά με τον έλεγχο των συναλλαγών της στη στεγασμένη σε μισθωμένο χώρο (κατάστημα επιφανείας 80 τ.μ.), ευρισκόμενος στο ... επί της οδού ... αρ. 50-52 επιχείρηση (πρακτορείο τυχερών παιγνίων, ΠΡΟΠΟ κλπ) ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου, ήτοι κατά τις μέρες Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο για 3 έως 5 ώρες ημερησίως (βλ. την περιεχόμενη στα πρακτικά της συνεδρίασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ένορκη κατάθεση του Φ. Σ., μάρτυρα του εφεσίβλητου: "... εκ περιτροπής όπως κάποια σύζυγος θα πήγαινε το ένα Σάββατο, όχι Σάββατο, μια Παρασκευή ή μια Πέμπτη ... Απλώς εποπτικά ... να τσεκάρει πίσω από τους υπαλλήλους").

Η αξία της παροχής της ανωτέρω υπηρεσίας της εκκαλούσας στην επιχείρηση του εφεσίβλητου, ο οποίος ωφελήθηκε ισόποσα, αφού εξοικονόμησε έτσι τη δαπάνη που ήταν υποχρεωμένος να καταβάλλει για την παροχή της ανωτέρω υπηρεσίας σε τρίτα πρόσωπα, εκτιμάται ότι ανέρχεται στο ποσό των 300 ευρώ κατά μήνα, ήτοι 12.000 ευρώ συνολικά για το διάστημα από 1-1-1998 έως το μήνα Ιούνιο του έτους 2001 (μήνες 40X300 ευρώ). Η περιεχόμενη στην προαναφερόμενη υπ` αριθμό .../3-1-2006 ένορκη βεβαίωση κατάθεση του μάρτυρα του εκκαλούντος και τέκνου των διαδίκων Σ. Γ., ο οποίος από το έτος 2002, ήτοι και προ της ενηλικίωσης αυτού ζει και συνεργάζεται με τον πατέρα του, στην ανωτέρω επιχείρηση του τελευταίου, ο οποίος κατά την 1-3-2004, δυνάμει του υπ` αριθμό .../1-3-2004 συμβολαίου της συμβ/φου Καλλιθέας Σταματίνας Κουτίβα - Γιαννάκη, που μεταγράφηκε νόμιμα, μεταβίβασε λόγω γονικής παροχής προς το ανωτέρω τέκνο του την ψιλή κυριότητα του ευρισκόμενου στον οικισμό ... της κοινότητας ... ακινήτου - αγροτεμαχίου, έκτασης 1.215,26 τ.μ., διαμέρισμα πρώτου ορόφου επιφανείας 65 τ.μ., διαμέρισμα του δευτέρου ορόφου επιφανείας 45 τ.μ., θέση στάθμευσης αυτοκινήτου (πυλωτής) επιφανείας 54 τ.μ. και πισίνα επιφανείας 65 τ.μ. (βλ. από 9-9-2005 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μεσίτη αστικών συμβάσεων Χ. Χ., που προσκομίζει και επικαλείται ο εφεσίβλητος) εμπορικής αξίας κατά τον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο περίπου 1.200.000 ευρώ (ο προαναφερόμενος μεσίτης εκτιμά ότι η εμπορική αξία του ανωτέρω ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 720.787,20 ευρώ, ενώ στην προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εκκαλούσα από 18-12-2006 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του Η. Μ., η αξία του ακινήτου αυτού υπολογίζεται στο ποσό του 1.078.800 ευρώ), κατά την οποία κατάθεση: "...Η μητέρα μου ποτέ δεν ασχολήθηκε στις δουλειές αυτές, ούτε στο πρακτορείο, ούτε στα κλιματιστικά, ούτε και στην οικοδομή που έκτισε ο πατέρας μου στον ..., κρίνεται ότι είναι επηρεασμένη από την προαναφερόμενη συνεργασία και συνοίκηση πατέρα και τέκνου, έρχεται σε αντίθεση με την ανωτέρω κατάθεση του μάρτυρα του εφεσίβλητου Φ. Σ. και ως εκ τούτου δεν παρέχει πλήρη αξιοπιστία. Ως υπερβολική και μη παρέχουσα ως εκ τούτου πλήρη αξιοπιστία κρίνεται και η περιεχόμενη στα πρακτικά συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ένορκη κατάθεση της αδελφής της εκκαλούσας Π. Κ. ότι η τελευταία (εκκαλούσα) εργαζόταν στις επιχειρήσεις του εφεσίβλητου, δηλαδή στην προαναφερόμενη επιχείρηση τυχερών παιγνίων και στη γειτονική επιχείρηση εμπορίας και τοποθέτησης κλιματιστικών συσκευών, για την οποία γίνεται λόγος παρακάτω, από το πρωί έως το βράδυ).

