Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Η Τραπεζική Ενέγγυος Πίστωση

Ως τραπεζική ενέγγυος πίστωση νοείται η συμφωνία με βάση την οποία ορισμένη τράπεζα, που ονομάζεται εκδότρια - πιστώτρια, μετά από εντολή του πελάτη της (συνήθως αγοραστή εμπορευμάτων), αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό σε τρίτο πρόσωπο δικαιούχο (πωλητή των εμπορευμάτων) έναντι εμφανίσεως εκ μέρους του τελευταίου ορισμένων εκ των προτέρων καθορισμένων εγγράφων (π.χ. φορτωτική, τιμολόγια) ή να εξουσιοδοτήσει άλλη τράπεζα, συνήθως του τόπου κατοικίας του δικαιούχου. Αν και διεθνής νομική μορφή η τραπεζική ενέγγυος πίστωση ρυθμίζεται, κατά κύριο λόγο, από τα εθνικά δίκαια των διαφόρων χωρών και στην Ελλάδα από τις διατάξεις των άρθ. 25 έως 34 του ν.δ. 17.7/ 13.8.1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών. Οι τράπεζες, όμως, εφαρμόζουν παράλληλα και τους Ομοιόμορφους Κανόνες και Συνήθειες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί και από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών. Ως προς τη νομική φύση των κανόνων αυτών έχουν διατυπωθεί διεθνώς διάφορες απόψεις. Κρατούσα άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο τούτο, είναι εκείνη που τους θεωρεί ως γενικούς επαγγελματικούς όρους ή όρους συναλλαγών, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά την ερμηνεία της σύμβασης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης κατά το άρθ. 200 ΑΚ. Πάντως, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κανόνες με νομοθετική ισχύ (ούτε καν με ισχύ κανόνων ενδοτικού δικαίου), αφού προέρχονται από όργανο που δεν έχει νομοθετική εξουσία, ούτε και ως εθιμικό δίκαιο, η δε συμβατική ρήτρα ότι η συγκεκριμένη σύμβαση ενέγγυας πίστωσης διέπεται από τους όρους αυτούς καθιστά αυτούς συμβατικούς όρους της ενέγγυας αυτής πίστωσης. Μία πίστωση μπορεί να κοινοποιηθεί στο δικαιούχο μέσω μιας άλλης τράπεζας (της "Κοινοποιούσας Τράπεζας") χωρίς δέσμευση της Κοινοποιούσας Τράπεζας, αλλά η τράπεζα αυτή, αν επιλέξει να κοινοποιήσει την πίστωση, θα πρέπει να καταβάλει λογική φροντίδα ώστε να επαληθεύσει τη φαινόμενη αυθεντικότητα της πίστωσης που κοινοποιεί. Αν επιλέξει να μην του κοινοποιήσει την πίστωση, θα πρέπει να ενημερώσει σχετικά την εκδότρια Τράπεζα, χωρίς καθυστέρηση. Η τραπεζική ενέγγυος πίστωση συμφωνείται άλλοτε ως ανακλητή και άλλοτε ως αμετάκλητη, άλλοτε ως βεβαιωμένη και μη βεβαιωμένη. Ως προς τη νομική φύση της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η κρατούσα στην ελληνική νομολογία άποψη χαρακτηρίζει την όλη σχέση της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης ως έκταξη υπό ευρεία έννοια στην οποία εφαρμόζονται αναλογικά οι περί εκτάξεως διατάξεις. Η τραπεζική ενέγγυα πίστωση δημιουργεί τρία ζεύγη εννόμων σχέσεων. Την έννομη σχέση εντολέως και δικαιούχου, την έννομη σχέση πιστώτριας-εκδότριας τράπεζας και εντολέα και την έννομη σχέση πιστώτριας τράπεζας και δικαιούχου τρίτου-εξαγωγέα. Η έννομη σχέση της μεσολαβούσας (βεβαιούσας) τράπεζας με την πιστώτρια τράπεζα αποτελεί μίσθωση έργου. Η πιστώτρια τράπεζα δεν δικαιούται να αντιτάξει κατά του δικαιούχου ενστάσεις που αφορούν την υποκείμενη σχέση, συνήθως πώληση, μεταξύ αυτού και του οφειλέτη. Επίσης, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ δικαιούχου και οφειλέτη δεν δεσμεύει την τράπεζα που είναι εντελώς ξένη προς την έννομη σχέση που συνδέει αυτούς. Τέλος, η τραπεζική ενέγγυα πίστωση εμφανίζει συνήθως στοιχεία αλλοδαπότητας. Εντεύθεν γεννάται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου. Τούτο θα υποδειχθεί με βάση τον κανόνα του άρθ. 25 ΑΚ, δηλ. κρίσιμο είναι το δίκαιο, στο οποίο υπήχθησαν τα μέρη και διαφορετικά το εκ των περιστάσεων αρμόζον.

Σχετική νομολογία: Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 7470/2003: [...] Η τραπεζική ενέγγυος πίστωση αποτελεί τον πλέον διαδεδομένο τρόπο πληρωμής στο διεθνές εμπόριο. Σύμφωνα με τον ενιαίο διεθνή ορισμό της, ως τραπεζική ενέγγυος πίστωση νοείται η συμφωνία με βάση την οποία ορισμένη τράπεζα, που ονομάζεται εκδότρια - πιστώτρια, μετά από εντολή του πελάτη της (συνήθως αγοραστή εμπορευμάτων), αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό σε τρίτο πρόσωπο δικαιούχο (πωλητή των εμπορευμάτων) έναντι εμφανίσεως εκ μέρους του τελευταίου ορισμένων εκ των προτέρων καθορισμένων εγγράφων (π.χ. φορτωτική, τιμολόγια) ή να εξουσιοδοτήσει άλλη τράπεζα, συνήθως του τόπου κατοικίας του δικαιούχου. Αν και διεθνής νομική μορφή η τραπεζική ενέγγυος πίστωση ρυθμίζεται, κατά κύριο λόγο, από τα εθνικά δίκαια των διαφόρων χωρών και στην Ελλάδα από τις διατάξεις των άρθ. 25 έως 34 του ν.δ. 17.7/ 13.8.1923 περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών. Οι τράπεζες, όμως, εφαρμόζουν παράλληλα και τους Ομοιόμορφους Κανόνες και Συνήθειες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου, οι οποίοι έχουν γίνει δεκτοί και από την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών. Ως προς τη νομική φύση των κανόνων αυτών έχουν διατυπωθεί διεθνώς διάφορες απόψεις που τους χαρακτηρίζουν άλλοτε εθιμικούς κανόνες δικαίου, άλλοτε εμπορικές συνήθειες, άλλοτε κανόνες sui generis και άλλοτε γενικούς επαγγελματικούς όρους ή γενικούς όρους συναλλαγών. Κρατούσα άποψη, την οποία υιοθετεί και το Δικαστήριο τούτο, είναι εκείνη που τους θεωρεί ως γενικούς επαγγελματικούς όρους ή όρους συναλλαγών, οι οποίοι εφαρμόζονται κατά την ερμηνεία της σύμβασης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης κατά το άρθ. 200 ΑΚ, ιδιαίτερα όταν τα συμβαλλόμενα μέρη παραπέμπουν ρητά στους κανόνες αυτούς. Πάντως, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κανόνες με νομοθετική ισχύ (ούτε καν με ισχύ κανόνων ενδοτικού δικαίου), αφού προέρχονται από όργανο που δεν έχει νομοθετική εξουσία, ούτε και ως εθιμικό δίκαιο, η δε συμβατική ρήτρα ότι η συγκεκριμένη σύμβαση ενέγγυας πίστωσης διέπεται από τους όρους αυτούς καθιστά αυτούς συμβατικούς όρους της ενέγγυας αυτής πίστωσης (βλ. Π. Γέσιου - Φάλτση, Γνωμοδ. στον Αρμενόπουλο 1983, σελ. 950, ΕΑ 2134/2001 ΕλΔ 43.507, ΕΑ 6953/1995 ΝοΒ 44.651, ΕΑ 2396/1989 ΕΕμπΔ 1989. 210, ΕΑ 9188/1984 ΕλΔ 27.107, ΕφΘεσ 2541/1983 Αρμ 1985, 514). Με το άρθρο 3 των κανόνων αυτών, όπως αναθεωρήθηκαν το έτος 1993 (500/1993) και ισχύουν από 1.1.1994, ορίζεται ότι: "οι πιστώσεις, από τη φύση τους, είναι εμπορικές πράξεις διάφορες του συμβολαίου πώλησης ή άλλου συμβολαίου στο οποίο μπορεί να βασίζονται και σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί τέτοιο συμβόλαιο να αφορά ή να δεσμεύει τις τράπεζες ακόμη και αν περιλαμβάνεται στην πίστωση οποιαδήποτε αναφορά σε τέτοιο συμβόλαιο", ενώ με το άρθρο 7 ορίζεται ότι: "Μία πίστωση μπορεί να κοινοποιηθεί στο δικαιούχο μέσω μιας άλλης τράπεζας (της "Κοινοποιούσας Τράπεζας") χωρίς δέσμευση της Κοινοποιούσας Τράπεζας, αλλά η τράπεζα αυτή, αν επιλέξει να κοινοποιήσει την πίστωση, θα πρέπει να καταβάλει λογική φροντίδα ώστε να επαληθεύσει τη φαινόμενη αυθεντικότητα της πίστωσης που κοινοποιεί. Αν επιλέξει να μην του κοινοποιήσει την πίστωση, θα πρέπει να ενημερώσει σχετικά την εκδότρια Τράπεζα, χωρίς καθυστέρηση". Περαιτέρω με το ν.δ. 17.7/13.8.1923, το οποίο ρυθμίζει την τραπεζική ενέγγυα πίστωση, ορίζεται: "Η καταβολή προς τον τρίτον δύναται να γίνει είτε υπό της πιστώτριας είτε υπό του ανταποκριτού αυτής εν τη ημεδαπή ή εν τη αλλοδαπή" (άρθ. 27), "Ελλείψει εναντίας συμφωνίας, α) εάν ο τρίτος ειδοποιηθείς υπό της πιστώτριας περί ανοίξεως της πιστώσεως εδήλωσε προς αυτήν αποδοχήν, δεν δικαιούται η πιστώτρια ν' ανακαλέσει την πίστωσιν, πλην εάν εν τη ειδοποιήσει η πιστώτρια ρητώς εχαρακτήριζε την πίστωσιν ως ανακλητήν, β) ..." (άρθ. 28), "... 2. Η πιστώτρια ευθύνεται δι’ ίδιον δόλον και αμέλειαν, περιλαμβανομένης και της αμελείας περί την εκλογήν ανταποκριτού" (άρθ. 30). Με την ειδοποίηση από μέρους της τράπεζας του δικαιούχου της πιστώσεως για το άνοιγμα αυτής και τους όρους της, ενεργοποιείται η έναντι τούτου υποχρέωσή της. Εξάλλου η τραπεζική ενέγγυος πίστωση συμφωνείται άλλοτε ως ανακλητή και άλλοτε ως αμετάκλητη. Στην πρώτη ο πελάτης δίνει εντολή στην τράπεζα να ανοίξει πίστωση υπέρ του τρίτου χωρίς οριστική δέσμευσή της, ενώ αυτός (πελάτης) διατηρεί το δικαίωμα να ανακαλέσει την εντολή ή να τροποποιήσει τους όρους της. Αντίθετα, στην περίπτωση της αμετάκλητης ή μη ανακλητής τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, η τράπεζα, κατ' εντολή του πελάτη της, αναλαμβάνει έναντι του τρίτου οριστική δέσμευση για την καταβολή του ποσού της πιστώσεως. Έτσι ο πελάτης δεν μπορεί να ανακαλέσει μονομερώς ή να τροποποιήσει την εντολή πράγμα που παρέχει εξασφάλιση του δικαιούχου της πίστωσης. Στην περίπτωση αυτή η κατάργηση της σχέσης είναι δυνατή με συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων. Η έκταση λοιπόν των δικαιωμάτων του δικαιούχου εξαρτάται από τον ως άνω χαρακτήρα της πιστώσεως. Στην πρώτη περίπτωση η προς τον τρίτο ειδοποίηση της τράπεζας περιέχει απλώς τη δήλωση ότι ο τρίτος μπορεί να προσκομίσει τα φορτωτικά έγγραφα και να εισπράξει το ποσό της πίστωσης, εφόσον μέχρι τότε η πίστωση δεν έχει ανακληθεί. Στη δεύτερη περίπτωση της αμετάκλητης πίστωσης δημιουργείται ευθεία και αμετάκλητη υποχρέωση της τράπεζας έναντι του δικαιούχου τρίτου για πληρωμή, ενώ η προς τον τρίτο ειδοποίηση για το άνοιγμα της πίστωσης περιέχει την έννοια της ανέκκλητης πρότασης της τράπεζας, η οποία, αφού γίνει δεκτή από τον τρίτο, επιφέρει το αμετάκλητο της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης. Άλλη διάκριση της αμετάκλητης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης είναι μεταξύ βεβαιωμένης και μη βεβαιωμένης. Η διάκριση αυτή προϋποθέτει μεσολάβηση μιας δεύτερης τράπεζας που συνήθως κείται στον τόπο της κατοικίας του δικαιούχου της πίστωσης. Στη βεβαιωμένη πίστωση η δεύτερη τράπεζα αναλαμβάνει προσωπικά απέναντι στο δικαιούχο της πίστωσης αυτοτελή υποχρέωση και ευθύνη για την εκτέλεση της πληρωμής με τους ίδιους όρους όπως και η πρώτη τράπεζα. Στην περίπτωση αυτή ο δικαιούχος της πιστώσεως, εκτός από την αξίωση κατά της εκδότριας πρώτης τράπεζας έχει και δεύτερη αξίωση κατά της δεύτερης βεβαιούσας τράπεζας, νομιμοποιείται δε παθητικά ως εναγομένη για την εκτέλεση της πληρωμής τόσο η εκδότρια, όσο και η βεβαιούσα τράπεζα. Ως προς τη νομική φύση της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η κρατούσα στην ελληνική νομολογία άποψη χαρακτηρίζει την όλη σχέση της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης ως έκταξη υπό ευρεία έννοια στην οποία εφαρμόζονται αναλογικά οι περί εκτάξεως διατάξεις [ΕΑ 2134/2001, ό.π., ΕΑ 253/1995 ΕΕμπΔ ΜΣΤ, 589, ΕΑ 9188/1984 ό.π., ΕΠειρ 186/1978 ΕΕμπΔ 1979, 233, Ευρυγένης, ΕρμΑΚ, άρθ. 876-878, αριθ. 45, Ιωαν. Βελέντζας, Τραπεζική Ενέγγυα Πίστωση, έκδ. 1995, σελ. 31, ίδιος, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, έκδ. 1996, σελ. 404], ενώ σύμφωνα με άλλη, μη κρατούσα, άποψη η έννομη σχέση χαρακτηρίζεται ως αφηρημένη υπόσχεση χρέους (άρθ. 873 ΑΚ -ΕΑ 2396/1989 ΕΕμπΔ 1989, 210). Ωστόσο, η υπαγωγή της σε ορισμένο νομικό τύπο δεν εξαντλεί το πρόβλημα, γιατί παραμένει πάντα αναγκαία η ανάλυσή της στις επί μέρους έννομες σχέσεις, οι οποίες τη συνθέτουν (Π. Γέσιου - Φάλτση, ό.π., σελ. 952, Ιωαν. Βελέντζας, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, ό.π.). Ειδικότερα, η τραπεζική ενέγγυα πίστωση δημιουργεί τρία ζεύγη εννόμων σχέσεων που το καθένα έχει ιδιαίτερη λειτουργία και παράγει διαφορετικά δικαιώματα και υποχρεώσεις. Πιο συγκεκριμένα δημιουργεί: 1) την έννομη σχέση μεταξύ του εντολέως (αγοραστή - εισαγωγέως) και δικαιούχου (πωλητή - εξαγωγέως). Η έννομη αυτή σχέση δεν πηγάζει από την τραπεζική ενέγγυα πίστωση, αλλά από άλλη ανεξάρτητη σύμβαση, η οποία στην πράξη, κατά κανόνα, είναι σύμβαση πωλήσεως, 2) την έννομη σχέση μεταξύ πιστώτριας - εκδότριας τράπεζας και εντολέα, με βάση την οποία η πρώτη υποχρεούται να κοινοποιήσει στον τρίτο το άνοιγμα της υπέρ αυτού πιστώσεως, να παραλάβει τα αποδεικτικά έγγραφα του τρίτου δικαιούχου και να προκαταβάλει το ποσό της πιστώσεως. Η νομική φύση της σχέσης αυτής αμφισβητείται, χαρακτηριζόμενη ως έμμισθη εντολή και σύμβαση έργου που έχει ως αντικείμενο την επιμέλεια ξένων υποθέσεων έναντι αμοιβής, εφόσον η τράπεζα δικαιούται προμήθεια, 3) την έννομη σχέση μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και του δικαιούχου τρίτου - εξαγωγέα. Η σχέση αυτή, η οποία αποκαλείται τραπεζική ενέγγυος πίστωση με στενή έννοια, απορρέει από τη σύμβαση, η οποία καταρτίζεται ανάμεσα στην πιστώτρια - εκδότρια τράπεζα και τον δικαιούχο με την αποδοχή, εκ μέρους του, της πίστωσης που ανοίχτηκε μετά την ειδοποίησή του εκ μέρους της πιστώτριας και διαμορφώνεται πάνω στη βάση του περιεχομένου της ειδοποίησης, λειτουργεί δε ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες σχέσεις. Περιεχόμενό της είναι η ανάληψη προσωπικής και αυτόνομης υποχρέωσης της πιστώτριας τράπεζας για την καταβολή στο δικαιούχο του ποσού της πιστώσεως. Ειδικότερα, η τράπεζα, προκειμένου να καταστήσει ενεργή την υποχρέωσή της, οφείλει να προβεί στη γνωστοποίηση - ειδοποίηση του δικαιούχου της πίστωσης εγγράφως. Έκτοτε η τράπεζα θεωρείται ότι εκπλήρωσε τη βασική της υποχρέωση. Το άνοιγμα της πίστωσης υπέρ του δικαιούχου θεωρείται ότι τελείωσε από τη στιγμή της αποδοχής εκ μέρους του. Η γνωστοποίηση όμως της πιστώτριας τράπεζας προς τον δικαιούχο αποτελεί εκπλήρωση υποχρεώσεών της προς τον οφειλέτη - εντολέα της και όχι προς τον δικαιούχο, που, μόνο αν αυτός αποδεχθεί την πίστωση, καθίσταται μέρος της σύμβασης. Συγκεκριμένα η κοινοποίηση της πιστώσεως στο δικαιούχο αποτελεί την πρόταση της πιστώτριας τράπεζας για τη σύναψη της συμβάσεως. Η σύμβαση αυτή, λοιπόν, καταρτίζεται με σχετική πρόταση, που απευθύνει η πιστώτρια τράπεζα στον τρίτο, για τη σύναψη της συμβάσεως και τελειούται, κατά μία άποψη, με την παραδοχή εκ μέρους του τρίτου (δικαιούχου), ενώ κατ' άλλη, κρατούσα άποψη, η σύμβαση τελειούται με μόνη την κοινοποίηση της προτάσεως στο δικαιούχο [άρθ. 167 ΑΚ], χωρίς να χρειάζεται περιέλευση αποδοχής στην πιστώτρια. Η άποψη αυτή στηρίζεται στο τεκμήριο της σιωπηρής αποδοχής του δικαιούχου, η οποία προκύπτει από τα νομικά και πραγματικά περιστατικά που χαρακτηρίζουν την τελειούμενη έννομη σχέση (Π. Γέσιου - Φάλτση, ό.π., σελ. 953, Ι. Βελέντζα, Τραπεζική Ενέγγυα Πίστωση, σελ. 25 και Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, σελ. 410-411, ΕΑ 6953/1995 ό.π.). Η έννομη σχέση, που θεμελιώνεται μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και του δικαιούχου, χαρακτηρίζεται ως ανάληψη αφηρημένης υποχρέωσης εκ μέρους της πιστώτριας, με την έννοια της διάταξης του άρθ. 873 ΑΚ [ΕΑ 2134/2001, ΕΑ 6953/1996 ό.π., ΕΘεσ 2541/1983 ΕΕμπΔ 1985, 630, Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σελ. 953]. Ως προς τις σχέσεις της δεύτερης τράπεζας που μεσολαβεί μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και του δικαιούχου πρέπει να λεχθούν τα εξής: Η έννομη σχέση της μεσολαβούσας (βεβαιούσας) τράπεζας με την πιστώτρια τράπεζα αποτελεί μίσθωση έργου (άρθ. 681 ΑΚ) που περιέχει και στοιχεία εντολής γιατί αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεως της πιστώτριας (άρθ. 713 ΑΚ). Οι διατάξεις της τελευταίας εφαρμόζονται αναλογικά (Π. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π., σελ. 953, Ιωάν. Βελέντζα, Δίκαιο Τραπεζικών Συμβάσεων, σελ. 422, ΕΑ 6953/1996 ό.π.). Η έννομη σχέση που δημιουργείται μεταξύ της βεβαιούσας τράπεζας και του δικαιούχου είναι όμοια προς τη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στην πιστώτρια και τον δικαιούχο και, συνεπώς, χαρακτηρίζεται και αυτή ως ανάληψη αφηρημένης υποχρέωσης χρέους εκ μέρους της βεβαιούσας τράπεζας [με την έννοια της διάταξης του άρθ. 873 ΑΚ], η οποία έχει έναντι του δικαιούχου τις ίδιες υποχρεώσεις που έχει και η πιστώτρια τράπεζα. Ανάμεσα, όμως, στη βεβαιούσα τράπεζα και το δικαιούχο γεννιέται έννομη σχέση μόνο εφόσον χωρήσει βεβαίωση της πίστωσης και αποδοχή της εκ μέρους του δικαιούχου και, συγκεκριμένα, η σύμβαση αυτή τελειούται, όπως και μεταξύ της πιστώτριας και του δικαιούχου, δηλαδή, με την κοινοποίηση της πρότασης στον δικαιούχο, την οποία (πρόταση) αποτελεί η κοινοποίηση της πίστωσης, και την εκ μέρους του αποδοχή της, έστω και σιωπηρά. Στη βεβαιωμένη τραπεζική ενέγγυα πίστωση, ο δικαιούχος έχει αυτοτελώς υπόχρεους τόσο την πιστώτρια τράπεζα, όσο και τη βεβαιούσα, οι οποίες ευθύνονται σε ολόκληρο (ΕΑ 2134/2001, ΕΑ 6953/1996, ΕΑ 9188/1984 ό.π.). Η πιστώτρια τράπεζα δεν δικαιούται, κατ' ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθ. 877 ΑΚ, να αντιτάξει κατά του δικαιούχου ενστάσεις που αφορούν την υποκείμενη σχέση, συνήθως πώληση, μεταξύ αυτού και του οφειλέτη. Επίσης, οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ δικαιούχου και οφειλέτη δεν δεσμεύει την τράπεζα που είναι εντελώς ξένη προς την έννομη σχέση που συνδέει αυτούς. Τέλος, η τραπεζική ενέγγυα πίστωση εμφανίζει συνήθως στοιχεία αλλοδαπότητας. Εντεύθεν γεννάται θέμα εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου. Τούτο θα υποδειχθεί με βάση τον κανόνα του άρθ. 25 ΑