Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Κατεδάφιση αυθαίρετων εγκαταστάσεων σε δασική περιοχή (Συμβούλιο της Επικρατείας - Αριθμός απόφασης 3685/2010)

Περίληψη: Δάση και κατεδάφιση κτισμάτων, οποτεδήποτε ανεγερθέντων. Πότε είναι νόμιμη η διαταγή κατεδαφίσεως. Παραχώρηση δημόσιων δασικών εκτάσεων κατά τις διατάξεις του α.ν.857/1937. Εφόσον η επίμαχη έκταση δεν χρησιμοποιήθηκε ή έπαυσε να χρησιμοποιείται για γεωργοδενδροκομική εκμετάλλευση, άρθηκε η παραχώρηση και εφαρμοστέες ήσαν οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Πότε οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, που αποφαίνονται για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων, δεσμεύουν τη Διοίκηση. Αυξημένη προστασία δασών και δασικών εκτάσεων που χαρακτηρίσθηκαν ως εθνικοί δρυμοί σύμφωνα με το άρθρο 78 του ν.δ. 86/1969. Η διαδικασία κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας και η διαδικασία χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δασικής είναι διακεκριμένες μεταξύ τους. Εξουσίες του δασάρχη αν διαπιστώσει ότι μια έκταση, η οποία είχε κατά το παρελθόν δασικό χαρακτήρα, τον έχει απωλέσει. Δεσμευτική η πράξη κήρυξης εκτάσεως ως αναδασωτέας, η οποία δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως. Η προσβαλλόμενη διαταγή κατεδάφισης αιτιολογείται νομίμως και ευρίσκει έρεισμα στα άρθρα 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε πραγματική και νομική κατάσταση δεκτική προστασίας, η οποία θα επέβαλλε τη διατήρηση της παράνομης επέμβασης στο δασικό οικοσύστημα. Αρμόδιος ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας για την έκδοση απόφασης για την έκδοση της διαταγής κατεδάφισης. Η ύπαρξη και άλλων κτισμάτων στην περιοχή, καθώς και η σύνδεση αυτών με δίκτυα οργανισμών κοινής ωφελείας, δεν αποτελούν λόγο μη εφαρμογής της δασικής νομοθεσίας. Η διάταξη του άρθρου 15 του ν. 1337/1983 δεν καταλαμβάνει αυθαίρετες κατασκευές εντός δάσους. Οι περιεχόμενοι σε ιδιωτικά συμβόλαια χαρακτηρισμοί δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της πράξεως κατεδαφίσεως. Ο ν. 3208/2003 δεν καταλαμβάνει την ένδικη υπόθεση. Οι δικαστές που συμμετείχαν στην πενταμελή σύνθεση δεν έχουν κώλυμα συμμετοχής στην επταμελή σύνθεση, ούτε δημιουργείται υπόνοια μεροληψίας. Δεν παραβιάζεται το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Δεκτή η έφεση του Δημοσίου, απορρίπτεται η αίτηση ακύρωσης. Η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση με την απόφαση 1935/2008 του Τμήματος.

[...] Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε κατά το Νόμο 1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, η οποία κατά νόμον ασκείται χωρίς την καταβολή παραβόλου, ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως 64/2001 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή «προσφυγή» (αίτηση ακυρώσεως: ΣΕ 3193/2000 Ολομ.) των εφεσιβλήτων και ακυρώθηκε η απόφαση 5456/98/30.8.2000 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής. Με την τελευταία αυτή απόφαση διετάχθη η κατεδάφιση αυθαίρετων κτισμάτων και κατασκευών που φέρονται ότι ανήγειραν οι εφεσίβλητοι σε δασική και αναδασωτέα έκταση 785 τ.μ., στη θέση «Αγριλέζα» του Δήμου Λαυρίου. 2. Επειδή, η υπόθεση παραπέμφθηκε στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος με την απόφαση 1935/2008 της πενταμελούς συνθέσεως. 3. Επειδή, κατά την έναρξη της διασκέψεως επί της υποθέσεως ο εισηγητής εξέθεσε ότι με το από 21.10.2008 υπόμνημά τους, το οποίο κατατέθηκε μετά την επ` ακροατηρίου συζήτηση, εντός σχετικής προθεσμίας που χορήγησε ο Πρόεδρος, οι εφεσίβλητοι προβάλλουν ότι η συμμετοχή στην επταμελή σύνθεση των Συμβούλων Α. Θεοφιλοπούλου και Αικ. Σακελλαροπούλου και του εισηγητή, Παρέδρου Θ. Αραβάνη, οι οποίοι μετείχαν και στην πενταμελή σύνθεση του Τμήματος και εξέφρασαν άποψη επί της ουσίας της υποθέσεως, η οποία αποτυπώθηκε στην παραπεμπτική απόφαση, δεν διασφαλίζει την απαιτούμενη από το άρθρο 6 παράγρ. 1 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 56/1974, Α` 256) αντικειμενική αμεροληψία του Δικαστηρίου. Κατόπιν αποχωρήσεως των ανωτέρω δικαστών και αντικαταστάσεώς τους από τους Συμβούλους Χρ. Ράμμο και Μαργ. Γκορτζολίδου και τον Πάρεδρο Χρ. Ντουχάνη, το Τμήμα, με την υπ` αριθ. 8Α/2010 παρεμπίπτουσα απόφαση, έκρινε, για τους λόγους που εκτίθενται στην απόφαση αυτή, ότι η συμμετοχή των ανωτέρω δικαστών στην πενταμελή σύνθεση δεν αποτελεί κώλυμα συμμετοχής τους στην επταμελή σύνθεση ούτε δημιουργεί υπόνοια μεροληψίας και, ως εκ τούτου, δεν αντίκειται στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, ούτε σε άλλη διάταξη αυξημένης τυπικής ισχύος. Κατόπιν τούτου, επανήλθαν στη σύνθεση οι Σύμβουλοι Α. Θεοφιλοπούλου και Αικ. Σακελλαροπούλου και ο Πάρεδρος Θ. Αραβάνης προκειμένου το Τμήμα να συνεχίσει τη διάσκεψη επί της κρινόμενης εφέσεως. 4. Επειδή, το άρθρο 71 του ν. 998/1979 (Α` 289), όπως αντικαταστάθηκε με την παράγρ. 1 του άρθρου 46 του ν. 2145/1993 (Α` 88), ορίζει τα εξής: «1. Εργολάβοι, υπεργολάβοι, κατασκευαστές, οι εντολείς τους και κάθε τρίτος που επιχειρεί άνευ δικαιώματος η καθ` υπέρβαση των υπό του παρόντος νόμου προβλεπομένων εξαιρέσεων, την ανέγερση οιουδήποτε κτίσματος ή κατασκευάσματος, οριστικής ή προσωρινής μορφής, ή πραγματοποιεί οιασδήποτε φύσεως εγκατάσταση εντός δάσους ή δασικής εκτάσεως, δημόσιας ή ιδιωτικής, τιμωρούνται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. 2. Κατά των παραβατών της προηγουμένης παραγράφου επιβάλλεται υποχρεωτικώς δήμευσις των προϊόντων των ως άνω αξιοποίνων πράξεων ως και των αντικειμένων, τα οποία εχρησίμευσαν ή ήσαν προορισμένα προς τέλεσιν αυτών. Η δασική αρχή διατάσσει, και εν αρνήσει του υποχρέου, εκτελεί άνευ ετέρας διατυπώσεως την κατεδάφισιν των κτισμάτων». Εξ άλλου, το άρθρο 114 του ν. 1892/1990 (Α` 101), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, όριζε τα εξής: «1. Απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών, κτισμάτων και πάσης φύσεως εγκαταστάσεων εντός δημοσίων ή ιδιωτικών δασών ή δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαϊά, εξαιρέσει των υπό του άρθρου 45 του Ν. 998/1979 προβλεπομένων περιπτώσεων ... 2. Ανεγερθείσες ή ανεγειρόμενες οικοδομές, κτίσματα και πάσης φύσεως εγκαταστάσεις στις ανωτέρω εκτάσεις κατεδαφίζονται υποχρεωτικά κατόπιν αποφάσεως του οικείου νομάρχη από την τεχνική υπηρεσία της νομαρχίας με την συνδρομή της δασικής υπηρεσίας. 3 (όπως η παράγρ. αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 45 παράγρ. 1 του ν. 2145/1993). Η απόφαση περί κατεδαφίσεως εκδίδεται μετά από κλήτευση προ δύο (2) τουλάχιστον εργασίμων ημερών, του φερομένου ως κυρίου ή νομέα ή κατόχου ή του εργολάβου της οικοδομής, του κτίσματος ή της εγκαταστάσεως. Η κλήτευση αυτή ενεργείται κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας … Κατά της αποφάσεως του νομάρχη περί κατεδαφίσεως επιτρέπεται προσφυγή ενώπιον του προέδρου του διοικητικού πρωτοδικείου της τοποθεσίας του ακινήτου, εντός πέντε (5) ημερών από την κοινοποίησή της στον προσφεύγοντα ή από την τοιχοκόλλησή της στον προσφεύγοντα ή από την τοιχοκόλλησή της στο κτίσμα … 6. Οι προηγούμενες παράγραφοι 2 έως και 5 εφαρμόζονται αναλόγως και για περιπτώσεις κατεδαφίσεως κτιρίων ή εγκαταστάσεων που προβλέπονται στην παρ. 2 του άρθρου 71 του ν. 998/1979». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η προβλεπόμενη σ` αυτές κατεδάφιση πάσης φύσεως κτισμάτων ή εγκαταστάσεων που έχουν ανεγερθεί ή ανεγείρονται κατά παράβαση των ορισμών τους σε δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις αφορά κτίσματα ή εγκαταστάσεις οποτεδήποτε ανεγερθέντα, δηλ. τόσο κτίσματα ανεγερθέντα υπό το κράτος ισχύος του ν. 1892/1990 ή του ν. 998/1979, όσο και κτίσματα ανεγερθέντα προ της ισχύος του ν. 998/1979, είναι δε περαιτέρω αδιάφορο το πρόσωπο του ανεγείραντος το αυθαίρετο κτίσμα. Προϋπόθεση για τη νομιμότητα διαταγής κατεδαφίσεως αυθαίρετου κτίσματος είναι, μεταξύ άλλων, η διαπίστωση της ανεγέρσεώς του εντός δάσους ή δασικής ή αναδασωτέας εκτάσεως. Η σχετική κρίση της Διοικήσεως πρέπει, εν όψει των συνεπειών της, να είναι πλήρως αιτιολογημένη, η αιτιολογία δε αυτή μπορεί να προκύπτει και από τα στοιχεία του φακέλου (ΣΕ 1294/05, 171/03 κ.ά.). 5. Επειδή, εξ άλλου, ο α.ν. 857/1937 «Περί παραχωρήσεως δημοσίων και κοινοτικών δασικών εκτάσεων δια σκοπούς γεωργικούς και δενδροκομικής εκμεταλλεύσεως» (Α` 367), όπως είχε τροποποιηθεί με το ν.δ. 2501/1953 (Α` 200) και ίσχυε μέχρι την κατάργησή του με το άρθρο 317 περ. 19 του ν.δ. 86/1969 (Α` 7), όριζε στο άρθρο 1 τα εξής: «1. Δημόσιαι δασικαί εκτάσεις, είτε δασών είτε μερικώς δασοσκεπείς είτε και χορτολιβαδίων πληρούσαι τους κατά την επομένην παράγραφον όρους δύνανται να παραχωρηθώσι κατά κυριότητα εις φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου δι` αποφάσεως της οικείας αρχής. ... Αι παραχωρούμεναι εκτάσεις περιέρχονται εκ νέου και άνευ άλλης τινός διατυπώσεως υπό την διαχείρισιν του Υπουργείου Γεωργίας, άμα ως ήθελεν εκλείψει ο σκοπός δι` ον παρεχωρήθησαν. 2. Δημόσιαι εκτάσεις δυνάμεναι να παραχωρηθώσι κατά την προηγουμένην παράγραφον του άρθρου τούτου είναι αι μη προστατευτέαι και μη έχουσαι σπουδαίαν σημασίαν από δασοπονικής απόψεως, ειδικώτερον δε α) αι κατάλληλοι δια μόνιμον γεωργικήν ή δενδροκομικήν εκμετάλλευσιν …». Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 9 του ίδιου νομοθετήματος: «1. Καταβληθείσης υπό του άνευ δημοπρασίας αγοραστού … της πρώτης δόσεως της τιμής της αγορασθείσης υπ` αυτού εκτάσεως και υπογραφεισών υπ` αυτού των ομολογιών δια τας υπολοίπους δόσεις, εκδίδεται επ’ ονόματι τούτου προσωρινός τίτλος, δυνάμει του οποίου ο αγοραστής εγκαθίσταται εις την νομήν της αγορασθείσης εκτάσεως, επιφυλασσομένης της κυριότητος εις το δημόσιον. 2. Μόνον μετά την ολοσχερή εξόφλησιν του χρέους του αγοραστού αποκτά ούτος και την κυριότητα της αγορασθείσης εκτάσεως, εκδιδομένου επ` ονόματι αυτού του οριστικού τίτλου». Το άρθρο 10 του ίδιου α.ν. στην παράγρ. 1 ορίζει ότι «Εάν η παραχώρησις γίνεται προς τον σκοπόν γεωργικής ή δενδροκομικής εκμεταλλεύσεως δεν εκδίδεται υπέρ του άνευ δημοπρασίας αγοραστού ... οριστικός τίτλος, αλλά μόνον προσωρινός τοιούτος, έστω και αν κατεβλήθη παρ` αυτού ολόκληρον το τίμημα ...» στην δε παράγρ. 2 ότι: «Ο οριστικός τίτλος εκδίδεται ου μόνον μετά την ολοσχερή εξόφλησιν του χρέους του αγοραστού, αλλά και αφού προηγουμένως βεβαιωθή δι` εκθέσεως του αρμοδίου δασάρχου, ότι επραγματοποιήθη η εκχέρσωσις και γεωργική καλλιέργεια …». Εξ άλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 11: «Ο εις ον παρεχωρήθη δημοσία δασική έκτασις προς τον σκοπόν της γεωργικής ή δενδροκομικής αυτής εκμεταλλεύσεως υποχρεούται, όπως ενεργήση την εκχέρσωσιν και γεωργικήν καλλιέργειαν ή τον εμβολιασμόν των άγριων δένδρων ή την φύτευσιν ημέρων καρποφόρων ή οπωροφόρων τοιούτων … εντός τριών ετών αφ` ης εκδοθή υπέρ αυτού ο προσωρινός τίτλος ...», ενώ κατά την παράγρ. 2 του αυτού άρθρου: «Εάν, παρελθούσης της ανωτέρω προθεσμίας πιστοποιηθή δι` εκθέσεως του αρμοδίου δασάρχου, ότι ο εις όν εγένετο η παραχώρησις δεν ενήργησε την εκχέρσωσιν και την γεωργικήν καλλιέργειαν ή τον εμβολιασμόν ή την φύτευσιν κηρύσσεται δι` αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας ... έκπτωτος παντός δικαιώματος επί της παραχωρηθείσης αυτώ εκτάσεως και αποβάλλεται διοικητικώς της νομής αυτής, μη δικαιούμενος εις αποζημίωσιν ...». Τέλος, στην παράγραφο 2 του άρθρου 13 ορίζονται τα εξής: «Δύναται ο εις όν παρεχωρήθη δασική έκτασις κατά τας διατάξεις του παρόντος νόμου να μεταβιβάση τα δικαιώματά του εις άλλον. Εν τοιαύτη, όμως, περιπτώσει ευθύνεται αλληλεγγύως μετ` αυτού δια την εκπλήρωσιν των υποχρεώσεών του». Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, δημόσιες δασικές εκτάσεις, των οποίων η αξία δεν ήταν σπουδαία από δασοπονική άποψη, επιτρεπόταν να παραχωρηθούν κατά κυριότητα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου εφ` όσον ήταν κατάλληλες για μόνιμη καλλιέργεια ή δενδροκομική εκμετάλλευση. Η παραχώρηση αυτή αποβλέπει στην εκμετάλλευση των εν λόγω εκτάσεων για τον ανωτέρω σκοπό δημοσίου συμφέροντος που κρίθηκε από το νομοθέτη επωφελέστερος για την εθνική οικονομία και τελεί πάντοτε, ασχέτως, δηλαδή, από την έκδοση οριστικού παραχωρητηρίου ή την παρέλευση μακρού χρόνου, υπό την προϋπόθεση ότι διατηρείται η γεωργοδενδροκομική καλλιέργεια (ΣΕ 3937/06, 2051/03). Ητοι με την παραχώρηση της εκτάσεως προς τον ανωτέρω σκοπό δεν αποχαρακτηρίζεται η παραχωρούμενη δασική έκταση, αλλά απλώς επιτρέπεται η χρησιμοποίησή της για μόνιμη γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση, αποκλείεται δε η περαιτέρω αλλαγή της χρήσεως της παραχωρηθείσας εκτάσεως σε οικιστική ή άλλη (πρβλ. ΣΕ 1661/05, 2077/04). Επομένως, αν η προϋπόθεση αυτή δεν συνέτρεχε κατά την έκδοση του οριστικού παραχωρητηρίου, ή αν εκλείψει μεταγενεστέρως, λόγω πράξεων ή παραλείψεων του παραχωρησιούχου ή των διαδόχων του, αφ` ενός η παραχώρηση υπόκειται σε άρση με διοικητική πράξη, που εκδίδεται μόλις διαπιστωθεί η έλλειψη ή η απώλεια της προϋποθέσεως αυτής (ΣΕ 3937/06, 2051/03, 1592/87) και αφ` ετέρου εφαρμόζονται επί της εκτάσεως οι διατάξεις της δασικής εν γένει νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990, όπως εκάστοτε ισχύουν (πρβλ. ΣΕ 1661/05, 2078/04, ΣΕ 566/79). 6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Με την απόφαση 85168/16.11.1922 του Υπουργού Γεωργίας (Β` 70) χαρακτηρίσθηκαν ως αναδασωτέες διάφορες εκτάσεις της Αττικής, μεταξύ των οποίων «ολόκληρο το σύμπλεγμα των δασών της Λαυρεωτικής ... εξαιρέσει των εντός της περιοχής ταύτης, δυνάμει παραχωρητηρίων του Δημοσίου, κατεχομένων εκτάσεων, των εγκαταστάσεων και συνοικισμών Πλάκας, Καμαρίζης και Κυπριανού» και ορισμένων εκτάσεων που είχαν επιδικασθεί δικαστικώς στην Κοινότητα Κερατέας. Η απόφαση αυτή τροποποιήθηκε και διευκρινίσθηκε με την απόφαση 173/22.1.1985 της Νομάρχου Ανατολικής Αττικής (Δ` 45), η οποία εκδόθηκε κατ` επίκληση των άρθρων 38 και 41 παρ. 1 του ν. 998/1979, επειδή διαπιστώθηκε ασάφεια ως προς τις κηρυχθείσες ως αναδασωτέες και μη εκτάσεις, η οποία οδήγησε σε πλημμελή εφαρμογή της αποφάσεως του 1922. Οπως προκύπτει από το συνημμένο στην ίδια απόφαση διάγραμμα, με την απόφαση αυτή περιορίσθηκαν τα όρια της αναδασωτέας εκτάσεως ώστε να συμπίπτουν με τα όρια του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου, ο οποίος είχε ιδρυθεί εν τω μεταξύ με το άρθρο 17 του ν.δ. 996/1971 (Α` 192) στην περιοχή της Λαυρεωτικής και του οποίου ο πυρήνας και η περιφερειακή ζώνη καθορίσθηκαν με το β.δ. 182/1974 (Α` 80). Η επίδικη έκταση των 785 τ.μ. αποτελεί τμήμα μείζονος εκτάσεως 2.000 τ.μ. που είχε παραχωρηθεί στον ........ «προς μόνιμον γεωργικήν καλλιέργειαν» με τον υπ` αριθ. 7/1955 (αριθ. πρωτοκόλλου 197) οριστικό τίτλο κυριότητας του Δασάρχη Λαυρίου, βάσει των διατάξεων του α.ν. 857/1937, φέρεται δε ότι περιήλθε στην δεύτερη των εφεσιβλήτων κατά ένα τμήμα 310 τ.μ με αγορά, δυνάμει του 3992/8.8.1981 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Λαυρίου Π. Κιούση, κατά δε το υπόλοιπο μέρος με άτυπη συμφωνία με τον .......... Με το υπ` αριθ. 135/1.12.1983 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής του Δασαρχείου Λαυρίου ο ....., η νυν εφεσίβλητος και τρίτο πρόσωπο απεβλήθησαν από το προαναφερθέν τμήμα των 310 τ.μ., με την αιτιολογία ότι κατέλαβαν και εκχέρσωσαν αυθαίρετα την έκταση αυτή, η οποία περιγράφεται ως δημόσια δασική έκταση, εμπίπτουσα στην απόφαση περί αναδασώσεως του 1922 και στην περιφερειακή ζώνη του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου. Το ανωτέρω πρωτόκολλο ακυρώθηκε, κατόπιν ανακοπής της εφεσιβλήτου, με την απόφαση 143/1984 του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση 3237/1987 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Ακολούθως, με την από 17.8.1998 αίτησή της προς το Δασαρχείο Λαυρίου, η δεύτερη των εφεσιβλήτων ζήτησε τον χαρακτηρισμό της εκτάσεως των 785 τ.μ. κατ` άρθρο 14 του ν. 998/ 1979. Επί της αιτήσεως αυτής εκδόθηκε η απόφαση 3205/18.9.1998 του Δασάρχη Λαυρίου, με την οποία η επίδικη έκταση των 785 τ.μ. χαρακτηρίσθηκε ως δασική έκταση των παραγρ. 2 και 5 του άρθρου 3 του ν. 998/ 1979 και ως εμπίπτουσα στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου. Εξ άλλου, στην από 4.11.1998 έκθεση αυτοψίας των δασοπόνων του Δασονομείου Λαυρίου .......... και ..........., η οποία συντάχθηκε κατόπιν αυτοψίας που πραγματοποίησε ο πρώτος στις 3.11. 1998, αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η επίδικη έκταση των 785 τ.μ. αποτελείται από δύο τμήματα, εμβαδού 466,50 τ.μ. και 318,50 τ.μ., αντιστοίχως, τα οποία «… εμπίπτουν στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού Σουνίου όπου απαγορεύεται η εγκατάσταση οικισμών, οικιών, αγροικιών, παραπηγμάτων και η κατασκευή παντός εν γένει έργου, εξαιρέσει των απαραιτήτων για την προστασία του Εθνικού Δρυμού (…) σύμφωνα με τις δ/ξεις του άρθρου 80 του Ν.Δ. 86/1969 ως αντικατεστάθη δι` άρθρου 6 Ν.Δ. 996/1971 (...) και είναι κηρυγμένη αναδασωτέα για λόγους υγιεινής και εξωραϊσμού του τοπίου με την αριθ. 173/22.1.1985 απόφαση του Νομάρχη Ανατ. Αττικής», ότι το τμήμα των 318,5 τ.μ. της επίδικης εκτάσεως εμφανίζεται ως καλυπτόμενο με δασική βλάστηση αειφύλλων - πλατυφύλλων στις αεροφωτογραφίες των ετών 1945, 1973 και 1978, ως εκχερσωμένο χωρίς καμία κατασκευή το 1980 και ως εκχερσωμένο "με σπίτι" στις α/φ των ετών 1984 και 1994, ενώ το τμήμα των 466,5 τ.μ. καλύπτεται με όμοιας μορφής δασική βλάστηση κατά τις α/φ των ετών 1945, 1973 και 1984 και ως εκχερσωμένο με μικροκατασκευές το 1994, και ότι οι εφεσίβλητοι αποψίλωσαν σταδιακά την επίδικη έκταση και ανήγειραν αυθαίρετα εντός αυτής α) διώροφη οικία διαστάσεων 9,6 X 8,9 μ. με ημιυπόγειο, δύο βεράντες και κεραμοσκεπή, β) δύο αποθήκες από τσιμεντόλιθους, σκεπασμένες με πλάκα από μπετόν, διαστάσεων 4,0 X 2,5 X 2,7 μ. εκάστη, γ) μανδρότοιχο από τσιμεντόλιθους, συνολικού μήκους 118,0 μ. και μέσου ύψους 2,0 μ., δ) σιδερένια πόρτα, πλάτους 3,5 μ., ε) σιδερένια κρεβατίνα, διαστάσεων 9,0 X 6,0 μ. και στ) παρτέρια από μπετόν, φύτεψαν δε εντός της εκτάσεως οπωροφόρα δένδρα και άλλα κηπευτικά. Εν όψει τούτου, με το έγγραφο 4132/16.11.1998 του Δασάρχη Λαυρίου οι εφεσίβλητοι εκλήθησαν να απομακρύνουν τις αυθαίρετες κατασκευές, δεδομένου δε ότι δεν συμμορφώθηκαν εκδόθηκε, κατόπιν της υπ` αριθ. 4517/14.12.1998 προτάσεως του αυτού Δασάρχη, η προσβληθείσα ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου απόφαση 5456/98/30.8.2000 του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, με την οποία αποφασίσθηκε η κατεδάφιση των αυθαίρετων κατασκευών. Η πράξη αυτή ακυρώθηκε με την εκκαλούμενη απόφαση, με την αιτιολογία ότι, εφ` όσον η επίδικη έκταση εμπίπτει στην έκταση που παραχωρήθηκε με τον υπ` αριθ. 197/1955 οριστικό τίτλο στον ........ βάσει των διατάξεων του α.ν. 857/1937, εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις του ν.δ. αυτού, οι οποίες προβλέπουν «διαφορετική διαδικασία και συνέπειες» από αυτές των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990, και ως εκ τούτου κλονίζεται η αιτιολογία της προσβληθείσας πράξεως, εν όψει και των αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων (143/1984 του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, επικυρωθείσα με την απόφαση 3237/1987 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, και 93/1999 του ίδιου Ειρηνοδικείου) με τις οποίες ακυρώθηκαν τα υπ` αριθ. 135/1983 και 105/1998 πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής. 7. Επειδή, με το ανωτέρω περιεχόμενο η εκκαλούμενη απόφαση δεν αιτιολογείται νομίμως. Και τούτο διότι, εφ` όσον η παραχωρηθείσα δασική έκταση δεν χρησιμοποιήθηκε ή, πάντως, έπαυσε να χρησιμοποιείται για γεωργική ή δενδροκομική εκμετάλλευση, κατά παράβαση ρητού όρου της παραχωρήσεως, εφαρμοστέες εν προκειμένω ήσαν οι διατάξεις της δασικής νομοθεσίας, μεταξύ των οποίων και οι διατάξεις για την κατεδάφιση αυθαίρετων κατασκευών εντός δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων, ανεξαρτήτως αν ανακλήθηκε προηγουμένως η παραχώρηση (πρβλ. ΣΕ 1661/05, 2078/04). Αβασίμως επομένως προβάλλεται με το από 24.10. 2007 υπόμνημα των εφεσιβλήτων, προς αντίκρουση του σχετικού λόγου εφέσεως, ότι δεν έχει σημασία η χρήση του παραχωρηθέντος μετά την παραχώρηση, ότι το ισχυρό ή μη του τίτλου (παραχωρητηρίου) επηρεάζει μόνο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της επίδικης εκτάσεως και ότι το παραχωρητήριο δεν είχε ανακληθεί πριν την έκδοση της προσβληθείσας πράξεως. Περαιτέρω, δεν ασκούν επιρροή εν προκειμένω και δεν δέσμευαν τον Γ.Γ.Π. οι προαναφερθείσες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων, διότι, όπως έχει κριθεί, οι αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που επιλύουν αμφισβητήσεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς δασών ή δασικών εκτάσεων, κρίνουν με δύναμη δεδικασμένου την ύπαρξη ή μη ιδιωτικών δικαιωμάτων σε τέτοιες εκτάσεις και δεν συνεπάγονται δέσμευση ως προς τον χαρακτηρισμό τους ως δασικών ή μη, ούτε ασκούν επιρροή στη νομιμότητα των σχετικών διοικητικών πράξεων, εκτός αν βεβαιώνουν την ύπαρξη ή μη πραγματικών περιστατικών ικανών να κλονίσουν το αιτιολογικό έρεισμα της διοικητικής κρίσης (ΣΕ 3567/08, 2601/00, 255/97 κ.ά.). Στην προκειμένη περίπτωση δε, με την απόφαση 143/1984 του Ειρηνοδικείου Λαυρίου, περί ακυρώσεως του 135/1983 πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής από το τμήμα των 310 τ.μ., η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση 3237/87 του Μονομ. Πρωτοδικείου Αθηνών, κρίθηκε απλώς ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν έχει δικαίωμα κυριότητας επί της ανωτέρω εκτάσεως λόγω της υπάρξεως του παραχωρητηρίου του έτους 1955, ενώ με την απόφαση 93/1999 του Ειρηνοδικείου Λαυρίου ακυρώθηκε το 15/1998 πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής από τμήμα 466,50 τ.μ. της επίδικης εκτάσεως επειδή ο μάρτυρας του Δημοσίου δεν προσδιόρισε επακριβώς στο έδαφος την παραχωρηθείσα έκταση και δεν είχε συνταχθεί και αναρτηθεί οριστικός κτηματογραφικός πίνακας της περιοχής, χωρίς να προκύπτουν από τις αποφάσεις αυτές πραγματικά περιστατικά, συναπτόμενα με την εφαρμογή των κρίσιμων στην παρούσα υπόθεση διατάξεων, τα οποία να ασκούν επιρροή στην κρινόμενη υπόθεση. 8. Επειδή, επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση του Δημοσίου για τον ανωτέρω βασίμως προβαλλόμενο λόγο, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να εκδικασθεί η αίτηση ακυρώσεως, κατ` άρθρο 64 του π.δ. 18/1989 (Α` 8). 9. Επειδή, στα άρθρα 78, 79 και 80 του ν.δ. 86/1969 "Δασικός Κώδιξ" (Α` 7), όπως τα άρθρα αυτά αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, με τα άρθρα 3, 5 και 6 του ν.δ. 996/1971 και εξακολουθούν να ισχύουν κατ` άρθ. 79 παρ. 1 περίπτ. α του ν. 998/1979 (ΣΕ 4685/96), ορίζονται τα εξής: «Αρθρον 78. 1. α) Δια β.δ/τος εκδιδομένου επί τη προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά γνώμην του Τεχνικού Συμβουλίου Δασών, δύναται να κηρύσσονται ως εθνικοί δρυμοί δασικαί περιοχαί, αι οποίαι παρουσιάζουν ιδιαίτερον ενδιαφέρον εξ επόψεως διατηρήσεως της αγρίας χλωρίδος και πανίδος, των γεωμορφικών σχηματισμών, του υπεδάφους, της ατμοσφαίρας, των υδάτων και γενικώς του φυσικού περιβάλλοντός των και των οποίων κρίνεται επιβεβλημένη η προστασία, η διατήρησις και η βελτίωσις της συνθέσεως, της μορφής και των φυσικών καλλονών των, δι` αισθητικήν, ψυχικήν και υγιεινήν απόλαυσιν και ανάπτυξιν του τουρισμού, ως και την διενέργειαν πάσης φύσεως επιστημονικών ερευνών. β) Δια του αυτού Β/Δτος, καθορίζονται ωσαύτως η περιφέρεια και η έκτασις εκάστου εθνικού δρυμού, ως και τα όρια αυτού. γ) ..., 2. … Αρθρον 79. 1. Εκαστος εθνικός δρυμός αποτελείται: α) Από τον πυρήνα αυτού ή τον καθ` εαυτό εθνικόν δρυμόν, απολύτου προστασίας, εκτάσεως ουχί ελάσσονος των 1.500 εκταρίων ... β) Από την περί τον πυρήνα ζώνην (περιφερειακήν ζώνην), αναλόγου εκτάσεως, τουλάχιστον ίσης προς τον πυρήνα, η εκμετάλλευσις της οποίας οργανούται κατά τρόπον συμβάλλοντα εις την εκπλήρωσιν των υπό του πυρήνος του εθνικού δρυμού επιδιωκομένων σκοπών. 2. ..., Αρθρον 80. 1. Προς εκπλήρωσιν των σκοπών δια τους οποίους ήδη έχουν συσταθή ή ήθελον συσταθή οι εθνικοί δρυμοί ... απαγορεύεται, επί ποινή απολύτου ακυρότητος, η εντός του πυρήνος του εθνικού δρυμού ... πάσης μορφής παραχώρησις προς φυσικά ή νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, ως και εις δημοσίας υπηρεσίας, προς επιδίωξιν οιουδήποτε ετέρου σκοπού. 2. Απαγορεύεται, ωσαύτως, εντός του πυρήνος των εθνικών δρυμών ...: α) ..., β) ..., ... ε) Η εγκατάστασις οικισμών, οικιών, αγροικιών, παραπηγμάτων και η κατασκευή παντός εν γένει έργου, εξαιρέσει των απαραιτήτων δια την προστασίαν και λειτουργίαν του εθνικού δρυμού ή των διατηρητέων μνημείων της φύσεως έργων, ως η κατασκευή δασικών κτιρίων, τοιούτων δι` εγκατάστασιν δασικών επιστημονικών εργαστηρίων, οδικού δικτύου, η διάνοιξις αντιπυρικών ζωνών, η πραγματοποίησις υλωρικών και λοιπών προστατευτικών έργων, ...». Περαιτέρω, ο ν. 1650/1986 (Α` 160) στο άρθρο 31 παράγρ. 9 ορίζει ότι «Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, ό,τι έχει κηρυχθεί και προστατεύεται ως "εθνικός δρυμός", "αισθητικό δάσος" και ως "διατηρητέο μνημείο" της φύσης" σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 78 του Ν.Δ. 86/1969 "Δασικός Κώδιξ" (ΦΕΚ 7), όπως αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του άρθρου 3 του Ν.Δ. 996/1971 ..., εντάσσεται με π.δ/γμα ... στις κατηγορίες του άρθρου 18 παρ. 3 σύμφωνα με τα κριτήρια του άρθρου 19. Με το ίδιο ή με όμοιο π.δ/γμα καθορίζονται ή υιοθετούνται οι αναγκαίοι για την προστασία του γενικοί όροι, περιορισμοί και απαγορεύσεις καθώς και οι λοιπές ρυθμίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 21 παρ. 2», στην δε παράγρ. 10 ορίζει ότι «10. Εως ότου εκδοθεί το π.δ./γμα της προηγουμένης παρ. 9 και οι οικείοι κανονισμοί λειτουργίας ή κανονισμοί λειτουργίας και διαχείρισης που προβλέπονται στο άρθρο 18 παρ. 5, τα αντικείμενα προστασίας της παρ. 9 εξακολουθούν να διέπονται από τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 6 του Ν.Δ. 996/1971, ή του Ν. 1469/1950 κατά περίπτωση». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, ερμηνευομένων υπό το φως του άρθρου 24 παράγρ. 1 του Συντάγματος, προκύπτει ότι δάση και δασικές εκτάσεις που χαρακτηρίσθηκαν ως εθνικοί δρυμοί σύμφωνα με το άρθρο 78 του ν.δ. 86/1969 υπάγονται σε καθεστώς αυξημένης προστασίας, η οποία διατηρήθηκε και ενισχύθηκε υπό το καθεστώς του ν. 998/1979 (βλ. άρθρα 4 παρ. 1 περ. α, 48 παρ. 1, 51 παρ. 2, 60 παρ. 2, 67 παρ. 4 αυτού) και του ν. 1650/1986 (πρβλ. ΣΕ 4446/05, 572/99, 3557/94). Η προστασία αυτή, προκειμένου περί του πυρήνα του εθνικού δρυμού, είναι απόλυτη και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, απαγόρευση δημιουργίας οικισμών, οικιών, παραπηγμάτων και λοιπών κτισμάτων, πλην των κτισμάτων που είναι απαραίτητα για τη λειτουργία του δρυμού (άρθ. 80 παρ. 2 περ. ε` του ν.δ. 86/1969, όπως ισχύει). 10. Επειδή, εξ άλλου, στο άρθρο 3 του ν. 998/1979, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο εκδόσεως της ανωτέρω πράξεως κηρύξεως ως κατεδαφιστέων των επίμαχων κτισμάτων, δίδεται ο ορισμός του δάσους (παρ. 1) και της δασικής εκτάσεως (παρ. 2), στην παράγρ. 5 ορίζεται ότι «Εις τας διατάξεις του παρόντος νόμου υπάγονται και αι εκτάσεις εκείναι αι οποίαι κηρύσσονται ή έχουν κηρυχθεί διά πράξεως της αρμοδίας διοικητικής αρχής ως δασωτέαι ή αναδασωτέαι», στην δε παράγρ. 6 ότι δεν υπάγονται στον νόμο αυτό, μεταξύ των άλλων, «α) Αι γεωργικώς καλλιεργούμεναι εκτάσεις, β) ..., γ) ..., ε) Αι περιοχαί δια τας οποίας υφίστανται εγκεκριμένα έγκυρα σχέδια πόλεως ή καταλαμβάνονται υπό οικισμών προϋφισταμένων του έτους 1923 ή πρόκειται περί οικοδομησίμων εκτάσεων των οικιστικών περιοχών του Ν. 947/79». Περαιτέρω, το άρθρο 37 του ίδιου νόμου ορίζει στην παράγρ. 1 ότι: «1. Ως αναδάσωσις νοείται η αναδημιουργία της καθ` οιονδήποτε τρόπον καταστραφείσης ή σημαντικώς αραιωθείσης ή άλλως πως υποβαθμισθείσης δασικής βλαστήσεως ...», στην δε παράγρ. 2 ότι «2. Εν τη εννοία της «αναδασώσεως» περιλαμβάνεται και η το πρώτον ενεργουμένη δια σποράς ή φυτεύσεως δασικών φυτών δάσωσις ασκεπών εκτάσεων, αι οποίαι δεν έχουν ουδέ είχον εις το παρελθόν τον χαρακτήρα δάσους ή δασικής εκτάσεως». Κατά το άρθρο 38 παρ. 1 του ίδιου νόμου «1. Κηρύσσονται υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ην ευρίσκονται, εφ` όσον ταύτα καταστρέφονται ή αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών ... 2. ...», κατά δε την παράγρ. 3 αυτού «3. Δύναται να κηρυχθούν ως αναδασωτέαι εκτάσεις, εκτός των εις τας προηγουμένας παραγράφους του παρόντος άρθρου οριζομένων, εφ` όσον τούτο επιβάλλεται: α) Εκ λόγων υγιεινής ή εξωραϊσμού του τοπίου. β) Προς συμπλήρωσιν ή ενοποίησιν δασών ή δασικών εκτάσεων, γ) ...», ενώ κατά το άρθρο 41 παρ. 1 του αυτού νόμου, «η κήρυξις εκτάσεων ως αναδασωτέων ενεργείται δι` αποφάσεως του οικείου νομάρχου, καθοριζούσης σαφώς τα όρια της εκτάσεως, η οποία κηρύσσεται αναδασωτέα, και συνοδευομένης υποχρεωτικώς υπό σχεδιαγράμματος, το οποίον δημοσιεύεται εν φωτοσμικρύνσει μετά της αποφάσεως εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Εξ άλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 14 παρ. 1 έως 3 του αυτού ν. 998/1979 προβλέπεται προσωρινή, μέχρι να καταρτισθεί δασολόγιο, διαδικασία χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δασικής ή μη με απόφαση του αρμόδιου δασάρχη, η οποία υπόκειται σε προσβολή ενώπιον των αρμόδιων επιτροπών επιλύσεως δασικών αμφισβητήσεων κατά την θεσπιζόμενη από το νόμο σχετική ενδικοφανή διαδικασία. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η διαδικασία κηρύξεως εκτάσεως ως αναδασωτέας και η διαδικασία χαρακτηρισμού εκτάσεως ως δάσους ή δασικής εκτάσεως είναι διακεκριμένες μεταξύ τους. Ειδικότερα, η κήρυξη εκτάσεως ως αναδασωτέας επιβάλλεται ή επιτρέπεται, κατά τις διακρίσεις του άρθρου 38 του ν. 998/1979, προκειμένου η συγκεκριμένη έκταση να ανακτήσει τον χαρακτήρα της ως δάσους ή δασικής εκτάσεως, τον οποίο απώλεσε για έναν από τους λόγους που μνημονεύονται στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος (παράγρ. 1 του άρθ. 38), ή να αποκτήσει δασική βλάστηση για προστατευτικούς λόγους («δάσωση», παράγρ. 3 του άρθ. 38). Η διαδικασία αυτή διακρίνεται σαφώς από την προβλεπόμενη στο άρθρο 14 του ίδιου νόμου διαδικασία χαρακτηρισμού ορισμένης εκτάσεως (άρθρο 14 ν. 998/1979), κατά την οποία το αρμόδιο όργανο προβαίνει, και μάλιστα προσωρινά, μέχρι να καταρτισθεί δασολόγιο, στην έγκυρη διαπίστωση αν μία έκταση αποτελεί ή όχι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αρμοδιότητάς του, δασικό οικοσύστημα προκειμένου να παρασχεθεί η κατά το Σύνταγμα οφειλόμενη στην έκταση αυτή προστασία. Τούτων παρέπεται ότι αν ο δασάρχης, ασκώντας την κατά το άρθρο 14 του ν. 998/1979 αρμοδιότητά του, διαπιστώσει ότι μια έκταση, η οποία είχε κατά το παρελθόν δασικό χαρακτήρα, τον έχει απολέσει για λόγο αναγόμενο στο άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος και στο άρθρο 38 παρ. 1 του ν. 998/1979, οφείλει να απόσχει του χαρακτηρισμού και να παραπέμψει την υπόθεση στον αρμόδιο για την κήρυξη αυτής ως αναδασωτέας γενικό γραμματέα περιφέρειας, σύμφωνα με το άρθρο 41 παρ. 3 του ν. 998/1979. Αντιθέτως, εάν έχει προηγηθεί η κήρυξη εκτάσεως ως αναδασωτέας, δεν υπάρχει πλέον έδαφος χαρακτηρισμού της εκτάσεως ως δασικής ή μη, αλλά στην περίπτωση αυτή, τα όργανα του άρθρου 14 του ν. 998/1979, δεσμευόμενα από την πράξη αναδασώσεως, η οποία δεν ελέγχεται παρεμπιπτόντως, οφείλουν είτε να απόσχουν από την έκδοση πράξεως χαρακτηρισμού, είτε να περιορισθούν απλώς στη διαπίστωση ότι η συγκεκριμένη έκταση έχει κηρυχθεί αναδασωτέα και ως εκ του λόγου αυτού αποτελεί δασική έκταση (ΣΕ 3448/07 7μ., 838/02 7μ.). 11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, όπως εκτέθηκε ήδη, οι επίμαχες κατασκευές ανεγέρθηκαν αυθαίρετα εντός εκτάσεως η οποία έχει κηρυχθεί αναδασωτέα με την απόφαση 173/22.1.1985 της Νομάρχου Ανατολικής Αττικής, η οποία δεν έχει ακυρωθεί ή ανακληθεί, αλλά εξακολουθεί να ισχύει (βλ. έγγραφο 4515/25.10.2007 του Δασαρχείου Λαυρίου προς το Δικαστήριο), επιπλέον δε περιλαμβάνεται εντός εθνικού δρυμού, ο οποίος εξ ορισμού έχει δασικό χαρακτήρα (άρθ. 78 παρ. 1 ν.δ. 86/1969, 4 παρ. 1 περίπτ. α ν. 998/1979), και μάλιστα στον πυρήνα του, ο οποίος τυγχάνει απόλυτης προστασίας και εντός του οποίου απαγορεύεται η ανέγερση οικοδομών και κατασκευών ξένων προς τον εθνικό δρυμό (άρθρα 79 παράγρ. 1 περίπτ. α` και 80 παρ. 2 περίπτ. ε` ν.δ. 86/1969), όπως διαλαμβάνει ρητώς η από 4.11.1998 έκθεση αυτοψίας που ελήφθη υπ` όψη για την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξεως. Με τα δεδομένα αυτά η προσβαλλόμενη πράξη αιτιολογείται νομίμως και ευρίσκει έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 71 του ν. 998/1979 και 114 του ν. 1892/1990 και στα στοιχεία του φακέλου που προαναφέρθηκαν, οι δε αντίθετοι λόγοι είναι απορριπτέοι. 12. Επειδή, ειδικότερα, προβάλλεται ότι το άρθ. 114 του ν. 1892/1990 δεν έχει αναδρομική ισχύ και ότι, επομένως, οι επίδικες κατασκευές δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ως ανεγερθείσες το 1982. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος διότι, όπως προεκτέθηκε, οι κρίσιμες διατάξεις εφαρμόζονται επί αυθαίρετων κτισμάτων που ανεγέρθηκαν οποτεδήποτε εντός δασικών ή αναδασωτέων εκτάσεων. Αβασίμως επίσης υποστηρίζεται με το από 17.10.2008 υπόμνημα ότι η επιβολή της επίδικης διοικητικής κυρώσεως κατ` εφαρμογή των άρθρων 114 του ν. 1892/1990 και 45 και 46 του ν. 2145/1993 παραβιάζει το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ [ν.δ. 53/1974 (Α` 256)] διότι συνιστά κατ` ουσίαν «ποινή» κατά την έννοια του τελευταίου αυτού άρθρου, η οποία όμως δεν ίσχυε κατά το χρόνο κατασκευής των επίμαχων κτισμάτων (1982). Και τούτο διότι και πριν το 1982 ο νόμος απαγόρευε την ανέγερση οικοδομών, και δη αυθαίρετων, εντός του πυρήνα εθνικών δρυμών (άρθ. 80 παρ. 1 περίπτ. ε` ν.δ. 86/1969) και γενικότερα εντός δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων (άρθ. 71 παράγρ. 2 ν. 998/1979, βλ. και άρθ. 198 παρ. 2 ν.δ. 86/1969, ως και άρθ. 150 παρ. 2 ν.δ. 4173/1929). Εν όψει δε της ανωτέρω πάγιας απαγορεύσεως, του κανόνα της κατεδαφίσεως των αυθαίρετων κτισμάτων, συμπεριλαμβανομένων των ανεγειρομένων εντός δασών ή αναδασωτέων εκτάσεων, που καθιέρωνε η κείμενη νομοθεσία και πριν την απόκτηση της επίμαχης εκτάσεως (1981) από τους αιτούντες [άρθρα 118 παράγρ. 1 και 2 και 119 παράγρ. 2 του Γ.Ο.Κ. 1973, ν.δ. 8/1973 (Α` 124), όπως η τελευταία διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθ. 1 παρ. 65 ν.δ. 205/74 (Α` 363), ΣΕ 1642/60 Ολ., 1876/80 Ολ., 1955/81, πρβλ. ΣΕ 1143/87 - βλ. και άρθ. 1 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του ν. 720/1977 (Α` 297)], και της επί του θέματος πάγιας νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι αιτούντες αβασίμως ισχυρίζονται περαιτέρω ότι καλοπίστως προέβησαν στην ανέγερση των επίμαχων αυθαίρετων κατασκευών, ότι η ανωτέρω διδόμενη ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, ότι η κατεδάφιση των επίμαχων κατασκευών μετά την πάροδο μακρού χρόνου από την ανέγερσή τους παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και ότι θίγει την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή τους (άρθ. 8 της Ε.Σ.Δ.Α.) και το δικαίωμα ιδιοκτησίας (άρθ. 1 του 1ου πρόσθετου πρωτοκόλλου της συμβάσεως αυτής). Και τούτο διότι υπό τα ανωτέρω δεδομένα, εφ` όσον δηλαδή οι επίμαχες κατασκευές ανεγέρθηκαν αυθαίρετα, χωρίς την απαιτούμενη κατά νόμο άδεια, σε περιοχή στην οποία απαγορευόταν η ανέγερσή τους, και της οποίας η προστασία επιβάλλεται, μάλιστα, από το Σύνταγμα, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργήθηκε πραγματική και νομική κατάσταση δεκτική προστασίας βάσει των ανωτέρω αρχών και διατάξεων, η οποία θα επέβαλλε τη διατήρηση της παράνομης επέμβασης στο δασικό οικοσύστημα (πρβλ. ΣΕ 3937, 3888/06 και απόφαση ΕΔΔΑ της 27.11.2007, Hamer, σκ. 67 - 70, 84 - 89, 90 - 93). 13. Επειδή, προβάλλεται επίσης ότι το άρθρο 114 του ν. 1892/1990 δεν είναι εφαρμοστέο, διότι κατά την παράγρ. 1 αυτού αφορά μόνο δασικές ή αναδασωτέες εκτάσεις που καταστράφηκαν από πυρκαϊά, ενώ στην περιοχή της επίδικης εκτάσεως ουδέποτε εκδηλώθηκε πυρκαϊά. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι κατά την παράγρ. 6 του άρθρου 114 οι διατάξεις των παραγρ. 2 έως 5 αυτού εφαρμόζονται αναλόγως και στις περιπτώσεις κατεδαφίσεως κτισμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 71 παρ. 2 του ν. 998/1979, η τελευταία δε αυτή διάταξη αφορά την κατεδάφιση κτισμάτων και κατασκευών που ανεγέρθηκαν αυθαίρετα εντός δασών, δασικών και αναδασωτέων εκτάσεων, όπως εν προκειμένω. 14. Επειδή, προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε αναρμοδίως από τον γενικό γραμματέα περιφέρειας, αντί του νομάρχη. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος, διότι η αρμοδιότητα για την έκδοση απόφασης για την κατεδάφιση κτισμάτων που ανεγείρονται αυθαίρετα μέσα σε δάση, δασικές εκτάσεις κ.λπ., η οποία ανήκε στον οικείο νομάρχη κατ` άρθρο 114 παρ. 2 του ν. 1892/1990, μεταβιβάσθηκε αρχικά στον περιφερειακό διευθυντή του νομού [άρθρα 4 παρ. 2 και 6, 6 παρ. 7 και 7 του ν. 2240/1994 (Α` 153)] και στη συνέχεια, από 1.9.1997, στον γενικό γραμματέα περιφέρειας [άρθ. 14 παρ. 1 και 2 του ν. 2399/1996 (Α` 90), ν. 2503/1997 (Α` 107), βλ. ΣΕ 895, 2616/05, 932/08 κ.ά.]. 15. Επειδή, αβασίμως προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι παράνομη διότι η επίδικη έκταση εμπίπτει στον από πολλών ετών υφιστάμενο οικισμό «Αγριλέζα», δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει η ύπαρξη νομίμως υφιστάμενου οικισμού στην περιοχή (βλ. και υπ` αριθ. 14520/14.10.2008 έγγραφο του Τμήματος Πολεοδομίας της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής προς το Δικαστήριο, με το οποίο βεβαιώνεται ότι δεν υφίσταται νομίμως οριοθετημένος οικισμός «Αγριλέζα» εντός του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου). Αλυσιτελώς δε προβάλλεται περαιτέρω ότι η περιοχή έχει αναπτυχθεί οικιστικά και εξυπηρετείται από δίκτυα φωτισμού, υδρεύσεως κ.λπ., διότι η ύπαρξη και άλλων κτισμάτων, τα οποία, μάλιστα, δεν προβάλλεται ότι έχουν ανεγερθεί νομίμως, σε ορισμένη περιοχή, καθώς και η σύνδεση των κτισμάτων αυτών με δίκτυα οργανισμών κοινής ωφελείας, δεν αποτελούν λόγο μη εφαρμογής στην περιοχή αυτή της δασικής νομοθεσίας (ΣΕ 1949/08, 2891/06, 895/05, 407/05 κ.ά.). 16. Επειδή, κατά το άρθρο 15 παρ. 1 του ν. 1337/1983 (Α` 33) η κατεδάφιση αυθαίρετων κτισμάτων που ανεγέρθηκαν μέχρι 31.1.1983 και ευρίσκονται σε περιοχές εντός ή εκτός σχεδίου πόλεως κ.λπ. αναστέλλεται προσωρινά, μετά από σχετική δήλωση του ιδιοκτήτη, μέχρις ότου κριθεί η οριστική ή μη διατήρηση του αυθαιρέτου, πλην κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου δεν υπάγονται στη ρύθμιση αυτή και κατεδαφίζονται, μεταξύ των άλλων, τα αυθαίρετα που έχουν ανεγερθεί εντός δασών ή αναδασωτέων εκτάσεων (περίπτ. ε`). Με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι τα επίδικα κτίσματα δεν μπορούν να κατεδαφισθούν, διότι έχουν εξαιρεθεί από την κατεδάφιση με την απόφαση 5165/16.6.1986 του Πολεοδομικού Γραφείου Μαρκοπούλου. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η εν λόγω απόφαση αφορά προσωρινή εξαίρεση της οικίας των αιτούντων από την κατεδάφιση σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 1337/1983, η παράγρ. 1 του οποίου, αναφερόμενη σε εξαίρεση κτισμάτων από την κατεδάφιση για πολεοδομικούς λόγους, δεν καταλαμβάνει αυθαίρετες κατασκευές εντός δάσους, ενώ εξ άλλου κατά την ίδια διάταξη η αναστολή εξαιρέσεως από την κατεδάφιση είναι προσωρινή και ισχύει μέχρι την οριστική κρίση για τη διατήρηση ή μη του αυθαιρέτου. Επομένως, ο χαρακτήρας της αναστολής ως προσωρινής δεν δέσμευε την αρμόδια δασική αρχή, η οποία νομίμως επελήφθη και αποφάνθηκε ότι οι επίμαχες κατασκευές είναι κατεδαφιστέες (ΣΕ 1296, 2959/08, 895/05 κ.ά.). 17. Επειδή, αβασίμως προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση ήταν αγροτική κατ` επίκληση του υπ` αριθ. 197/1955 παραχωρητηρίου και των μνημονευθεισών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων που ακύρωσαν σχετικά πρωτόκολλα διοικητικής αποβολής της εφεσιβλήτου από την επίδικη έκταση, διότι τα στοιχεία αυτά δεν ασκούν επιρροή στην προκείμενη υπόθεση, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 5 και 7. Αλυσιτελώς επίσης προβάλλεται ότι η επίδικη έκταση χαρακτηρίζεται ως αγρός στο συμβόλαιο αγοράς του 1981, δεδομένου ότι οι περιεχόμενοι σε ιδιωτικά συμβόλαια χαρακτηρισμοί δεν ασκούν επιρροή στη νομιμότητα της πράξεως κατεδαφίσεως (ΣΕ 882/08, 1674/07, 3255/05, 3049/01 κ.ά.). 18. Επειδή, με τα από 18.11.2003, 24.10.2007 και 17.10.2008 υπομνήματα προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη έχασε το νόμιμο έρεισμά της διότι ερείδεται στην υπ` αριθ. 3205/18.9.1998 πράξη χαρακτηρισμού, η οποία όμως ακυρώθηκε ήδη με την απόφαση 37/2003 της Πρωτοβάθμιας Επιτροπής Επίλυσης Δασικών Αμφισβητήσεων της Ν.Α. Ανατολικής Αττικής, η οποία χαρακτήρισε τελεσίδικα (έγγραφο 718/1.3.2004 του Δασαρχείου Λαυρίου) την επίδικη έκταση ως αγροτική. Ο ισχυρισμός αυτός κατά το πρώτο σκέλος του είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ερείδεται στην πράξη χαρακτηρισμού, την οποία δεν μνημονεύει, αλλά στην 4517/14.12.1998 πρόταση του Δασάρχη Λαυρίου, την 4132/16.11.1998 πρόσκληση προς κατεδάφιση και την από 4.11.1998 έκθεση αυτοψίας, στις οποίες διαλαμβάνεται ρητώς ότι η επίδικη έκταση εμπίπτει σε αναδασωτέα περιοχή και στον πυρήνα του Εθνικού Δρυμού του Σουνίου, παρόμοιες δε διαπιστώσεις, άλλωστε, περιέχονται ήδη και στο 135/1983 π.δ.α. Κατά τα λοιπά ο αυτός ισχυρισμός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα σε προηγούμενη σκέψη, διότι η απόφαση περί αναδασώσεως, η οποία παραμένει σε ισχύ, και το διάταγμα περί καθορισμού του πυρήνα του Εθνικού Δρυμού, επισύρουν την εφαρμογή των διατάξεων περί κατεδαφίσεως αυθαίρετων κτισμάτων οι οποίες μνημονεύονται στη σκέψη 4, τυχόν δε χαρακτηρισμός της επίδικης εκτάσεως από τον δασάρχη ή την οικεία επιτροπή δεν ασκεί επιρροή. Για τον ίδιο λόγο εξ άλλου είναι απορριπτέος και ο ισχυρισμός κατά τον οποίο δεν μπορούσε να εκδοθεί η προσβαλλόμενη πράξη ενόσω εκκρεμούσαν αντιρρήσεις της εφεσίβλητης ενώπιον της πρωτοβάθμιας ε.ε.δ.α. κατά της πράξεως χαρακτηρισμού. 19. Επειδή, τέλος, με το κατατεθέν μετά τη συζήτηση υπόμνημα προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη αντίκειται στις διατάξεις του ν. 3208/2003 (Α` 303) και ιδίως στο άρθ. 21 παρ. 2 αυτού, το οποίο ορίζει ότι «... οι εκτάσεις που κρίθηκαν από τις επιτροπές της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του [ν. 998/1979] ως μη δασικές, δεν υπάγονται στις διατάξεις του Δασικού Κώδικα, τυχόν δε αποφάσεις με τις οποίες οι εν λόγω εκτάσεις κηρύχθηκαν αναδασωτέες ... αίρονται υποχρεωτικά, με πράξη του αρμόδιου οργάνου». Ο αυτοτελής αυτός λόγος ακυρώσεως, ανεξαρτήτως αν προβάλλεται παραδεκτώς, εν όψει των οριζομένων στο άρθ. 25 παρ. 2 του π.δ.18/1989 (ΣΕ 419/05 7μ., 905/05, 5229/96), είναι απορριπτέος εν πάση περιπτώσει ως αβάσιμος, διότι ο ν. 3208/2003, κατ` άρθρο 24 αυτού, ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (24.12.2003) και επομένως δεν καταλαμβάνει πράξεις εκδοθείσες πριν την έναρξη ισχύος του, όπως η προσβαλλομένη (βλ. ΣΕ 4323/05, 178, 358/07 κ.ά.). Δια ταύτα Δέχεται την έφεση, Εξαφανίζει την απόφαση 64/2001 του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, κατά το σκεπτικό, Εκδικάζει την αίτηση ακυρώσεως και την απορρίπτει και Επιβάλλει στους εφεσιβλήτους - αιτούντες τη δικαστική δαπάνη του Δημοσίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ανέρχεται σε χίλια είκοσι (1.020) ευρώ συνολικά, δηλαδή εννιακόσια είκοσι (920) ευρώ για την έφεση και εκατό (100) ευρώ για την αίτηση ακυρώσεως.

πηγή: NOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.