Τέλος, η συμβολή της εφεσίβλητης για την αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων με τις προσωπικές της υπηρεσίες για τη συντήρηση και λειτουργία του συζυγικού και οικογενειακού οίκου και για την ανατροφή του ανήλικου τέκνου των διαδίκων, αποδείχθηκε ότι παρασχέθηκε στα πλαίσια που επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς αυτής στην αντιμετώπιση των ανωτέρω αναγκών και δεν ξεπέρασε το μέτρο των δυνάμεων της, με αποτέλεσμα να μη καθίσταται αναγκαία η χρηματική αποτίμηση αυτών. Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι και ο εφεσίβλητος, που γεννήθηκε στις 24-9-1960, κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων, δεν είχε ατομική περιουσία. Έως το έτος 1987 ο εφεσίβλητος εργαζόταν ως υπάλληλος στο Ταμείο Εμπόρων, σε μια επιχείρηση μεταφορών και συμμετείχε με ποσοστό 20% στην επιχείρηση εμπορίας ηλεκτρικών ειδών με την επωνυμία ... ................. Κατά το έτος 1987 δημιούργησε ετερόρρυθμη εταιρεία στην οποία συμμετείχε ως ετερόρρυθμο μέλος και η εκκαλούσα. Σκοπός της εταιρείας ήταν η εμπορία, τοποθέτηση και συντήρησε κλιματιστικών συσκευών. Κατά το έτος 1990 συστάθηκε από τον εφεσίβλητο, μετά από μετατροπή της ανωτέρω ετερόρρυθμης εταιρείας, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία "... .................... .................." με μετόχους τον εφεσίβλητο σε ποσοστό 55%, την εκκαλούσα σε ποσοστό 15% και τους γονείς του εφεσίβλητου σε ποσοστό 15% για τον καθένα. Η συμμετοχή της εκκαλούσας στις ανωτέρω επιχειρήσεις του εφεσίβλητου, όπως και των γονέων του στη δεύτερη από αυτές, ήταν τελείως τυπική και δεν ανταποκρίνεται σε χρηματική ή άλλη συμμετοχή. Με την από 10-12-2004 έκτακτη γενική συνέλευση των μετόχων της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας αποφασίσθηκε η λύση αυτής και η θέση σε καθεστώς εκκαθάρισης. Κατά το μήνα Φεβρουάριο του έτους 1995 ο εφεσίβλητος πέτυχε να εκδοθεί στο όνομα του άδεια λειτουργίας της προαναφερόμενης επιχείρησης - πρακτορείου τυχερών παιγνίων, στην οποία απασχολούνται εκτός από το ανωτέρω ενήλικο τέκνο των διαδίκων και άλλοι έξι υπάλληλοι. Για τις ανάγκες της λειτουργίας της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας (καταθέσεις μετρητών ή επιταγών πελατών της ανώνυμης εταιρείας, δεσμεύσεις και αποδεσμεύσεις καταθέσεων για σκοπούς εγγύησης αγοράς εμπορευμάτων της ανώνυμης εταιρείας κ.α.), αλλά και για τις δικές του οικονομικές ανάγκες, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επενδυτικές (επικερδείς) τοποθετήσεις χρηματικών ποσών (REPOS, αγορά ομολόγων, αμοιβαία κεφάλαια) ο εφεσίβλητος χρησιμοποίησε τον υπ` αριθμό ... κοινό λογαριασμό της Τράπεζας .............., με φερόμενους κοινούς δικαιούχους τον εφεσίβλητο και την εκκαλούσα, χωρίς να προκύπτει όμως ότι: α) η τελευταία συμμετείχε ουσιαστικά στη δημιουργία και την κίνηση του εν λόγω λογαριασμού, όπως αβάσιμα επικαλείται η ίδια.

