Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Σύμβαση ιδιωτικής ασφάλισης κατά πυρός (Εφετείο Αθηνών - Αριθμός απόφασης 3489/2011)

Περίληψη: Πεδίο εφαρμογής Ν 2496/1997. Βάρη ασφαλισμένου. Πολλαπλή ασφάλιση. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης δόλια δεν γνωστοποίησε στον ασφαλιστή την πολλαπλή ασφάλιση και η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν ο ασφαλιστής λάβει γνώση της παραπάνω παράβασης, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσης προς καταβολή του ασφαλίσματος, αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, χωρίς να απαιτείται καταγγελία. Η κατάρτιση και η λύση της ασφαλιστικής σύμβασης καταρτίζονται με απλή συναίνεση και αποδεικνύονται από σχετικά έγγραφα, χωρίς να απαιτείται έγγραφη αίτηση του ασφαλιζόμενου. Η αποστολή πραγματογνωμόνων για την εκτίμηση των ζημιών, συνιστώσα προληπτική ενέργεια διαφύλαξης των συμφερόντων της ασφαλιστικής εταιρίας, δεν συνεπάγεται την αναγνώριση της ύπαρξης ισχυρής σύμβασης ασφάλισης.

[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 33, 34, του Ν 2496/1997, 24 και 25 ΕισΝΑΚ προκύπτει ότι ο νόμος αυτός εφαρμόζεται τόσο στις ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται μετά την έναρξη ισχύος του (16.11.1997), δηλαδή μετά εξάμηνο από την κατά την 16.5.1997 δημοσίευσή του στην εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ Α΄ 87/16.5.1997), όσο και σε εκείνες που είχαν μεν συναφθεί προηγουμένως, η ασφαλιστική όμως περίπτωση επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (βλ. ΑΠ 293/2008 ΕλλΔνη 50,1349, ΑΠ 125/2005 Nomos, ΑΠ 1/2001 ΕλλΔνη 42,680). [...] Το άρθρο 15 του Ν 2496/1997 ορίζει τα εξής: «1. Αν η ασφαλισμένη περιουσία έχει ασφαλιστεί κατά του ίδιου κινδύνου σε περισσότερους ασφαλιστές (πολλαπλή ασφάλιση), ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος οφείλουν να γνωστοποιήσουν χωρίς καθυστέρηση σε κάθε περίπτωση την ασφάλιση και το ασφαλιστικό ποσό. 2. ... 3. Αν δεν συμφωνήθηκε κάτι άλλο οι περισσότεροι ασφαλιστές ευθύνονται εις ολόκληρο, μέχρι το ασφαλιστικό ποσό της σύμβασής τους. Επιτρέπεται να συμφωνηθεί ότι, σε περίπτωση μη γνωστοποίησης της ύπαρξης άλλων ασφαλίσεων κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, θα περιορίζεται το ασφάλισμα στο μέτρο που δεν καλύπτεται από την προηγούμενη ασφάλιση. Σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης ή ο ασφαλισμένος παραλείψουν τη γνωστοποίηση με δόλο, εφαρμόζονται οι παρ. 6 και 7 του άρθρου 3 του παρόντος νόμου». Το άρθρο 3 του Ν 2496/1997 ορίζει στις παραγράφους του 1 εδ. α', 6 εδ. α' και β΄ και 7 εδ. β΄ και γ΄ τα εξής: Κατά τη σύναψη της σύμβασης ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε στοιχείο ή περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή (παρ. 1 εδ. α΄). Σε περίπτωση παράβασης από δόλο της υποχρέωσης που προβλέπεται στην παρ. 1 του άρθρου αυτού, ο ασφαλιστής έχει δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από τότε που έλαβε γνώση της παράβασης. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της παραπάνω προθεσμίας, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρέωσής του προς καταβολή του ασφαλίσματος (παρ. 6 εδ. α΄ και β΄). Στην περίπτωση της παρ. 6 του άρθρου αυτού, η καταγγελία επιφέρει άμεσα αποτελέσματα. Ο ασφαλιστής δικαιούται των ασφαλίστρων που ήταν ληξιπρόθεσμα κατά το χρόνο, κατά τον οποίο επήλθαν τα αποτελέσματα της καταγγελίας της σύμβασης ή κατά το χρόνο επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, στην περίπτωση που κατά τις παρ. 5 και 6 του άρθρου αυτού περιορίζεται η ευθύνη του ή απαλλάσσεται αυτής (παρ. 7 εδ. β΄ και γ΄). Κατά το άρθρο δε 33 παρ. 1 του ίδιου νόμου, κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο. Από τις πιο πάνω διατάξεις συνάγονται τα εξής: Κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής συμβάσεως μεταξύ αφενός του ασφαλιστή και αφετέρου του λήπτη της ασφαλίσεως, αυτός (ο δεύτερος) υποχρεούται να δηλώσει στον ασφαλιστή κάθε περιστατικό που γνωρίζει, το οποίο είναι αντικειμενικά ουσιώδες για την εκτίμηση του ασφαλιστικού κινδύνου, καθώς επίσης να απαντήσει σε κάθε σχετική ερώτηση του ασφαλιστή. Σε περίπτωση δε παραβάσεως εκ μέρους του λήπτη της ως άνω υποχρεώσεως από δόλο, ο ασφαλιστής λαμβάνοντας βέβαια γνώση της παραβάσεως και σταθμίζοντας τα συμφέροντά του, έχει δικαίωμα είτε να εμμείνει στη σύμβαση, δηλώνοντας ενδεχομένως τούτο ρητά στο λήπτη, είτε να καταγγείλει τη σύμβαση, επιφέροντας ασφαλώς τη λύση της, και έτσι να απαλλαγεί, μάλιστα δε αμέσως μετά τη συντέλεση της καταγγελίας, της υποχρεώσεώς του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Ωστόσο το εν λόγω δικαίωμα για καταγγελία υπόκειται σε αποσβεστική προθεσμία, αφού ο ασφαλιστής δικαιούται να προβεί στην καταγγελία μέσα σε προθεσμία ενός μήνα από τότε που έλαβε γνώση της παραβάσεως. Ευνόητο είναι ότι μετά την άπρακτη πάροδο αυτής της προθεσμίας ο ασφαλιστής τεκμαίρεται αμάχητα ότι εμμένει στη σύμβαση. Αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει εντός της μηνιαίας προθεσμίας, πριν, εννοείται, από την κατά τα ανωτέρω καταγγελία, ο ασφαλιστής απαλλάσσεται, μάλιστα δε αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως, της υποχρεώσεώς του προς προκαταβολή του ασφαλίσματος και, βέβαια, η εκ μέρους τούτου καταγγελία της συμβάσεως δεν απαιτείται πια για να επιφέρει την προαναφερόμενη απαλλαγή, αφού την απαλλαγή αυτή, ως κύρωση εις βάρος του λήπτη της ασφάλισης, για την από πρόθεση παράβαση της πιο πάνω υποχρέωσής του, απαγγέλλει ρητά ο νόμος, χωρίς να απαιτεί και τη συνδρομή οποιασδήποτε άλλης περαιτέρω προϋπόθεσης. Η διάταξη δε του άρθρου 3 παρ. 7 εδ. β΄ του Ν 2496/1997, που ορίζει ότι: «στην περίπτωση της παρ. 6 του άρθρου αυτού, η καταγγελία επιφέρει άμεσα αποτελέσματα», δεν υπονοεί ότι καταγγελία απαιτείται και στις δύο περιπτώσεις που ρυθμίζονται στο άρθρο 3 παρ. 6 του νόμου αυτού, αλλά ρυθμίζει τα αποτελέσματα της καταγγελίας, από απόψεως χρόνου επέλευσής τους, εκεί όπου η παρ. 6 του άρθρου 3 την προβλέπει ως δικαίωμα του ασφαλιστή, χωρίς ακόμα να έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Περαιτέρω, το ποιες είναι οι έννομες συνέπειες, αν η ασφαλιστική περίπτωση επέλθει πριν από την εκ μέρους του ασφαλιστή γνώση της παραβάσεως δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο. Ενόψει του ότι δεν εναρμονίζεται με τη λογική ούτε το να απαιτείται, προς επέλευση της προμνημονευόμενης απαλλαγής, η εμπρόθεσμη καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εν λόγω ασφαλιστή, τη στιγμή που αυτός αγνοεί την παράβαση, που αποτελεί την αιτία της καταγγελίας, ούτε το να προστατεύεται αυτός, ο μη γνώστης της παραβάσεως ασφαλιστής, μέσω των γενικών διατάξεων του αστικού δικαίου (περί απάτης κ.λπ.) και έτσι ενδεχομένως να βρίσκεται αυτός, από άποψη έννομης προστασίας, σε χειρότερη θέση έναντι εκείνης του προβλεπόμενου στην τελευταία ως άνω διάταξη ασφαλιστή που γνωρίζει την παράβαση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά το πνεύμα και το σκοπό των προεκτιθέμενων διατάξεων, επιβάλλεται η αναλογική εφαρμογή της τελευταίας εκ τούτων των διατάξεων και γι’ αυτό στην υπό εξέταση περίπτωση ο ασφαλιστής απαλλάσσεται, μάλιστα δε αμέσως, μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως, της υποχρεώσεώς του προς καταβολή του ασφαλίσματος. Συνάγεται δε, περαιτέρω, από τις ίδιες πιο πάνω διατάξεις του Ν 2496/1997, ότι, με τη συνδρομή και των λοιπών όρων, η εκ δόλου παράβαση του συγκεκριμένου ασφαλιστικού βάρους έχει τις συνέπειες που ορίζει ο νόμος, άσχετα αν επέδρασε ή όχι στην επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, η σύνδεση με την οποία δεν ανάγεται σε προϋπόθεση για την απαλλαγή του ασφαλιστή (βλ. ΑΠ 720/2007 ΕΕμπΔ 2007,627, ΑΠ 1119/2003 ΕλλΔνη 46,407). Από όσα ανωτέρω αναφέρονται συνάγεται ότι σε περίπτωση που ο λήπτης της ασφάλισης δόλια δεν γνωστοποίησε στον ασφαλιστή ότι η ασφαλισμένη περιουσία έχει ασφαλιστεί κατά του ίδιου κινδύνου και σε άλλο ασφαλιστή και η ασφαλισμένη περίπτωση επέλθει πριν ο ασφαλιστής λάβει γνώση της ανωτέρω παραβάσεως, τότε ο ασφαλιστής απαλλάσσεται της υποχρεώσεώς του προς καταβολή του ασφαλίσματος, αμέσως μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περιπτώσεως, χωρίς να απαιτείται καταγγελία. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων [...] αποδείχθηκαν πλήρως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με την 2245/16.4.1998 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) η ΑΕ με την επωνυμία «... ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΕ» κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης και ορίστηκε ημερομηνία παύσης πληρωμών η 10.11.1997. Με την 4497/1998 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου διορίστηκε η εκκαλούσα-ενάγουσα δικηγόρος Μ.Χ. οριστική σύνδικος της πτώχευσης αυτής. Η ανωτέρω εταιρία, πριν την πτώχευσή της, με σύμβαση ασφάλισης πυρός, που καταρτίστηκε στις 23.5.1997 μεταξύ αυτής και της ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» καθολική διάδοχος της οποίας, λόγω συγχωνεύσεως με απορρόφηση, είναι η πρώτη εφεσίβλητη-εναγομένη ΑΕ με την επωνυμία «... ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ», με το ... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ασφάλισε ζημίες από κινδύνους πυρκαγιάς, από το μεσημέρι της 16.5.1997 μέχρι το μεσημέρι της 16.5.1998, στο κατωτέρω εργοστάσιό της. [...] Στις 5.11.1997 η ίδια ως άνω εταιρία με το ... συμβόλαιο πυρός, που κατάρτισε με τη δεύτερη εφεσίβλητη-εναγομένη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «... ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ», καθολική διάδοχος της οποίας είναι η ΑΕ με την επωνυμία «... ΑΑΕ», ασφάλισε ζημίες που προκαλούνται από κινδύνους πυρκαγιάς από 12η μεσημβρινή της 24.10.1997 μέχρι τη 12η μεσημβρινή της 24.10.1998 στο ίδιο εργοστάσιό της. [...] Στις 20.3.1998 εκδηλώθηκε πυρκαγιά στο ανωτέρω εργοστάσιο λόγω τοποθέτησης εμπρηστικών μηχανισμών, η οποία κατέστρεψε εσωτερικά μέρος του χώρου του κονσερβοποιείου, τα εντός αυτού μηχανήματα, υλικά συσκευασίας και τμήμα της στέγης. Στις 25.4.1998 εκδηλώθηκε νέα πυρκαγιά, λόγω της οποίας καταστράφηκε ολικά η κτιριακή εγκατάσταση, ο εξοπλισμός και τα μηχανήματα του συσκευαστηρίου καθώς και υλικά συσκευασίας. Την επέλευση του κινδύνου η ασφαλισμένη γνωστοποίησε στις εφεσίβλητες-εναγόμενες. [...] Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι στο άρθρο 7 των γενικών όρων του πρώτου ασφαλιστηρίου (... ΑΒΕΕΕ ... ΑΑΕ) εγκύρως συμφωνήθηκε: α) ότι η ασφαλιστική εταιρία έχει δικαίωμα να ακυρώσει χωρίς καμιά αιτιολογία τη σύμβαση, με έγγραφη γνωστοποίηση προς τον ασφαλισμένο και β) ότι ο ασφαλιζόμενος μπορεί να ζητήσει την ακύρωση του ασφαλιστηρίου του, οπότε θα του επιστραφούν τα μη δεδουλευμένα ασφάλιστρα και φόροι. Η ασφαλιστική εταιρία ... ΑΑΕ, αποδεχόμενη την πρόταση της ασφαλιζόμενης περί ακύρωσης του ανωτέρω πρώτου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, με την .../8.12.1997 πρόσθετη πράξη της ακύρωσε την ανωτέρω πρώτη σύμβαση ασφάλισης αναδρομικά από 15.11.1997 και γνωστοποίησε τούτο στην ασφαλιζόμενη (θέμα επιστροφής μη δεδουλευμένων ασφαλίστρων δεν υπάρχει, αφού τα ασφάλιστρα του β' εξαμήνου δεν είχαν καταβληθεί), όπως βάσιμα ισχυρίσθηκε στον πρώτο βαθμό η πρώτη εφεσίβλητη-εναγομένη, ισχυρίζεται δε και τώρα με τις προτάσεις της αμυνόμενη κατά της εφέσεως. Η κρίση ότι κατόπιν αιτήσεως της ασφαλιζόμενης ακυρώθηκε η σύμβαση και γνωστοποιήθηκε προφορικά η ακύρωση στην ασφαλιζόμενη, ενισχύεται και από την από 2.3.2001 αίτηση της ασφαλισμένης προς την πρώτη εφεσίβλητη-εναγομένη, που υπογράφει ο μέτοχος αυτής Ε.Β., στην οποία αναφέρει «Παρακαλούμε όπως μας χορηγήσετε βεβαίωση στην οποία να αναφέρεται ότι το ανωτέρω συμβόλαιο έχει ακυρωθεί εξ υπαιτιότητός μας κατόπιν της από 20.10.1997 αίτησής μας διά ακύρωσιν». [...] Δεν ασκούν έννομη επιρροή: α) το γεγονός ότι δεν προσκομίζεται έγγραφη αίτηση της ασφαλιζόμενης για την ακύρωση, αφού τόσο η κατάρτιση όσο και η λύση της σύμβασης ασφάλισης καταρτίζονται με απλή συναίνεση και αποδεικνύονται από τα σχετικά έγγραφα (βλ. ΑΠ 18/2009 ΕλλΔνη 50,452), β) το γεγονός ότι η προαναφερόμενη αίτηση υπογράφεται από πρόσωπο που τυπικά δεν εκπροσωπούσε την ασφαλιζόμενη στο χρόνο αυτό, καθόσον η ακύρωση της σύμβασης είχε ήδη νομότυπα επέλθει πριν την επέλευση του κινδύνου και με την αίτηση ζητείται απλώς η χορήγηση της σχετικής βεβαίωσης από πρόσωπο στο οποίο οι νόμιμοι εκπρόσωποι της ασφαλισμένης, πριν την πτώχευσής της, είχαν αναθέσει όλες τις ενέργειες τις σχετικές με τις ανωτέρω πυρκαγιές και συμβάσεις ασφάλισης, γ) το γεγονός ότι δεν προέκυψε έγγραφη γνωστοποίηση της ακύρωσης της σύμβασης, καθόσον τούτο δεν απαιτείται, αφού πρόκειται για ακύρωση της σύμβασης κατά τον πιο πάνω αναφερόμενο 7β όρο της σύμβασης και δεν απαιτεί έγγραφη γνωστοποίηση και όχι για καταγγελία της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 7α της σύμβασης, ούτε κατά το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν 2496/1997, λόγω καθυστέρησης καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου, οπότε πράγματι θα απαιτείτο γραπτή δήλωση της ασφαλιστικής εταιρίας, δ) το γεγονός ότι η πρώτη εφεσίβλητη-εναγομένη απέστειλε πραγματογνώμονες για την εκτίμηση των ζημιών, καθόσον τούτο συνιστά προληπτική ενέργεια διαφύλαξης των συμφερόντων της, όπως συνηθίζεται στο χώρο των ασφαλιστικών εταιριών και όχι αναγνώριση της ύπαρξης ισχυρής σύμβασης ασφάλισης, γι’ αυτό όσα αντίθετα υποστηρίζονται από την εκκαλούσα-ενάγουσα με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης κρίνονται ουσιαστικά αβάσιμα και απορριπτέα. Αφού, λοιπόν, κατά το χρόνο επέλευσης του κινδύνου (20.3.1998 και 25.4.1998) δεν υπήρχε συμβατική σχέση μεταξύ των άνω διαδίκων, διότι η πρώτη σύμβαση ασφάλισης είχε ακυρωθεί, από 15.11.1997, με αίτηση της ασφαλισμένης, ουδεμία υποχρέωση αποζημίωσης βαρύνει την πρώτη εφεσίβλητη-εναγομένη. [...] Τέλος αποδείχτηκε ότι στο άρθρο 9 των γενικών όρων του δεύτερου ασφαλιστηρίου, που όπως προαναφέρθηκε κατατίστηκε στις 5.11.1997 μεταξύ των εταιριών με τις επωνυμίες ... ΑΒΕΕ και ... ΕΛΛΑΣ ΑΑΕ, συμφωνήθηκαν επί λέξει τα ακόλουθα: «Εάν τα διά του παρόντος συμβολαίου ησφαλισμένα αντικείμενα εν όλω ή εν μέρει είναι επίσης ησφαλισμένα δι' άλλων συμβολαίων εκδιδομένων προ ή μετά την έναρξιν της ισχύος του συμβολαίου τούτου, ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται επί ποινή εκπτώσεως από παντός δικαιώματος αποζημιώσεως εν περιπτώσει πυρκαϊάς να δηλώσει τούτο εις την εταιρία είτε επί τη συνάψει της ασφαλείας εφόσον προϋφίστανται ταύτης αι έτεραι ασφαλίσεις είτε αμέσως άμα τη συνάψει των ετέρων ασφαλίσεων, εφόσον αύται επηκολούθησαν, γινομένης γενικής μνείας τούτου είτε εν των ιδίω ασφαλιστηρίω, είτε εκδιδομένης προς τούτο προσθέτου πράξεως, ήτις θέλει αποτελεί παράρτημα του παρόντος». Όμως η ασφαλισμένη, διά των νομίμων εκπροσώπων της, παραβαίνοντας την πιο πάνω αναφερόμενη συμβατική υποχρέωσή της, αλλά και την υποχρέωσή της που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 1 του Ν 2496/1997, δόλια απέκρυψε ότι είχε ασφαλίσει την ίδια περιουσία σε άλλο ασφαλιστή. Η δεύτερη εφεσίβλητη-εναγομένη έλαβε γνώση της δόλιας απόκρυψης της προγενέστερης ασφάλισης μετά την επέλευση του κινδύνου, με συνέπεια να επέλθει η προβλεπόμενη από την ανωτέρω σύμβαση αλλά και το νόμο 2496/1997 απαλλαγή της από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος και μάλιστα χωρίς να απαιτείται καταγγελία της σύμβασης, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη. Συνεπώς η αντένσταση της εκκαλούσας-ενάγουσας που επαναφέρεται με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης περί του ότι είχε γνωστοποιήσει την ύπαρξη της πρώτης ασφάλισης κατά τη συμπλήρωση του σχετικού ερωτηματολογίου κατά την κατάρτιση της σύμβασης, είναι απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθόσον, ανεξάρτητα από το ότι τούτο δεν προέκυψε από τα προσκομιζόμενα και επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα, κρίνεται ότι αν υπήρχε γνωστοποίηση, τούτο θα αναφερόταν στο ασφαλιστήριο ή θα είχε εκδοθεί πρόσθετη πράξη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 9 της σύμβασης. Επομένως, ούτε η δεύτερη εφεσίβλητη-εναγομένη έχει υποχρέωση αποζημίωσης της εκκαλούσας-ενάγουσας λόγω της προαναφερόμενης απαλλαγής της. [...] (Απορρίπτει την έφεση)

πηγή: nbonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.