Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Έννοια και νομική φύση
Η έννοια του αδικαιολογήτου πλουτισμού αποτυπώνεται στο άρθρο 904 AK ως εξής: «Όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία του άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια του. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη. Με παροχή εξομοιώνεται και η συμβατική αναγνώριση ότι υπάρχει ή δεν υπάρχει χρέος.»
Όλες οι απαιτήσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, ανεξάρτητα από την ειδικότερη μορφή τους και από το αν πηγάζουν από παροχή ή μη, θεμελιώνονται σε τρία στοιχεία: α) σε περιουσιακή μετακίνηση από μια περιουσία σε άλλη, β) σε συγκεκριμένη αιτία για την οποία έγινε η μετακίνηση αυτή και γ) σε ανυπαρξία ή ελάττωμα της αιτίας αυτής που καθιστά τη διατήρηση του πλουτισμού αδικαιολόγητη.
Συνηθέστερες περιπτώσεις αδικαιολόγητου πλουτισμό είναι η παροχή αχρεωστήτως και η παροχή για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε η είναι παράνομη ή ανήθικη.
Οι διαφορές αδικαιολογήτου πλουτισμού και αδικοπραξίας είναι οι εξής: α) στην αδικοπραξία απαιτείται υπαιτιότητα, ενώ στον αδικαιολόγητο πλουτισμό όχι, και β) η απαίτηση από την αδικοπραξία ασκείται για την αποκατάσταση της ζημίας, ενώ η απαίτηση από αδικαιολόγητο πολιτισμό ασκείται για την αποκατάσταση της ωφέλειας.
Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι ενοχική, απαλλοτριωτή και κληρονομητή. Η αγωγή από αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από σύμβαση ή αδικοπραξία, εκτός αν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά η πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης και κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία.
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα