Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Επίδοση σε πρόσωπο στην αλλοδαπή ή αγνώστου διαμονής (Συμβούλιο της Επικρατείας, αριθμός απόφασης 2437/2012)

Περίληψη: Ο νομοθέτης, ρυθμίζοντας τα της δικαστικής προστασίας του διοικουμένου, προϋποθέτει εύλογα για την άσκηση προσφυγής την πλήρη εκ μέρους του γνώση της πράξης που τον θίγει. Και ναι μεν στην διάταξη του άρθρου 77 παρ. 2 ΚΦΔ, που ρυθμίζει την περίπτωση επίδοσης σε πρόσωπο που διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής και δεν έχει ορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα, προσδιορίζει την επίδοση της πράξης ως χρόνο έναρξης της σχετικής προθεσμίας, αυτό, όμως, μόνον γιατί πρόκειται για το συνήθως συμβαίνον και όχι προκειμένου να αποκλείσει την πλήρη γνώση ως αφετηρία της εν λόγω προθεσμίας, κάτι που θα αποτελούσε άκρα τυπολατρία. Συνεπώς, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, όταν ο διοικούμενος έλαβε πλήρη γνώση της πράξης, εκκινεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατ’ αυτής, έστω και αν δεν είχε λάβει χώρα επίδοση αυτής, είτε αν η επίδοση αυτή δεν υπήρξε νόμιμη (αντίθ. μειοψ.). Από τις διατάξεις των άρθρων 52, 64 και 67 ΚΦΔ προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης της προσφυγής από νομικό πρόσωπο που εδρεύει σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή κατά πράξης που εκδίδεται σε βάρος του, ορίζεται σε σαράντα ημέρες (έναντι της γενικής εικοσαήμερης προθεσμίας) και αρχίζει από την επίδοση της πράξης στον αντίκλητο που αυτό έχει ορίσει ή, εάν δεν έχει ορίσει τέτοιο, από την παράδοσή της στον Υπουργό Εξωτερικών ή τον εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο. Με την πρόβλεψη, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, πλασματικής επίδοσης διασφαλίζεται η προστασία του δικαιώματος σε έννομη προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 Συντ . και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται και η ανάγκη προσδιορισμού ενός χρονικού σημείου για την επέλευση σειράς συνεπειών, όπως η διακοπή της παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καθώς και η ταχεία και οριστική εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα στις σχέσεις Διοίκησης και διοικουμένων και η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ρύθμιση του άρθρου 64 παρ. 1 του ΚΦΔ δεν επάγεται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος έννομης προστασίας εκείνου που, εν γνώσει του περιεχομένου της, απέφυγε να ορίσει αντίκλητο, και δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ . και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε αντιβαίνει στην απαγόρευση των διακρίσεων ανάλογα με την ιθαγένεια και την έδρα. (αντίθ. μειοψ.).

Διατάξεις: 6 ΕΣΔΑ, 20 [παρ. 1] Συντ., 64 [παρ. 1] ΚΦΔ

[...] 4. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται, παραδεκτώς, η αναίρεση της 3471/2005 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση της αναιρεσείουσας εταιρείας κατά της 5100/2003 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της .../8.3.1999 απόφασης της 14ης Διεύθυνσης ΦΠΑ του Υπουργείου Οικονομικών, κατά το μέρος που με αυτήν είχε απορριφθεί αίτημα αυτής για επιστροφή ΦΠΑ έτους 1997, ποσού 21.456.441 δραχμών.

5. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 77 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (ΚΦΔ, 331/1985, ΦΕΚ Α’ 116), που εφαρμόζεται εν προκειμένω κατά το άρθρο 280 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, Ν 2717/1999 , ΦΕΚ Α’ 97), «Αν εκείνος σε βάρος του οποίου έχει εκδοθεί η πράξη διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής και δεν έχει ορίσει αντίκλητο στην Ελλάδα, η προθεσμία της προσφυγής είναι σαράντα ημέρες και αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της πράξης» (βλ. και παρ. 14 της Π 4472/3230/1987 απόφασης του Υπουργού Οικονομικών, Β’ 430). Ο νομοθέτης, ρυθμίζοντας τα της δικαστικής προστασίας του διοικουμένου, προϋποθέτει εύλογα για την άσκηση προσφυγής την πλήρη εκ μέρους του γνώση της πράξης που τον θίγει. Και ναι μεν στην παραπάνω διάταξη προσδιορίζει την επίδοση της πράξης ως χρόνο έναρξης της σχετικής προθεσμίας, αυτό, όμως, μόνον γιατί πρόκειται για το συνήθως συμβαίνον και όχι προκειμένου να αποκλείσει την πλήρη γνώση ως αφετηρία της εν λόγω προθεσμίας, κάτι που θα αποτελούσε άκρα τυπολατρία. Συνεπώς, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, όταν ο διοικούμενος έλαβε πλήρη γνώση της πράξης, εκκινεί η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής κατ’ αυτής, έστω και αν δεν είχε λάβει χώρα επίδοση αυτής, είτε αν η επίδοση αυτή δεν υπήρξε νόμιμη. Αν και κατά την άποψη του Συμβούλου Α.-Γ. Βώρου, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία επιδόθηκε η πράξη και όχι από τη γνώση της πράξης (ΣτΕ 2739, 5163/1996, πρβλ. ΣτΕ 4972/1998 7μ., 3973/2001, πρβλ. επίσης ΣτΕ 3981/1987, 4616/1988).

6. Επειδή, εξάλλου, σε περίπτωση μεταβολής της νομολογίας σε ζητήματα που αφορούν σε προϋποθέσεις παραδεκτού ενδίκων βοηθημάτων, δεν μπορεί, εν όψει της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της αποτελεσματικότητας της δικαστικής προστασίας (20 παρ. 1 του Συντάγματος ) αλλά και του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος , να αντιτάσσεται στο διάδικο που τα άσκησε παραδεκτώς κατά τα μέχρι τότε γενόμενα δεκτά από τη νομολογία, το απαράδεκτο, στο οποίο καταλήγει η ερμηνεία που υιοθετείται το πρώτον ως εκ της μεταβολής της νομολογίας και να θεωρείται για το λόγο αυτό απορριπτέο το ένδικο βοήθημα (πρβλ. ΣτΕ 3596/1971 Ολ, 2475, 4304/2001, 3989/2005, 1587/2007 7μ., 1023/2009 7μ., 5, 193/2010, ΕΑ 1407/2007, 9, 625/2008 κ.α.)

7. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η αναιρεσείουσα γερμανική εταιρεία «...» υπέβαλε την από 25/7/1997 αίτηση προς την 14η Διεύθυνση ΦΠΑ του Υπουργείου Οικονομικών για επιστροφή φόρου προστιθέμενης αξίας ποσού 42.014.321 δραχμών, με τον οποίο είχαν επιβαρυνθεί δαπάνες τις οποίες είχε πραγματοποιήσει στην Ελλάδα κατά το έτος 1997, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 27 του Ν 1642/1986 και της ΥΑ Π 4472/1987. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε κατά το ποσό των 21.456.411 δραχμών με την .../8.3.1999 απόφαση της ανωτέρω αρχής, η οποία κοινοποιήθηκε στην αναιρεσείουσα αλλοδαπή εταιρεία, μέσω του Υπουργού Εξωτερικών, στις 5/5/1999. Στο προσκομισθέν πρωτότυπο αποδεικτικό επίδοσης αναφέρονταν τα εξής: «Στην Αθήνα, σήμερα την 5 του μήνα Μαΐου του έτους 1999 ημέρα Τετάρτη και ώρα 10.00 ο υποφαινόμενος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομικών Ε.Κ. κατόπιν έγγραφης παραγγελίας του Διευθυντή της 14ης Διεύθυνσης ΦΠΑ μετέβηκα και επέδωσα στον κ. Υπουργό Εξωτερικών το προς επίδοση στην επιχείρηση ... DUSSELDORF GERMANY ακριβές αντίγραφο της αριθμ. ... απόφασης για να λάβει γνώση και για τις νόμιμες συνέπειες. Γι’ αυτό συντάχθηκε η παρούσα και υπογράφεται νόμιμα. Ο επιδίδων (υπογραφή). Ο παραλαβών. Ν.Μ. (σφραγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών)». Περαιτέρω, στο .../10.8.1999 έγγραφο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στο Ντύσσελντορφ αναφερόταν ότι αποστέλλονται στην 14η Διεύθυνση ΦΠΑ του Υπουργείου Οικονομικών τα αποδεικτικά επίδοσης, μεταξύ άλλων και της ανωτέρω απόφασης (.../97), όπως αυτά περιήλθαν στο Προξενείο μέσω των τοπικών οικονομικών - φορολογικών αρχών. Εν τω μεταξύ η αναιρεσείουσα υπέβαλε στην 14η Διεύθυνση το .../29.4.1999 έγγραφο, με τίτλο «προσφυγή», με το οποίο στρεφόταν, μεταξύ άλλων, και κατά της ανωτέρω πράξης, το οποίο παρελήφθη από το Υπουργείο Οικονομικών στις 21.5.1999. Τέλος, κατά της απορριπτικής του αιτήματός της προαναφερόμενης απόφασης η αναιρεσείουσα άσκησε την από 16.5.2000 προσφυγή, εμπροθέσμως όπως υποστήριξε, καθόσον η γενόμενη προς αυτήν επίδοση ήταν άκυρη και ως εκ τούτου δεν είχε αρχίσει η προθεσμία άσκησης της προσφυγής. Η προσφυγή της