Επιβολή πειθαρχικής ποινής οριστικής παύσης σε βάρος δημοσίου υπαλλήλου (Συμβούλιο της Επικρατείας, αριθμός απόφασης 910/2012)
Περίληψη: Δημόσιοι υπάλληλοι και επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης. Η αίτηση ακυρώσεως κατά της πράξεως απολύσεως υπαλλήλου είναι συναφής με την προσφυγή αυτού κατά της πειθαρχικής αποφάσεως και η εκδίκασή της ανήκει στο ΣτΕ. Το άρθρο 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007, που έχει ως συνέπεια την απόλυση μονίμων υπαλλήλων πριν να εκδοθεί από το Δικαστήριο απόφαση επί της προσφυγής, αντίκειται στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος. Παραπομπή του ζητήματος στην Ολομέλεια του ΣτΕ.
1. Επειδή, για την άσκηση του κρινόμενου ενδίκου βοηθήματος έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1109420/2010 ειδικό έντυπο παραβόλου).
2. Επειδή, με το κρινόμενο ένδικο βοήθημα, το οποίο, αν και επιγράφεται «προσφυγή», αποτελεί ως εκ του αντικειμένου του αίτηση ακυρώσεως, ζητείται η εξαφάνιση της Δ2Γ 11797 ΕΞ 2010 ΕΜΠ/20-4-2010 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Γ΄ 394/14-5-2010), με την οποία απολύθηκε από την υπηρεσία ο αιτών, υπάλληλος με βαθμό Α’ του κλάδου ΔΕ Εφοριακών, επειδή με την 283/7-10-2008 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών επιβλήθηκε σε βάρος του η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης και εξέπνευσε άκαρπη η οριζόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 προθεσμία για την εκδίκαση της προσφυγής του από το Συμβούλιο της Επικρατείας.
3. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως στρέφεται, όπως αναφέρθηκε, κατά πράξεως απολύσεως υπαλλήλου και είναι συναφής με την με αριθμ. καταθ. 5303/2009 προσφυγή που ασκήθηκε από τον ίδιο υπάλληλο κατά της αποφάσεως του πειθαρχικού συμβουλίου που του επέβαλε την ποινή της οριστικής παύσεως. Συνεπώς, η εκδίκασή της ανήκει, σύμφωνα με τη διάταξη της περιπτ. ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 702/1977 (Α΄ 268), όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση της ανωτέρω παρ. 2 με το άρθρο 47 παρ. 2 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213), σε συνδυασμό με το άρθρο 50 του ιδίου τελευταίου νόμου, στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας,
4. Επειδή, στο άρθρο 103 παρ. 4 του Συντάγματος, ορίζονται τα εξής: «4. Οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, εφ` όσον αυτές οι θέσεις υπάρχουν. Αυτοί εξελίσσονται μισθολογικά σύμφωνα με τους όρους του νόμου και, εκτός από τις περιπτώσεις που αποχωρούν λόγω ορίου ηλικίας ή παύονται με δικαστική απόφαση, δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση, ούτε να υποβιβασθούν ή παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα δύο τρίτα από μονίμους δημόσιους υπαλλήλους. Κατά των αποφάσεων των συμβουλίων αυτών επιτρέπεται προσφυγή στο Συμβούλιο της Επικρατείας, όπως νόμος, ορίζει". Με τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κατά βάση επανάληψη της αντίστοιχης διάταξης του άρθρου 101 παρ. 2 του Συντάγματος του 1952 (βλ. και άρθρο 114 παρ. 1 του Συντάγματος του 1927 και άρθρο 102 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος του 1911), σκοπήθηκε η συνταγματική κατοχύρωση και ιδιαίτερη προστασία των πολιτικών διοικητικών υπαλλήλων. Εξ άλλου, η χορηγούμενη από τη διάταξη αυτή δυνατότητα ασκήσεως ουσιαστικής προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως συλλογικού οργάνου με την οποία ορισμένος υπάλληλος κρίνεται ως απολυτέος από την υπηρεσία είτε για πειθαρχικούς λόγους είτε για λόγους ακαταλληλότητας, όπως είναι και η περίπτωση κρίσεως του ως μη μονιμοποιητέου, ενέχει και την υποχρέωση διατηρήσεως του υπαλλήλου στην υπηρεσία είτε μέχρι του χρόνου κατά τον οποίο παρέρχεται άκαρπη η από το νόμο τασσόμενη για την άσκηση της προσφυγής προθεσμία, είτε μέχρι της εκδόσεως αποφάσεως από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την οποία γίνεται δεκτή ή απορρίπτεται η διαληφθείσα ουσιαστική προσφυγή, εφόσον ασκηθεί εμπροθέσμως. Και ναι μεν ο κοινός νομοθέτης μπορεί να προβλέψει, για το εν λόγω χρονικό διάστημα, τη θέση του υπαλλήλου σε ειδική κατάσταση, συνεπαγόμενη χάριν του δημοσίου συμφέροντος την μη ενεργό άσκηση των καθηκόντων του, όπως είναι η θέση σε διαθεσιμότητα ή προσωρινή αργία, αναλόγως και της αιτίας ως εκ της οποίας κινήθηκε η διαδικασία απομακρύνσεως εκ της υπηρεσίας, δεν είναι όμως συνταγματικώς επιτρεπτό να εξισούται η θέση αυτή σε ειδική κατάσταση πλήρως κατά τα αποτελέσματά της τόσο από απόψεως υπηρεσιακής θέσεως, όσο και λήψεως αποδοχών, ή άλλων ωφελημάτων, προς την οριστική παύση, η οποία, όπως αναφέρθηκε, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της παρόδου απράκτου της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής ή της απορρίψεως της τελευταίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣΕ 2649/1987 Ολομ.).
5. Επειδή, περαιτέρω, το άρθρο 41 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) ορίζει ότι: «Οι κατά το άρθρο 103 του Συντάγματος προσφυγές υπαλλήλων ασκούνται μέσα σε εξήντα ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτούς της προσβαλλόμενης απόφασης», το δε άρθρο 42 παρ. 1 του αυτού π.δ/τος ορίζει ότι: «Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής της παραγράφου 1 του προηγούμενου άρθρου και μέχρι να εκδικασθεί αυτή αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης που έχει προσβληθεί, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων που ρυθμίζουν την κατάσταση του υπαλλήλου κατά τον παραπάνω χρόνο». Εξάλλου, το άρθρο 142 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» (Α΄ 26), ορίζει τα εξής: «1. Δικαίωμα προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας έχουν οι μόνιμοι υπάλληλοι κατά των αποφάσεων του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου που επιβάλλει τις πειθαρχικές ποινές του υποβιβασμού ή της οριστικής παύσης. 2. … 3. Η προθεσμία και η άσκηση της προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Διοικητικού Εφετείου διέπονται από τις κείμενες διατάξεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της επόμενης παραγράφου. 4. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, με εξαίρεση τις πειθαρχικές αποφάσεις που επιβάλλουν την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού. Το Συμβούλιο της Επικρατείας ή το Διοικητικό Εφετείο δύνανται με απόφασή τους να αναστείλουν την εκτέλεση της πειθαρχικής απόφασης, εφόσον πιθανολογείται ανεπανόρθωτη βλάβη του προσφεύγοντα ή ευδοκίμηση της προσφυγής, εκτός εάν λόγοι δημοσίου συμφέροντος αποκλείουν τη χορήγηση της αναστολής. Στην περίπτωση χορήγησης αναστολής, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία οκτώ (8) μηνών από τη χορήγηση της, άλλως η χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης της πειθαρχικής απόφασης παύει να ισχύει. 5. Στην περίπτωση κατά την οποία έχει ασκηθεί προσφυγή κατά αποφάσεως η οποία επιβάλλει την ποινή της προσωρινής ή οριστικής παύσης ή του υποβιβασμού, η εκδίκαση της προσφυγής γίνεται μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την άσκησή της, άλλως η πειθαρχική απόφαση εκτελείται από την οικεία υπηρεσία ή το Ν.Π.Δ.Δ., κατά τα οριζόμενα στην παρ. 1 του άρθρου 144 του παρόντος. 6. …». Η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007, ναι μεν θεσπίσθηκε ως ειδική σε σχέση με την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, ενόψει όμως του ότι έχει ως συνέπεια την απόλυση μονίμων υπαλλήλων πριν να εκδοθεί από το Δικαστήριο απόφαση επί της εμπροθέσμως ασκούμενης προσφυγής, είναι ανίσχυρη, ως αντιβαίνουσα στη διάταξη του άρθρου 103 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη.
6. Επειδή, εν προκειμένω, με την 283/7-10-2008 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου του Υπουργείου Εσωτερικών επιβλήθηκε σε βάρος του αιτούντος η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για τη διάπραξη των πειθαρχικών παραπτωμάτων της παράβασης καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς ποινικούς νόμους και της χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπούς ή ανάξιας για υπάλληλο διαγωγής στην υπηρεσία. Κατά της αποφάσεως αυτής ο αιτών άσκησε την από 1-10-2009 (αρ. καταθ. 5303/2009) προσφυγή ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ενόψει της άκαρπης παρέλευσης της προθεσμίας του άρθρου 142 παρ. 5 του ν. 3528/2007 για την εκδίκαση της εν λόγω προσφυγής από το Συμβούλιο της Επικρατείας, ο Υπουργός Οικονομικών εξέδωσε την προσβαλλόμενη Δ2Γ 11797 ΕΞ 2010 ΕΜΠ/20-4- 2010 πράξη (ΦΕΚ Γ΄ 394/14-5-2010), με την οποία απέλυσε τον αιτούντα από την υπηρεσία.
7. Επειδή, σύμφωνα με την εν προκειμένω εφαρμοστέα, κατά τα προεκτεθέντα, διάταξη του άρθρου 42 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, μετά την εμπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής του αιτούντος ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου πειθαρχικού συμβουλίου και μέχρι της εκδόσεως τυχόν απορριπτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, δεν ήταν νόμω επιτρεπτή η εκτέλεση της προσβληθείσας αυτής αποφάσεως διά της εκδόσεως διοικητικής πράξεως περί λύσεως της υπαλληλικής σχέσεως. Συνεπώς, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, η προσβαλλόμενη υπουργική απόφαση εκδόθηκε προώρως, κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 42 παρ. 1 του π.δ/τος 18/1989, και, για το λόγο αυτό, θα έπρεπε να ακυρωθεί. Λόγω όμως της σπουδαιότητας του ανακύπτοντος ζητήματος της συνταγματικότητας της προαναφερθείσας διάταξης της παρ. 5 του άρθρου 142 του Ν. 3528/2007, το Τμήμα υπό την παρούσα σύνθεση κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ/τος 18/89 (Α΄ 8), να παραπεμφθεί στην 7μελή σύνθεση αυτού.
Διά ταύτα: Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση στην επταμελή σύνθεση του Γ΄ Τμήματος και Ορίζει δικάσιμο για τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον αυτής, την 7.6.2012 και εισηγητή ...
πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ - ΝΟΜΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΑΘΗΝΑ