Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Η διετής παραγραφή για τις αξιώσεις των δημοσίων υπαλλήλων κατά του Δημοσίου, δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας, αφού έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημόσιου συμφέροντος (Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, αριθμός απόφασης 1/2012)

Περίληψη: Παραγραφή αξιώσεων δημοσίων υπαλλήλων. Συνταγματικότητα του αρ. 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995. Άρση της αμφισβήτησης υπέρ της κρίσης ότι η διάταξη αυτή, η οποία προβλέπει διετή παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών, και των συνδεομένων με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με αυτό από καθυστερούμενες αποδοχές ή κάθε άλλης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, δεν αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας. Η κρίση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του ΕΔΔΑ επί σχετικής υποθέσεως που είχε κρίνει αντιθέτως. Αιτιολογία. Αντίθετη μειοψηφία. Πρόσθετη παρέμβαση ενώπιον του ΑΕΔ. Ποιος έχει σχετικό δικαίωμα και υπό ποιες προϋποθέσεις.

1. Επειδή, με την υπ’ αριθ. 953/2011 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, κατά τα άρθρα 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, αμφισβήτηση ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, η οποία ανέκυψε με την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου.

2. Επειδή, η υπόθεση νομίμως φέρεται προς συζήτηση, εφόσον, όπως προκύπτει από τα σχετικά αποδεικτικά επιδόσεως και έγγραφα, έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία με τις δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 10 παρ. 2, 49 παρ.2 και 50 παρ. 1 και 2 του Ν. 345/1976.

3. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976, συνάγεται ότι το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, έχει δικαιοδοσία προς άρση της σχετικής αμφισβητήσεως ως προς την έννοια ή την ουσιαστική συνταγματικότητα διατάξεως τυπικού νόμου, όταν υπάρχει, αφενός μεν ταυτότητα της διατάξεως του τυπικού νόμου που ερμηνεύθηκε από τα ανώτατα δικαστήρια και αφετέρου αντίθεση στις ερμηνείες που δόθηκαν ή αντίθεση ως προς την κρίση ότι η νομοθετική αυτή διάταξη είναι ή όχι σύμφωνη προς την ίδια συνταγματική διάταξη (ΑΕΔ 9/2009, 3/2007, 10/2005, 29/1999, 25/1993, 34/1993). Αντιθέτως, δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, οι περιπτώσεις της οποίας ορίζονται περιοριστικά, η άρση της αμφισβητήσεως ως προς την συμφωνία διατάξεως τυπικού νόμου με διατάξεις υπέρτερης ισχύος κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος (πρβλ. ΑΕΔ 29/1999).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, το Συμβούλιο της Επικρατείας, με την υπ’ αριθμ. 953/2011 απόφαση της Ολομελείας του (παραπεμπτική), που εκδόθηκε επί αιτήσεως αναιρέσεως του ...... .... .... ... .. ..... ....... .. .. κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό των Οικονομικών και της υπ’ αριθ. 3743/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις», με την οποία προβλέπεται διετής παραγραφή από την γένεσή τους των αξιώσεων κατά του Δημοσίου, των δημοσίων υπαλλήλων, πολιτικών και στρατιωτικών και των συνδεομένων με σχέση δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου με αυτό από καθυστερούμενες αποδοχές ή κάθε άλλης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αντίκειται στην από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος καθιερωμένη αρχή της ισότητας και ως εκ τούτου οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ` αυτού από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, πρέπει να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του άρθρου 90 του ανωτέρω Νόμου και ισχύουσα γενικώς για χρηματικές αξιώσεις κατά του Ελληνικού Δημοσίου πενταετή παραγραφή. Αντιθέτως, ο Αρειος Πάγος, με τις με αριθ. 145/2006, 250/2006, 588/2007 αποφάσεις του, είχε κρίνει ότι η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, δεν προσκρούει στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά είναι δικαιολογημένη από λόγους δημοσίου συμφέροντος, ενώ με την με αριθ. 363/2006 απόφασή του, παρέπεμψε το ζήτημα στην Ολομέλεια του εν λόγω δικαστηρίου. Υπό τα δεδομένα αυτά, συντρέχει περίπτωση αμφισβητήσεως ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα διατάξεως νόμου και συγκεκριμένα εκείνης του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 από την έκδοση αντιθέτων αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κατ` εφαρμογή των άρθρων 100 παρ. 1 περ. ε του Συντάγματος και 48 παρ. 2 του Ν. 345/1976.

5. Επειδή, με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδάφια α και β του Ν. 2479/1997 (ΦΕΚ Α 67) ορίζεται ότι «1α. Σε δίκη ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, της Ολομελείας του Αρείου Πάγου ή της Ολομελείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στην οποία ενόψει των ισχυρισμών των διαδίκων ή της τυχόν παραπεμπτικής απόφασης, τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, έχουν το δικαίωμα να ασκήσουν παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, τα οποία δικαιολογούν έννομο συμφέρον σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού, εφόσον το αυτό ζήτημα εκκρεμεί σε δίκη ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, στην οποία είναι διάδικοι. Δικαίωμα άσκησης παρέμβασης έχει σε κάθε περίπτωση ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εφόσον δεν είναι ήδη διάδικος... β) Ο παρεμβαίνων με βάση το προηγούμενο εδάφιο νομιμοποιείται να προβάλλει απόψεις και επιχειρήματα αναφερόμενα αποκλειστικά σε ζητήματα συνταγματικότητας που έχουν τεθεί. Η εκδιδομένη απόφαση δεν παράγει έννομα αποτελέσματα για τον παρεμβαίνοντα αυτόν». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι: 1) ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου έχουν δικαίωμα να ασκήσουν πρόσθετη παρέμβαση φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, όταν τίθεται ζήτημα αν διάταξη τυπικού νόμου είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα ή όχι, 2)απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρεμβάσεως είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε σχέση με την κρίση του ζητήματος αυτού και 3) ο παρεμβαίνων πρέπει να είναι ήδη διάδικος, ενώπιον άλλου δικαστηρίου ή δικαστικού σχηματισμού του αυτού κλάδου δικαιοσύνης, όπου εκκρεμεί το αυτό νομικό ζήτημα (πρβλ ΑΕΔ 3, 4/2007, 9/2009). Στην προκειμένη περίπτωση, άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του ...................... .... ...... ... και κατά του Ελληνικού Δημοσίου με το από 14-9-2011 ίδιο δικόγραφο, έντεκα φυσικά πρόσωπα. Οι παρεμβαίνοντες ισχυρίζονται και αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο αντίγραφο, ότι εκκρεμεί ενώπιον του Αρείου Πάγου η από 18-8-2011 και με αριθ. καταθ. 41/2011 αίτηση αναιρέσεως αυτών κατά της με αριθ. 427/2010 αποφάσεως του Εφετείου Θράκης, το οποίο, επικύρωσε την ομοίως αποφανθείσα με αριθ. 142/2008 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Δράμας, απορριπτική κατά ένα μέρος ως παραγεγραμμένης, της από 26-11-2007 αγωγής τους κατά του Δήμου Δράμας, συνδεομένων με τον Δήμο με συμβάσεις εξηρτημένης εργασίας και με αντικείμενο την καταβολή μισθολογικών διαφορών, κατ` εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 περί διετούς παραγραφής των πάσης φύσεως μισθολογικών αξιώσεων του προσωπικού του Ελληνικού Δημοσίου, διάταξη η οποία εφαρμόζεται και για το προσωπικό των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης κατά το άρθρο 304 (ήδη άρθρο 276 παρ. 2) του προΐσχύσαντος και του ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων. Με τον πρώτο λόγο της εκκρεμούσας αιτήσεως αναιρέσεως, οι παρεμβαίνοντες επικαλούνται την αντίθεση της πιο πάνω διατάξεως στην αρχή της ισότητας που καθιερώνει η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος, γεγονός που δικαιολογεί το έννομο συμφέρον τους για την άσκηση της παρεμβάσεως και την επίλυση της σχετικής διαφοράς από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο υπέρ των απόψεων του υπέρ ου η παρέμβαση και της με αριθ. 953/2011 αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αποφάνθηκε αντιθέτως με τις πιο πάνω αποφάσεις για το ανωτέρω ζήτημα. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των εκτεθέντων στην προηγούμενη σκέψη, οι ως άνω παρεμβαίνοντες, όντας διάδικοι σε εκκρεμή δίκη με αντικείμενο το ίδιο ζήτημα, έχουν έννομο συμφέρον για την άσκηση της πιο πάνω παρεμβάσεως, αντίγραφο της οποίας επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως, όπως προκύπτει τούτο από τις υπ’ αριθμ. 4457 και 4755/15-9-2011 εκθέσεις επιδόσεως των δικαστικών επιμελητών των Πρωτοδικείων Βόλου και Αθηνών Αντωνίου Κανταρτζή και Μιχαήλ Γεωργάκη αντίστοιχα, και παραδεκτώς παρεμβαίνουν στην παρούσα δίκη.

6. Επειδή, από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, με την οποία ορίζεται ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου» συνάγεται δέσμευση του νομοθέτη, ο οποίος δεν δύναται κατά την ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων που αφορούν περισσότερες κατηγορίες προσώπων, να χειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή του οποίου υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (ΑΕΔ 3, 4/2007). Εξάλλου ο ν. 2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του κράτους και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α 247), ο οποίος άρχισε να ισχύει, κατά το άρθρο 119 αυτού από 1-1-1996, ορίζει ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, επαναλαμβάνοντας, κατ’ αρχήν, παρόμοιες ρυθμίσεις, που περιείχοντο στο ν. δ. 321/1969 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», στο άρθρο 86 παρ. 2 ότι «1……2. Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου ... παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη». 3. Χρηματική απαίτηση του Δημοσίου που…..ε)αφορά σε περιοδικές παροχές…παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή εννοία βεβαίωση αυτής». Περαιτέρω, ο ίδιος νόμος ορίζει στο άρθρο 90 ότι «1. Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου παραγράφεται μετά πενταετία, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής. 2…3. Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ’ αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεως της». Από την προπαρατεθείσα διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του Ν. 2362/1995, προκύπτει ότι οι οιασδήποτε φύσεως μισθολογικές αξιώσεις των με οποιαδήποτε έννομη σχέση υπαλλήλων του Ελληνικού Δημοσίου, έστω και αν αυτές βασίζονται σε παρανομία των οργάνων αυτού ή στις διατάξεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό, δηλαδή είτε πρόκειται για ευθεία αγωγή κατά του Δημοσίου λόγω αρνήσεως ή καθυστερήσεως καταβολής των αποδοχών για οποιοδήποτε λόγο κατά την έννοια που προσδίδουν τα όργανα αυτού στο νόμο, είτε πρόκειται για αγωγή αποζημιώσεως κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, εξ αιτίας παραλείψεως οφειλομένης νόμιμης ενέργειας των οργάνων του Δημοσίου, ως προϋποθέσεως για την θεμελίωση των σχετικών αξιώσεων, υπόκεινται σε διετή παραγραφή. Η προβλεπομένη από την τελευταία αυτή διάταξη (άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995), για τις ως άνω μισθολογικές αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, βραχυπρόθεσμη (διετής) παραγραφή, ο χρόνος της οποίας είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που