απορρίφθηκε ως εκπρόθεσμη με την πρωτόδικη απόφαση. Το δικάσαν διοικητικό εφετείο δέχθηκε τα εξής: «Από το σώμα της ανωτέρω εκθέσεως επιδόσεως προκύπτει ο τόπος επιδόσεως, το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου του Υπουργείου Οικονομικών που προέβη στην επίδοση, η ημέρα, ο μήνας, το έτος και η ώρα επιδόσεως, ο αριθμός του επιδιδομένου εγγράφου, άνευ χρονολογίας εκδόσεώς του, η αρχή που έδωσε την εντολή προς επίδοση, το πρόσωπο που αφορά το επιδιδόμενο έγγραφο και αυτό προς το οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση (Υπουργός Εξωτερικών), φέρει δε την υπογραφή του επιδίδοντος υπαλλήλου και τέλος, στην ένδειξη «ο παραλαβών», αναγράφεται το ονοματεπώνυμο Ν.Μ., παραπλεύρως του οποίου έχει τεθεί η σφραγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος λόγος εφέσεως ότι η ανωτέρω έκθεση είναι άκυρη διότι δεν βεβαιώνεται το πρόσωπο προς το οποίο πράγματι έγινε η επίδοση, ούτε αναγράφεται η ιδιότητα του παραλαβόντος το έγγραφο προσώπου ως εντεταλμένου για την παραλαβή εγγράφων υπαλλήλου του Υπουργείου Εξωτερικών και δεν έχει τεθεί η υπογραφή του, καθόσον η εν λόγω έκθεση φέρει την υπογραφή «Ν.Μ.», παραπλεύρως δε του ονόματος της έχει τεθεί η σφραγίδα του Υπουργείου Εξωτερικών, [...], μόνη δε η εν λόγω παράλειψη δεν καθιστά την επίδοση άκυρη, αφού από το όλο περιεχόμενό της προκύπτει ότι η επίδοση έγινε στη Ν.Μ., στο Υπουργείο Εξωτερικών, η οποία έθεσε τη σφραγίδα του Υπουργείου. Είναι επίσης αβάσιμος ο προβαλλόμενος με την έφεση λόγος ότι δεν αναφέρεται ο τόπος επιδόσεως, δεδομένου ότι στην έκθεση αναφέρεται ότι «μετέβηκα και επέδωσα στον Υπουργό Εξωτερικών». Είναι ομοίως αβάσιμος και ο προβαλλόμενος λόγος ότι δεν υπάρχει σαφής προσδιορισμός του επιδοθέντος εγγράφου, δεδομένου ότι αναφέρεται ο αριθμός του, η εκδούσα αρχή και το νομικό πρόσωπο που αφορά, δεν ασκεί δε εν προκειμένω επιρροή, [...] το γεγονός ότι δεν αναγράφεται στην έκθεση η ημερομηνία εκδόσεως του επιδοθέντος εγγράφου, αφού από το όλο περιεχόμενο της εκθέσεως προκύπτει ποιο είναι το επιδιδόμενο έγγραφο. Επίσης, πρέπει να απορριφθεί ο προβαλλόμενος από την [αναιρεσείουσα] λόγος ότι η επίδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι άκυρη, για το λόγο ότι δεν αναφέρεται στην έκθεση ότι επιδόθηκαν και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», δεδομένου ότι η επιστροφή των δικαιολογητικών αυτών δεν αποτελεί στοιχείο της εγκυρότητας της επίδοσης. Εξάλλου, τα δικαιολογητικά αυτά πράγματι επιστράφηκαν στην [αναιρεσείουσα], η οποία είχε λάβει γνώση και της απορριπτικής του αιτήματός της αποφάσεως τουλάχιστον από 29.4.1999, οπότε και συνέταξε την προαναφερόμενη «προσφυγή», την οποία και απέστειλε ταχυδρομικώς στην 14η Διεύθυνση του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία περιήλθαν στις 21.5.1999, όπως προαναφέρθηκε». Ενόψει των ανωτέρω, έκρινε ότι ορθώς απορρίφθηκε η προσφυγή της αναιρεσείουσας ως εκπρόθεσμη με την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε την έφεση.

