Σύμβαση μερικής απασχόλησης - Έγγραφος τύπος - Επιβολή εισφορών για πλήρη απασχόληση (Ασφαλιστικά ΣτΕ 154/2013)
Σύμβαση μερικής απασχόλησης - Έγγραφος τύπος - Επιβολή εισφορών για πλήρη απασχόληση ΣτΕ 154/2013 Τμ. Α΄ επταμ. Από τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 1 του Ν 1892/1990 συνάγεται ότι για την κατάρτιση συμβάσεως μερικής απασχόλησης απαιτείται έγγραφος τύπος, ο οποίος είναι συστατικός, η μη τήρηση δε του τύπου αυτού συνεπάγεται ακυρότητα της συμβάσεως για τη μερική απασχόληση που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως. Σε ό,τι αφορά δε τις συνέπειες της ακυρότητας της ανωτέρω ρήτρας παρατηρούνται τα εξής: α) Αν συμφωνήθηκε να τροποποιηθεί η ήδη υπάρχουσα σύμβαση πλήρους απασχόλησης, ώστε εφεξής ο μισθωτός να απασχολείται μερικώς, εφόσον η ρήτρα της μερικής απασχόλησης είναι έγκυρη, τότε η αρχική σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατρέπεται εγκύρως σε σύμβαση μερικής απασχόλησης. Αν, όμως, η τροποποιητική συμφωνία είναι άκυρη, γιατί δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος, τότε δεν παράγονται τα αποτελέσματα που αυτή επιδιώκει, δηλαδή δεν μετατρέπεται η πλήρης απασχόληση σε μερική. Στην περίπτωση αυτή, η ακυρότητα δεν θεραπεύεται και αν ακόμη εκπληρωθεί η σύμβαση με επίγνωση της έλλειψης του απαιτούμενου τύπου, ενώ ο εργοδότης θεωρείται υπερήμερος ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του μισθωτού υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης και οφείλει σε αυτόν την αμοιβή για πλήρη απασχόληση. Στην περίπτωση αυτή το ΙΚΑ επιβάλλει εισφορές για πλήρη απασχόληση. β) Αν συμφωνήθηκε να μεταβληθεί η πλήρης απασχόληση σε μερική με ταυτόχρονη λύση της συμβάσεως πλήρους απασχόλησης ή αν η μερική απασχόληση συμφωνήθηκε χωρίς να προϋπάρχει σύμβαση πλήρους απασχόλησης, τότε, αν η συμφωνία αυτή είναι άκυρη, επειδή δεν είναι έγγραφη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι από αυτή γεννάται αυτομάτως έγκυρη σύμβαση πλήρους απασχόλησης, αφού τέτοια δεν υπήρξε, αλλά λόγω της ακυρότητας θεωρείται ότι υπάρχει απλή σχέση εργασίας.
Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός, που παρέσχε μερική εργασία με άκυρη σύμβαση, δικαιούται να αξιώσει με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού την ωφέλεια που αποκόμισε ο εργοδότης από την αποφυγή καταβολής της αμοιβής σε άλλο εργαζόμενο, που θα προσέφερε την ίδια εργασία συνδεόμενος με αυτόν με έγκυρη σύμβαση μερικής απασχόλησης. Στην τελευταία αυτή περίπτωση το ΙΚΑ δεν μπορεί να επιβάλει εισφορές που αντιστοιχούν σε πλήρη απασχόληση εκ μόνου του λόγου ότι δεν υπάρχει έγγραφη συμφωνία περί μερικής απασχολήσεως. Η δυνατότητα του ΙΚΑ να επιβάλει εισφορές για πλήρη απασχόληση στην ειδική περίπτωση κατά την οποία σύμβαση για εργασία πλήρους απασχολήσεως μετατρέπεται σε σύμβαση για εργασία μερικής απασχολήσεως χωρίς την τήρηση του έγγραφου τύπου δεν δύναται να θεωρηθεί ότι συνιστά εμπόδιο νομικής ή διοικητικής φύσεως, ικανό να περιορίσει τις ευκαιρίες εργασίας μερικής απασχολήσεως, κατά την έννοια της ρήτρας 5 της από 6.6.1997 συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία μερικής απασχολήσεως που προσαρτάται ως Παράρτημα στην Οδηγία 1997/81/ΕΚ του Συμβουλίου (βλ. ΔΕΕ C-151/10, απόφ. της 4.4.2011 και ΔΕΕ C-393/10, απόφ. της 1.3.2012). Τούτο δε, διότι η «κύρωση» αυτή, η οποία επιβάλλεται μόνον στην ειδική περίπτωση κατά την οποία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου υπήρχε σύμβαση για εργασία πλήρους απασχολήσεως και αυτή δεν λύθηκε αλλά μετατράπηκε σε σύμβαση για εργασία μερικής απασχολήσεως χωρίς να τηρηθεί ο έγγραφος τύπος αποβλέπει στο να υποχρεώσει τα συμβαλλόμενα μέρη να τηρήσουν στην περίπτωση αυτή τον έγγραφο τύπο για να μετατρέψουν υφιστάμενη σύμβαση πλήρους απασχολήσεως σε σύμβαση μερικής απασχολήσεως ώστε να προκύπτει με ασφάλεια η μετατροπή υφισταμένης συμβάσεως εργασίας πλήρους απασχολήσεως σε σύμβαση εργασίας μερικής απασχολήσεως και να εξασφαλίζεται, ενόψει της νέας αυτής καταστάσεως της εργασιακής σχέσεως τόσο ο εργοδότης όσο και ο εργαζόμενος. Περαιτέρω η ως άνω δυσμενής για τον εργοδότη συνέπεια της επιβολής εις βάρος του εισφορών για πλήρη απασχόληση είναι απότοκος της μη τηρήσεως του εγγράφου τύπου στην ανωτέρω ειδική περίπτωση, υποχρέωση η τήρηση της οποίας καθ’εαυτή, δεν υποβάλλει, εν πάση περιπτώσει, τα συμβαλλόμενα μέρη σε κάποια δυσχερή διαδικασία και δεν εμποδίζει τους εργοδότες να απασχολούν, ανάλογα με τις ανάγκες τους μισθωτούς και με μερική απασχόληση. Η τήρηση του τύπου αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά, ως εκ της φύσεως της σχετικής υποχρεώσεως, εμπόδιο ούτε για τον εργοδότη ούτε για τον εργαζόμενο να μετατρέψουν την πλήρη απασχόληση σε μερική προκειμένου να μην υποστεί ο εργοδότης την «κύρωση» να καταβάλει εισφορές για πλήρη απασχόληση, ενόψει δε αυτού δεν καθίσταται η εργασία μειωμένης απασχολήσεως λιγότερο ελκυστική σε σχέση με την εργασία πλήρους απασχολήσεως. Εξάλλου, η απαίτηση της τηρήσεως του έγγραφου τύπου ειδικώς στην ανωτέρω περίπτωση κατά την οποία υπήρχε μεταξύ εργοδότη και μισθωτού σύμβαση για εργασία πλήρους απασχολήσεως, η οποία δεν λύθηκε, δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, διότι διασφαλίζει και αποδεικνύει προς όφελος τόσο του εργοδότη όσο και του μισθωτού ότι η σύμβαση πλήρους απασχόλησης μετατράπηκε σε σύμβαση μερικής απασχολήσεως. Εξασφαλίζεται, επομένως, με τον τρόπο αυτό μία δίκαιη ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων τόσο των μισθωτών όσο και αυτών των εργοδοτών. Περαιτέρω οι σκοποί αυτοί συνιστούν αντικειμενικούς λόγους, κατά την έννοια της ως άνω ρήτρας της συμφωνίας-πλαισίου, που δικαιολογούν την προαναφερθείσα απαίτηση της τηρήσεως του έγγραφου τύπου για την απόδειξη υπάρξεως εργασίας μερικής απασχολήσεως και δεν εισάγουν ανεπιτρέπτως διαφορετική μεταχείριση μεταξύ των μισθωτών με μερική απασχόληση έναντι των μισθωτών με πλήρη απασχόληση.
πηγή: nbonline.gr
Δημήτριος Χ. Καραγιάννης και Συνεργάτες, Δικηγορικό Γραφείο, Θεσσαλονίκη - Αθήνα