Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Ένσταση υπαγωγής διαφοράς σε διαιτησία - Δημιουργία δεδικασμένου (Εφετείο Πειραιά, αριθμός απόφασης 37/2010)

Περίληψη: Ναυτικό Δίκαιο. Μεσιτική Σύμβαση για εγκατάσταση από ναυτιλιακή εταιρία στην Τζαμάϊκα, σταθμού ανεφοδιασμού πλοίων. Αγωγή του μεσίτη κατά της τελευταίας για μεσιτικές αμοιβές. Διεθνής δικαιοδοσία ελληνικών δικαστηρίων. Ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία. Δημιουργία δεδικασμένου. Η ένσταση αυτή πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνεται στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά την πρώτη συζήτηση και κατά το στάδιο της δικονομικής έρευνας του παραδεκτού της αγωγής και χωρίς όρους και αιρέσεις. Απόρριψη της ένστασης διότι αυτή συνοδεύτηκε από διπλή αίρεση (ύπαρξης μεσιτικής σύμβασης και συνομολόγησης διαιτητικής συμφωνίας).

[...] Με την ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά από 30.11.2005 (εκθ.κατ.9349/2005) αγωγή του ο ενάγων, κάτοικος Γαλλίας, εξέθετε ότι δυνάμει της από 26.10.2004 μετά της εναγόμενης εταιρείας έγγραφης μεσιτικής σύμβασης η τελευταία, ενδιαφερόμενη να εγκαταστήσει στο έδαφος της Δημοκρατίας της Τζαμάικα σταθμό εφοδιασμού πλοίων με ναυτιλιακά καύσιμα, του ανέθεσε τη διαμεσολάβηση και διαπραγμάτευση με τις αρμόδιες αρχές της χώρας αυτής, προκειμένου να ευοδωθεί ο σκοπός της αυτός. Ότι οι προσφερθείσες μεσιτικές υπηρεσίες του ήταν επιτυχείς, αφού χορηγήθηκε στην εναγoμένη 12ετούς ισχύος άδεια εγκατάστασης και λειτουργίας σταθμού, δυναμικότητας 70.000 μετρικών τόνων μηνιαίως ,ο οποίος και τέθηκε σε λειτουργία την 1.3.2005.Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη εντολέας του είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει τη συμβατική μεσιτική αμοιβή του συνόλου 10.080.000 δολλαρίων ΗΠΑ (1 δολ. ΗΠΑ ανά πωλούμενο τόνο καυσίμων Χ 70.000 μ.τ μηνιαίως Χ 12 χρόνια). Με τις (πρωτόδικες) προτάσεις της η εναγόμενη κατ’ αρχάς αρνήθηκε αιτιολογημένως αυτή καθεαυτή τη συνομολόγηση τής (επικληθείσας) μεσιτικής σύμβασης, επικουρικώς δε πρόβαλε, κατ’ ένσταση, ότι αυτή είναι άκυρη, και επικουρικότερα, δηλαδή για την περίπτωση που απορρίπτονταν οι εν λόγω ισχυρισμοί της και γινόταν δεκτό από το Δικαστήριο ότι καταρτίσθηκε έγκυρη μεσιτική σύμβαση, υπέβαλε και την ακόλουθη (δικονομική) ένσταση υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία [… ’λλως εάν ήθελε θεωρηθεί από το Δικαστήριό Σας ότι με το ως άνω φαξ της 26.10.2004 έχει καταρτισθεί έγκυρη σύμβαση στη περίπτωση που ο ενάγων για την απόδειξη της ένδικης έγγραφης συμφωνίας ήθελε επικαλεσθεί και προσκομίσει(καταθέσει) με τις έγγραφες προτάσεις του το από 26.10.2004 φαξ, που του διαβιβάσθηκε την 27.10.2004 από το εδώ γραφείο μας, φέρον την υπογραφή του, οπότε θα έχει πληρωθεί η προϋπόθεση της τήρησης του έγγραφου τύπου, που καθορίσαμε γι΄ αυτήν, τότε ισχύει ο περιεχόμενος σ΄ αυτό ακροτελεύτιος, υπ’ αριθμ. 7 όρος, στον οποίο επί λέξει έχει διαληφθεί ότι «Ο διορισμός σας αυτός και η συμφωνία μας θα ερμηνεύονται και διέπονται από το Ελληνικό δίκαιο. Όλες οι διαφορές θα επιλύονται με διαιτησία στον Πειραιά, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ελληνικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας»]. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία υπ’ αριθ. 5493/2008 ήδη εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού δέχθηκε ότι υπόκειτο διεθνής, διεπόμενη από το Ελληνικό ουσιαστικό(αλλά και δικονομικό) δίκαιο, διαφορά: 1) αρχικώς απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη την παραπάνω ένσταση διαιτησίας της εναγόμενης, λόγω μη τήρησης του προβλεπόμενου από το - προκριθέν ως εφαρμοστέο - άρθρο 869 παρ.1 ΚΠολΔ έγγραφου (συστατικού) τύπου της διαιτητικής συμφωνίας(ανυπαρξία εγγράφου), και 2) στη συνέχεια απέρριψε για τυπικούς λόγους την αγωγή στο σύνολο της(ως απαράδεκτη), και ειδικότερα για μεν τις αξιούμενες αμοιβές του χρονικού διαστήματος από τη συζήτησή της ως την 1.3.2017 ως προώρως ασκηθείσα, για το λοιπό δ’ εκείνο από της 1.3.2005 ως τη συζήτησή της, λόγω (ποσοτικής) αοριστίας της. Κατά της απόφασης αυτής η εναγομένη άσκησε την ένδικη έφεση και αιτιώμενη με το πρώτο κύριο σκέλος της σφάλμα της (εκκαλουμένης) με το να δεχθεί, στο απορριπτικό λόγω αοριστίας και πρόωρης άσκησης της αγωγής κεφάλαιο, την ύπαρξη και το κύρος της επίμαχης μεσιτικής σύμβασης, ζητεί, προς αποτροπή, κατά τα επικαλούμενα, (δυσμενούς) ουσιαστικού δεδικασμένου, την κατά τούτο (κεφάλαιο) εξαφάνισή της, με σκοπό να απορριφθεί η αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη. Εξάλλου με το επικουρικό σκέλος –δεύτερο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα, προβάλλοντας ότι «…Αν αντιθέτως κριθεί ότι κατηρτίσθη η επίμαχη σύμβαση μεσιτείας τότε η περιεχόμενη σ’ αυτή συμφωνία περί διαιτησίας είναι έγκυρη γιατί πληροί τον προβλεπόμενο από το εφαρμοστέον άρθρο 7 παρ,2,ν.2735/1999 τύπο…», αποδίδει σφάλμα στην απορριπτική της εν λόγω ενστάσεώς της κρίση της εκκαλουμένης και ζητεί την εξαφάνισή της, με σκοπό, γενόμενης δεκτής της τελευταίας ως νόμιμης και ουσιαστικά βάσιμης, την παραπομπή της διαφοράς στη διαιτησία.

Όπως προκύπτει από τα άρθρα 321 επ. ΚΠολΔ οι οριστικές και τελεσίδικες αποφάσεις, που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικό λόγο (όπως λόγω αοριστίας) ή ως προώρως ασκηθείσα, δημιουργούν (περιορισμένο) δεδικασμένο, το οποίο εκτείνεται μόνο στα κριθέντα αυτά δικονομικά ζητήματα, όχι δε και στην ύπαρξη ή μη του ουσιαστικού δικαιώματος που είχε καταχθεί στη δίκη (ΑΠ 369/2004,652/2003,1467/1998 ΕλΔικ 46.1418, 45.1034 και 40.1315 αντιστοίχως).Συνεπώς από το ως άνω απορριπτικό της αγωγής, λόγω αοριστίας και πρόωρης άσκησης τής αξίωσης, κεφάλαιο της εκκαλουμένης, δεν μπορεί να δημιουργηθεί δεδικασμένο από τη φερόμενη παραδοχή περί ύπαρξης και εγκυρότητας της μεσιτικής σύμβασης (σημειωτέο πάντως ότι από την επισκόπηση της εκκαλουμένης προκύπτει ότι δεν περιέχεται, ούτε και πλεοναστικώς-διηγηματικώς, τέτοια κρίση-αιτιολογία). Ενόψει τούτων η έφεση κατά το σκέλος της αυτό είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, αφού η εκκαλούσα(νικήσασα) εναγόμενη δεν έχει έννομο συμφέρον, και άρα, δικαίωμα για την άσκησή της, κατ’ άρθρα 516 παρ.2 και 532 ΚΠολΔ. Σημειώνεται ότι διάφορο θα ήταν το ζήτημα αν η εκκαλούσα πρόβαλε αιτιάσεις για εσφαλμένη απόρριψη της αγωγής για τους τυπικούς αυτούς λόγους, ενώ ήταν ορισμένη και παραδεκτή και έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικώς αβάσιμη(ΑΠ 1467/1998,503/1989 ΕλΔικ 40.1315 και ΝοΒ 38.812 αντιστοίχως). Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 321,330 επ. και 263,264 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, στο οποίο έχει προβληθεί η ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία, για το παρεμπιπτόντως ερευνώμενο (προδικαστικό) ζήτημα του κύρους της διαιτητικής συμφωνίας, δημιουργεί δεδικασμένο(πρβλ. ΑΠ 1425/1999 Ελδικ 41.693). Έτσι, σε περίπτωση που απορριφθεί ως αβάσιμη η εν λόγω ένσταση, ως συνέπεια της προδικαστικής κρίσης περί παντελούς ανυπαρξίας της συμφωνίας περί διαιτησίας ή ακυρότητάς της, ο ενιστάμενος διάδικος έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση έφεσης κατά της εν λόγω (απορριπτικής) διάταξης της απόφασης, που έγκειται στην αποτροπή δημιουργίας, από τις συγκεκριμένες δυσμενείς παρεμπίπτουσες κρίσεις και αιτιολογίες, (βλαπτικού), για το ζήτημα αυτό, δεδικασμένου (βλ.σχετικώς και ΑΠ 612/2009 ΕΠολΔ 2009.490 ως και υπ’ αυτή σχόλια Φ. Γεωργαντή). Κατ’ ακολουθία τούτων η κατά τ’ άλλα εμπροθέσμως και νομοτύπως ασκηθείσα έφεση ως προς το επικουρικό δεύτερο σκέλος της, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του μοναδικού λόγου της ,με την ίδια ως άνω (τακτική) διαδικασία. Από τη διάταξη του άρθρου 263 περ. β΄ ΚΠολΔ, η ρύθμιση του οποίου(ως προς τον τρόπο και χρόνο δηλαδή της προβολής της δικονομικής ενστάσεως υπαγωγής της διαφοράς σε διαιτησία),καταλαμβάνει και τις διεθνείς εμπορικές διαιτησίες (ν.2735/1999), κατά την αρχή-κανόνα της lex fori (βλ. ΕΠ 475/2005 ΕΕμπΔ ΝΘ.356),προκύπτει ότι, προκειμένου περί καταρτισθείσας πριν από την έναρξη της δίκης διαιτητικής συμφωνίας, η εν λόγω ένσταση, πρέπει με ποινή απαραδέκτου να προτείνεται από τον εναγόμενο μόνο κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή κατά το στάδιο της δικονομικής έρευνας του παραδεκτού της αγωγής, πριν από την είσοδο στην έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητάς της, μάλιστα δε πριν από οποιαδήποτε απάντησή του (εναγόμενου) ή την είσοδό του, με άλλο τρόπο, στην κατ’ ουσία υπεράσπισή του, και τούτο γιατί ο νομοθέτης απέβλεψε στην εξαρχής εκκαθάριση του δικονομικού αυτού ζητήματος για τη ταχεία περάτωση της δίκης(ΑΠ 905/1982 ΝοΒ 31.982,Β.Βαθρακοκοίλη:Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας,1994,άρθρο 263,σελ.198 επ.).Παρέπεται εξ αυτών ότι η εν λόγω ένσταση, προτεινόμενη από τον εναγόμενο πριν από κάθε απάντησή του για την ουσία της διαφοράς, πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής, χωρίς όρους και αιρέσεις, η προσθήκη των οποίων και δεν συμβιβάζεται άλλωστε με τον προεκτεθέντα χαρακτήρα και περιεχόμενό της. Στην προκείμενη περίπτωση η εναγομένη υπέβαλε πρωτοδίκως, κατά τα προαναφερθέντα, την ένσταση υπαγωγής της διαφοράς σε (διεθνή εμπορική) διαιτησία, όχι μόνο αφού προηγουμένως χώρησε σε εκτενή άμυνα κατά του βασίμου της αγωγής, αλλά και με τη προσθήκη διπλής αίρεσης, ήτοι το μεν της ύπαρξης της επίμαχης έννομης σχέσης(μεσιτικής σύμβασης),το δε της έγκυρης συνομολόγησης αυτής τής ίδιας τής μετά του ενάγοντος διαιτητικής συμφωνίας. Με το συγκεκριμένο όμως αυτό περιεχόμενο, αλλά και τον τρόπο προβολής της, η εν λόγω ένσταση είναι, βάσει των προαναφερθεισών νομικών σκέψεων, απορριπτέα ως απαραδέκτως ασκηθείσα, κατά την αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο την έκρινε ως παραδεκτή και νομικά βάσιμη και στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικώς αβάσιμη, ορθώς μεν έκρινε κατ’ αποτέλεσμα, πλην με εσφαλμένη αιτιολογία, η οποία και πρέπει να αντικατασταθεί με την ορθή αμέσως ως άνω της παρούσας, δοθέντος ότι αυτή (αντικαθιστώσα αιτιολογία) είναι ευμενέστερη για την εκκαλούσα, απορριπτόμενης μετά τούτο της έφεσης, κατά το εν λόγω σκέλος της, ως ουσιαστικώς αβάσιμης (522 σε συνδ. 534 και 536 παρ.1 ΚΠολΔ, βλ. και ΑΠ 1799/2006 αδημοσίευτη σε νομικά περιοδικά ). Η για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας(176 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων Απορρίπτει την έφεση Καταδικάζει την εκκαλούσα στην για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, που την ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

πηγή: dsanet.gr - Ισοκράτης

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Χ. ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ - ΝΟΜΙΚΟΙ ΣΥΜΒΟΥΛΟΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ - ΑΘΗΝΑ

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.