Εξωλογιστικός προσδιορισμός καθαρού κέρδους εμπορικής επιχείρησης με εφαρμογή αυξημένου συντελεστή ΜΣΚΚ (Συμβούλιο της Επικρατείας, αριθμός απόφασης 1163/2012)
Διατάξεις: άρθρα 16α, 33α [παρ. 1], 34 [παρ. 2], 36 ΝΔ 3323/1955
Ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος, ο οποίος δεν αποτελεί κύρωση αλλά μέθοδο προσδιορισμού του εισοδήματος, χωρεί και στις περιπτώσεις απώλειας ή καταστροφής από οποιαδήποτε αιτία, ακόμη και εξ ανωτέρας βίας, των τηρηθέντων βιβλίων και στοιχείων ή ορισμένων από αυτά, εφόσον δεν είναι δυνατή η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων με βάση τα βιβλία και στοιχεία που διασώθηκαν, διότι η περίπτωση αυτή εξομοιώνεται, από την άποψη προσδιορισμού του εισοδήματος, με την περίπτωση που δεν τηρήθηκαν τα βιβλία και στοιχεία. Η εφαρμογή όμως αυξημένου συντελεστού καθαρού κέρδους για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται γι’ αυτές ή τηρούν ανακριβή βιβλία και στοιχεία, καθ’ ο μέρος δεν προκύπτει ότι θεμελιώνεται στην αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη, ότι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με κύρωση, που δικαιολογείται από την φύση και την σοβαρότητα των παραβάσεων στις οποίες έχουν υποπέσει οι επιχειρήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί ο αυξημένος αυτός συντελεστής να εφαρμοστεί και στις επιχειρήσεις των οποίων τα οικονομικά αποτελέσματα εξευρίσκονται εξωλογιστικώς όχι λόγω παράβασης ή άλλης υπαιτίου συμπεριφοράς, αλλά λόγω απώλειας ή καταστροφής των βιβλίων και στοιχείων τους. Κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, η προσαύξηση του συντελεστή καθαρού κέρδους δεν επιβάλλεται ως κύρωση, αλλά αντανακλά την αυξημένη δυσχέρεια προσδιορισμού των ακαθαρίστων εσόδων σε αντίθεση προς τις περιπτώσεις όπου η προσφυγή στον εξωλογιστικό προσδιορισμό οφείλεται σε απλή ανεπάρκεια των βιβλίων και στοιχείων που τηρήθηκαν, στις οποίες τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτά δεν πείθουν μεν για το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων και των καθαρών κερδών, αφού δεν είναι εφικτές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις, παρέχουν όμως κάποιες ενδείξεις, έστω και ανεπαρκείς, τουλάχιστον για την κατ’ αρχήν τάξη μεγέθους τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσαύξηση του συντελεστού υποκαθιστά απλώς την ευχέρεια που είχε η φορολογική αρχή πριν από το Ν 1563/1985 να επιλέξει τον προσήκοντα κατά την ουσιαστική κρίση της συντελεστή καθαρού κέρδους ή και να εφαρμόσει συντελεστή υψηλότερο του μεγίστου και αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της μετάβασης από το σύστημα του κατά διακριτική ευχέρεια προσδιορισμού του εφαρμοστέου συντελεστού κέρδους στο σύστημα του αντικειμενικού προσδιορισμού του με κανονιστικές πράξεις. Η υπόθεση παραπέμπεται στην επταμελή σύνθεση. [...] 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ’ αριθμ. 20/2002 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Τριπόλεως, με την οποία, κατόπιν συνεκδικάσεως αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων, απορρίφθηκε η έφεση του ήδη αναιρεσείοντος Δημοσίου και έγινε εν μέρει δεκτή η έφεση των αναιρεσιβλήτων κατά της υπ’ αριθμ. 159/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ναυπλίου, στη συνέχεια δε, κατά μερική αποδοχή προσφυγής των τελευταίων, μεταρρυθμίστηκε η υπ’ αριθμ. 29/11.12.1997 πράξη προσδιορισμού αποτελεσμάτων του Προϊσταμένου ΔΟΥ Ναυπλίου, με την οποία είχαν προσδιορισθεί εξωλογιστικώς τα καθαρά κέρδη της λυθείσης το 1995 ετερόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «Κωνσταντίνος και Ιωάννα Σάκκουλη Ε.Ε.» για το οικονομικό έτος 1989 σε 62.175.720 δρχ. έναντι 1.125.500 δρχ. που είχε δηλωθεί. Με την πρωτόδικη απόφαση τα εν λόγω καθαρά κέρδη είχαν προσδιορισθεί, κατά μερική παραδοχή της προσφυγής, σε 34.003.004 δρχ., αναπροσαρμόσθηκε δε και το αναλογούν χαρτόσημο και η επ’ αυτού εισφορά υπέρ ΟΓΑ, με την ήδη δε αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση περιορίσθηκαν στο ποσό των 24.287.860 δρχ. 3. Επειδή, στο άρθρο 16α του ΝΔ 3323/1955 (ΦΕΚ Α΄ 214), όπως ίσχυε μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 5 παρ. 2 του Ν 1563/1985 (ΦΕΚ Α΄ 151) και πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 7 του Ν 2065/1992 (ΦΕΚ Α΄ 113), ορίζονται τα εξής: «1. Οι [...] ετερόρρυθμες [...] εταιρίες [...] υποχρεούνται να υποβάλλουν, κάθε χρόνο, στον οικονομικό έφορο της έδρας τους δήλωση για τα αποτελέσματά τους, τα οποία προέκυψαν κατά την διάρκεια της διαχειριστικής περιόδου που έληξε και για την κατανομή των κερδών ή ζημιών μεταξύ των εταίρων [...] 3. Ο οικονομικός έφορος της έδρας της εταιρίας ή της κοινοπραξίας ύστερα από σχετικό έλεγχο εκδίδει και κοινοποιεί στην εταιρία ή στην κοινοπραξία πράξη προσδιορισμού των οικονομικών αποτελεσμάτων. [...]». Περαιτέρω, στην παρ. 2 του άρθρου 34 του ίδιου ως άνω ΝΔ 3323/1955, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 10 του Ν 814/1978 (ΦΕΚ Α΄ 144) και συμπληρώθηκε με το άρθρο 8 παρ. 1 του ανωτέρω Ν 1563/1985 , ορίζονται τα επόμενα: «Ο προσδιορισμός των ακαθαρίστων εσόδων των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται ως ακολούθως: α) [...] γ) Επί μη τηρουσών βιβλία και στοιχεία του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων ή τηρουσών τοιαύτα ανεπαρκή ή ανακριβή ή κατωτέρας της προσηκούσης κατηγορίας, τα ακαθάριστα έσοδα προσδιορίζονται εξωλογιστικώς επί τη βάσει των υπό του Οικονομικού Εφόρου διατιθεμένων στοιχείων και πληροφοριών περί της εκτάσεως της συναλλακτικής δράσεως της επιχειρήσεως και των εν γένει συνθηκών λειτουργίας αυτής. Διά τον τοιούτον προσδιορισμόν λαμβάνονται ιδία υπ’ όψιν αι υπό της επιχειρήσεως εμφανιζόμεναι αγοραί και πωλήσεις, το εμφανιζόμενον μικτόν κέρδος, ως και το πραγματοποιούμενον τοιούτον παρ’ ετέρων ομοειδών επιχειρήσεων εργαζομένων υπό παρομοίας συνθήκας, το απασχολούμενον προσωπικόν, το ύψος των επενδεδυμένων κεφαλαίων ως και των ιδίων κεφαλαίων κινήσεως, το ποσόν των δανείων και πιστώσεων, το ποσόν των εξόδων παραγωγής και διαθέσεως των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχειρίσεως και πάσης εν γένει επαγγελματικής δαπάνης». Εξ άλλου, στο άρθρο 33α παρ. 1 του ίδιου Νδ/τος, όπως ίσχυε κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο, μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 3 του ΝΔ 587/1970 (ΦΕΚ Α΄ 143) και την τροποποίησή του με το άρθρο 9 του ως άνω Ν 814/1978 , ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Ο προσδιορισμός του καθαρού κέρδους των εμπορικών επιχειρήσεων ενεργείται κατά τας επομένας διακρίσεις: α) Επί τηρουσών επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία τρίτης ή τετάρτης κατηγορίας του Κώδικος Φορολογικών Στοιχείων το καθαρόν κέρδος εξευρίσκεται λογιστικώς επί τη βάσει των δεδομένων των βιβλίων και στοιχείων τούτων δι’ εκπτώσεως εκ των ακαθαρίστων εσόδων των εν άρθρω 35 αναφερομένων εξόδων. β) [...] γ) Επί των [...] επιχειρήσεων αίτινες δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν τοιαύτα κατωτέρας της προσηκούσης κατηγορίας ή τηρούν ανακριβή ή ανεπαρκή βιβλία και στοιχεία και εφ’ όσον εις την τελευταίαν ταύτην περίπτωσιν η ανεπάρκεια καθιστά αδύνατον την διενέργειαν των ελεγκτικών επαληθεύσεων, το καθαρόν κέρδος προσδιορίζεται εξωλογιστικώς κατά τα εν άρθρω 36 οριζόμενα». Στο εν λόγω άρθρο 36 του ως άνω ΝΔ 3323/1955, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, ορίζονται τα εξής: Στην παρ. 1, όπως αντικαταστάθηκε κατά το πρώτο εδάφιό της με το άρθρο 5 του ως άνω ΝΔ 587/1970, ότι: «Ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του καθαρού κέρδους των εμπορικών επιχειρήσεων, περί ων ορίζει η διάταξις του εδ. γ΄ της παρ. 1 του άρθρου 33α, ενεργείται διά πολλαπλασιασμού των ακαθαρίστων εσόδων της επιχειρήσεως επί ειδικούς κατά γενικάς κατηγορίας επιχειρήσεων συντελεστάς καθαρού κέρδους», στην παρ. 2 (όπως αυτή ίσχυε μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 13 του ως άνω Ν 1563/1985 και πριν αντικατασταθεί εκ νέου κατά τα τελευταία τρία εδάφιά της με το άρθρο 10 παρ. 19 του ως άνω Ν 2065/1992 ), ότι: «Για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων προβλέπεται ένας μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους ο οποίος εφαρμόζεται στα ακαθάριστα έσοδα. Οι συντελεστές αυτοί καθαρού κέρδους περιλαμβάνονται σε ειδικό πίνακα ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. [...] Για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται γι’ αυτές από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων (ΠΔ 99/1977 , ΦΕΚ Α΄ 34) ή τηρούν ανακριβή βιβλία και στοιχεία, ο συντελεστής καθαρού κέρδους προσαυξάνεται κατά σαράντα τα εκατό (40%)» και στην παρ. 3 (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 10 παρ. 20 του ως άνω Ν 2065/1992 ) ότι: «Αν από στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει αποδεδειγμένα ότι από γεγονότα ανώτερης βίας το πραγματικό κέρδος είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορίζεται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν. [...]». 4. Επειδή, από τις ανωτέρω διατάξεις, σύμφωνα με τις οποίες το εισόδημα προσδιορίζεται εξωλογιστικώς στις περιπτώσεις που δεν είναι εφικτός ο λογιστικός προσδιορισμός του με βάση τα τηρούμενα από την επιχείρηση βιβλία και στοιχεία, και μάλιστα ασχέτως της συνδρομής ή μη υπαιτιότητος της τελευταίας ως προς την τήρηση και διαφύλαξη αυτών, συνάγεται ότι ο εξωλογιστικός προσδιορισμός του εισοδήματος, ο οποίος δεν αποτελεί κύρωση αλλά μέθοδο προσδιορισμού του εισοδήματος, χωρεί και στις περιπτώσεις απώλειας ή καταστροφής από οποιαδήποτε αιτία, ακόμη και εξ ανωτέρας βίας, των τηρηθέντων βιβλίων και στοιχείων ή ορισμένων από αυτά, εφόσον δεν είναι δυνατή η διενέργεια των ελεγκτικών επαληθεύσεων με βάση τα βιβλία και στοιχεία που διασώθηκαν, διότι η περίπτωση αυτή εξομοιώνεται, από την άποψη προσδιορισμού του εισοδήματος, με την περίπτωση που δεν τηρήθηκαν τα βιβλία και στοιχεία. Η εφαρμογή όμως αυξημένου συντελεστού καθαρού κέρδους για τις επιχειρήσεις που δεν τηρούν τα βιβλία και στοιχεία που προβλέπονται γι’ αυτές ή τηρούν ανακριβή βιβλία και στοιχεία, καθ’ ο μέρος δεν προκύπτει ότι θεμελιώνεται στην αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη, ότι οι οι επιχειρήσεις αυτές έχουν υψηλότερα ποσοστά κέρδους, ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με κύρωση, που δικαιολογείται από την φύση και την σοβαρότητα των παραβάσεων στις οποίες έχουν υποπέσει οι επιχειρήσεις αυτές. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί ο αυξημένος αυτός συντελεστής να εφαρμοστεί και στις επιχειρήσεις των οποίων τα οικονομικά αποτελέσματα εξευρίσκονται εξωλογιστικώς όχι λόγω παραβάσεως ή άλλης υπαιτίου συμπεριφοράς, αλλά λόγω απώλειας ή καταστροφής των βιβλίων και στοιχείων τους. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ιωάννης Σύμπλης, ο οποίος διετύπωσε τη γνώμη ότι η προσαύξηση του συντελεστή καθαρού κέρδους δεν επιβάλλεται ως κύρωση, αλλά αντανακλά την αυξημένη δυσχέρεια προσδιορισμού των ακαθαρίστων εσόδων (δηλαδή της βάσης επιβολής του φόρου), κατ’ αντίθεση προς τις περιπτώσεις όπου η προσφυγή στον εξωλογιστικό προσδιορισμό οφείλεται σε απλή ανεπάρκεια των βιβλίων και στοιχείων που τηρήθηκαν, στις οποίες τα δεδομένα που προκύπτουν από αυτά δεν πείθουν μεν για το ύψος των ακαθαρίστων εσόδων και των καθαρών κερδών, αφού δεν είναι εφικτές οι ελεγκτικές επαληθεύσεις, παρέχουν όμως κάποιες ενδείξεις, έστω και ανεπαρκείς, τουλάχιστον για την κατ’ αρχήν τάξη μεγέθους τους. Υπό τα δεδομένα αυτά, η προσαύξηση του συντελεστού υποκαθιστά απλώς την ευχέρεια που είχε η φορολογική αρχή πριν από το Ν 1563/1985 να επιλέξει (εντός πλαισίου) τον προσήκοντα κατά την ουσιαστική κρίση της συντελεστή καθαρού κέρδους ή και να εφαρμόσει (αιτιολογημένα) συντελεστή υψηλότερο του μεγίστου και αποτελεί αναγκαίο συμπλήρωμα της μετάβασης από το σύστημα του κατά διακριτική ευχέρεια προσδιορισμού του εφαρμοστέου συντελεστού κέρδους στο σύστημα του αντικειμενικού (τεκμαρτού) προσδιορισμού του με κανονιστικές πράξεις. 5. Επειδή, ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων τίθεται και στην ένδικη διαφορά, η οποία ανεφύη, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά από το διοικητικό εφετείο, υπό τις ακόλουθες περιστάσεις: Το έτος 1979 συνεστήθη με έδρα τη ... η ετερόρρυθμη εταιρία «...» με αντικείμενο εργασιών την εμπορία ελαιολάδου και ελαίων και την αντιπροσωπεία γεωργικών μηχανημάτων, αργότερα δε και την τυποποίηση ελαιολάδου, η οποία αποτελούσε ήδη από το έτος 1986 την κύρια δραστηριότητά της. Για την παρακολούθηση των εργασιών της τήρησε κατά την ένδικη διαχειριστική περίοδο (1.1 έως 31.12.1988) βιβλία Δ΄ κατηγορίας του Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων. Από τη δήλωση αποτελεσμάτων και τα συμπληρωματικά στοιχεία που υπέβαλε η εταιρία αυτή στη φορολογική αρχή, προέκυψαν για την ένδικη χρήση φορολογητέα κέρδη ύψους 1.125.500 δρχ. Η φορολογική αρχή, λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελεγχόμενη επιχείρηση δεν προσκόμισε στον φορολογικό έλεγχο τα βιβλία και στοιχεία που τήρησε κατά την ένδικη χρήση, με την αιτιολογία ότι καταστράφηκαν από την πυρκαγιά που εκδηλώθηκε στον χώρο των γραφείων της στις 15.8.1995, προσδιόρισε εξωλογιστικώς τα ακαθάριστα έσοδά της στο ποσό των 605.757.720 δρχ. Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη ότι στους πίνακες συντελεστών καθαρού κέρδους του Υπουργείου Οικονομικών που ίσχυαν κατά την ένδικη χρήση, δεν προβλέπεται συντελεστής καθαρού κέρδους για τις επιχειρήσεις τυποποίησης ελαιολάδου, εφάρμοσε στα μεν ακαθάριστα έσοδα από χονδρικές πωλήσεις τον προβλεπόμενο στον ΚΑ 5304 για τις επιχειρήσεις εμπορίας ελαίου και ελαιών χονδρικώς, συντελεστή καθαρού κέρδους 5%, προσαυξημένο κατά 100%, στα δε ακαθάριστα έσοδα από λιανικές πωλήσεις, τον μέσο όρο των συντελεστών καθαρού κέρδους της 5ης κατηγορίας επαγγελμάτων του ως άνω πίνακα, ήτοι συντελεστή 9% προσαυξημένο κατά 100%. Προσφυγή κατά της ένδικης πράξεως έγινε εν μέρει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο προσδιόρισε μεν εξωλογιστικώς τα αποτελέσματα της φορολογούμενης επιχειρήσεως, με την εφαρμογή, όμως, συντελεστή καθαρού κέρδους 5% σε όλα τα ακαθάριστα έσοδα, προσαυξημένου κατά 40%, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 36 παρ. 2 του ΝΔ 3323/1955. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιληφθέν αντιθέτων εφέσεων των διαδίκων κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, δέχθηκε, εκτός άλλων, ότι η καταστροφή λόγω πυρκαγιάς των βιβλίων και στοιχείων του φορολογουμένου δεν συνιστά ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων αυτού, αλλά, απλώς καθιστά αναγκαίο τον εξωλογιστικό προσδιορισμό των αποτελεσμάτων λόγω ανεφίκτου του λογιστικού προσδιορισμού, εν όψει δε τούτου έκρινε ότι εσφαλμένα προέβη το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε προσαύξηση του εφαρμοστέου στα ακαθάριστα έσοδα της φορολογούμενης επιχειρήσεως συντελεστή καθαρού κέρδους. 6. Επειδή, το Δημόσιο με την κρινόμενη αίτηση προβάλλει ότι, κατά την έννοια του άρθρου 36 του ΝΔ 3323/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν 1563/1985 , αυξημένος συντελεστής καθαρού κέρδους εφαρμόζεται και επί τυχαίας καταστροφής ή απωλείας των βιβλίων και στοιχείων της επιχειρήσεως και, επικουρικώς, ότι το διοικητικό εφετείο ώφειλε να είχε ερευνήσει αν η φορολογουμένη επιχείρηση είχε επιδείξει την επιβαλλόμενη επιμέλεια και είχε καταβάλει κάθε ανθρωπίνως δυνατή προσπάθεια για την αποτροπή της καταστροφής των βιβλίων και στοιχείων της (λόγος το βάσιμο και λυσιτελές του οποίου συναρτάται και αυτό με την ερμηνεία του άρθρου 36 του ΝΔ 3323/1955). 7. Επειδή, το Δικαστήριο, με την παρούσα σύνθεσή του κρίνει ότι λόγω της σπουδαιότητος του τιθεμένου ζητήματος ερμηνείας των ανωτέρω διατάξεων και αντιθέτου προς την κρατήσασα γνώμη νομολογίας (ΣτΕ 1165-8/2009 κ.ά.) η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στο Τμήμα με 7μελή σύνθεση και να ορισθεί δικάσιμος η 6.6.2012. (Παραπέμπει την υπόθεση στο Τμήμα με 7μελή σύνθεση.)
Σημείωση: Τα ακαθάριστα έσοδα και τα καθαρά κέρδη, που πραγματοποιούν οι εμπορικές επιχειρήσεις, μπορούν να προσδιοριστούν από τις φορολογικές αρχές με δύο τρόπους: είτε με λογιστικό τρόπο, με βάση τα δεδομένα των βιβλίων και των στοιχείων τους, είτε με εξωλογιστικό τρόπο, στην περίπτωση, κατά την οποία δεν τηρούν βιβλία και στοιχεία ή τηρούν βιβλία και στοιχεία κατηγορίας κατώτερης από την προβλεπόμενη ή τα τελευταία χαρακτηρίζονται ως ανεπαρκή ή ανακριβή και η εν λόγω ανακρίβεια και ανεπάρκεια καθιστά αδύνατο το λογιστικό τους προσδιορισμό. Εξάλλου, η διενέργεια εξωλογιστικού προσδιορισμού των ακαθάριστων εσόδων μίας επιχείρησης συνεπάγεται, ως αναγκαία συνέπεια, και τη διενέργεια εξωλογιστικού προσδιορισμού και των καθαρών κερδών της, τα οποία εξευρίσκονται με εφαρμογή επί των ακαθάριστων εσόδων ειδικών συντελεστών καθαρού κέρδους (ή, πλέον, μετά την ισχύ του Ν 1563/1985 , ενός μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους), οι οποίοι, σε περίπτωση μη τήρησης βιβλίων και στοιχείων, προσαυξάνονται κατά ένα ορισμένο ποσοστό. Στην περίπτωση, κατά την οποία η επιχείρηση αδυνατεί να επιδείξει στο φορολογικό έλεγχο τα βιβλία και στοιχεία της, λόγω απώλειας αυτών ή καταστροφής τους, λαμβάνει χώρα, για λόγους αντικειμενικούς και ειδικότερα λόγω αδυναμίας προσδιορισμού από τη φορολογική αρχή, ο εξωλογιστικός προσδιορισμός των ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών της, καθότι η μη επίδειξη των βιβλίων και στοιχείων ισοδυναμεί με μη τήρηση τους, χωρίς ο εν λόγω τρόπος προσδιορισμού αυτών να συνιστά και κύρωση λόγω της μη τήρησης από την επιχείρηση βιβλίων και στοιχείων. Ωστόσο, η δεύτερη συνέπεια της μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων λόγω απώλειας ή καταστροφής τους και ειδικότερα η, κατά τη διενέργεια του εξωλογιστικού προσδιορισμού, προσαύξηση των προβλεπόμενων συντελεστών καθαρού κέρδους επί των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης, η οποία, όπως είχε κριθεί από τη νομολογία πριν τη δημοσίευση της σχολιαζόμενης απόφασης (ΣτΕ 1165/2009 , 3358/2007, 2457-59/2005, 2210/2003 κ.ά.), επερχόταν και επί απώλειας ή καταστροφής τους, κατά τα υποστηριζόμενα από την πλειοψηφία της απόφασης αυτής, συνιστά κύρωση και επομένως δικαιολογείται όταν η ανωτέρω παράβαση έλαβε χώρα υπαιτίως και όχι όταν τηρήθηκαν αρχικά τα εν λόγω βιβλία και στοιχείων, αλλά μεταγενέστερα επήλθε απώλεια η καταστροφή τους για λόγους μη οφειλόμενους σε υπαιτιότητα της επιχείρησης, όπως στην περίπτωση καταστροφής τους από πυρκαγιά. Αντίθετα, κατά την άποψη της μειοψηφίας, η προσαύξηση των παραπάνω συντελεστών δε συνιστά κύρωση, αλλά αντανακλά την αυξημένη αδυναμία προσδιορισμού των ακαθάριστων εσόδων και καθαρών κερδών. Για το λόγο αυτό και ειδικότερα ενόψει της μεταστροφής της νομολογίας στο ζήτημα της ερμηνείας των σχετικών διατάξεων και ειδικότερα εάν, κατά την έννοια αυτών, πρέπει να διενεργείται προσαύξηση του οικείου συντελεστή καθαρού κέρδους και επί μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων λόγω απώλειας ή καταστροφής τους, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην 7μελή σύνθεση του Β’ Τμήματος. (Α. Σταυρόπουλος, Πρωτοδίκης Δ.Δ.).
πηγή: ΔΕΕ 1/2011, σελ. 53 και nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα