Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Υπερχρεωμένα Νοικοκυριά (νόμος Κατσέλη) - Ρυθμίσεις οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων (Ειρηνοδικείο Πατρών, αριθμός απόφασης 3/2011)

Περίληψη: Υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα. Αίτηση. Προυποθέσεις. Αβάσιμος ο ισχυρισμός πιστώτριας τράπεζας ότι δεν περιλαμβάνεται στην αίτηση συνολικό σχέδιο συμβιβασμού αλλά σχέδιο συμβιβασμού για κάθε πιστωτή αφού έχει ενσωματωθεί στην αίτηση τέτοιο σχέδιο και με την κοινοποίηση της άνω αίτησης αυτή περιήλθε σε γνώση του. Αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι δεν κοινοποιήθηκε στην πιστώτρια ξεχωριστά το συνολικό σχέδιο συμβιβασμού αφού αυτό ενσωματώθηκε στην αίτηση που της κοινοποιήθηκε. Αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η αιτούσα δεν της απηύθυνε πρόσκληση να υποβάλλει στη γραμματεία του δικαστηρίου εγγράφως τις παρατηρήσεις της. Η μη νομότυπη κατ΄ αρθ. 5 παρ. 1 ν. 3839/10 επίδοση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή εγγράφων δεν καθιστά απαράδεκτη ή μη νόμιμη την αίτηση, απλώς δεν επέρχεται η τεκμαιρόμενη συναίνεση του πιστωτή στο σχέδιο διευθέτησης από την παράλειψή του να απαντήσει εντός των 2 μηνών. Στην προκειμένη περίπτωση άνευ αντικειμένου ο ισχυρισμός αφού η πιστώτρια απάντησε και μάλιστα αρνητικά. Εξαίρεση πρώτης κατοικίας. Πρέπει να υποβληθεί αίτημα. Η αιτούσα είναι χαμηλοσυνταξιούχος του ΙΚΑ. Υποχρεώνει την αιτούσα να καταβάλλει επί 4ετία ποσό 140 ευρώ που επιμερίζει στις πιστώτριες. Υποχρεώνει την αιτούσα να καταβάλλει σε μηνιαίες δόσεις το 85% της αντικειμενικής αξίας σε δόσεις με ανώτατο όριο την 20ετίας.

[...] Με την κρινόμενη αίτηση, η αιτούσα επικαλούμενη έλλειψη πτωχευτικής ικανότητας και μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών της προς τους πιστωτές, που αναφέρονται στην περιεχόμενη στην αίτηση αναλυτική κατάσταση, ζητά, όπως σαφώς συνάγεται με από το όλο περιεχόμενο της αίτησης, τη ρύθμιση των χρεών της, με την εξαίρεση της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με το σχέδιο διευθέτησης που υποβάλλει και αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει αναλυτικά, με σκοπό την απαλλαγή της απ’ αυτά. Η από τους μετέχοντες «………………» ισχυρίζεται ότι δεν περιέχεται στην αίτηση αίτημα διάσωσης της κύριας κατοικίας της αιτούσας και ότι απαραδέκτως υποβλήθηκε αυτό με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης. Ο ισχυρισμό της αυτός στερείται βασιμότητας, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις των αρθ. 216 και 747 ΚΠολΔ δεν απαιτείται πανηγυρική διατύπωση του αιτήματος αίτησης και μπορεί να περιέχεται οπουδήποτε στο δικόγραφο, γιατί δεν καθορίζεται από το νόμο η παράθεσή του σε ορισμένη θέση ή σειρά, αρκεί μόνο να διατυπώνεται σαφώς (βλ. ΑΠ 173/81 Αρχ. Ν. 32-258 και 1293/93 Δνη 35-140, ΕφΑθ 2212/83 Δνη 24-1417 και 11416/87 Δ. 19-332). Στην προκειμένη περίπτωση στην ένδικη αίτηση γίνεται σαφής και ειδική αναφορά στο ότι το περιγραφόμενο διαμέρισμα αποτελεί την κύρια κατοικία της αιτούσας και της οικογένειάς της, του οποίου προσδιορίζεται και η αξία, στο δε ενσωματωμένο στη αίτηση σχέδιο διευθέτησης ο προτεινόμενος αριθμός των 80 δόσεων για την εξυπηρέτηση του στεγαστικού δανείου παραπέμπει σαφώς στη ρύθμιση του αρθ. 9 παρ. 2, που προβλέπει εξόφληση της οφειλής για εξαίρεση της κύριας κατοικίας σε χρόνο μέχρι την 20ετία. Επομένως από το όλο περιεχόμενο της αίτησης προκύπτει με σαφήνεια και χωρίς καμία αμφιβολία το αίτημα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας της αιτούσας. Εκτός αυτού, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθ. 744, 745, 751 ΚΠολΔ, ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της εκούσιας δικαιοδοσίας ως μέσο προστασίας κυρίως δημόσιας εμβέλειας συμφερόντων, ο οποίος επιβάλλει την ενεργό συμμετοχή του δικαστή στη συλλογή, διερεύνηση και αξιολόγηση του πραγματικού υλικού της δίκης, επιτρέπει τη δυνατότητα συμπλήρωσης με τις προτάσεις, στο δε ειρηνοδικείο και προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο (αρθ. 115 παρ. 3 ΚΠολΔ) εκείνων των στοιχείων της αίτησης που αναφέρονται στο άρθρο 747 παρ. 2 ΚΠολΔ, επομένως και του αιτήματος αυτής (βλ. ΑΠ 1131/87 ΝοΒ 36-1601-02 πλειοψηφία, ΕφΑθ 2735/00, 4462/02, 2188/08 ΤΝΠ-ΝΟΜΟΣ, και Π. Αρβανιτάκη στον ΚΠολΔ. Κεραμέα -Κονδύλη -Νίκα, υπ` άρθρο 747, αριθ. 7). Με το περιεχόμενο αυτό η αίτηση αρμόδια φέρεται για συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας των αρθ. 741 επ. ΚΠολΔ (άρθρο 3 ν.3869/2010), εφόσον για το παραδεκτό της : α) τηρήθηκε η προδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού με τη διαμεσολάβηση προσώπου απ’ αυτά που έχουν σχετική εξουσία από το νόμο (βλ. αρθ. 2 ν. 3869/2010), ο οποίος απέτυχε όπως βεβαιώνεται από το διαμεσολαβητή δικηγόρο Πατρών Βασίλειο Σκούρα, β) κατατέθηκε μέσα στην εξάμηνη προθεσμία του αρθ. 2 παρ. 1 ν. 3869/2010 από τη αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού και γ) δεν εκκρεμεί άλλη αίτηση της αιτούσας για ρύθμιση των χρεών της στο Δικαστήριο αυτό ή άλλο Ειρηνοδικείο της χώρας, ούτε έχει απορριφθεί προγενέστερη αίτησή της για ουσιαστικούς λόγους, όπως διαπιστώθηκε μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο κατ’ αρθ. 13 παρ. 2, (βλ. σχετικές βεβαιώσεις των Γραμματέων του Δικαστηρίου αυτού και του Ειρηνοδικείου Αθηνών). Παραδεκτά εισάγεται προς συζήτηση μετά: α) την εμπρόθεσμη και νομότυπη κλήτευση των μετεχόντων πιστωτών και επίδοση σ’ αυτούς των εγγράφων του αρθ. 5 παρ. 1 ν. 3869/2010, β) την εμπρόθεσμη κατάθεση στη γραμματεία του δικαστηρίου αυτού των εγγράφων του αρθ. 4 παρ. 2 και 4 ν. 3869/2010, (βεβαίωσης αποτυχία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, υπεύθυνης δήλωσης για την ορθότητα και πληρότητα των καταστάσεων κλπ ) και γ) την αποτυχία του δικαστικού συμβιβασμού, δοθέντως ότι δεν έχει γίνει δεκτό το σχέδιο διευθέτησης οφειλών