προβλέπεται (πενταετία) τόσο από την παράγραφο 1 του ιδίου ως άνω άρθρου 90 για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, όσο και από τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 86 για τις χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων (χρέη προς το Δημόσιο), αλλά και από τον χρόνο παραγραφής (πενταετία) που ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 250 αριθ. 6 και 17 του ΑΚ για παρόμοιες αξιώσεις υπαλλήλων και εργατών του ιδιωτικού τομέα, έχει θεσπισθεί για λόγους γενικότερου δημοσίου συμφέροντος και συγκεκριμένα από την ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως αξιώσεων που απορρέουν από περιοδικές (ανά μήνα) παροχές και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Ελληνικού Δημοσίου, η οποία είναι απαραίτητη για την προστασία της περιουσίας και της οικονομικής καταστάσεως αυτού, στην οποία συμβάλλουν οι φορολογούμενοι πολίτες με την καταβολή φόρων. Η ταχεία εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων, αναφορικά με τις πιο πάνω αξιώσεις και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του Δημοσίου, είναι αναγκαία προς αποφυγή ανατροπής, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων το Δημόσιο προβαίνει στον σχεδιασμό της οργανώσεως και του τρόπου λειτουργίας της δημοσίας διοικήσεως, λαμβάνοντας αυτά υπόψη για την πρόβλεψη των σχετικών δαπανών κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού και η αποφυγή των δυσμενών επιπτώσεων που επάγονται στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, η σε βάθος πολλών ετών ικανοποίηση των ανωτέρω αξιώσεων, λόγω του μεγάλου ύψους των σχετικών απαιτήσεων συνολικά, που απορρέει από τον μεγάλο αριθμό των σχετικών διαφορών που ανακύπτουν με την άσκηση αγωγών κατά του Ελληνικού Δημοσίου από το υπηρετούν σε αυτό προσωπικό. Ετσι ο στόχος του Κράτους να προγραμματίσει τα έσοδά του και τις δαπάνες του, χωρίς να εμποδίζεται από σημαντικά ανεξόφλητα χρέη, δικαιολογεί την θέσπιση εύλογων αποκλειστικών προθεσμιών για την άσκηση των σχετικών αγωγών. Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογείται, όχι μόνο από την ανάγκη προστασίας της περιουσίας του Δημοσίου κατά τα προεκτεθέντα, αλλά και από τις διαφορετικές συνθήκες υπό τις οποίες τελούν οι υπάλληλοι του Δημοσίου σε σχέση με τους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, καθώς και από το διαφορετικό νομικό καθεστώς που διέπει αντίστοιχα τις σχέσεις των δύο αυτών κατηγοριών υπαλλήλων προς τους εργοδότες τους, σύμφωνα με τις ειδικότερες ρυθμίσεις της κείμενης νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995, με την οποία θεσπίζεται διετής παραγραφή για τις ρηθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου, δεν αντίκειται στην από το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας (πρβλ. ΑΕΔ 9/2009, ως προς την διάταξη του άρθρου 48 § 3 του ν.δ. 496/1974 που προβλέπει διετή επίσης παραγραφή για τις αντίστοιχες αξιώσεις των υπαλλήλων ΝΠΔΔ κατ’ αυτών). Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου και τα μέλη Δημήτριος Αλεξανδρής, Κίμων- Παναγιώτης Ευστρατίου και Βασίλειος Λυκούδης, διατύπωσαν την ακόλουθη ειδικότερη γνώμη: Ο θεσπιζόμενος με την παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 ειδικός κανόνας, με τον οποίο καθιερώνεται, κατ` εξαίρεση από τον προβλεπόμενο στην παρ. 1 του ίδιου άρθρου 90 γενικό κανόνα της πενταετούς παραγραφής για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου, βραχυπρόθεσμη διετής παραγραφή για τις σχετικές με αποδοχές ή άλλης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις χρηματικές αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ` αυτού, δικαιολογείται από την φύση της εννόμου σχέσεως, που συνδέει το Δημόσιο με τους υπαλλήλους του. Και τούτο διότι η ορθολογική οργάνωση και η εύρυθμη λειτουργία της Διοικήσεως δημιουργούν την ανάγκη της ταχείας εκκαθαρίσεως των εκκρεμοτήτων περί τις εν λόγω αξιώσεις και τις αντίστοιχες υποχρεώσεις του Δημοσίου, που απορρέουν από περιοδικές (κατά μήνα) παροχές, η επί μακρόν χρόνον διατήρηση των οποίων εκκρεμοτήτων επιβαρύνει, κατά τρόπο βλαπτικό για την Διοίκηση, την σχέση που συνδέει το Δημόσιο με τους υπαλλήλους του. Περαιτέρω, η ανάγκη ταχείας εκκαθαρίσεως εκκρεμοτήτων ως προς την ύπαρξη των εν λόγω αξιώσεων των υπαλλήλων και των αντιστοίχων υποχρεώσεων του Δημοσίου, ενδείκνυται προς αποφυγή ανατροπής, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων το Δημόσιο προβαίνει στον σχεδιασμό της οργανώσεως και του τρόπου λειτουργίας της δημοσίας διοικήσεως και τα οποία λαμβάνει υπόψη για την πρόβλεψη των σχετικών δαπανών κατά την κατάρτιση του κρατικού προϋπολογισμού. Η διετής δε παραγραφή είναι εύλογη από την άποψη ότι παρέχει επαρκές χρονικό διάστημα στον υπάλληλο για την διεκδίκηση τυχόν χρηματικών αξιώσεών του κατά του Δημοσίου, σχετικών με αποδοχές ή άλλης πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, ώστε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι, ως εκ της καθιερώσεως της βραχυπρόθεσμης αυτής παραγραφής, καθίσταται πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η άσκηση του δικαιώματος του υπαλλήλου να διεκδικήσει αποδοχές ή άλλης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις, που οφείλονται, κατ’ αυτόν, συνεπεία της σχέσεως που τον συνδέει με το Δημόσιο. Εξάλλου, ο ανωτέρω λόγος, ο οποίος δικαιολογεί την θέσπιση της διετούς παραγραφής για τις αφορώσες αποδοχές ή άλλης πάσης φύσεως απολαβές ή αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ’ αυτού, συντρέχει εξ ίσου και προκειμένου περί τυχόν χρηματικών αξιώσεων του Δημοσίου κατά των υπαλλήλων του, που απορρέουν από την έννομη σχέση που τους συνδέει. Τούτο δε έχει ως συνέπεια ότι είναι αδικαιολόγητη η εξαίρεση των αξιώσεων αυτών του Δημοσίου έναντι των υπαλλήλων του από την βραχυχρόνια διετή παραγραφή, την οποία προβλέπει η παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 αναφορικά με τις αξιώσεις των υπαλλήλων που απορρέουν από την εν λόγω έννομη σχέση και η υπαγωγή των αξιώσεων τούτων του Δημοσίου στον προβλεπόμενο από την παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 2362/1995 γενικό κανόνα της πενταετούς παραγραφής των χρηματικών απαιτήσεων του Δημοσίου. Διότι, ενόψει της ομοιότητας των συντρεχουσών περιστάσεων, και οι αξιώσεις αυτές θα έπρεπε να υπαχθούν στον ειδικό κανόνα της διετούς παραγραφής, ισχύοντα για τις πάσης φύσεως χρηματικές αξιώσεις που απορρέουν από την σχέση του δημοσίου υπαλλήλου με το Δημόσιο, ανεξαρτήτως δηλαδή αν δικαιούχος είναι ο υπάλληλος ή το Δημόσιο. Εφόσον δε είναι αδικαιολόγητη η διάκριση αυτή υπέρ του Δημοσίου, η μη υπαγωγή και η συνακόλουθη εξαίρεση των εν λόγω αξιώσεων του Δημοσίου έναντι υπαλλήλων του από την βραχυχρόνια διετή παραγραφή, που αντιβαίνει στην συνταγματική αρχή της ισότητας, δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρο έρεισμα για την επέκταση της εφαρμογής της πενταετούς παραγραφής και στις σχετικές με τις αποδοχές και τις πάσης φύσεως απολαβές ή αποζημιώσεις αξιώσεις των υπαλλήλων κατά του Δημοσίου. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, που θεσπίζει διετή παραγραφή για τις προαναφερθείσες αξιώσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ’ αυτού, δεν αντίκειται στην κατά το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας. Επίσης, κατά την συγκλίνουσα ειδικότερη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου Νικολάου Αλιβιζάτου, η συνταγματικότητα της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξετασθεί αυτοτελώς, υπό το πρίσμα του δικαιώματος που η δικονομική αυτή διάταξη ρυθμίζει, δηλαδή του δικαιώματος δικαστικής προστασίας, όπως αυτό κατοχυρώνεται γενικά (άρθρο 20 παρ. 1 Σ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ) και στις δίκες του Δημοσίου ειδικότερα. Στο πλαίσιο της ευρείας ευχέρειας που του παρέχει η επιφύλαξη του νόμου της παρ. 1 του άρθρου 20 του Συντάγματος, ο νομοθέτης μπορεί να προβλέψει διαφορετικούς κανόνες για τις δίκες στις οποίες διάδικος είναι το Δημόσιο ή ένας άλλος φορέας δημόσιας εξουσίας (ΟΤΑ, ν.π.δ.δ. κ.λπ.). Αρκεί, όπως έχει κριθεί, να μην εισάγει αδικαιολόγητα προνόμια υπέρ του Δημοσίου, δηλαδή εξαιρέσεις από τις γενικές ρυθμίσεις, οι οποίες δεν υπηρετούν λόγους δημόσιου συμφέροντος (βλ. ΕΔΔΑ Καραχάλιος κατά Ελλάδος, απόφαση της 11.12.2003, Μεϊδάνης κατά Ελλάδος, απόφαση της 22.5.2008, Ζουμπουλίδης κατά Ελλάδος, απόφαση 25.6.2009). Περαιτέρω, στο πεδίο των δικών του Δημοσίου, ο νομοθέτης έχει την ευχέρεια, δυνάμει της ίδιας επιφύλαξης του νόμου, να προβλέψει διαφορετική προθεσμία για την παραγραφή διαφορετικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Αρκεί η προβλεπόμενη κάθε φορά προθεσμία να μην είναι τόσο βραχεία ώστε, εν όψει της φύσεως της διαφοράς και σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, να παρακωλύει ουσιωδώς την αποτελεσματική άσκηση του προστατευόμενου δικαιώματος. Εν προκειμένω, η προβλεπόμενη διετής παραγραφή από τη γένεση της αξίωσης είναι επαρκής για έναν στοιχειωδώς επιμελή διάδικο, ο οποίος, κατά τεκμήριο, γνωρίζει εξ αρχής τους όρους υπό τους οποίους παρέχει τις υπηρεσίες του στο Δημόσιο και, συνεπώς, για την προστασία των συμφερόντων του, δεν χρειάζεται να προσφύγει στις συμβουλές εξειδικευμένου δικηγόρου (πρβλ. ΕΔΔΑ Sunday Times κατά Ηνωμένου Βασιλείου, απόφαση της 26.4.1979, § 49). Από την άλλη, η κανονικότητα και η περιοδικότητα της καταβολής των κάθε είδους απολαβών των δημόσιων κ.λπ. υπαλλήλων, διαφοροποιούν τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου για καθυστερούμενες αποδοχές σε σύγκριση με άλλες αξιώσεις κατά του Δημοσίου, που ούτε ο χρόνος γένεσης τους είναι βέβαιος ούτε έχουν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά. Ως εκ τούτου, η διαφοροποίηση της παραγραφής των πρώτων (διετής) έναντι των δεύτερων (πενταετής) είναι κατ’ αρχήν δικαιολογημένη. Δεν τίθεται, επομένως, ζήτημα παραβίασης ούτε και της αρχής της (δικονομικής) ισότητας (άρθρα 20 παρ.1 και 4 παρ. 1 Σ.) διότι οι ρυθμιζόμενες καταστάσεις διαφέρουν εν προκειμένω ουσιωδώς. Πολύ περισσότερο, που δεν ανήκει στη δικαστική αλλά στη νομοθετική εξουσία να αποκαθιστά ανισότητες, με άμεση ή έμμεση επέκταση του πεδίου εφαρμογής μισθολογικών ρυθμίσεων σε κατηγορίες δημόσιων κ.λπ. υπαλλήλων και λειτουργών, στις οποίες ο νομοθέτης δεν είχε προσβλέψει. Διότι ο κίνδυνος άνισης μεταχείρισης ουσιωδώς ομοίων καταστάσεων εξ αιτίας αυθαίρετων ρυθμίσεων, δεν δικαιολογεί εν προκειμένω την υποκατάσταση του νομοθέτη από τον δικαστή. Ο τελευταίος εκτός του ότι δεν διαθέτει τις αναγκαίες τεχνικές γνώσεις, δεν είναι κατά το Σύνταγμα αρμόδιος, ούτε και υπεύθυνος για την τήρηση του κρατικού προϋπολογισμού (άρθρα 78 παρ. 1 και 80 παρ. 1 Σ.). Τέλος, και ανεξάρτητα από το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Α.Ε.Δ. παρατηρείται ότι η επίδικη διαφορά δεν καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο της προαναφερθείσας απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Ζουμπουλίδη κατά Ελλάδος. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης της κρίσιμης εν προκειμένω διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 με το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ), διότι από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι, στην παρούσα υπόθεση, τα περιστατικά που οδήγησαν στην έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, είναι διαφορετικά σε σύγκριση με εκείνα τα οποία προκάλεσαν την καταδίκη της Ελλάδος από το ΕΔΔΑ στην ως άνω υπόθεση. Πράγματι, όπως προκύπτει από το ιστορικό της υπόθεσης Ζουμπουλίδη, (βλ. τις παρ. 5- 14 της ως άνω απόφασης του ΕΔΔΑ), αποφασιστικός παράγων για την καταδικαστική κρίση του τελευταίου ήταν η διαφοροποίηση (και μάλιστα όχι με διάταξη νόμου, αλλά με υπουργικές αποφάσεις) των διοικητικών υπαλλήλων του Υπουργείου Εξωτερικών σε δημόσιου και ιδιωτικού δικαίου και η εντεύθεν δυσμενής μισθολογική μεταχείριση των δεύτερων έναντι των πρώτων. Υπό το πρίσμα αυτό, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η βραχύτερη παραγραφή των αξιώσεων των δεύτερων ήταν αδικαιολόγητη και παραβίαζε το δικαίωμά τους για σεβασμό της περιουσίας τους. Εν τούτοις, τα περιστατικά εκείνα διαφέρουν από αυτά της υποθέσεως που οδήγησαν στην έκδοση της παραπεμπτικής απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας, πρωτίστως διότι σε αυτές δεν ετέθη ζήτημα φύσεως της εργασιακής σχέσεως ως δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου και, κατ’ επέκταση, αυθαίρετης μισθολογικής διαφοροποίησης των ενδιαφερομένων υπαλλήλων. Επομένως, σε αντίθεση με την υπόθεση Ζουμπουλίδη, lex specialis για τον έλεγχο της συνταγματικότητας της κρίσιμης εν προκειμένω διάταξης δεν είναι το δικαίωμα σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) αλλά το δικαίωμα δικαστικής προστασίας (άρθρο 20 παρ. 1 Σ. και 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ). Ως εκ τούτου, ανεξάρτητα από το ότι η ως άνω απόφαση του ΕΔΔΑ αναφέρεται στην ίδια διάταξη τυπικού νόμου με αυτήν περί της οποίας η παρούσα διαφορά (δηλ. την παρ. 3 του άρθρου 90 ν. 2362/1995), δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ, ώστε η κρίση του στην απόφαση Ζουμπουλίδη να καταλαμβάνει την παρούσα υπόθεση. Μειοψήφισαν τα μέλη του Δικαστηρίου, Παναγιώτα Καρλή, Βασιλική Καλαντζή και Χρήστος Κούσουλας, τα οποία διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Επειδή, η θέσπιση με το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995 εις βάρος των υπαλλήλων του Δημοσίου ειδικής βραχυπρόθεσμης διετούς παραγραφής, με την οποία περιορίζεται το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν αναδρομικά ποσά λόγω καθυστερουμένων αποδοχών ή άλλων απολαβών ή αποζημιώσεων λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως ή εξ αδικαιολογήτου πλουτισμού, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, που καθιερώνει την αρχή της ισότητας, διότι είναι μικρότερος από τον χρόνο παραγραφής που προβλέπεται (πενταετής) αφενός μεν από την παράγραφο 1 του ίδιου ως άνω άρθρου 90 του ν. 2362/1995 για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αφετέρου δε από το άρθρο 86 παρ. 2 του εν λόγω νόμου για τις χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων. Η θέσπιση δε της ανωτέρω βραχυπρόθεσμης παραγραφής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη της ταχείας εκκαθαρίσεως των αξιώσεων των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ’ αυτού, που αφορούν αποδοχές ή άλλες απολαβές ή αποζημιώσεις, και της τηρήσεως της δημοσιονομικής τάξεως, με την αποφυγή ανατροπής των δεδομένων, κατ’ εκτίμηση των οποίων έχει καταρτισθεί ο κρατικός προϋπολογισμός. Και τούτο διότι η ανωτέρω βραχυπρόθεσμη παραγραφή έχει θεσπισθεί μόνον για τις απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου κατ’ αυτού, που αφορούν σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, ενώ για όλες τις άλλες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου ο χρόνος παραγραφής είναι πενταετής, αν και των απαιτήσεων αυτών ενδείκνυται η ταχεία εκκαθάριση. Εξάλλου, η θέσπιση της ανωτέρω διετούς παραγραφής δεν δικαιολογείται ούτε από την φύση της εννόμου σχέσεως, που συνδέει το Δημόσιο με τους υπαλλήλους του, εφόσον οι χρηματικές αξιώσεις του Δημοσίου κατ’ αυτών δεν υπόκεινται στην ίδια βραχεία παραγραφή. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 90 του ν. 2362/1995 δεν θα έπρεπε να εφαρμοσθεί ως αντισυνταγματική, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρη, με συνέπεια οι απαιτήσεις των υπαλλήλων του Δημοσίου από καθυστερούμενες αποδοχές ή απολαβές οποιασδήποτε φύσεως, ή αποζημιώσεις λόγω παράνομης πράξεως ή παραλείψεως της Διοικήσεως ή από αδικαιολόγητο πλουτισμό να υπόκεινται στην προβλεπόμενη από την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 90 και ισχύουσα για όλες τις άλλες χρηματικές αξιώσεις κατά του Δημοσίου πενταετή παραγραφή.

7. Επειδή, κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση που ανέκυψε σε σχέση με την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 από την έκδοση της με αριθμό 953/2011 (παραπεμπτικής) αποφάσεως της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, υπέρ της γνώμης που υιοθετήθηκε επί του επίμαχου ζητήματος με τις υπ’ αριθ. 145/2006, 250/2006, 588/2007 αποφάσεις του Αρείου Πάγου, δηλαδή με την υιοθέτηση της άποψης ότι η προαναφερθείσα διάταξη δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος.

8. Επειδή, δεν συντρέχει περίπτωση επιβολής των εξόδων της αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο διεξαχθείσης διαδικασίας ως και της δικαστικής δαπάνης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αίρει την αμφισβήτηση που ανέκυψε από τις αποφάσεις 953/2011 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και 145/2006, 250/2006 και 588/2007 του Αρείου Πάγου ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διατάξεως του άρθρου 90 παρ. 3 του Νόμου 2362/1995. Αποφαίνεται ότι η διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 του Ν. 2362/1995 δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος.

πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.