Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Γάμου αποκτήματα. Στοιχεία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής. Στοιχεία που καθορίζουν την τελική περιουσία επί της οποίας θα γίνει ο υπολογισμός της συμβολής του συζύγου (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1673/2011)

Περίληψη: Γάμου αποκτήματα. Στοιχεία για το ορισμένο της σχετικής αγωγής. Στοιχεία που καθορίζουν την τελική περιουσία επί της οποίας θα γίνει ο υπολογισμός της συμβολής του συζύγου. Σε τι μπορεί να συνίσταται η συμβολή αυτή. Αποτίμηση της συμβολής. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Εάν ο ενάγων ζητήσει μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και δεν μπόρεσε να το αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή δεν απέδειξε, ότι το αυτό ποσοστό συμβολής του ενάγοντος είναι μικρότερο ή ανύπαρκτο. Πολιτική δικονομία. Η επανέγερση αγωγής που απορρίφθηκε ως αόριστη, εντός εξαμήνου, λογίζεται ότι ασκείται από το χρόνο της πρώτης αγωγής κι ως εκ τούτου από τότε υπολογίζεται η σχετική παραγραφή. Επανέγερση θεωρείται η αγωγή της οποίας το αντικείμενο απλώς περιορίζεται ποσοτικώς. Περιστατικά. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 273/2006 απόφασης ΕφΔυτΜακεδονίας).

[...] Κατά το άρθρο 576 παρ. 2 ΚΠολΔ, αν ο αντίδικος εκείνου που επισπεύδει τη συζήτηση δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτή με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, ο Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την υπ` αριθμ. 1488β/29-07-2011 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Κοζάνης ..... , ακριβές αντίγραφο της από 21-09-2009 αιτήσεως αναιρέσεως, για αναίρεση της υπ` αριθ. 273/2006 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, με την κάτω απ` αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και κλήση προς παράσταση κατ` αυτήν, επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην αναιρεσίβλητη. Αυτή όμως, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδριάσεως αυτού του Δικαστηρίου, δεν εμφανίσθηκε κατά τη δικάσιμο αυτή, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσε έγγραφη δήλωση, κατά το άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει να συζητηθεί η υπόθεση παρά την απουσία της, σαν να ήταν και αυτή παρούσα.

Η νομική αοριστία της αγωγής, δηλαδή εκείνη που συνδέεται με την εκτίμηση περί του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., αν το δικαστήριο, για την κρίση του ως προς τη νομική βασιμότητα της αγωγής, είτε αξίωσε περισσότερα στοιχεία από όσα ο νόμος απαιτεί, είτε αρκέσθηκε σε λιγότερα. Αντίθετα, η ποσοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει, όταν δεν συγκεκριμενοποιούνται όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωση του αιτήματος της αγωγής, ελέγχεται ως παράβαση από το άρθρο 559 αριθμ. 8 ή 14 Κ.Πολ.Δ. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 του Ν. 1329/1983, η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 54 παρ.1 αυτού (Ν. 1329/1983), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 1649/1986, έχει εφαρμογή και επί γάμων που τελέσθηκαν, καθώς και περιουσιακών στοιχείων που αποκτήθηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του Ν. 1329/1983, "Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης, το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή". Από τη διάταξη αυτή, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με το άρθρο 216 του Κ.Πολ.Δ., συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της εκ της άνω διατάξεως αγωγής είναι 1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή κατ` ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων, 2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και 3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο.

Συνεπώς, για το ορισμένο της αγωγής αυτής, πρέπει να προσδιορίζονται στο δικόγραφό της, εκτός από τα, κατά τη διάταξη, κρίσιμα χρονικά σημεία, η πραγματική αυξητική διαφορά στην περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου, που συνιστά το απόκτημα με την ευρύτερη έννοια του όρου (θετική ή αρνητική με την αποφυγή μειώσεως) και περιλαμβάνει το σύνολο των δικαιωμάτων που είναι δυνατόν να αποτιμηθούν, περαιτέρω δε η έκταση και το είδος της συμβολής του δικαιούχου στην αύξηση αυτή με οποιοδήποτε τρόπο. Ειδικότερα, για το στοιχείο της αυξήσεως λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσιακής καταστάσεως του υπόχρεου, ώστε, από τη σύγκριση της περιουσιακής καταστάσεως στο χρονικό σημείο της τελέσεως του γάμου (αρχική περιουσία) με την υπάρχουσα στο χρονικό σημείο που γεννάται η αξίωση (τελική περιουσία), πρέπει να προκύπτει αύξηση. Η τελευταία δεν αποκλείεται να αρχίζει με την αγωγή από μία ή περισσότερες μεν αλλά συγκεκριμένες κτήσεις του υπόχρεου, οπότε η συμβολή του ενάγοντος υπολογίζεται με βάση την τελική αξία τούτων. Η τυχόν ύπαρξη αρχικής περιουσίας ή στοιχείων που τη διαφοροποιούν, αποτελεί βάση ένστασης, που προβάλλεται και αποδεικνύεται από τον εναγόμενο. Περαιτέρω, ο χρόνος λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της εν λόγω τελικής περιουσίας, υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν. Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Τούτο συνεπάγεται ότι ο ενάγων έχει τη δυνατότητα, αν έχει παρέλθει σημαντικός χρόνος από της αμετάκλητης λύσεως ή ακυρώσεως του γάμου ή συμπληρώσεως τριετίας από τη συζυγική διάσταση, και συνακόλουθη (τιμαριθμική) μεταβολή της πραγματικής αξίας του χρήματος, να αξιώσει την απόδοση του (μεγαλύτερου) ποσού που κατά το χρόνο της συζητήσεως ισοδυναμεί με την αξία της συμβολής του κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεώς του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί αντίστοιχα να προβάλει ότι η πραγματική αξία του χρήματος έχει αυξηθεί και να ζητήσει αντίστοιχη προσαρμογή του οφειλομένου ποσού. Η παράλειψη όμως του ενάγοντος να αξιώσει τέτοια αναπροσαρμογή δεν δημιουργεί ελάττωμα του δικογράφου της αγωγής και δεν καθιστά την τελευταία αόριστη συνεπεία τούτου.

Εξάλλου, η συμβολή του ενάγοντος συζύγου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του σε συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών ο υπόχρεος σύζυγος και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του. Η αποτίμηση των υπηρεσιών του ενάγοντος με τις οποίες αυτός συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του εναγομένου συζύγου του, δεν είναι αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής, όταν αυτή ερείδεται επί της εξ 1/3 τεκμαρτής συμβολής του στα αποκτήματα του συζύγου του, ή σε μικρότερο ποσοστό, όπως αντιθέτως απαιτείται όταν η αγωγή στηρίζεται επί της πραγματικής συμβολής. Μόνο στην τελευταία περίπτωση, για να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν. Περαιτέρω, το καθιερούμενο από τη διάταξη του άρθρου 1400 εδάφ. β` του ΑΚ μαχητό τεκμήριο ότι η συμβολή του δικαιούχου συζύγου ανέρχεται στο ένα τρίτο της αύξησης (της περιουσίας του δικαιούχου), εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή, λειτουργεί αμφιμερώς και υπέρ των δύο διαδίκων, με την έννοια ότι αν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του ποσοστό της αύξησης που αντιστοιχεί σε μεγαλύτερη του 1/3 συμβολή, αυτός υποχρεούται να αποδείξει το μεγαλύτερο του τεκμαρτού ποσοστό της συμβολής του, ενώ ο εναγόμενος μπορεί, κατ` ένσταση, να προβάλει και να αποδείξει ότι ο ενάγων είχε μικρότερη της τεκμαιρόμενης ή και καμία συμβολή. Με τη διάταξη αυτή δεν καθιερώνεται ιδιαίτερος τρόπος υπολογισμού της αξίωσης σε σχέση με το ποσοστό του τεκμηρίου, αλλά απλώς γίνεται κατανομή του βάρους της απόδειξης με βάση μαχητό τεκμήριο, ενώ η αξίωση συμμετοχής στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου είναι μία και ενιαία, οποιοδήποτε ποσοστό (μεγαλύτερο ή μικρότερο του τεκμαιρομένου) συμμετοχής και αν ζητεί με την αγωγή ο δικαιούχος σύζυγος.

Συνεπώς, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του, με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, δεν μπόρεσε να αποδείξει, η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε, ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση είναι μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως από την επισκόπηση του δικογράφου της προκύπτει, η ενάγουσα εκθέτει ότι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 22-10-1972, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, πλην όμως από τις 21-4-1990 είναι σε διάσταση. Οτι ήδη προ του γάμου τους αλλά και καθόλη τη διάρκεια αυτού ο εναγόμενος εργαζόταν ως εργολάβος χωματουργικών εργασιών, ενώ η ίδια εγκατέλειψε την εργασία της ως σχεδιάστρια και ασχολείτο με τις εργασίες του οίκου τους και την ανατροφή των τέκνων. Οτι η επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά τη διάρκεια της εγγάμου συμβιώσεώς τους και μέχρι τον χρόνο συμπληρώσεως τριετίας από την διάσπαση αυτής ανέρχεται σε 66.166.800 δραχμές, δηλαδή στη διαφορά μεταξύ της αρχικής του περιουσίας κατά τη σύναψη του γάμου, αξίας 8.000.000 δραχμών, με την αξία της περιουσίας του κατά το χρονικό σημείο συμπληρώσεως της τριετούς διάστασης, την οποία προσδιορίζει σε 74.144.800 δραχμές.

Οτι η περιουσία αυτή του εναγομένου συνίσταται στην αξία της συμμετοχής του στην περιουσία της εταιρίας "...............", μέσω της οποίας αυτός ασκεί την ανωτέρω επαγγελματική του δραστηριότητα συμμετέχοντας σε αυτή ως ομόρρυθμο μέλος με ποσοστό συμμετοχής στο κεφάλαιο και τις κερδοζημίες 50% και η οποία (εταιρία) έχει στην κυριότητα της τα χωματουργικά μηχανήματα και οχήματα που συγκεκριμένα απαριθμούνται στην αγωγή κατ` είδος και αξία εκάστου, συνολικής αξίας, κατά το ανωτέρω ποσοστό συμμετοχής που αναλογεί στον εναγόμενο 37.750.000 δραχμών. Οτι διαθέτει ακόμη ο εναγόμενος και ακίνητη ατομική περιουσία, αποτελούμενη από δύο διαμερίσματα στην κείμενη στην ….. και επί της οδού ... αρ. . οικοδομή, όπως αυτά περιγράφονται στην αγωγή, συνολικής συνυπολογιστέας αξίας 36.416.800 δραχμών. Και ότι η συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του συζύγου της, συνισταμένη στις υπηρεσίες της για την φροντίδα και περιποίηση του κοινού οίκου και την ανατροφή των τέκνων τους, ανέρχεται σε ποσοστό 20%, το οποίο είναι πέραν της εκ ποσοστού 20% συνεισφοράς της για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Ζητεί δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να της καταβάλει το ποσό των 38.835,98 ευρώ, το οποίο συνίσταται στην εκ ποσοστού 20% συμβολή της, στην αύξηση της περιουσίας του, μέχρι του χρόνου που συμπληρώθηκε τριετία από τη συζυγική διάσταση.

Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, αφού περιέχονται σ` αυτήν όλα τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία και δεν καθίσταται αόριστη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, επειδή δεν αναφέρονται σ` αυτήν τα προσδιοριστικά στοιχεία της συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου δια της παροχής υπηρεσιών πέραν της εκ του νόμου υποχρεώσεώς της, και δεν αποτιμώνται οι υπηρεσίες της ενάγουσας, τόσον αυτές με τις οποίες συνέβαλε στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος, όσον και εκείνες που συνιστούσαν την συνεισφορά της για τις ανάγκες της οικογένειας, καθόσον τούτο δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής, αφού αυτή ερείδεται στην τεκμαρτή συμβολή της στα αποκτήματα του συζύγου της (και μάλιστα σε ποσοστό μικρότερο του 1/3 που ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β` ΑΚ) και όχι επί της πραγματικής συμβολής της. Ούτε όμως συνιστούσε αναγκαίο στοιχείο για τη νομική θεμελίωση της αγωγής, η αναγωγή της τελικής περιουσίας του εναγομένου στο χρόνο άσκησης της αγωγής, όπως αβάσιμα επίσης ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αλλά αρκούσε προς τούτο η αποτίμηση αυτής κατά το χρόνο της συμπληρώσεως της τριετούς διάστασης, οπότε γεννήθηκε η σχετική αξίωση, εφόσον δε ο εναγόμενος θεωρούσε ότι η αποτίμηση αυτή δεν αντιστοιχεί στο χρόνο συζήτησης της αγωγής, μπορούσε να ζητήσει κατ` ένσταση, αντίστοιχη αναπροσαρμογή του οφειλόμενου ποσού. Επομένως, το Εφετείο, κρίνοντας την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δεν υπέπεσε στην πλημμέλεια της παρά το νόμο μη κηρύξεως απαραδέκτου, ούτε και στην πλημμέλεια της αναπληρώσεως ελλειπόντων στοιχείων της αγωγής, αλλά ούτε και αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία ως προς τη νομική βασιμότητά της από αυτά που απαιτεί ο νόμος και συνεπώς, οι πρώτος, τρίτος και πέμπτος λόγοι αναιρέσεως, από τους αριθμούς 1, 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, παρά τα αντιθέτως υποστηριζόμενα, είναι αβάσιμοι.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1400 παρ. 1, 2 και 1401 εδ. 3 ΑΚ προκύπτει ότι η αξίωση συμμετοχής του ενός συζύγου στα αποκτήματα του άλλου προϋποθέτει: λύση ή ακύρωση του γάμου, ή κατ` ανάλογη εφαρμογή, διάσταση των συζύγων που διήρκεσε περισσότερο από τρία χρόνια, αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου και τη μη επέλευση της (διετούς) παραγραφής της αξιώσεως. Εξάλλου, κατά το άρθρο 263 ΑΚ: "Κάθε παραγραφή που διακόπηκε με την έγερση της αγωγής θεωρείται σαν μη διακόπηκε, αν ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή ή η αγωγή απορριφθεί τελεσίδικα για λόγους μη ουσιαστικούς. Αν ο δικαιούχος εγείρει και πάλι την αγωγή μέσα σε έξι μήνες, η παραγραφή θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή". Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό προς το άρθρο 221 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., προκύπτει ότι ως επανέγερση της αγωγής νοείται η έγερση νέας αγωγής με τους ίδιους διαδίκους και με την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ταυτότητα δε ιστορικής αιτίας υπάρχει, όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης, που εφαρμόσθηκε στην προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια με αυτά που συνθέτουν το πραγματικό της νομικής διάταξης, που πρόκειται να εφαρμοσθεί στη νέα δίκη (βλ. ΑΠ 215/2011, ΑΠ 932/2007).

την προκειμένη περίπτωση, η υπόθεση έχει ως εξής: Στην από 21-6-1993 αγωγή της προς το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης η εδώ αναιρεσίβλητη ιστορούσε, κατά το μέρος που ενδιαφέρει εν προκειμένω, τα ακόλουθα: Οτι με τον εναγόμενο τέλεσαν νόμιμο γάμο στις 22-10-1972, από τον οποίο απέκτησαν τρία τέκνα, πλην όμως από τις 21-4-1990 είναι σε διάσταση. Οτι προ του γάμου τους εργαζόταν ως σχεδιάστρια, εργασία όμως που εγκατέλειψε και ασχολείτο έκτοτε με τις εργασίες του οίκου τους και την ανατροφή των τέκνων. Οτι ο εναγόμενος κατά την τέλεση του γάμου τους δεν είχε κανένα περιουσιακό στοιχείο, ούτε ακίνητα, ούτε κινητά, ούτε χρήματα, αλλά συντηρείτο από τον πατέρα του, ενώ κατά τη διάρκεια της έγγαμης ζωής τους και μέχρι τη συμπλήρωση τριετίας από τη συζυγική διάσπαση απέκτησε συγκεκριμένα (αναλυτικώς περιγραφόμενα) περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 158.450.540 δραχμών, κατά τον ίδιο τρόπο που αναφέρεται και στην ένδικη αγωγή. Οτι στην απόκτηση αυτής της περιουσίας του συζύγου της συνέβαλε κατά ποσοστό 40%, παρέχοντας τις υπηρεσίες της στον κοινό οίκο και για την ανατροφή του τέκνου τους. Ζητούσε δε να της επιδικασθεί (νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής), για την συμβολή της στα αποκτήματα του συζύγου της κατά τη διάρκεια του γάμου, το ποσό των 63.380.216 δραχμών. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Κοζάνης με την υπ` αριθ. 113/1997 οριστική απόφασή του, δέχθηκε την άνω αγωγή ως προς το προαναφερόμενο αίτημά της, το δε Εφετείο Δυτικής Μακεδονίας, με την υπ` αριθ. 182/1998 απόφασή του επικύρωσε την άνω πρωτόδικη απόφαση. Η τελευταία αυτή εφετειακή απόφαση αναιρέθηκε με την υπ` αριθ. 926/2000 απόφαση του Αρείου Πάγου, μετά δε την επανεισαγωγή της υπόθεσης στο ίδιο Εφετείο εκδόθηκε η υπ` αριθ. 249/2001 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο απέρριψε την αγωγή ως αόριστη ως προς το προαναφερόμενο αίτημά της "γιατί δεν αναφέρεται ποια ήταν η πραγματική αποτίμηση των υπηρεσιών της ενάγουσας, δοθέντος ότι για την αποτίμηση αυτή λαμβάνεται υπόψη και η υποχρέωση των συζύγων να συνεισφέρουν αναλόγως των δυνάμεών τους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας (άρθρο 1389 Α.Κ.)".

Εντός εξαμήνου από την απόρριψη ως αόριστης της πρώτης πιο πάνω αγωγής της, η αρχικώς ενάγουσα άσκησε την ένδικη από 10-2-2002 αγωγή της, σε επανέγερση της πρώτης, στην οποία διέλαβε όσα αναλυτικώς αναφέρονται στην πρώτη σκέψη της παρούσης, την οποία διαφοροποιεί, σε σχέση με την πρώτη αγωγή, ως προς δύο περιουσιακά στοιχεία που είχε ο εναγόμενος πριν από το γάμο τους, ως προς το ύψος των αποκτημάτων του συζύγου της, το οποίο προσδιορίζει σε 66.166.800 δραχμές, καθώς και ως προς το ποσοστό συμμετοχής στην αύξηση της περιουσίας αυτής, που προσδιορίζει σε ποσοστό 20%, που αντιστοιχεί σε μικρότερη του 1/3 αξία των ένδικων αποκτημάτων. Είναι φανερό, από το ανωτέρω περιεχόμενο και των δύο αγωγών, ότι αυτές έχουν την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Ειδικότερα, τα ένδικα αγωγικά δικόγραφα έχουν την ίδια ιστορική και νομική αιτία, αφού τα μεν νομικώς ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, στα οποία ερείδεται το υποβαλλόμενο αίτημα, είναι ταυτόσημα και στις δύο αγωγές, το δε αίτημα είναι απλώς ποσοτικά ελαττωμένο στη δεύτερη αγωγή σε σχέση με το αίτημα της πρώτης. Συγκεκριμένα: (α) Η αναφορά στη δεύτερη αγωγή περιουσιακών στοιχείων που είχε ο εναγόμενος προ του γάμου και τα οποία δεν αναφέρονταν στην πρώτη αγωγή, αλλά και δεν φέρονται ως "αποκτήματα" στη δεύτερη, είναι νομικώς αδιάφορη, αφού η δίκη που ανοίγεται με βάση την εκ του άρθρου 1400 ΑΚ αγωγή έχει (μοναδικό) αντικείμενο την συμμετοχή ή μη του ενάγοντος στα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο εναγόμενος μετά τον γάμο και δεν είναι νομικώς σημαντική αυτή καθ` εαυτήν η προ του γάμου περιουσιακή αυτού κατάσταση (πρβλ. ΑΠ 1912/2009). (β) Το γεγονός ότι στην δεύτερη αγωγή υπολογίζεται η οικονομική αξία της περιουσίας που απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου σε μικρότερο ποσόν, καθώς και ότι η οικονομική αξία της συμβολής της ενάγουσας στα αποκτήματα του εναγομένου σε μικρότερο ποσό (και ποσοστό) έναντι της πρώτης αγωγής, προφανώς δεν μεταβάλλει την ιστορική αιτία του τελικού αιτήματος, αλλά συνιστά απλά ποσοτικό περιορισμό, πράγμα που θα μπορούσε να γίνει ακόμη και με τις προτάσεις στα πλαίσια μιας και μόνης δίκης. Επομένως, και το Εφετείο, που έτσι έκρινε, ότι δηλαδή και οι δύο αγωγές στηρίζονται στην ίδια ιστορική και νομική αιτία και μάλιστα στα ίδια νομικώς ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι ταυτόσημα και στις δύο αγωγές, το δε αίτημα είναι απλώς ποσοτικά ελαττωμένο στη δεύτερη αγωγή σε σχέση με το αίτημα της πρώτης, δυνατότητα την οποία είχε η ενάγουσα σε κάθε περίπτωση, χωρίς αυτό να συνιστά μεταβολή της αγωγής, ότι η νέα αγωγή αποτελεί "επανέγερση" της πρώτης αγωγής, η οποία (επανέγερση) έγινε εντός εξαμήνου από την απόρριψη της πρώτης ως αόριστης, και ότι επομένως η ασκηθείσα με τη δεύτερη αγωγή αξίωση από τα αποκτήματα του εναγομένου κατά τη διάρκεια του γάμου, δεν έχει υποκύψει σε παραγραφή, απορρίπτοντας ως αβάσιμη τη σχετική περί παραγραφής ένσταση του αναιρεσείοντος, κατά παραδοχή αντίστοιχης αντένστασης της αναιρεσίβλητης περί διακοπής της παραγραφής με την άσκηση των δύο πιο πάνω αγωγών, δεν παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις που αναφέρονται στη μείζονα σκέψη και ο περί του αντιθέτου, έβδομος λόγος της αναίρεσης, ο οποίος, κατά το νοηματικό του περιεχόμενο (και ανεξάρτητα από την επικαλούμενη νομική θεμελίωσή του) ερείδεται μόνον στο άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ., είναι αβάσιμος.

Ο λόγος αναίρεσης του αριθ.8 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ δίδεται όταν το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη του πράγματα που δεν προτάθηκαν, ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής ως "πράγματα" θεωρούνται οι πραγματικοί ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη και τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο και άρα στηρίζουν το αίτημα αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ή λόγου έφεσης, όχι δε οι αιτιολογημένες αρνήσεις τους, ούτε οι ισχυρισμοί που αποτελούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, τα οποία συνάγονται από την εκτίμηση των αποδείξεων αλλά ούτε και οι απαράδεκτοι ή αβάσιμοι κατά νόμο ισχυρισμοί (Ολ.ΑΠ 3/1997, Α.Π. 1933/2006). Επίσης, δεν στοιχειοθετείται ο λόγος αυτός αναίρεσης όταν το δικαστήριο έλαβε υπόψη προταθέντα ισχυρισμό (πράγμα) και τον απέρριψε ευθέως για οποιοδήποτε λόγο τυπικό ή ουσιαστικό (Ολ.ΑΠ 12/1997), αλλά και όταν το δικαστήριο αντιμετωπίζει και απορρίπτει στην ουσία εκ των πραγμάτων προβληθέντα ισχυρισμό, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν (Ολ.ΑΠ 11/1996). Εξάλλου, από το άρθρο 322 παρ. 2 εδαφ. β` ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση που απέρριψε την αγωγή για δικονομικό λόγο (αοριστία) αποτελεί δεδικασμένο, το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο το οποίο θα εξετάσει την αγωγή μόνον εφόσον έχει την ίδια δικονομική έλλειψη για την οποία απορρίφθηκε προηγουμένως (ΑΠ 1696/2005, ΑΠ 648/1991). Δεν δεσμεύεται όμως το δικαστήριο στην έρευνα της νέας αγωγής, που έχει την ίδια ιστορική και νομική αιτία και το ίδιο αίτημα με την προηγούμενη, όταν στην νέα αγωγή, εξ αιτίας του περιορισμού του αιτήματός της, δεν ήταν αναγκαίο να περιληφθούν τα στοιχεία εκείνα που ήταν αναγκαία για τη νομική θεμελίωση της προηγούμενης αγωγής και λόγω της έλλειψης αυτών απορρίφθηκε ως αόριστη. Τέλος, κατά το άρθρο 559 αρ. 16 ΚΠολΔ, ιδρύεται λόγος αναιρέσεως, και όταν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχθηκε ότι υπάρχει ή ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο. Αν όμως ο περί δεδικασμένου ισχυρισμός δεν ήταν νόμιμος, η απόρριψή του σιγή από το δικαστήριο της ουσίας, δεν ιδρύει τον παραπάνω αναιρετικό λόγο.

Στην προκειμένη περίπτωση, με τον έκτο λόγο του αναιρετηρίου, κατά το ένα μέρος του, αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθ. 8 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό του αναιρεσείοντος περί υπάρξεως δεδικασμένου που δέσμευε το δικαστήριο να επιληφθεί της ένδικης αγωγής, ενόψει του ότι η προηγούμενη αγωγή της αναιρεσίβλητης που είχε την ίδια νομική και ιστορική αιτία με την ένδικη (αξίωση για τα αποκτήματα κατά τη διάρκεια του γάμου), είχε απορριφθεί τελεσίδικα ως αόριστη με την υπ` αριθ. 249/2001 απόφαση του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας, επειδή δεν γινόταν αναφορά σ` αυτήν της πραγματικής αποτίμησης των υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης κατά την διάρκεια του γάμου της μ` αυτόν, που συνιστούσε και την συμβολή της στα αποκτήματα του τελευταίου, η ίδια δε αοριστία επαναλαμβάνεται και στη νέα (ένδικη) αγωγή. Με τον ίδιο δε λόγο αναιρέσεως, κατά το άλλο μέρος του, ο αναιρεσείων επικαλούμενος τα ίδια πραγματικά περιστατικά, αποδίδει στο Εφετείο την από τον αριθ. 16 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, διότι παρά το νόμο δεν έλαβε υπόψη του το δεδικασμένο που παράγεται από την ως άνω εφετειακή απόφαση αλλά ερεύνησε περαιτέρω αυτή.

Ο λόγος αυτός αναιρέσεως κατά το πρώτο μέρος του, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, διότι όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, κατά την έρευνα του ορισμένου της ένδικης αγωγής, αντιμετώπισε και απέρριψε στην ουσία εκ των πραγμάτων τον προβληθέντα περί δεδικασμένου ισχυρισμό του αναιρεσείοντος, με την παραδοχή ως αποδειχθέντων γεγονότων αντίθετων προς αυτά που τον συγκροτούν. Ομοίως, αβάσιμος και απορριπτέος είναι ο ίδιος λόγος αναίρεσης και κατά το δεύτερο μέρος του, καθόσον, ο προβληθείς από τον αναιρεσείοντα, περί δεδικασμένου ισχυρισμός, είναι μη νόμιμος, αφού, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στις προηγούμενες σκέψεις, τα πραγματικά περιστατικά που ήταν αναγκαία για την θεμελίωση της απορριφθείσης τελεσιδίκως ως αόριστης προηγούμενης αγωγής, λόγω της μη αναφοράς σ` αυτήν πραγματικών περιστατικών ως προς την αποτίμηση των υπηρεσιών της αναιρεσίβλητης κατά την διάρκεια του γάμου της με τον αναιρεσείοντα, που συνιστούσε και την συμβολή της στα αποκτήματα του τελευταίου, δεν ήταν αναγκαίο στοιχείο για την νομική θεμελίωση της ένδικης αγωγής, μετά τον παραδεκτό περιορισμό με την τελευταία της οικονομικής αξία της συμβολής της αυτής στα εν λόγω αποκτήματα σε μικρότερο ποσό (και ποσοστό) έναντι της πρώτης αγωγής, ενόψει του ότι το τελευταίο καλυπτόταν από το τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β` Α.Κ., και επομένως, το δεδικασμένο που παρήγετο με την άνω εφετειακή απόφαση, και εξαντλείτο στην αοριστία της προηγούμενης αγωγής, δεν δέσμευε το δικαστήριο να προβεί στην έρευνα της ένδικης τοιαύτης.

Από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, κατά την οποία αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο παρά το νόμο δέχτηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη, συνάγεται ότι ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν το δικαστήριο δέχεται πράγματα, δηλαδή αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι τείνουν σε θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του δικαιώματος, που ασκείται με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση, χωρίς να έχει προσαχθεί οποιαδήποτε απόδειξη για τα πράγματα αυτά, ή όταν δεν εκθέτει από ποια αποδεικτικά στοιχεία άντλησε την απόδειξη γι` αυτά.

Στην προκειμένη περίπτωση με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, κατά το πρώτο μέρος του, ο αναιρεσείων αιτιάται την προσβαλλομένη απόφαση για πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, γιατί το Εφετείο χωρίς απόδειξη οδηγήθηκε στον σχηματισμό του αποδεικτικού του πορίσματος ως προς την αξία της περιουσίας του κατά τη διάρκεια του γάμου τους με την ενάγουσα, με το να συμπεριλάβει στην περιουσία της ομόρρυθμης εταιρίας στην οποία η μερίδα συμμετοχής ανήρχετο σε 50% και το υπ` αριθ. ..... λεωφορείο μεταφοράς προσωπικού, την αξία του οποίου εκτιμά σε 2.000.000 δραχμές, ενώ αυτό ανήκει σε εταιρία άλλων συμφερόντων. Ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι αβάσιμος, γιατί, όπως προκύπτει από την προσβαλλομένη απόφαση, μνημονεύονται σε αυτή όλα τα αποδεικτικά μέσα (μάρτυρες, έγγραφα) βάσει των οποίων το Εφετείο σχημάτισε το ανωτέρω αποδεικτικό πόρισμα.

Κατά το άρθρο 559 αριθ. 11 περ. γ` του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα που οι διάδικοι επικαλέστηκαν και προσκόμισαν. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 106, 237 παρ. 1 β`, 453 και 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι το δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του τα νομίμως προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, εφόσον γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση αυτών από τον διάδικο. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτή προκύπτει η ταυτότητά του. Η επίκληση μπορεί να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζήτησης, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε και με αναφορά σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζόμενων προτάσεων προηγούμενης συζήτησης, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 ΚΠολΔ. Η διάταξη αυτή αναφέρεται στον τρόπο επαναφοράς ισχυρισμών, έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου. Δεν είναι συνεπώς νόμιμη η κατ` έφεση επίκληση εγγράφου, προς άμεση ή έμμεση απόδειξη, όταν στις ενώπιον του Εφετείου προτάσεις περιέχεται γενική μόνο αναφορά σε όλα τα έγγραφα που ο διάδικος είχε επικαλεστεί και προσαγάγει πρωτοδίκως, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένα μέρη των επανυποβαλλόμενων πρωτόδικων προτάσεων, όπου περιέχεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου (ΟλΑΠ 14/2005 και 9/2000).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της αναιρέσεως, προβάλλεται η αιτίαση ότι το Εφετείο δεν έλαβε υπόψη την άδεια κυκλοφορίας του .. λεωφορείου μεταφοράς προσωπικού, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων προς ανταπόδειξη του αγωγικού ισχυρισμού ότι αυτό δεν ανήκε στην περιουσία της ομόρρυθμης εταιρίας στην οποία είχε μερίδα συμμετοχής σε ποσοστό 50% , αλλά ήταν ιδιοκτησίας εταιρίας άλλων συμφερόντων και επομένως δεν προσαυξάνεται η περιουσία που απέκτησε κατά τη διάρκεια του γάμου τους με την αναιρεσίβλητη κατά το ήμισυ της αξίας του εν λόγω λεωφορείου, που εκτιμάται σε 2.000.000 δραχμές. Όπως προκύπτει όμως από την επιτρεπτή επισκόπηση των προτάσεων του αναιρεσείοντος, με χρονολογία 11-01-2006, ενώπιον του Εφετείου, δεν γίνεται σ` αυτές ειδική επίκληση του προαναφερόμενου εγγράφου, η γενική δε αναφορά που γίνεται στις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, δεν συνιστά νόμιμη επίκληση του εγγράφου αυτού. Επομένως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος αυτός της αναιρέσεως, από τον αριθμό 11 περ. γ` του άρθρου 559 του ΚΠολΔ, για παρά τον νόμο μη λήψη υπόψη αποδείξεων, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων. Ομοίως, απορριπτέος, ως απαράδεκτος, είναι ο ίδιος λόγος αναιρέσεως, κατά το τρίτο μέρος του, από το άρθρο 559 αριθ. 13 ΚΠολΔ, διότι η επικαλούμενη στο αναιρετήριο αιτίαση προσχηματικά μόνον αναφέρεται σε πλημμέλεια προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή, ενώ πράγματι αφορά την ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου ως προς την εκτίμηση του άνω αποδεικτικού μέσου (άδειας κυκλοφορίας ..... .... λεωφορείου).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζητήματα που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Από την υπόψη διάταξη, που αποτελεί κύρωση της παράβασης του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος απ` αυτή λόγος αναίρεσης ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία). Δεν υπάρχει όμως ανεπάρκεια αιτιολογιών, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Εξ άλλου, το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις δε αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Περαιτέρω, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται με συνεκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές επί τη βάσει των οποίων διαμορφώνεται το αποδεικτικό πόρισμα και ως εκ τούτου δεν αποτελούν "αιτιολογία" της απόφασης, ώστε στο πλαίσιο της ερευνώμενης διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ να επιδέχεται αυτή μομφή για αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια, ενώ δεν δημιουργείται ο ίδιος λόγος αναίρεσης του αριθ. 19 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ ούτε εξ αιτίας του ότι το δικαστήριο δεν αναλύει ιδιαιτέρως και διεξοδικά τα μη συνιστώντα αυτοτελείς ισχυρισμούς επιχειρήματα των διαδίκων, οπότε ο σχετικός λόγος αναίρεσης απορρίπτεται ως απαράδεκτος.

Στην προκειμένη περίπτωση με την προσβαλλόμενη απόφαση έγιναν δεκτά τα ακόλουθα κατά την ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων: "Οι διάδικοι υπήρξαν σύζυγοι, κατόπιν νόμιμου γάμου που τέλεσαν στις 22-10-1972, από τον οποίο απέκτησαν τρία (3) τέκνα, γεννηθέντα στις 31-1-1973, 13-8-1975 και 1-1-1983, βρίσκονται δε αυτοί σε διάσταση από 21-4-1990. Ο εναγόμενος, ήδη προ του γάμου τους, αλλά και καθόλη τη διάρκεια αυτού, εργαζόταν, ως εργολάβος χωματουργικών εργασιών και είχε από την εργασία του αυτή δημιουργήσει περιουσία, συνισταμένη, κυρίως, στην κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου συγκυριότητα επί ενός σκαπτικού μηχανήματος, μάρκας "FUCHS". Η αξία της αρχικής αυτής περιουσίας, που περιελάμβανε, πέραν από τα μηχανήματα και εξ αδιαιρέτου ποσοστό επί του κατωτέρω αναφερομένου πατρικού οικοπέδου, αναπροσαρμοζόμενη στις τιμές, που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο συμπληρώσεως της τριετούς διάστασης, ανέρχεται σε 8.000.000 δραχμές, όπως συνομολογείται από την ενάγουσα. Μετά το γάμο της και προκειμένου να απασχοληθεί η ίδια, με την ανατροφή των τέκνων τους, η ενάγουσα εγκατέλειψε την εργασία της, ως σχεδιάστρια, στην τεχνική εταιρία ..... ..... και απασχολήθηκε καθόλη τη διάρκεια αυτού, με τις εργασίες του οίκου τους και την ανατροφή των τέκνων. Ο εναγόμενος το 1975, συνέστησε από κοινού με τους αδελφούς του, Δ. και Μ., ομόρρυθμη εταιρία, με αντικείμενο την εκτέλεση χωματουργικών εργασιών και συμμετοχή εκάστου των εταίρων κατά το 1/3. Η πορεία των εργασιών της εταιρίας αυτής, ήταν καλή και απέκτησε αριθμό χωματουργικών μηχανημάτων και οχημάτων, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του εκτεταμένου κύκλου των εργασιών της. Η εταιρία λειτούργησε με την ανωτέρω σύνθεση μέχρι 24- 3-1993, οπότε αποχώρησε ο εκ των εταίρων Δ. Ξ., παραλαμβάνοντας και αριθμό μηχανημάτων και οχημάτων, τα οποία αντιστοιχούσαν στην αξία του εταιρικού του μεριδίου. Έτσι, στις 22-4-1993, δηλαδή κατά το χρόνο συμπλήρωσης της τριετούς διαστάσεως, η εταιρία του εναγομένου είχε στην κυριότητά της, τα ακόλουθα οχήματα και μηχανήματα:

1. Ένα σκαπτικό μηχάνημα, μάρκας DEMAG1485, αξίας 25.000.000 δραχμών, 2. το προαποκτηθέν σκαπτικό μηχάνημα FUCHS, 3. ένα γκρέϊντερ, μάρκας MEIX44866, αξίας 5.000.000 δραχμών, 4. το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτοκίνητο, μάρκας "Μερσεντές 2632", αξίας 8.000.000 δραχμών, 5. το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτ/το, μάρκας "Μερσεντές 2632", αξίας 8.000.000 δραχμών, 6. το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτ/το, μάρκας "Μερσεντές 2632", αξίας 8.000.000 δραχμών, 7. το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ.Φ. αυτ/το, μάρκας ΜΑΝ, αξίας 8.000.000 δραχμών, 8. ένα φορτηγό βυτιοφόρο αυτ/το, μάρκας Μερσεντές, αξίας 2.000.000 δραχμών, 9. το με αριθμό κυκλοφορίας ...... Ι.Χ.Ε. αυτ/το, μάρκας ΑUDI100, αξίας 4.000.000 δραχμών, 10. το με αριθμό κυκλοφορίας ...... Ι.Χ.Ε. αυτ/το, μάρκας Ζάσταβα, αξίας 500.000 δραχμών, 11. το με αριθμό κυκλοφορίας ... Ι.Χ. λεωφορείο μεταφοράς προσωπικού, μάρκας Μερσεντές, αξίας 2.000.000 δραχμών. Η συνολική δηλαδή αξία των άνω περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας του εναγομένου, πλην του μηχανήματος FUCHS, το οποίο προϋπήρχε της συνάψεως του γάμου, ανερχόταν σε 70.500.000 δραχμές και η αξία του δικού του εταιρικού μεριδίου, όπως προκύπτει από τα ανωτέρω αποδεικτικά στοιχεία, εφόσον δεν προκύπτει τίποτα περαιτέρω, ως προς το ενεργητικό ή το παθητικό της εταιρίας και την εν γένει οικονομική της θέση κατά τον κρίσιμο χρόνο, σε 35.250.000 δραχμές. Κατά τον κρίσιμο χρόνο, εξάλλου, ο εναγόμενος είχε ακίνητη περιουσία, αποτελούμενη από ένα διαμέρισμα του 1ου ορόφου (της κείμενης στην ...) και επί της οδού ... αρ. 1 οικοδομής, εμβαδού 100 τ.μ., καθώς και ένα διαμέρισμα δύο ορόφων (μεζομέτα), εμβαδού 140 τ.μ. στον 3ο και 4ο όροφο της ίδιας οικοδομής. Η αξία των διαμερισμάτων αυτών, που ανεγέρθηκαν κατά τη διάρκεια του γάμου των διαδίκων, ανερχόταν, αντίστοιχα, σε 12.000.000 δραχμές και 25.000.000 δραχμές. Από την αξία αυτή των 37.000.000 δραχμών, πρέπει να αφαιρεθεί η αξία του ποσοστού επί του οικοπέδου, που αντιστοιχεί στα δύο διαμερίσματα, διότι αυτό είχε περιέλθει στον εναγόμενο, με δωρεά από τον πατέρα του. Το ποσοστό αυτό είναι 29,16% εξ αδιαιρέτου, επί οικοπέδου συνολικής εκτάσεως 364 τ.μ. και αξίας 2.000.000 δραχμών και συνεπώς η αφαιρετέα αξία ανέρχεται σε 583.200 δραχμές και η αξία της συνυπολογιστέας, ως κτηθείσας, κατά τη διάρκεια του γάμου ακίνητης περιουσίας του εναγομένου, ανέρχεται σε 36.416.800 δραχμές. Η επαύξηση συνεπώς της περιουσίας του εναγομένου κατά τη διάρκεια του γάμου του με την ενάγουσα, ανέρχεται σε 71.666.800 δραχμές, αφαιρεθείσας ήδη της αξίας της προϋπάρχουσας περιουσίας του, δηλ. του σκαπτικού μηχανήματος και αυτής, που περιήλθε σ` αυτόν από την δωρεά. Ως προς την αξία όμως της περιουσίας αυτής, η ενάγουσα, χρησιμοποιώντας διαφορετικό τρόπο υπολογισμού και αποδεχόμενη την ύπαρξη της αρχικής περιουσίας με αξία (αναπροσαρμοσμένη), 8.000.000 δραχμές, ισχυρίζεται με την αγωγή της ότι αυτή ανέρχεται σε 66.166.800 δραχμές.

Εφόσον δε η ανωτέρω επίκληση, σε σχέση με την αξία, αποτελεί μέρος του αγωγικού της αιτήματος, το Δικαστήριο δεν δύναται να λάβει υπόψη του την μεγαλύτερη αποδειχθείσα περιουσιακή επαύξηση του εναγομένου (άρθρο 106 ΚΠολΔ) και συνεπώς η αξία αυτή, των 66.166,800 δραχμών, θα ληφθεί ως βάση για τον υπολογισμό της αξίας της δικής της συμβολής. Ως προς τη συμβολή περαιτέρω της ενάγουσας, δεν προέκυψε κάτι συγκεκριμένο, το οποίο να επιδρά καθοριστικά στο μέγεθος ή την αξία αυτής (λ.χ. ότι κατά οποιοδήποτε χρόνο εντός του γάμου της ήταν απούσα από τη συζυγική οικία ή αδιάφορη στην εκτέλεση των καθηκόντων της απέναντι στα τέκνα της και τη φροντίδα του οίκου της ή αμέτοχη στην οικογενειακή ζωή), ενώ τα όσα έχει καταθέσει ο γιος της, ως μάρτυρας ανταποδείξεως, ως προς την απέναντί του πλημμελή συμπεριφορά της μητέρας του, αφενός δεν μπορούν να οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα, λόγω της οξύτητας του χωρισμού των γονέων του, που αυτός έχει βιώσει και αφετέρου αντικρούονται από την κατάθεση της αδελφής του, Α., η οποία περιέχεται στην υπ` αριθ. 11/1997 εισηγητική έκθεση. Με βάση τα παραπάνω, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η προταθείσα στο πρωτόδικο Δικαστήριο νόμιμη (άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. β Α.Κ.) σχετική ένσταση του εναγομένου και, στη συνέχεια, να καθορισθεί η ποσοστιαία συμβολή της ενάγουσας, με βάση το τεκμήριο του άρθρου 1400 παρ. 1 εδ. β ΑΚ και εφόσον αυτή ζητά ποσοστό, μικρότερο από το τεκμαρτό , με βάση το μικρότερο αυτό ποσοστό, δηλ. 20%, το οποίο, επί της αποδειχθείσας περιουσιακής επαύξησης των 66.166.800 δραχμών, ανέρχεται στο αιτούμενο με τη αγωγή ποσό, ήτοι στο σε ευρώ, ισόποσο των 13.233.360 δραχμών, όπως ορθά δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση και πρέπει συνεπώς οι σχετικοί έβδομος και όγδοος κατά σειρά λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα...να απορριφθούν ως αβάσιμοι". Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, και αφού δέχθηκε σχετικό λόγο της εφέσεως του αναιρεσείοντος ως προς την επιδίκαση τόκων από της επιδόσεως της ένδικης αγωγής και όχι από την άσκηση της προηγούμενης τοιαύτης (που απορρίφθηκε ως αόριστη), όπως είχε δεχθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού εξαφάνισε την τελευταία, επεδίκασε στην ενάγουσα το ποσό των 38.835,93 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής αυτής, με την οποία επιδιώκετο, κατά τα προεκτεθέντα, η επιδίκαση του άνω ποσού, για την τεκμαρτή (και μάλιστα σε μικρότερο ποσοστό) συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, κατά τη διάρκεια του γάμου τους. Από τις πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση, και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό του εφαρμοστέου εδώ κανόνα ουσιαστικού δικαίου του άρθρου 1400 ΑΚ, την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων.

Ειδικότερα, το Εφετείο, δεν ήταν αναγκαίο να διαλάβει στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολογίες, ως προς τα προσδιοριστικά στοιχεία της συμβολής της ενάγουσας στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου δια της παροχής υπηρεσιών πέραν της εκ του νόμου υποχρεώσεώς της, καθώς επίσης και ως προς την αποτίμηση των υπηρεσιών αυτών της ενάγουσας, τόσον αυτών που αφορούσαν τη συμβολή της στην επελθούσα αύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος, όσον και εκείνων που συνιστούσαν την συνεισφορά της για τις ανάγκες της οικογένειας, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αφού η αγωγή είχε έρεισμα στην τεκμαρτή συμβολή της στα αποκτήματα του συζύγου της (και μάλιστα σε ποσοστό μικρότερο του 1/3 που ορίζεται στο άρθρο 1400 παρ. 1 εδ. β`ΑΚ) και όχι επί της πραγματικής συμβολής της. Ακολούθως δε, αφού με πλήρεις και σαφείς αιτιολογίες, προσδιόρισε την αύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος κατά την διάρκεια του γάμου του με την αναιρεσίβλητη, κατά τον κρίσιμο χρόνο της συμπλήρωσης της τριετούς διάστασης αυτών και στην συνέχεια, με σαφείς επίσης αιτιολογίες απέρριψε την ένσταση του αναιρεσείοντος, περί μικρότερης ή μηδενικής συμβολής της συζύγου του στην αύξηση της περιουσίας του, υπολόγισε κατά το αιτούμενο ποσοστό (μικρότερο του 1/3), την τεκμαρτή συμβολή της στα αποκτήματα του συζύγου της. Δεν ήταν δε αναγκαίο το Εφετείο, για την πληρότητα της απόφασης, προκειμένου να υπολογισθεί η τεκμαρτή συμβολή της αναιρεσίβλητης στα αποκτήματα του συζύγου της, να αναγάγει την αύξηση της περιουσίας του αναιρεσείοντος σε τιμές που ίσχυαν κατά τον χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής και ενδεχομένως ήταν διαφορετικές από εκείνες που είχε υπολογισθεί αυτή κατά τον κρίσιμο χρόνο που γεννήθηκε η αξίωση (συμπλήρωση της τριετούς διάστασης), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο αναιρεσείων, αφού, ούτε ο τελευταίος επικαλείται στο αναιρετήριο ότι υποβλήθηκε τέτοιο αίτημα από την αναιρεσίβλητη, ή ότι ο ίδιος είχε υποβάλει παραδεκτή ένσταση με σαφή προσδιορισμό μικρότερης αξίας των άνω αποκτημάτων, αλλά ούτε και προκύπτει κάτι τέτοιο από την επιτρεπτή επισκόπηση των υποβληθεισών κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής προτάσεών του. Επομένως, οι δεύτερος και τέταρτος λόγοι αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αρ. 19 ΚΠολΔ, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 21-09-2009 αίτηση για αναίρεση της υπ` αριθ. 273/2006 αποφάσεως του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.