από όλους τους συµµετέχοντες πιστωτές (βλ. τις έγγραφες απαντήσεις τους). Παραπέρα η αίτηση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 4,5,6 παρ. 3, 8, 9 και 11 του ν.3869/2010, καθόσον με βάση τα εκτιθέμενα σ’ αυτή περιστατικά συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της αιτούσας στη ρύθμιση του νόμου, εφόσον πρόκειται για φυσικό πρόσωπο, στερούμενο πτωχευτικής ικανότητας, τα χρέη της δεν περιλαμβάνονται στα εξαιρούμενα της ρύθμισης και έχει ήδη περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών της, επομένως πρέπει να εξεταστεί παραπέρα ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα μετά την καταβολή των νομίμων τελών της συζήτησης. Ο ισχυρισμός της τράπεζας «………ΑΕ» ότι η δεν περιέχεται στην αίτηση ένα συνολικό σχέδιο διευθέτησης των οφειλών αλλά χωριστό σχέδιο συμβιβασμού για κάθε πιστωτή, γεγονός που καθιστά την αίτηση μη νόμιμη, δεν ευσταθεί, καθόσον έχει ενσωματωθεί στην αίτηση τέτοιο σχέδιο, στο οποίο περιέχονται οι απαιτήσεις κάθε πιστώτριας τράπεζας και ο προτεινόμενος τρόπος εξόφλησής τους με προσδιορισμό των επί μέρους καταβολών κατά αριθμό μηνιαίων δόσεων και ποσό. Ούτε ο ισχυρισμός της ότι δεν της επιδόθηκε συνολικό σχέδιο διευθέτησης των οφειλών αλλά σχέδιο που αφορούσε τις οφειλές άλλης πιστώτριας τράπεζας ευσταθεί, καθόσον με την επίδοση σ’ αυτή της ένδικης αίτησης, πράγμα που δεν αρνείται, περιήλθε σε γνώση της το προτεινόμενο από την αιτούσα σχέδιο διευθέτησης όλων των οφειλών της, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, είναι ενσωματωμένο στην αίτηση και δε χρειαζόταν η επίδοση προς αυτήν χωριστού έγγραφου σχεδίου. Τέλος ο ισχυρισμός της ίδιας τράπεζας ότι η αίτηση δεν είναι νόμιμη επειδή η αιτούσα δεν της απηύθυνε πρόσκληση να υποβάλλει στη γραμματεία του δικαστηρίου εγγράφως τις παρατηρήσεις και να δηλώσει αν συμφωνεί με το προτεινόμενο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο μηνών από την υποβολή της αίτησης, όπως απαιτείται από τη διάταξη του αρθ. 5 παρ. 1 περ. γ’ ν. 3839/10, στερείται βασιμότητας, καθόσον δεν προσκομίζεται το δικόγραφο της αίτησης, που της επιδόθηκε, στο οποίο περιέχεται το σχέδιο διευθέτησης ώστε να διαπιστωθεί η επικαλούμενη αυτή παράλειψη. Εξ’ άλλου η μη νομότυπη κατ’ αρθ. 5 παρ. 1 ν. 3839/10 επίδοση των αναφερομένων στη διάταξη αυτή εγγράφων δεν καθιστά απαράδεκτη ή μη νόμιμη την αίτηση ρύθμισης, απλώς δεν επέρχονται οι έννομες συνέπειες που ορίζονται από τη διάταξη αυτή και συνδέονται με τη νομότυπη επίδοση, δηλαδή αυτή της τεκμαιρόμενης συναίνεσης του πιστωτή στο σχέδιο διευθέτησης από την παράλειψή του να απαντήσει μέσα στην αποκλειστική προθεσμία των 2 μηνών. Τέτοιο όμως ζήτημα δεν τίθεται στην προκειμένη περίπτωση, καθόσον η συγκεκριμένη πιστώτρια απάντησε αρνητικά στο σχέδιο με παρατηρήσεις και προτάσεις που υπέβαλε εμπρόθεσμα στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (βλ. το έγγραφο της απάντησής της ). Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα απόδειξης και τα έγγραφα, που παραδεκτά και νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η αιτούσα έχει γεννηθεί το 1951, είναι άγαμη μητέρα, έχει ένα γιο ηλικίας 34 ετών και συγκατοικεί με την υπερήλικη μητέρα της, η οποία είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ (βλ. κατάθεση μάρτυρα). Μέχρι τέλους του 2010 εργαζόταν ως μόνιμη διοικητική υπάλληλος και συγκεκριμένα ως καθαρίστρια στο …. γυμνάσιο Πατρών και οι καθαρές ετήσιες αποδοχές της ανέρχονταν στο ποσό των 10.700 περίπου ευρώ (βλ. εκκαθαριστικά σημειώματα οικ. ετών 2009 και 2010 και βεβαίωση αποδοχών της Δ/ντριας του σχολείου όπου εργαζόταν). Ήδη έχει συνταξιοδοτηθεί και λαμβάνει από το συνταξιοδοτικό της φορέα το ΙΚΑ προσωρινή σύνταξη ποσού 390,63 το μήνα, που αποτελεί σήμερα το μοναδικό της εισόδημα. Η σύνταξη αυτή χορηγείται κατ’ αρθ. 15 ν. 3607/07, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση για την απονομή σύνταξης λόγω γήρατος και είναι ίση με το 80% του ποσού της πλήρους σύνταξης που δικαιούται, η οποία υπολογίζεται σε 488,29 περίπου ευρώ. Η οικονομική της κατάσταση πρόκειται να βελτιωθεί με τη χορήγηση ολόκληρης της σύνταξής από το ΙΚΑ, άλλη περαιτέρω βελτίωση δεν αναμένεται, λαμβανομένης υπόψη και της ηλικίας της ( 60 χρόνων περίπου). Σύμφωνα με τα προλεχθέντα οι οικογενειακές της δαπάνες περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών της αναγκών, αφού ο γιος της είναι ενήλικας και δεν αποδείχθηκε οικονομική του εξάρτηση για κάποιο λόγο από την ίδια, η δε μητέρας της έχει δικό της εισόδημα, τη σύνταξη από το ΙΚΑ. Σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη, για τα οποία δεν υπάρχει εμπράγματη ασφάλεια και θεωρούνται, κατά πλάσμα του νόμου σύμφωνα με το αρθ. 6 παρ. 3 ν. 3869/10, με την κοινοποίηση της αίτησης ληξιπρόθεσμα, υπολογίζονται δε με την τρέχουσα αξία τους κατά το χρόνο αυτό (βλ. σε Κρητικό «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων» σελ. 99). 1) Από την τράπεζα «……….Α.Ε.», της έχουν χορηγηθεί α) με τις ………και …………………συμβάσεις δύο καταναλωτικά δάνεια, από τα οποία οφείλει μαζί με τους τόκους μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης στις 16-2-11 το συνολικό ποσό των 4.976,75 ευρώ και β) με την …………σύμβαση και τις πρόσθετες πράξεις της ένα στεγαστικό δάνειο ποσού 51.000 ευρώ, του οποίου το 2009 έγινε ρύθμιση με υπόλοιπο 42.451 ευρώ εξοφλητέο σε 16 χρόνια και 4 μήνες, με περίοδο χάριτος ένα χρόνο, από το οποίο οφείλει μαζί με τους τόκους μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης το ποσό των 44.220 ευρώ. 2) Από την τράπεζα «………….Α.Ε.» της χορηγήθηκε ένα ανοιχτό δάνειο-κάρτα, από το οποίο οφείλει μαζί με τους τόκους μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης στις 16-2-11 το ποσό των 6.453,30 ευρώ. 3) Από την τράπεζα «…………..» της χορηγήθηκε με την σύμβαση………….. ένα δάνειο καταναλωτικής πίστης, από το οποίο οφείλει μαζί με τους τόκους μέχρι την κοινοποίηση της αίτησης στις 16-2-11 το ποσό των 9.715,72 ευρώ. Από το έτος 2010 έχει πάψει να υπηρετεί τα δάνειά της αυτά, τα οποία ανέρχονται σε σημαντικό ύψος και έτσι περιήλθε σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τα ληξιπρόθεσμα χρέη της προς τους πιο πάνω πιστωτές της, η δε αδυναμία της αυτή δεν οφείλεται σε δόλο (δεν προβάλλεται δόλια περιέλευση, αλλά ούτε αποδείχθηκε). ΄Αλλη πηγή εισοδήματος πέραν του μισθού της δε διαθέτει η αιτούσα, μοναδικό της δε περιουσιακό στοιχείο αποτελεί ένα διαμέρισμα, της πλήρους κυριότητάς της, εμβαδού 105 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στον 1ο όροφο της πολυκατοικίας επί της οδού ………………..της Πάτρας, αντικειμενικής αξίας 79.380 ευρώ (βλ. δήλωση Ε9 και εκκαθαριστικό σημείωμα Ε.Τ.ΑΚ.), η εμπορική αξία του οποίου εκτιμάται σε 75.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη της παλαιότητάς του (40ετίας περίπου), της περιοχής στην οποία βρίσκεται, του ορόφου (1ος) και του εμβαδού του, της αντικειμενικής του αξίας και των πτωτικών τάσεων στην αγοράς ακινήτων λόγω της δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας. Το διαμέρισμα αυτό αποτελεί την κύρια κατοικία της και η αξία του δεν υπερβαίνει το όριο του αφορολογήτου ποσού για άγαμο φορολογούμενο όπως η αιτούσα, που ανέρχεται σε 200.000 ευρώ προσαυξημένο κατά 50%, όπως απαιτεί ο νόμος για την εξαίρεσή της από την εκποίηση. Συντρέχουν επομένως στο πρόσωπο της αιτούσας οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή της στη ρύθμιση του νόμου 3869/10 και ειδικότερα αυτή των αρθ. 8 παρ. 2 και 9 παρ.2. Έτσι η ρύθμιση των χρεών της θα γίνει κατά πρώτο λόγο με μηνιαίες καταβολές απευθείας στους πιο πάνω πιστωτές από τα εισοδήματα της επί τετραετία, που θα αρχίζουν αμέσως με την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης, από τις οποίες οι πιστωτές της θα ικανοποιηθούν συμμέτρως (αρθ. 8 παρ. 2 ν. 3869/10) και εφόσον δεν υπάρχει αίτημα της αιτούσας για μηδενικές καταβολές. Όσον αφορά το ειδικότερο περιεχόμενο της ρύθμισης αυτής, όπως προαναφέρθηκε, μοναδικό εισόδημα της αιτούσας αποτελεί η σύνταξής της, η οποία ανέρχεται μηνιαία σε 390,63 ευρώ, μετά δε τη χορήγηση και του υπόλοιπου ποσού της θα φτάσει τα 500 περίπου ευρώ το μήνα, χωρίς να αναμένεται περαιτέρω βελτίωση των εισοδημάτων της, οι δε οικογενειακές της δαπάνες περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται προς ικανοποίηση των βιοτικών της αναγκών. Συνεπώς στα πλαίσια της ρύθμισης αυτής και ενόψει του υποχρεωτικού ορισμού καταβολών για τη διάσωση της κατοικίας της ποσού μέχρι το 85% της εμπορικής της αξίας, οι καταβολές πρέπει να οριστούν στο ποσό των 140 ευρώ το μήνα, ποσό που προσφέρει με το σχέδιο ρύθμισης για την ικανοποίηση των πιστωτών των καταναλωτικών δανείων η αιτούσα και συνεπώς βρίσκεται μέσα στις οικονομικές της δυνατότητες. Το συνολικό ποσό των οφειλών της ανέρχεται σε 65.365,77 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 49.196,75 ευρώ προς την «……………..», 6.453,30 ευρώ προς την «……………….ΤΡΑΠΕΖΑ» και 9.715,72 ευρώ προς την «…………………..». Σε κάθε μία από τις πιστώτριες αυτές αναλογεί από το ποσό των 140 ευρώ, στην μεν πρώτη αυτό των 105,37 ευρώ (140 : 65.365,77 Χ 49.196,75), στη δεύτερη αυτό των 13,82 ευρώ (140:65.365,77Χ6.453,30) και στην τρίτη αυτό των 20,81 ευρώ (140:65.365,77Χ9.715,72 ). Μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της 4ετίας κάθε πιστωτής θα έχει λάβει τα εξής ποσά: Α) Η «………….ΤΡΑΠΕΖΑ.», 5.057,76 ευρώ (105,37 Χ 48 μήνες) και θα έχει μείνει υπόλοιπο από την απαίτησή της ποσού 44.138,99 ευρώ(49.196,75-5.057,76). Β) Η «…………ΤΡΑΠΕΖΑ» 663,36 ευρώ (13,82Χ48) και θα έχει μείνει υπόλοιπο από την απαίτησή της ποσού 5.789,94 ευρώ (6.453,30-663,36). Γ) Η «…………ΤΡΑΠΕΖΑ » 998,88 ευρώ (20,81Χ48) και θα έχει μείνει υπόλοιπο από την απαίτησή της ποσού 8.716,84 ευρώ (9.715,72- 998,88 ) . Η ρύθμιση αυτή θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 2 ν. 3869/10, εφόσον με τις καταβολές επί 4ετία της πρώτης ρύθμισης δεν επέρχεται πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών της αιτούσας και προβάλλεται σχετικό αίτημα απ’ αυτή, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κατοικίας της από την εκποίηση (βλ. σε Κρητικό ο.π. σελ. 148, αριθ. 16). Έτσι θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας της, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει μέχρι το 85% της εμπορικής της αξίας που ανέρχεται σε 75.000 ευρώ, δηλαδή ποσό μέχρι αυτό των 63.750 ευρώ (75.000Χ85%). Η αποπληρωμή του ποσού αυτού θα γίνει εντόκως, χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Θα ξεκινήσει τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, ο χρόνος δε εξόφλησης του πρέπει να οριστεί σε 16 χρόνια, λαμβανομένης υπόψη της υπόλοιπης διάρκειας του στεγαστικού δανείου (15 χρόνια περίπου), του συνόλου των χρεών της αιτούσας, της οικονομικής της δυνατότητας και της ηλικίας της. Από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας θα ικανοποιηθούν συμμέτρως οι απαιτήσεις των πιο πάνω τραπεζών, καθόσον καμία απ’ αυτές δεν είναι εμπραγμάτως ασφαλισμένη, και συνεπώς δε συντρέχει περίπτωση προνομιακής ικανοποίησης κάποιας απ’ αυτές (αρθ. 9 παρ. 2 ). Η υποχρέωση της αιτούσας για καταβολή του 85% της αξίας της κατοικίας της προκειμένου να τη διασώσει, προκύπτει σαφώς από τη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 2 του ν. 3869/10, η οποία εισάγει μεν ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ του οφειλέτη αφού του παρέχει τη δυνατότητα εξαίρεσης της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, που μπορούσε να διαταχθεί από το Δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του ίδιου άρθρου, δοθέντος ότι αποτελεί ρευστοποιήσιμο περιουσιακό, πλην όμως του επιβάλλει προκειμένου να πετύχει την εξαίρεση την πρόσθετη υποχρέωση να καταβάλει το 85% της εμπορικής της αξίας. Έτσι με βάση τη ρύθμιση αυτή το Δικαστήριο καλείται να προβεί ουσιαστικά σε αναδιάρθρωση των υπολοίπων των χρεών του οφειλέτη, που δεν θα ικανοποιηθούν από τις καταβολές επί 4ετία του αρθ. 8 παρ. 2 προς όλους τους πιστωτές του, επιβάλλοντας σ’ αυτόν την εξυπηρέτηση ενός πρόσθετου χρέους που αποτελείται από το σύνολο των υπολοίπων των παλαιών χρεών του. Διαφορετική ερμηνεία της διάταξης αυτής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου το ποσό που θα οριστεί για τη διάσωση της κατοικίας με ανώτατο όριο το 85% της εμπορικής της αξίας της, δεν μπορεί να βρει έρεισμα ούτε στη γραμματική διατύπωση της διάταξης, αφού η φράση «μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό…» αναφέρεται όχι σε δυνατότητα του Δικαστηρίου προσδιορισμού του ποσοστού, αλλά στο ανώτατο όριο της πρόσθετης αυτής επιβάρυνσης του οφειλέτη, με την έννοια ότι εφόσον το ύψος της οφειλής του είναι μικρότερο του 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας θα καταβάλει ολόκληρο το ποσό της, εφόσον δε είναι μεγαλύτερη θα απαλλαγεί του πέραν του 85% ποσού της. Εξάλλου μια τέτοια ερμηνεία της διάταξης θα οδηγούσε σε απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του ακόμη και με μηδενικές καταβολές, σύμφωνα με τη ρύθμιση του αρθ. 8 παρ. 5 και μικρές καταβολές δυσανάλογες της αξίας της κατοικίας με την παράλληλη ρύθμιση του αρθ. 9 παρ. 2, με διατήρηση του περιουσιακού αυτού στοιχείου. Από την άλλη πλευρά οι πιστωτές του θα στερούνταν ενός σημαντικού περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη για την ικανοποίηση μέρους έστω των απαιτήσεών τους, πράγμα αντίθετο με το σκοπό του νόμου, όπως αυτός προκύπτει τόσο από τη διάταξη του αρθ. 9 παρ. 1 που δίνει τη δυνατότητα στο δικαστήριο να διατάξει την εκποίηση και της κύριας κατοικίας, όσο και αυτής του αρθ. 4 παρ. 1 που επιβάλει στον οφειλέτη την υποχρέωση στο σχέδιο διευθέτησης των οφειλών που θα υποβάλει να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών όσο και την περιουσίας και τα εισοδήματά του, και ορίζεται στην εισηγητική έκθεση του νόμου, σύμφωνα με την οποία με το νόμο δίνεται μεν η δυνατότητα στον οφειλέτη να απαλλαγεί από τα χρέη του, εφόσον όμως δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία για την ικανοποίηση των πιστωτών, ειδικά δε επί διάσωσης της κατοικίας η δυνατότητα αυτή παρέχεται στον οφειλέτη υπό τους όρους και διαδικασίες που δε θα θίγουν τα συμφέροντα των πιστωτών. Εφόσον ο οφειλέτης δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στην πρόσθετη αυτή υποχρέωση εναπόκειται στη βούλησή του η εξαίρεση ή μη της κύριας κατοικίας του από την εκποίηση, αφού το δικαστήριο μπορεί να τη διατάξει μόνο μετά από αίτημά του και όχι αυτεπάγγελτα. Με βάση λοιπόν τη ρύθμιση του αρθ, 9 παρ. 2 εφόσον μεν τα υπόλοιπα των χρεών του οφειλέτη μετά τις καταβολές της ρύθμισης του αρθ. 8 παρ. 2 υπερβαίνουν το ποσό του το 85% της εμπορικής αξίας της κατοικίας του, το Δικαστήριο θα προβεί σε ρύθμιση επιβάλλοντάς του πρόσθετο χρέος για την εξόφληση των οφειλών του αυτών ίσο με το ποσό αυτό του 85%, απαλλασσομένου του υπολοίπου των χρεών με την τήρηση της ρύθμισης. Εφόσον δε τα υπόλοιπα των χρεών του είναι μικρότερα του 85% θα υποχρεωθεί σε καταβολές μέχρι την εξάντληση του ποσού αυτού. Το συνολικό ποσό του υπολοίπου των οφειλών της αιτούσας ανέρχεται μετά τις πιο πάνω καταβολές επί 4ετία σε 58.645,77 ευρώ, το οποίο αναλύεται σε 44.138,99 ευρώ προς την «……………...», 5.789,94 ευρώ προς την «…………..» και 8.716,84 ευρώ προς την «……………..». Παράλληλα, όπως προαναφέρθηκε, με τις καταβολές που θα οριστούν για τη διάσωση της κύριας κατοικίας, θα ικανοποιηθούν συμμέτρως για το υπόλοιπο των απαιτήσεών τους οι πιστωτές μέχρι του ποσού των 63.750 ευρώ (85% εμπορική αξίας της κατοικίας), που είναι το όριο που ορίζει ο νόμος, το οποίο είναι μεγαλύτερο του υπολοίπου των απαιτήσεων και συνεπώς θα πρέπει να ικανοποιηθούν πλήρως αυτές. Έτσι στην «…………….», με υπόλοιπο απαίτησης 44.138,99 ευρώ θα καταβληθεί το ποσό των 229,89 ευρώ το μήνα και επί 192 μήνες (16 χρόνια Χ 12). Στην «…………….» με υπόλοιπο απαίτησης 5.789,94 ευρώ θα καταβληθεί το ποσό των 30,155 ευρώ το μήνα και επί 192 μήνες και στην «……………..» με υπόλοιπο απαίτησης 8.716,84 θα καταβληθεί το ποσό των 45,40 ευρώ το μήνα και επί 192 μήνες. Η καταβολή των δόσεων αυτών θα ξεκινήσει τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Κατά συνέπεια των παραπάνω πρέπει η να γίνει δεκτή η αίτηση ως βάσιμη και στην ουσία της και να ρυθμιστούν τα χρέη της αιτούσας με σκοπό την απαλλαγή της με την τήρηση των όρων της ρύθμισης, εξαιρουμένης της εκποίησης της κύριας κατοικίας της, σύμφωνα με όσα ειδότερα ορίζονται στο διατακτικό. Δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παρ.6 του ν.3869/2010. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων. Δέχεται την αίτηση. Ρυθμίζει τα χρέη της αιτούσας με μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές της επί μία τετραετία, οι οποίες θα αρχίζουν την 1η ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης, ποσού, στην «…….ΤΡΑΠΕΖΑ….», 105,37 ευρώ, στην «………..ΤΡΑΠΕΖΑ» 13,82 ευρώ και στην «ΤΡΑΠΕΖΑ……» 20,81 ευρώ. Εξαιρεί της εκποίησης την κύρια κατοικία της αιτούσας, δηλαδή το διαμέρισμα, εμβαδού 105 τ.μ., το οποίο βρίσκεται στον 1ο όροφο της πολυκατοικίας επί της οδού ………..της Πάτρας, Επιβάλλει στην αιτούσα την υποχρέωση να καταβάλει για τη διάσωση της κατοικίας της επί 16 χρόνια, στους πιστωτές της τα εξής ποσά: στην «…….ΤΡΑΠΕΖΑ », 229,89 ευρώ το μήνα και επί 192 μήνες, στην «……….ΤΡΑΠΕΖΑ» 30,155 ευρώ το μήνα και επί 192 μήνες και στην «…….ΤΡΑΠΕΖΑ……» 45,40 ευρώ το μήνα και επί 192 μήνες. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του πρώτου μήνα τρία χρόνια μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζα της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

πηγή: nomos

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.