8. Επειδή, με τα παραπάνω δεδομένα, η προσφυγή της αναιρεσείουσας ασκήθηκε στις 16.5.2000, μετά την πάροδο σαράντα ημερών από τις 29.4.1999, ημερομηνία, κατά την οποία, όπως ανελέγκτως δέχθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη και δεν αμφισβητείται με την κρινόμενη αίτηση, είχε λάβει γνώση της ένδικης απόφασης απόρριψης της αιτήματός της και, συνεπώς, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 5, ήταν εκπρόθεσμη. Ενόψει, όμως, του ότι μέχρι το χρόνο άσκησης της προσφυγής γινόταν παγίως δεκτό (βλ. τη νομολογία που επικαλείται η μειοψηφία στη σκέψη 5) ότι η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει από την επομένη της ημέρας κατά την οποία επιδόθηκε η πράξη και όχι από τη γνώση της πράξης, δεν μπορεί εν προκειμένω, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη σκέψη 6, να θεωρηθεί ότι, ορθώς αν και με άλλη αιτιολογία, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η προσφυγή της αναιρεσείουσας. Αν και κατά την άποψη του Συμβούλου Α.-Γ. Βώρου, από τη γνώση της αναιρεσείουσας στις 29.4.2009 δεν άρχισε η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής.

9. Επειδή, διαφορές σε σχέση με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων επί φορολογικών υποθέσεων, όπως η ένδικη, δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ούτε των διατάξεων της κυρωθείσας με το άρθρο πρώτο του Ν 1334/1983 (ΦΕΚ Α΄ 31) διεθνούς σύμβασης της Χάγης της 15.11.1965 σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις (πρβλ. ΔΕΚ απόφαση της 15.2.2007, C-292/05, απόφαση της 14.10.1976, C-29/76), ούτε του μη θιγόμενου από την παραπάνω διεθνή σύμβαση, σύμφωνα με το άρθρο 25 αυτής, άρθρου 5 της από 11.5.1938 σύμβασης μεταξύ της Ελλάδας και της Γερμανίας «περί αμοιβαίας δικαστικής αντιλήψεως επί υποθέσεων αστικού και εμπορικού δικαίου» (κυρ. ΑΝ 1432/1938, ΦΕΚ Α΄ 399, από 1.2.1952 ανακοίνωση Υπουργού Εξωτερικών, ΦΕΚ Α΄ 338, βλ. ΑΠ 1537/1990, 1786/2006, 1342/2007 κ.ά.). Συνεπώς, η παρούσα διαφορά διέπεται, σύμφωνα και με το άρθρο 41 του Ν 1642/1986 (ΦΕΚ Α΄ 125), από τις διατάξεις του ΚΦΔ.

10. Επειδή, οι διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ, κυρ. ΝΔ 53/1974, ΦΕΚ Α΄ 256) δεν αποκλείουν τη θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη δικονομικών προϋποθέσεων για την άσκηση ενδίκων μέσων και προσφυγών, εφ’ όσον οι προϋποθέσεις αυτές συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης και, περαιτέρω, δεν υπερβαίνουν τα όρια εκείνα, πέραν των οποίων συνεπάγονται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του προστατευομένου από τις ανωτέρω διατάξεις ατομικού δικαιώματος παροχής έννομης δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ Ολ 1583/2010 , 3840/2009 Ολ κ.ά., πρβλ. επίσης ΕΔΔΑ αποφάσεις της 13.1.2011, Κλειθροποιία Ηπείρου ΕΒΒΑ ΕΛΛΑΣ ΑΕ κατά Ελλάδος 27620/08, 20/11/2008 Loueslati c. France 36141/03, 22/6/2006 Diaz Ochoa c. Espagne 423/03, 15/6/2006 Lacarcel Menendez c. Espagne, 41745/02, 25/1/2000 Miragall Escolano et autres c. Espagne, 38366/97).

11. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 64 του ΚΦΔ («Επίδοση σε πρόσωπα άγνωστης διαμονής και κατοίκους αλλοδαπής»), ορίζεται ότι «1. Αν εκείνος στον οποίο πρόκειται να γίνει η επίδοση κατοικεί στην αλλοδαπή και είναι γνωστός ο τόπος και η διεύθυνση της εκεί κατοικίας του, ή αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο και είναι γνωστή η διεύθυνση της έδρας του στην αλλοδαπή, η επίδοση γίνεται, όταν δεν υπάρχει αντίκλητος, στον Υπουργό Εξωτερικών, για να διαβιβάσει το έγγραφο σ’ εκείνον στον οποίο απευθύνεται. Η επίδοση θεωρείται ότι έχει συντελεστεί όταν παραδοθεί το έγγραφο στον υπουργό ή στον εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο. 2....», στο δε άρθρο 67 («Έκθεση επίδοσης») αυτού ορίζεται ότι «1. Για κάθε επίδοση συντάσσεται έκθεση από εκείνον που την ενεργεί η έκθεση αυτή, εκτός από τα στοιχεία που ορίζονται στο άρθρο 52, περιέχει την παραγγελία προς επίδοση και σαφή προσδιορισμό του εγγράφου που επιδίδεται καθώς και των προσώπων τα οποία αυτό αφορά. Στην έκθεση πρέπει να γίνεται επίσης μνεία της ημέρας και της ώρας της επίδοσης, του προσώπου στο οποίο παραδόθηκε το έγγραφο και του τρόπου που έγινε η επίδοση, αν εκείνος προς τον οποίο η επίδοση ή τα πρόσωπα που ορίζονται στα άρθρα 61 και 62 απουσιάζουν ή αρνούνται. 2. Η έκθεση υπογράφεται από εκείνον που ενεργεί την επίδοση και από εκείνον που παραλαμβάνει το έγγραφο αν αυτός αρνείται ή δεν μπορεί να υπογράψει, τότε υπογράφεται και από το μάρτυρα που προσλαμβάνεται για το σκοπό αυτόν. 3. Αυτός που επιδίδει το έγγραφο σημειώνει πάνω σ’ αυτό την ημέρα και την ώρα που έγινε η επίδοση και υπογράφει τη σημείωση». Τέλος, στο άρθρο 52 του ίδιου κώδικα ορίζεται ότι «1. Για κάθε πράξη της φορολογικής γενικά διαδικασίας, η οποία επιχειρείται από αρμόδιο δικαστή ή δικαστικό υπάλληλο ή άλλο όργανο ή σε σύμπραξη αυτού με άλλο όργανο, συντάσσεται έκθεση. 2. Η έκθεση πρέπει να συντάσσεται αμέσως μετά τη διενέργεια της πράξης που διαπιστώνεται μ’ αυτήν και να παρευρίσκονται κατά τη σύνταξή της εκείνοι που επιχειρούν την πράξη η έκθεση αυτή πρέπει να αναφέρει τον τόπο και το χρόνο της διενέργειάς της, τα ονοματεπώνυμα και την ιδιότητα του οργάνου που τη συντάσσει, καθώς και εκείνων που συνέπραξαν ή που νομίμως παραστάθηκαν, και να υπογράφεται από όλους αυτούς, αφού προηγουμένως αναγνωσθεί από αυτόν που τη συνέταξε. Σε περίπτωση αδυναμίας ή άρνησης κάποιου να υπογράψει την έκθεση, τούτο αναφέρεται ρητά σ’ αυτήν».

12. Επειδή, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η προθεσμία άσκησης της προσφυγής από νομικό πρόσωπο που εδρεύει σε γνωστή διεύθυνση στην αλλοδαπή κατά πράξης που εκδίδεται σε βάρος του, ορίζεται σε σαράντα ημέρες (έναντι της γενικής εικοσαήμερης προθεσμίας) και αρχίζει από την επίδοση της πράξης στον αντίκλητο που αυτό έχει ορίσει ή, εάν δεν έχει ορίσει τέτοιο, από την παράδοσή της στον Υπουργό Εξωτερικών ή τον εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο. Με την πρόβλεψη, στη δεύτερη αυτή περίπτωση, πλασματικής επίδοσης διασφαλίζεται η προστασία του δικαιώματος σε έννομη προστασία, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, χωρίς όμως να παραγνωρίζεται και η ανάγκη προσδιορισμού ενός χρονικού σημείου για την επέλευση σειράς συνεπειών, όπως η διακοπή της παραγραφής των δικαιωμάτων του Δημοσίου, καθώς και η ταχεία και οριστική εκκαθάριση των εκκρεμών υποθέσεων ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα στις σχέσεις Διοίκησης και διοικουμένων και η εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 3388/1994 , 3398/1998, 426/2004, 2385/2006), ενώ, εξάλλου, όταν ο ενδιαφερόμενος έχει ορίσει αντίκλητο, η επίδοση της πράξης γίνεται κατ’ αρχήν προς αυτόν, τυχόν δε επίδοση στον Υπουργό Εξωτερικών ή σε εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο δεν είναι νόμιμη (πρβλ. ΣτΕ 3494/1981 , 2666/1989), έτσι ώστε να περιορίζονται οι κίνδυνοι που προκαλούνται από μία πλασματική, αντί πραγματικής, επίδοση, για τα δικαιώματα του προς ο η επίδοση προσώπου. Με τα πιο πάνω δεδομένα, η ρύθμιση του άρθρου 64 παρ. 1 του ΚΦΔ δεν επάγεται την άμεση ή έμμεση κατάλυση του δικαιώματος έννομης προστασίας εκείνου που, εν γνώσει του περιεχομένου της, απέφυγε να ορίσει αντίκλητο, και δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε αντιβαίνει στην απαγόρευση των διακρίσεων ανάλογα με την ιθαγένεια και την έδρα. Μειοψήφησε ο Πάρεδρος Ι. Δημητρακόπουλος, ο οποίος διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη: Η ρύθμιση του άρθρου 64 παρ. 1 ΚΦΔ, στο μέτρο που εφαρμόζεται από το διοικητικό δικαστήριο για την εκτίμηση του παραδεκτού, από την άποψη του εμπροθέσμου, της προσφυγής που έχει ασκηθεί ενώπιόν του, πρέπει να συνάδει με το σεβασμό του δικαιώματος παροχής δικαστικής προστασίας, όπως το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται τόσο στο Σύνταγμα (άρθρο 20 παρ. 1) όσο και στο κοινοτικό δίκαιο (ως γενική αρχή αυτού, κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο, η οποία βρίσκει, εν προκειμένω, πεδίο εφαρμογής, εφόσον πρόκειται για απόρριψη αιτήματος επιστροφής φόρου που προβλέπεται και ρυθμίζεται από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και, μάλιστα, αιτήματος από εταιρεία με έδρα στη Γερμανία, κράτος-μέλος της Κοινότητας). Σε περίπτωση, όπως η παρούσα, όπου η προθεσμία για την άσκηση της ένδικης προσφυγής αρχίζει από την επίδοση της προσβαλλόμενης, ατομικού χαρακτήρα, διοικητικής πράξης στην αλλοδαπή εταιρεία στην οποία αφορά και η οποία δεν έχει ορίσει αντίκλητο στην ημεδαπή, η εκκίνηση της προθεσμίας αυτής από την παράδοση του εγγράφου της εν λόγω διοικητικής πράξης όχι στην αλλοδαπή εταιρεία στην οποία απευθύνεται, αλλά στον Υπουργό Εξωτερικών ή στον εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο, προκειμένου να διαβιβαστεί στη συνέχεια στην εταιρεία, δεν της διασφαλίζει τη δυνατότητα αποτελεσματικής άσκησης του δικαιώματός της για παροχή έννομης προστασίας (πρβλ. ΑΠ 10/1996 Ολ, 993/2004, 514/2011) και συνιστά αθέμιτο περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Και τούτο, διότι από την παράδοση στον Υπουργό ή στον εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο δεν μπορεί να συναχθεί (ούτε καν με μαχητό τεκμήριο) και επίδοση του εγγράφου, και μάλιστα την ίδια ημέρα, στην εταιρεία στην οποία απευθύνεται. Εξάλλου, ο μη ορισμός από την εταιρεία αντικλήτου της στην Ελλάδα για την παραλαβή της απάντησης επί της αίτησής της για επιστροφή ΦΠΑ δεν συνιστά στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει επαρκώς μια τέτοια ρύθμιση του δικαιώματος ένδικης προσφυγής, διότι η μη άσκηση της ευχέρειάς της για ορισμό αντικλήτου (από το νόμο δεν προκύπτει ότι πρόκειται περί υποχρέωσης ούτε κάτι τέτοιο γίνεται άλλωστε δεκτό από την πλειοψηφία) δεν μπορεί να λογισθεί ως ενέχουσα αποδοχή εκ μέρους της και του δυσανάλογου περιορισμού του δικαιώματός της για παροχή έννομης προστασίας ο οποίος απορρέει από μια τέτοια ρύθμιση. Η ρύθμιση αυτή αντίκειται επίσης στην προβλεπόμενη από το πρωτογενές κοινοτικό δίκαιο αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων με βάση την ιθαγένεια ή έδρα του προσώπου, δεδομένου ότι, χωρίς αποχρώντα λόγο, επιφυλάσσει διαφορετική (ευμενέστερη) μεταχείριση στις εταιρείες που εδρεύουν στην ημεδαπή (ως προς τις οποίες η προθεσμία για την άσκηση ένδικης προσφυγής αρχίζει από την πραγματική επίδοση της προσβαλλόμενης πράξης σε αυτές) σε σχέση με τις εδρεύουσες σε άλλο κράτος μέλος της Κοινότητας (ως προς τις οποίες αρχίζει με την πλασματική επίδοση που διενεργείται με τον ως άνω προβλεπόμενο τρόπο).

13. Επειδή, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, η ένδικη πλασματική, κατ’ άρθρο 64 παρ. 1 του ΚΦΔ, επίδοση προς την αναιρεσείουσα, η οποία δεν προκύπτει ότι είχε ορίσει αντίκλητο, αμφισβήτησε άλλωστε αυτήν μόνο ως προς το κύρος της ενώ με την κρινόμενη αίτηση συνομολογεί ότι η ένδικη πράξη της «κοινοποιήθηκε ... δια μέσου του Υπουργού Εξωτερικών ... », δεν έπασχε, κατ’ αρχήν, από την άποψη της συμφωνίας της προς το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος , 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων. Αν και κατά την άποψη του Παρέδρου Ι. Δημητρακόπουλου, η διάταξη του εδαφ. β της παρ. 1 του άρθρου 64 του ΚΦΔ δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής για την εκτίμηση του εμπροθέσμου της προσφυγής της αναιρεσείουσας, λόγω αντίθεσης προς κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος, αλλά η εκτίμηση αυτή έπρεπε να γίνει με βάση το χρόνο πραγματικής επίδοσης της προσβαλλόμενης πράξης στην ήδη αναιρεσείουσα (πρβλ. ΔΕΑ 2543/1991).

14. Επειδή, όπως προαναφέρεται, το δικάσαν διοικητικό εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο το λόγο της έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν βεβαίωνε το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση, ούτε ανέγραφε την ιδιότητά του ως εντεταλμένου για την παραλαβή υπαλλήλου του Υπ. Εξωτερικών και δεν είχε υπογραφή του, με το σκεπτικό ότι η έκθεση έφερε υπογραφή («Ν.Μ.») και παραπλεύρως του ονόματος αυτής, τη σφραγίδα του Υπ. Εξωτερικών, μόνη δε η παράλειψη αυτή δεν καθιστά την επίδοση άκυρη, αφού από το όλο περιεχόμενό της προκύπτει ότι η επίδοση έγινε στη Ν.Μ., στο Υπ. Εξωτερικών, η οποία έθεσε τη σφραγίδα του Υπουργείου. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του ένδικου αποδεικτικού, όπως αυτό παρατίθεται στην αναιρεσιβαλλόμενη, στην ένδειξη «παραλαβών» αναγράφεται «Ν.Μ.», παραπλεύρως δε τίθεται η σφραγίδα του Υπ. Εξωτερικών. Με τα δεδομένα αυτά, προσδιορίζεται το πρόσωπο στο οποίο έγινε η επίδοση και υπέγραψε την έκθεση, περαιτέρω, δε, δεν είναι άκυρη η επίδοση εκ μόνου του λόγου ότι δεν αναγράφεται και η ιδιότητα του προσώπου τούτου, ως εντεταλμένου για την παραλαβή υπαλλήλου, εφ’ όσον η ιδιότητα αυτή προκύπτει από τη θέση της σφραγίδας (πρβλ. ΣτΕ 1328/1988 ). Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Ο ειδικότερος ισχυρισμός ότι η ένδειξη «Ν.Μ.» αποτελεί σημείωση από τον επιδόσαντα του ονοματεπωνύμου του προσώπου που φέρεται να παρέλαβε το έγγραφο, ώστε να λείπει παντελώς η υπογραφή του τελευταίου, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος. Το μεν, διότι με την πρωτόδικη απόφαση είχε κριθεί ότι η αναγραφή του αρχικού του βαπτιστικού ονόματος και του επωνύμου επέχει θέση υπογραφής, η κρίση δε αυτή δεν επλήγη, υπό την έννοια του εξεταζόμενου ισχυρισμού, με την έφεση, παρά μόνον αμφισβητήθηκε απαραδέκτως με το επ’ αυτής υπόμνημα κατά πόσον η ένδειξη αυτή αποτελούσε την υπογραφή του συγκεκριμένου προσώπου ή μόνο την αναφορά του ονοματεπωνύμου του ώστε να μην υπάρχει υπογραφή. Το δε, διότι σε κάθε περίπτωση πλήσσει την ανέλεγκτη περί των πραγμάτων κρίση του δικάσαντος διοικητικού εφετείου ότι η έκθεση επίδοσης «έφερε υπογραφή». Ο έτερος ειδικότερος ισχυρισμός ότι δεν γίνεται διάκριση των όρων «επίδοση» και «παράδοση» με αποτέλεσμα να μην προκύπτει ο τρόπος με τον οποίο έγινε η ένδικη επίδοση, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, αφού μνεία του τρόπου επίδοσης γίνεται, κατ’ αρθρ. 67 παρ. 1 του ΚΦΔ, στην έκθεση σε περίπτωση απουσίας ή άρνησης εκείνου προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Περαιτέρω, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο της έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε τον τόπο επίδοσης, με το σκεπτικό ότι ανέφερε ότι ο επιδώσας «μετέβη και επέδωσε στον Υπουργό Εξωτερικών». Από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού και, ειδικότερα, από το γεγονός ότι βεβαιώνεται από το διενεργήσαντα την επίδοση ότι «μετέβη και επέδωσε στον Υπουργό Εξωτερικών» και τελικώς στη Ν.Μ., παραπλεύρως του ονόματος της οποίας τίθεται η σφραγίδα του Υπ. Εξωτερικών, συνάγεται ότι η επίδικη επίδοση έγινε, όπως ορίζει ο νόμος (άρθρο 57 ΚΦΔ), στο κατάστημα της εν λόγω αρχής, χωρίς να χρειάζεται, υπό τα δεδομένα αυτά, για το κύρος της επίδοσης να περιέχεται ειδικότερη σχετική μνεία στο αποδεικτικό (πρβλ. ΣτΕ 2159/1991 Ολ, 3606/2003 7μ., 657/2008, 1997/2009, 3718/2010).

Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Εξάλλου, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν περιείχε σαφή προσδιορισμό του επιδοθέντος εγγράφου, με το σκεπτικό ότι ανέφερε τον αριθμό του, την εκδούσα αρχή, το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά, δεν ασκεί δε επιρροή το ότι δεν ανέφερε την ημερομηνία έκδοσής του, αφού από το όλο περιεχόμενο της έκθεσης προέκυπτε ποιο ήταν το επιδοθέν έγγραφο. Όπως προκύπτει από το παρατιθέμενο στην αναιρεσιβαλλόμενη περιεχόμενο του αποδεικτικού, αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης πράξης, η αρχή που την εξέδωσε και το νομικό πρόσωπο στο οποίο αφορά. Με τα δεδομένα αυτά, δεν καταλείπεται αμφιβολία ως προς το έγγραφο που επιδόθηκε και, συνεπώς, η έκθεση επίδοσης περιέχει σαφή προσδιορισμό της, όπως ορίζει το άρθρο 67 παρ. 1 του ΚΦΔ και πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα σχετικά με τη μη αναγραφή χρονολογίας έκδοσης και τη μη απάντηση του ισχυρισμού περί μη αναγραφής του είδους του επιδοθέντος εγγράφου (πρβλ. ΣτΕ 3927/1986 , 1328/1988, 533/1989, 1371/1991, 1659/1992, 1817/2001, 2822/2003, 2398/2005, 1997/2009). Τέλος, το διοικητικό εφετείο απέρριψε το λόγο έφεσης ότι η έκθεση επίδοσης δεν ανέφερε και τα «επιστρεφόμενα δικαιολογητικά», με το σκεπτικό ότι η επιστροφή τους δεν ήταν στοιχείο του κύρους της επίδοσης (συμπλήρωσε δε ότι αυτά είχαν πράγματι επιστραφεί στην αναιρεσείουσα, η οποία είχε λάβει γνώση και της ένδικης πράξης από τις 29.4.1999, ημερομηνία σύνταξης του κατ’ αυτής εγγράφου της που παρελήφθη από το Υπ. Οικονομικών στις 21.5.1999). Για την εγκυρότητα της επίδοσης της ένδικης πράξης δεν απαιτούνταν και η κοινοποίηση των επιστρεφόμενων (σύμφωνα με το 8 περ. β της ΥΑ Π. 4472/3230/1987, Β 430) δικαιολογητικών (πρβλ. ΣτΕ 3199-3202/1989). Συνεπώς, η κρίση του δικάσαντος εφετείου είναι νόμιμη, τα δε περί του αντιθέτου προβαλλόμενα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. [...] [Απορρίπτει την αίτηση.]

πηγή: nbonline.gr

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.