Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη) - Το Δικαστήριο ρυθμίζει τις οφειλές μέσω της διαδικασίας του Δικαστικού Συμβιβασμού με υποκατάσταση αντιτιθέμενης πιστώτριας επικυρώνοντας το τροποποιημένο σχέδιο του αιτούντος (Ειρηνοδικείο Θεσσαλονίκης - αριθμός απόφασης 1994/2012)

Περίληψη: Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων. Το Δικαστήριο ρυθμίζει τις οφειλές μέσω της διαδικασίας του Δικαστικού Συμβιβασμού με υποκατάσταση αντιτιθέμενης πιστώτριας επικυρώνοντας το τροποποιημένο σχέδιο του αιτούντος.

[...] Από το συνδυασμό των διατάξεων των παρ. 1-2 του άρθρου 7 του νόμου 3869/2010 προκύπτει ότι στο προτεινόμενο από τον οφειλέτη σχέδιο διευθετήσεως οφειλών (αρχικό ή τροποποιημένο) πρέπει να μην προβάλλουν αντιρρήσεις ή να συγκατατεθούν όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία πιστωτές. Χωρίς τη σύμπραξη όλων με τον παραπάνω τρόπο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό το σχέδιο και εν συνεχεία να επικυρωθεί από το δικαστήριο αποκτώντας ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Είναι δυνατό οι αντιρρήσεις πιστωτή να είναι αδικαιολόγητες, οπότε θα παρακώλυαν την αποδοχή του σχεδίου. Τέτοιες περιπτώσεις αντιμετωπίζονται από την διάταξη της παρ.3 του άρθρου 7 του νόμου, που επιδιώκει την καταπολέμηση της κωλυσιεργίας στην αποδοχή του σχεδίου. Είναι σαφές ότι τέτοια υποκατάσταση της ελλείπουσας συναινέσεως αποτελεί επέμβαση στο ενοχικό δικαίωμα του πιστωτή. Τέτοια ρύθμιση δεν θεωρείται αντισυνταγματική προσβάλλουσα το ενοχικό δικαίωμα του πιστωτή, που συνταγματικά προστατεύεται με το άρθρο 17 του Συντάγματος, το οποίο καλύπτει όχι μόνο τα υπό στενή έννοια εμπράγματα αλλά και τα ενοχικά δικαιώματα. Με την επέμβαση του δικαστηρίου αναμορφώνεται το περιεχόμενο του ενοχικού δικαιώματος του πιστωτή. Στην ελλείπουσα συναίνεση του πιστωτή υπεισέρχεται πλέον η θετική συναίνεση του Δικαστηρίου. Για να γίνει υποκατάσταση της συναινέσεως πιστωτή ή πιστωτών, πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω προβλεπόμενες στην παρ.3 του νόμου προϋποθέσεις: α) Να έχουν συγκατατεθεί προηγουμένως πιστωτές, οι απαιτήσεις των οποίων υπερβαίνουν το μισό του συνολικού ποσού των απαιτήσεων. Στους πιστωτές που συγκατατίθενται πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνονται όλοι οι πιστωτές, που έχουν κατά τον οφειλέτη απαιτήσεις εμπραγμάτως εξασφαλισμένες, β) Χρειάζεται αίτηση προς το Δικαστήριο εκ μέρους του οφειλέτη η οποιουδήποτε από τους πιστωτές, γ) η αίτηση πρέπει να υποβληθεί από νομιμοποιούμενο κατά νόμο πρόσωπο στο αρμόδιο δικαστήριο και θα έχει ως αντικείμενο την υποκατάσταση της ελλείπουσας συναινέσεως πιστωτών από το δικαστήριο. δ) βασικό αντικείμενο έρευνας του δικαστηρίου είναι αν είναι η όχι πράγματι αβάσιμοι οι λόγοι για τους οποίους ορισμένος ή ορισμένοι πιστωτές αρνούνται να συγκατατεθούν στον προτεινόμενο συμβιβασμό. Οπωσδήποτε τότε μεταξύ των μερών αναπτύσσεται σχέση αντιδικίας. Συγκεκριμένως, ερευνάται η βασιμότητα ή μη των προβαλλομένων από τον πιστωτή ή τους πιστωτές αντιρρήσεων. Αν οι αντιρρήσεις είναι δικαιολογημένες, τότε δεν θα χωρίσει υποκατάσταση. Το αντίθετο θα συμβεί, αν αυτές κριθούν αβάσιμες («καταχρηστικές» κατά την διατύπωση του νόμου). Απλή υποκατάσταση της ελλείπουσας συγκαταθέσεως πιστωτή ή πιστωτών με την απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου αποτελεί μηχανισμό για την εξουδετέρωση αβασίμων (καταχρηστικών) αντιρρήσεων τους, ώστε να καταστεί περαιτέρω δυνατή η έγκριση του σχεδίου και να αποκτήσει τούτο ισχύ δικαστικού συμβιβασμού. Όμως, έστω και αν κατά τα λοιπά συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, υπάρχουν τρεις περιοριστικά στον νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις με ευρύτητα περιεχομένου, που αποκλείουν στο Δικαστήριο να χωρίσει σε υποκατάσταση της ελλείπουσας συγκαταθέσεως. Με τις περιπτώσεις αυτές, δηλαδή, ο νόμος εισάγει κατά κάποιο τρόπο τεκμήριο βιωσιμότητας των αντιρρήσεων του πιστωτή. Μεταξύ αυτών των τριών περιπτώσεων, στις οποίες δεν επιτρέπεται υποκατάσταση του πιστωτή, είναι οι παρακάτω: ότι δεν επιτρέπεται υποκατάσταση της ελλείπουσας συγκαταθέσεως πιστωτή. Όταν, σε περίπτωση εφαρμογής του Σχεδίου, ο πιστωτής που αντιτίθεται αποδεικνύει ότι θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση από αυτήν στην οποία θα περιερχόταν, αν συνεχιζόταν η διαδικασία απαλλαγής του οφειλέτη από τις οφειλές. (Α Κρητικός Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων έκδοση 2012 σελ 160 κ. 161 κ. επόμ. αριθμοί 33, 34, 35, 36 επόμ.). Με την κρινόμενη αίτηση της η αιτούσα, επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τις πιστώτριες, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητά, όπως σαφώς συνάγεται από το όλο περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση των χρεών της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθεί υπόψη η περιουσιακή της κατάσταση, όπως αυτή εκτίθεται, με σκοπό την εν μέρει απαλλαγή της απ` αυτά και την εξαίρεση της κύριας κατοικίας που αναφέρεται στην εν λόγω αίτηση. Η εν λόγω αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των άρθρων 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 του ν.3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της α) τηρήθηκε η προδικασία του ε ξω δικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ` αυτά έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. άρθρο 2 του ν.3869/2010), ο οποίος απέτυχε, όπως βεβαιώνεται από την καταναλωτική οργάνωση ΕΚΠΟΙΖΩ (ένωση καταναλωτών - η ποιότητα ζωής) β) κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 2 παρ.1 του ν.3 869/2010 από την αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό η άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτηση της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ` άρθρο 13 παρ 2 του ν.3869/2010 (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Παραδεκτό εισάγεται για συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχουσών πιστωτριών, β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του άρθρου 4 παρ.2 και 4 ν.3869/2010 (βεβαίωση αποτυχίας εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνη δήλωση για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κλπ.). Η αιτούσα - οφειλέτης υπέβαλε πριν τη συζήτηση της κρινόμενης αίτησης αίτηση υποκατάστασης συγκατάθεσης της αντιτιθέμενης πιστώτριας, τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «..................», με την οποία ισχυρίζεται ότι οι δύο εκ των τριών πιστωτριών, οι οποίες υπερβαίνουν το ήμισυ τοι> συνολικού ποσού των απαιτήσεων έχουν αποδεχθεί το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης πλην της παραπάνω πιστώτριας, η οποία δεν αποδέχτηκε τούτο καταχρηστικά για τους αναφερόμενους σ` αυτή με λεπτομέρεια λόγους και ζητά, αφού υποκατασταθεί η συγκατάθεση της εν λόγω πιστώτριας, να επέλθει ο προτεινόμενος με το εν λόγω σχέδιο συμβιβασμός. Η η εν λόγω αίτηση, ασκήθηκε παραδεκτά (παρ.3 του άρθρου 7 του ν.3869/2010) καθότι επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στις πιστώτριες της αιτούσας κατ` άρθρο 748 παρ.3 ΚΠολΔ (βλ. τις υπ` αριθμ.1489Β 717-11-2011, 1491Β718-11-2011 και 1490Β717- 11/2011 εκθέσεις επιδόσεως της Δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης .................). Επομένως πρέπει να εξεταστεί η ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Η δικαστική ρύθμιση των οφειλών, που ανοίγει με την αίτηση του άρθρου 4 παρ.1 του ν.3869/2010 αποτελεί μη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή γνήσια ιδιωτικού δικαίου διαφορά, που για λόγους σκοπιμότητας έχει υπαχθεί στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Οι μη γνήσιες υποθέσεις εκδικάζονται και αυτές κατά τις διατάξεις των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, υπάγονται επομένως καταρχήν σε κοινές ρυθμίσεις με τις αντίστοιχες γνήσιες υποθέσεις. Στις μη γνήσιες υποθέσεις δεν αποκλείεται και η παράκαμψη επί μέρους κανόνων των άρθρων 739 επ. ΚΠολΔ, που δεν συμβιβάζονται με την οριστική επίλυση ιδιωτικού δικαίου διαφορών. (Π. Αρβανιτάκης Σ.ΣΔ - Σεπτέμβριος 2010). Τέλος από την διάταξη του άρθρου 115 παρ.3 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι στη διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου, κατά την οποία δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς πραγματικούς ισχυρισμούς τους, προφορικά κατά την συζήτηση στο ακροατήριο και επιπλέον οι ισχυρισμοί αυτοί πρέπει να καταχωρισθούν στα πρακτικά, με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν. (βλ.Ολ.ΑΠ 2/2005 και ΑΠ. 190/2011-Νόμος) Ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της πιστώτριας τραπεζικής εταιρίας Τράπεζα .............με δήλωση του στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης και τις έγγραφες και νομότυπα κατατεθείσες προτάσεις της υπέβαλε, κατ` εκτίμηση των ισχυρισμών του, την ένσταση καταχρηστικής άσκησης της ασκηθείσας αίτησης υποκατάστασης, καθότι η ίδια, σε τυχόν περίπτωση που εφαρμοστεί το σχέδιο διευθέτησης και επιτραπεί η υποκατάσταση της ελλείπουσας συγκατάθεσης της, αυτή θα περιέλθει σε δυσμενέστερη οικονομικά θέση από αυτήν στην οποία θα περιερχόταν αν συνεχιζόταν η διαδικασία απαλλαγής της οφειλέτριας από τις οφειλές, διότι το μηνιαίο εισόδημα της αιτούσας οφειλέτριας ανέρχεται στο ποσό των 1.325,15 € το προτεινόμενο με το σχέδιο διευθέτησης ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 587,50 ευρώ και επομένως το υπόλοιπο που ανέρχεται στο ποσό των 737,65 ευρώ είναι αρκετό τόσο για να καλύψει τις βιοτικές ανάγκες της αιτούσας, δεδομένου ότι διαμένει σε ιδιόκτητη ονκία και δεν έχει άλλα μέλη στην οικογένεια της για την προστασία των οποίων είναι υπόχρεη όσο και να ικανοποιήσει τους δανειστές της. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αόριστος, καθότι η εν λόγω πιστώτρια δεν εκθέτει ποιο ποσό, κατά την γνώμη της, απαιτείται για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της αιτούσας - οφειλέτριας προκειμένου να προκύψει το υπόλοιπο, δηλαδή αφαιρουμένου αυτού από το εισόδημα της τελευταίας, με βάση το οποίο στη συνέχεια να μπορεί να κριθεί εάν με αυτό ικανοποιούνται πλήρως, όπως ισχυρίζεται, όχι οι υπόλοιποι δανειστές, αλλά η ίδια, καθότι οι υπόλοιποι συναίνεσαν στο προταθέν τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης. Ο εν λόγω δε καθορισμός είναι απαραίτητος, καθότι επ` αυτού μπορεί να αμυνθεί η αιτούσα με την υποβολή αντένστασης και το δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις. Περαιτέρω όσον αφορά την ένσταση που υπέβαλε η εν λόγω πιστώτρια περί περιέλευσης της αιτούσας σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής δόλια, καθότι, ενώ δεν εξυπηρετούσε τα χρέη της και επέτρεψε την καταγγελία δανειακών συμβάσεων της, στη συνέχεια αυτοβούλως σύμφωνα με το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης πρότεινε να υποβάλλει το ποσό των 587,50 ευρώ μηνιαία. Ο εν λόγω ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθότι η αιτούσα, ναι μεν είχε μηνιαίο εισόδημα 1.325,14 ευρώ, οι μηνιαίες δόσεις όμως των προς εξυπηρέτηση δανειακών της συμβάσεων ανέρχονταν στο ποσό των 1.150 ευρω (βλ. κατάθεση της ίδιας στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συζήτησης δίκης), δηλαδή της απέμεινε μόλις το ποσό των 175 ευρώ (1.325 - 1.150) για την κάλυψη των ·« βιοτικών της αναγκών, ήτοι ποσό που δεν μπορούσε να τις καλύψει και γι αυτό περιήλθε και σε αδυναμία πληρωμής. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ουδεμία από τις φερόμενες προς ρύθμιση συμβάσεις εμπίπτει στις προβλεπόμενες εξαιρέσεις της παρ.1 του άρθρου 2 του ν.3869/2010. Επίσης αποδείχτηκε ότι το τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης, το οποίο κατατέθηκε εντός των νόμιμων προθεσμιών από την αιτούσα, το αποδέχτηκαν, επίσης εντός των νομίμων προθεσμιών, οι δύο εκ των τριών πιστωτριών ήτοι η «.......................................» και η «...........................», οι οποίες δεν είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένες σύμφωνα με το οποίο η αιτούσα θα καταβάλλει στην πρώτη το ποσό των 200 ευρώ μηνιαία επί 90 μήνες αρχομένης της καταβολής από 1-9-2011 και στη δεύτερη το ποσό των 260 ευρώ μηνιαία επί 105 μήνες αρχομένης της καταβολής από 1-9-2011. Σύμφωνα με το παραπάνω σχέδιο στην τραπεζική εταιρεία «.......................», η οποία επίσης δεν είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένη, η αιτούσα θα καταβάλλει το ποσό των 127,37 ευρώ επί 135 μήνες. Σημειώνεται ότι η αιτούσα έχει καταβάλλει στις παραπάνω πιστώτριες, συμπεριλαμβανομένης και της τελευταίας, η οποία δεν συγκατατίθεται στο τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης, τα παραπάνω ποσά για το χρονικό διάστημα από 1-9-2011 μέχρι τη συζήτηση της παρούσας αίτησης υποκατάστασης. Ενόψει των παραπάνω πρέπει η κρινόμενη αίτηση υποκατάστασης της συγκατάθεσης της αντιτιθέμενης πιστώτριας ...............................να γίνει δεκτή. Επομένως η υποβληθείσα από την αιτούσα αίτηση του άρθρου 4 παρ.1 του ν.3869/2010 με αριθμό κατάθεσης 6648/2011 θεωρείται ότι ανακλήθηκε. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ.6 του ν.3869/2010. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων Δέχεται την αίτηση υποκατάστασης συγκατάθεσης της αντιτιθέμενης πιστώτριας τραπεζικής εταιρίας «..............................». Υποκαθίσταται η συγκατάθεση της παραπάνω πιστώτριας στην αποδοχή του από 25/7/2011 τροποποιημένου σχεδίου αίτησης διευθέτησης της αιτούσας της με αριθμό κατάθεσης 6648/2011 αίτησης. Επικυρώνει το παραπάνω τροποποιημένο σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Ανακαλεί τη με αριθμό κατάθεσης 6648/2011 αίτησης ρύθμισης του άρθρου 4 παρ.1 του ν.3869/2010 που υπέβαλε η αιτούσα.

πηγή: nomos

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.