Ο λογαριασμός αυτός που έκλεισε στις 22-1-2002 με την ανάληψη ποσού 469,92 ευρώ, που είχε απομείνει ως πιστωτικό υπόλοιπο και β) ότι στη δημιουργία και την κίνηση αυτού συμμετείχαν ουσιαστικά οι γονείς ή άλλοι συγγενείς του εφεσίβλητου, όπως αβάσιμα επικαλείται ο ίδιος. Σημαντικότερη κίνηση του εν λόγω λογαριασμού υπήρξε η ανάληψη ποσού 200.000.146 δραχμών (ή 587.372 ευρώ), που έγινε από τον εφεσίβλητο στις 10-12-2001 για συμμετοχή του ποσού αυτού σε αμοιβαία κεφάλαια και REPOS, ενώ τα υψηλότερα σημεία των διαθεσίμων του εν λόγω λογαριασμού σημειώθηκαν στις 15-7-1996 με ποσό 104.085.443 δραχμές, στις 7-5-1999 με 113.850.291 δραχμές, 10-3-2000 με 206.699.925 δραχμές και 10-12-2001 με 206.398.843 δραχμές (βλ. την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εφεσίβλητο από 21-12-2005 ανάλυση κινήσεων του λογαριασμού, του λογιστή Ι. Σ., από την οποία όμως δεν προκύπτει το ύψος των ποσών που ανήκαν στην περιουσία της ανώνυμης εταιρείας και αυτών που ανήκαν στην ατομική περιουσία του εφεσίβλητου). Περαιτέρω από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι τα μικτά μηνιαία εισοδήματα του εφεσίβλητου κατά τα ανωτέρω οικονομικά έτη για τα οποία έγινε λόγος και για την εκκαλούσα, με βάση τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα εκκαθαριστικά σημειώματα του φόρου εισοδήματος των διαδίκων και τις κοινές δηλώσεις αυτών και για λόγους ισότητας υπολογιζόμενα σε 14 δόσεις, ήταν τα εξής: για το έτος 1985, δραχμές 101.047 (ή ευρώ 297), για το έτος 1995 δραχμές 602.284 (ή ευρώ 1.768), για το έτος 1996 δραχμές 1.200.768 (ή ευρώ 3.354), για το έτος 1997, δραχμές 1.418.337 (ή ευρώ 4.162), για το έτος 1998, δραχμές 3.330.342 (ή ευρώ 9.774), για το έτος 1999, δραχμές 3.928.236 (ή ευρώ 11.528) και για το έτος 2000, δραχμές 4.603.004 (ή ευρώ 13.508). Κατά μέσο όρο τα μικτά ετήσια εισοδήματα της εκκαλούσας για τα προαναφερόμενα επτά" έτη ανέρχονται σε 4.357.000 δραχμές περίπου (ήτοι συνολικά εισοδήματα 30.426.597:7) και αποτελούν ποσοστό 16% περίπου του μέσου όρου των μικτών ετήσιων εισοδημάτων του εκκαλούντος, που ανέρχεται σε 27.800.000 δραχμές (ήτοι συνολικά εισοδήματα 189.577.513 δραχμές:7).

Περαιτέρω, από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι κατά τον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής (29-7-2008) η περιουσία που είχε οι εφεσίβλητος και συνιστά την αύξηση της ατομικής περιουσίας αυτού που σημειώθηκε κατά την έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, δεδομένου ότι ήταν μηδενική κατά το χρόνο τέλεσης του γάμου των διαδίκων, αποτελείτο εκτός από το προαναφερόμενο ακίνητο στην ... της ... και από ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος που βρίσκεται στο ... επιφανείας 118,5 τ.μ. και από δικαίωμα εξ αδιαιρέτου κυριότητας επιφάνειας 1.700 τ.μ. μείζονος αγροτεμαχίου ευρισκόμενου στην θέση ..., από ένα Ι.Χ. επιβατικό αυτοκίνητο εργοστασίου κατασκευής ........................... και από 916 μετοχές της Τράπεζας .................. . Η συνολική αξία των υφισταμένων κατά τον προαναφερόμενο κρίσιμο χρόνο περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν από τον εφεσίβλητο κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων ανέρχεται στο ποσό των 753.000 ευρώ περίπου και αποτελείται από την αξία της ανερχομένης στο ποσό των 600.000 ευρώ επικαρπίας του ανωτέρω ευρισκομένου στην ... ακινήτου, δεδομένου ότι σ`αυτήν (επικαρπία) περιορίσθηκε το δικαίωμα του εφεσίβλητου μετά την προαναφερόμενη γονική παροχή στο τέκνο των διαδίκων και ότι ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο της γονικής παροχής ήταν ηλικίας 44 ετών (βλ.άρθρο 15 παρ. 4 ν δτος 118/1973, στο οποίο ορίζεται ότι η αξία της επικαρπίας όταν ο παρέχων έχει συμπληρώσει τα 40 έτη της ηλικίας του όχι όμως και τα 50 ανέρχεται σε ποσοστό 5/10 της αξίας της κυριότητας), από την αξία του 1/2 εξ αδιαιρέτου του διαμερίσματος στο ... ανερχόμενη στο ποσό των 102.000 ευρώ, από την αξία του αγροτεμαχίου στο ..., ανερχόμενη περίπου στο ποσό των 200.000 ευρώ (η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από την εκκαλούσα από 18-12-2006 έκθεση αξίας ακινήτου του μεσίτη Η. Μ. αναφέρει ότι η εμπορική αξία του ακινήτου ανέρχεται στο ποσό των 85.000 ευρώ ενώ η προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εφεσίβλητο από 26-9-2005 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μεσίτη Χ. Χ. αναφέρει ότι η εμπορική του αξία ανέρχεται στο ποσό των 10.000 ευρώ), από την αξία του προαναφερόμενου αυτοκινήτου Ι.Χ. ανερχόμενη περίπου στο ποσό των 20.000 ευρώ και από την αξία των ανωτέρω μετοχών ανερχόμενη στο ποσό των 11.000 ευρώ περίπου, με την σημείωση ότι ισχύουν και εδώ όσα αναφέρθηκαν παραπάνω και για την εκκαλούσα, για την έλλειψη μεταβολής των οικονομικών μεγεθών ως προς τους χρόνους της επίδοσης της προηγούμενης αγωγής της εκκαλούσας και της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης των διαδίκων. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνολική αύξηση της περιουσίας και των δύο διαδίκων κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης αυτών ανέρχεται στο ποσό των 887.000 ευρώ (ήτοι 134.000 ευρώ η τελική ατομική περιουσία της εκκαλούσας και 753.000 ευρώ η τελική ατομική περιουσία του εφεσίβλητου).

Από τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά το δικαστήριο κρίνει ότι η συμμετοχή- συμβολή της εκκαλούσας στην αύξηση της περιουσίας του εφεσίβλητου κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης αυτών ανέρχεται στο ποσό των 19.920 ευρώ, που αποτελείται από την αξία της υπηρεσίας που προσέφερε, κατά τα προαναφερόμενα, στην επιχείρηση τυχερών παιγνίων του εφεσίβλητου (12.000 ευρώ) και από ποσό 7.920 ευρώ, ήτοι από τη διαφορά μεταξύ του εξαγομένου ποσού από το αναλογούν για την εκκαλούσα κατά την κρίση του δικαστηρίου ποσοστό στη συνολική αύξηση της τελικής περιουσίας των διαδίκων, ήτοι του ποσού των 141.920 ευρώ (ήτοι 887.000 Χ 16%) και αυτού που η ίδια αποκόμισε, ήτοι του ποσού των 134.000 ευρώ (ήτοι, 141.920-134.000), με αποτέλεσμα η κρινόμενη αγωγή να παρίσταται ως εν μέρει βάσιμη κατ` ουσία κατά το ανωτέρω ποσό των 19.920 ευρώ. Επομένως, η εκκαλουμένη, που έκρινε ότι η ενάγουσα δεν συμμετείχε στην αύξηση των αποκτημάτων του εναγομένου και απέρριψε εξ ολοκλήρου την αγωγή ως αβάσιμη κατ` ουσία, έσφαλε περί την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού. Γι` αυτό, πρέπει, κατά τους βάσιμους περί τούτου λόγους της έφεσης, να γίνει αυτή δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση. Ακολούθως, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο δικαστήριο τούτο και ερευνηθεί κατ` ουσία, η αγωγή, που είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ανωτέρω διατάξεις και εκείνες των άρθρων 340 και 345 του Α.Κ. και 70 Κ. Πολ.Δ., να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ` ουσία και να αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της προηγούμενης από 31-1-2005 αγωγής, εφόσον, μετά την κατά τα ως άνω απόρριψη της ως αόριστης με την υπ` αριθ. 6652/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μέσα στο εξάμηνο από την τελεσιδικία της εν λόγω απόφασης (αρθρ. 263 Α.Κ.) και δεδομένου ότι, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 Α.Κ., 215 παρ. 1 εδ. α, 221 παρ. 1, 294, 295 παρ. 1 και 297 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι, επί ασκήσεως αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως, η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο ανεξάρτητα από το διαδικαστικό χαρακτήρα της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, αποτελεί και οιονεί δικαιοπραξία οχλήσεως του δανειστή προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής του, με αποτέλεσμα η αγωγή αυτή, ως προς το σημείο τούτο να θεωρείται ως μη ασκηθείσα ως διαδικαστική πράξη και να μην οφείλονται οι εξ αιτίας αυτής τόκοι κατά το άρθρο 346 ΑΚ, δεν συνεπάγεται αναδρομική ή μη κατάργηση των κατά το άρθρο 345 ΑΚ έννομων συνεπειών της υπερημερίας του εναγομένου οφειλέτη, η οποία μετά την ως άνω όχληση έχει ήδη επέλθει, με την επίδοση της αγωγής, και ως εκ τούτου οφείλονται τόκοι υπερημερίας από την επίδοση της (ΑΕΔ 7/2012, Ολ.Α.Π. 24/04 και 23/04, Α.Π. 246/2010 ΤΝΠ Νόμος) και ότι ο εναγόμενος στην εξεταζόμενη περίπτωση έχει καταστεί υπερήμερος ήδη με την όχληση που έγινε με την επίδοση της προηγούμενης αγωγής. Με τις κρίσεις του αυτές το Εφετείο, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις προδιαληφθείσες διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, ενώ έλαβε υπόψη αλλά απέρριψε κατ` ουσίαν ως αβάσιμους, εκ του πράγματος, τους αποτελούντες "πράγμα" υπό την ως άνω έννοια, ισχυρισμούς της ήδη αναιρεσείουσας, μεταξύ των οποίων και τον αυτοτελή ισχυρισμό αυτής " περί οικονομικής ενισχύσεως του πατέρα της γενικά και ειδικά για την συμμετοχή κατά 20% στην εταιρεία ".............. ......................." του αναιρεσιβλήτου. Με τις προδιαληφθείσες δε παραδοχές του δε στέρησε την απόφασή του νόμιμης βάσεως, αφού, από το αιτιολογικό αυτής, προκύπτουν σαφώς όλα τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν, ενώ έχει τις παρατιθέμενες παραπάνω σαφείς, πλήρεις και μη αντιφάσκουσες αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών που έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης.

Συνεπώς οι πρώτοι, κατά το οικείο μέρος του, δεύτερος, κατά το οικείο μέρος του, τρίτος του κυρίου δικογράφου και τρίτος του δικογράφου των προσθέτων, εκ του άρθρου 559 αρ.1,8 και 19 ΚΠολΔ, αντίθετοι, λόγοι αναιρέσεως, είναι αβάσιμοι. Επειδή, από το άρθρο 559 αριθ. 16 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο, ενώ, εάν το δίκασαν δικαστήριο δεν απάντησε σε ισχυρισμό περί δεδικασμένου, ο αναιρετικός έλεγχος γίνεται μέσω του από το άρθρο 559 αριθ. 8 ΚΠολΔ, λόγου αναίρεσης η παράλειψη δε του δικαστηρίου να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο, αλυσιτελή, ή απαραδέκτως προταθέντα, ως και η απόρριψη τέτοιου ισχυρισμού δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως για πλημμέλεια από την ως άνω διάταξη (Α.Π. 867/1989 Ελλ.Δνη 30, 1323, Α.Π. 179/2007, Α.Π. 1575/2006). Εξάλλου, ο εκ του άρθρου 559 αρ 16 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο κατά παράβαση του νόμου δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο ή ότι υπάρχει δεδικασμένο με βάση απόφαση που εξαφανίστηκε ύστερα από ένδικο μέσο ή αναγνωρίστηκε ως ανύπαρκτη. Όπως δε προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση υφίσταται μεταξύ των ίδιων προσώπων με την αυτή ιδιότητα και μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία, εκτείνεται δε αυτό και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν λογικά αναγκαία και κρίσιμη στη συγκεκριμένη περίπτωση προϋπόθεση του κυρίου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλην αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Δεν αφορά συνεπώς, η τελεσιδικία και δικαιώματα ή έννομες σχέσεις που δεν αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του δικαζομένου δικαιώματος, αλλά προβλήθηκαν από τους διαδίκους για την υποβοήθηση της κρίσεώς του επί του δικαιώματος, για το οποίο διεξάγεται ο δικαστικός αγώνας.

Έτσι η τελεσίδικη απόφαση σε δίκη διανομής, με την οποία απορρίπτεται η αγωγή περί διανομής, κατ` αποδοχή ενστάσεως καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, εκτός των άλλων, και λόγω της περιουσιακής καταστάσεως του ενός των συζύγων, η οποία μάλιστα προσδιορίζεται σε προγενέστερο χρόνο της συμπληρώσεως τριετίας από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων, ή η τελεσίδικη απόφαση σε δίκη διατροφής, με την οποία προσδιορίζεται η περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου σε διατροφή συζύγου στον ίδιο ως άνω χρόνο, δεν αποτελεί δεδικασμένο στη δίκη αποκτημάτων μεταξύ των διαδίκων - συζύγων, αφ` ενός μεν διότι στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί της αυτής ιστορικής και νομικής αιτίας, αφού η αιτία εξατομικεύεται με την αναγραφή συγκεκριμένης ημερομηνίας και συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται αδιάσπαστα με την ημερομηνία αυτή, αφ` ετέρου δε διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που έκρινε για τη διατροφή (άρθρο 16 αριθ. 10 ΚΠολΔ) δεν ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποκτημάτων η οποία εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία από το Πολυμελές Πρωτοδικείο (άρθρο 18 ΚΠολΔ). Στην προκείμενη περίπτωση, με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, από το άρθρο 559 αριθ. 8 β και 16 Κ.Πολ.Δ, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφαση του δεν έλαβε υπόψη το δεδικασμένο, που προκύπτει από τις αναφερόμενες στο αναιρετήριο τελεσίδικες αποφάσεις και συγκεκριμένα α) από την 2850/1985 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία κρίθηκε, μετά από την απόρριψη της εφέσεως του αναιρεσιβλήτου- εκκαλούντος κατά της 1115/2004 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ότι η εκ μέρους του τελευταίου άσκηση αγωγή διανομής του διανεμητέου ακινήτου, συγκυριότητας των ήδη διαδίκων, είχε ασκηθεί κατά κατάχρηση δικαιώματος (281 Α..Κ), 2) από τις 5093/2004 και 678/2006 αποφάσεις του Εφετείου Αθηνών, οι οποίες εκδόθηκαν, μετά από άσκηση εφέσεων κατά των 1136/2002 και 510/2005 αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, αντιστοίχως, επί αγωγών διατροφής της αναιρεσείουσας, με τις οποίες κρίθηκε περαιτέρω ότι ο αναιρεσίβλητος, προέβη στις 10-.11.2001, κατά τα στις αποφάσεις εκτιθέμενα, σε ανάληψη, από κοινό λογαριασμό των και ήδη διαδίκων, συνολικού ποσού των 200.000.000 δρχ, και επομένως, κατά τους ισχυρισμούς της αναιρεσείουσας, όπως αυτοί διατυπώνονται στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, η αξία της περιουσίας του αναιρεσιβλήτου ανέρχεται στο ποσό των 3.000.000 ευρώ.

Όμως ο ισχυρισμός αυτός της αναιρεσείουσας ότι από τις ως άνω αποφάσεις για τη διανομή του κοινού ακινήτου των διαδίκων και για τη διατροφή αυτής προέκυπτε δεδικασμένο στη δίκη περί αποκτημάτων δεν είναι νόμιμος, αφ` ενός μεν διότι ο παρεμπίπτων προσδιορισμός της περιουσιακής καταστάσεως του αναιρεσιβλήτου στις 10.11.2001, δηλαδή σε προγενέστερο χρόνο της συμπληρώσεως τριετίας από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων, η οποία (τριετία) συμπληρώθηκε, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 6.12.2004, δεν αποτελεί, σύμφωνα με τα όσα προαναφέρονται, δεδικασμένο στην παρούσα δίκη αποκτημάτων μεταξύ των διαδίκων - συζύγων, λόγω διαφορετικής ιστορικής και νομικής αιτίας, αφού η αιτία εξατομικεύεται με την αναγραφή συγκεκριμένης ημερομηνίας (10.11.2001) και συγκεκριμένων περιστάσεων που συνδέονται αδιάσπαστα, με τις προδιαληφθείσες αποφάσεις περί διανομής και διατροφής, με την ημερομηνία αυτή, και όχι με τον χρόνο της συμπληρώσεως τριετίας από τη διάσπαση της εγγάμου συμβιώσεως των διαδίκων, αφ` ετέρου δε διότι το Μονομελές Πρωτοδικείο, που έκρινε για τη διατροφή (άρθρο 16 αριθ. 10 ΚΠολΔ) δεν ήταν αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής αποκτημάτων η οποία εκδικάζεται κατά την τακτική διαδικασία από το Πολυμελές Πρωτοδικείο (άρθρο 18 ΚΠολΔ). Επομένως ο περί δεδικασμένου ισχυρισμός της αναιρεσείουσας δεν είναι νόμιμος, η παράλειψη δε του δικαστηρίου να απαντήσει στον μη νόμιμο περί δεδικασμένου ισχυρισμό αυτόν δεν δημιουργεί λόγο αναιρέσεως για πλημμέλεια από την διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, από τον αριθ. 8 β, και όχι 16 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στη προσβαλλόμενη πλημμέλεια η ίδια, από τον αριθ. 8β του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ., πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη του προκύπτοντος δεδικασμένου από την 979/2004 απόφαση περί διαζυγίου του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ως και από την 951/2003 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι απορριπτέος ως αναπόδεικτος, καθ` όσον η αναιρεσείουσα δεν προσκομίζει προς απόδειξη του ισχυρισμούς της τις ως άνω αποφάσεις, αλλά ούτε και τις επικαλείται με τις προτάσεις που υπέβαλε κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως, για να ελεγχθεί από την επισκόπηση των αποφάσεων αυτών το βάσιμο ή μη του περί δεδικασμένου ισχυρισμού αυτής. Απορριπτέος περαιτέρω είναι ο ίδιος (δεύτερος) λόγος της αναιρέσεως, με το οποίο η αναιρεσείουσα παραπονείται, για τη μη λήψη υπόψη του δεδικασμένου, το οποίο προκύπτει, κατά τους ισχυρισμούς της, από την 4878/2002 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, διότι οι αποφάσεις των ασφαλιστικών μέτρων δημιουργούν προσωρινό δεδικασμένο που ισχύει μόνο έναντι της ιδίας διαδικασίας.

Εξάλλου ο ίδιος (δεύτερος) λόγος της αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στη προσβαλλομένη απόφαση η από τον αριθ.11 γ1 του άρθρου 559 Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια της μη λήψεως υπόψη από το δικαστήριο παρά το νόμο των ως άνω αποφάσεων, που προσκομίσθηκαν, μετ` επικλήσεως, για την απόδειξη του περί δεδικασμένου ισχυρισμού της αναιρεσείουσας, είναι απορριπτέος, ως αβάσιμος, καθ` όσον ο περί δεδικασμένου ισχυρισμός είναι, κατά τα προεκτεθέντα, μη νόμιμος και επομένως δεν είναι ουσιώδης και ως τέτοιος δεν ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Επειδή κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από αυτό συνάγεται ότι, αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή εν όλω ή εν μέρει, κατά παραδοχή αυτοτελούς ισχυρισμού (ένστασης) του εναγομένου, τη δε απόφαση αυτή εκκαλεί ο ενάγων, η υπόθεση ή το σχετικό κεφάλαιο αυτής μεταβιβάζονται με την άσκηση της έφεσης στο Εφετείο, αδιαίρετα και ως σύνολο, τόσο δηλαδή ως προς την αγωγή ή το οικείο μέρος αυτής, όσο και ως προς την ένσταση και δεν υπάρχει ανάγκη να επαναφέρει την τελευταία και ο εναγόμενος, με τις προτάσεις του στο Εφετείο, κατά τους ορισμούς του άρθρου 240 Κ.Πολ.Δ. Στην αντίστροφη περίπτωση, αν δηλαδή η αγωγή έγινε δεκτή και απορρίφθηκε ένσταση του εναγομένου κατ` αυτής, ο τελευταίος εκκαλώντας την απορριπτική απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, μπορεί να επαναφέρει στο Εφετείο την ένταση αυτή μόνο με λόγο έφεσης ή με πρόσθετο λόγο και όχι απλά με τις προτάσεις του (Α.Π. 979/2003). Στην περίπτωση που κρίνεται, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών), με την 1249/2010, απέρριψε την από 17.7.2008 περί αποκτημάτων αγωγή της αναιρεσείουσας, κατ` αποδοχή της εκ μέρους του αναιρεσιβλήτου - εναγομένου υποβληθείσας εντάσεως περί ανυπαρξίας συμβολής της αναιρεσείουσας - ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας. Το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφαση του, εξαφάνισε, κατ` αποδοχή της εφέσεως της αναιρεσείουσας, την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και δέχθηκε εν μέρει την αγωγή, κατά μερική αποδοχή της ως άνω ενστάσεως του εναγομένου - αναιρεσιβλήτου. Με την άσκηση της έφεσης αυτής και μέσα στα καθοριζόμενα από τους λόγους της όρια, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, μεταβιβάστηκαν στο Εφετείο, ως ενιαίο και αδιαίρετο κεφάλαιο της εκκαλούμενης απόφασης, τόσο η αγωγή, όσο και η κατ` αυτής ένσταση περί ανυπαρξίας συμβολής της αναιρεσείουσας - ενάγουσας στην επαύξηση της περιουσίας και δεν ήταν αναγκαία η επαναφορά αυτής με τις προτάσεις των αναιρεσιβλήτων, κατά τον οριζόμενο στο άρθρο 240 Κ.Πολ.Δ. τρόπο (σύντομη περίληψη αυτής και αναφορά στις σελίδες των πρωτοδικών προτάσεων που την περιέχουν, με προσκομιδή και των τελευταίων). Έτσι, το Εφετείο, με το να λάβει υπόψη του την συνοπτικώς στις προτάσεις του Εφετείου αναφερομένη ένσταση αυτή, που νομότυπα μεταβιβάστηκε σε αυτό με τον τρόπο που προαναφέρθηκε και αποτέλεσε μέρος του αντικειμένου της ενώπιον του δίκης, για το οποίο, όπως είχε υποχρέωση, αποφάνθηκε, δεν έλαβε υπόψη του παρά το νόμο, πράγμα που δεν προτάθηκε και έχει ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και, συνεπώς, ο πρώτος, κατά το πρώτο μέρος του, λόγος της αναίρεσης, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα και αποδίδεται σε αυτό η πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 8 Κ.Πολ.Δ., είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Επειδή, ο προβλεπόμενος από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης, αν το δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε τους ορισμούς του νόμου ως προς το βάρος απόδειξης, δεν ιδρύεται όταν δεν έχει εκδοθεί προδικαστική απόφαση, γιατί η κατανομή του βάρους απόδειξης γίνεται με την προδικαστική απόφαση (Α.Π 344/2007).

Στην προκειμένη περίπτωση δεν εκδόθηκε προδικαστική απόφαση από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση της υποθέσεως ήταν προφορική και οι διάδικοι προσκόμισαν, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, τα αποδεικτικά τους μέσα, με βάση τα οποία, αλλά και τις αποδείξεις που διεξήχθησαν στο ακροατήριο, το δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του, σύμφωνα με το άρθρο 270 παρ. 1 και 7 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 του ν. 2915/2001 και ισχύει από 1.1.2002, σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 2934/2001. Συνεπώς, οι πρώτος, του κυρίου δικογράφου αλλά και των προσθέτων, κατά τα οικεία μέρη τους, εκ του άρθρου 559 αριθ. 13 Κ.Πολ.Δ., αντίθετος, λόγος αναιρέσεως, είναι απαράδεκτος.

Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ., λόγος αναιρέσεως ιδρύεται αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθή χωρίς απόδειξη. Ο όρος "πράγματα" είναι ταυτόσημος του αντιστοίχου όρου του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ., δηλαδή θεωρούνται ουσιώδεις για την έκβαση της δίκης νομίμως προταθέντες πραγματικοί ισχυρισμοί, θεμελιωτικοί αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως, αντενστάσεως κ.λ.π., όχι δε και οι αρνητικοί, των ουσιωδών κατά τα άνω ισχυρισμών, ισχυρισμοί του διαδίκου ή τα επιχειρήματα των διαδίκων ή τα συμπεράσματα του δικαστηρίου και των διαδίκων από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 1731/2008, ΑΠ 701/2008). Η πρακτική σημασία του λόγου αυτού αναιρέσεως μειώθηκε μετά τον περιορισμό της προδικαστικής αποφάσεως με τους Ν. 2207/1994 και 2479/1997, αφού για την ίδρυση του πρέπει το δικαστήριο να ήταν υποχρεωμένο να εκδώσει προδικαστική απόφαση (Ολομ.ΑΠ 12/1991).

Συνεπώς ο λόγος αυτός δεν ιδρύεται στις διαδικασίες των μονομελών πρωτοδικείων (ΑΠ 1248/2006, ΑΠ 235/2004, ΑΠ 418/57, ΑΠ 555/93) ή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, αν εφαρμόστηκε η διαδικασία του άρθρου 270 ΚΠολΔ.

Στην προκειμένη περίπτωση η υπόθεση δικάσθηκε σε πρώτο βαθμό από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών, κατά τη διαδικασία του άρθρου 270 § 7 Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001, δηλαδή η οριστική απόφαση εκδόθηκε με βάση τα αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι είχαν προσκομίσει και τις αποδείξεις που διεξήχθησαν στο ακροατήριο έτσι το Εφετείο στις ως άνω παραδοχές του δεν κατέληξε χωρίς απόδειξη. Επομένως, ο πρώτος, κατά το οικείο μέρος του δικογράφου των προσθέτων, λόγος αναιρέσεως, εκ του άρθρου 559 αρ. 10 Κ.Πολ.Δ., είναι απαράδεκτος.

Επειδή, ο εκ του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως ιδρύεται μόνον αν το δικαστήριο προσέδωσε σε αποδεικτικό μέσο αυξημένη αποδεικτική δύναμη, την οποία δεν είχε κατά νόμο, ή δεν του προσέδωσε τέτοια δύναμη, μολονότι την είχε κατά νόμο, και όχι αν έκρινε περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστο ένα από τα πολλά ισοδύναμα κατά νόμον αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 75/2009, ΑΠ 329/2007). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως επί υποθέσεων επί των οποίων τηρήθηκε η διαδικασία του άρθρου 270 ΚΠολΔ, στις οποίες το δικαστήριο μπορεί να λαμβάνει υπόψη συμπληρωματικά και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (ΑΠ 40/2009, ΑΠ 31/1999). Στα ιδιωτικά έγγραφα ο νόμος δεν προσδίδει αυξημένη, έναντι των λοιπών αποδεικτική δύναμη, αλλά συνεκτιμώνται ελεύθερα με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 1731/2008). Επομένως, ο δεύτερος των προσθέτων, εκ του άρθρου 559 αρ. 12 ΚΠολΔ, αντίθετος, λόγος αναιρέσεως, είναι απαράδεκτος. - Συνακόλουθα, πρέπει να απορριφθούν οι από 15.11.2011 και 21.11.2011 αιτήσεις, ως και οι από 26.3.20112 πρόσθετοι λόγοι της από 21.11.2011 αιτήσεως αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει τις από 15.11.2011 και 21.11.2011 αιτήσεις, ως και τους από 26.3.20112 πρόσθετους λόγους της από 21.11.2011 αιτήσεως αναιρέσεως, για αναίρεση της 1576/2011 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.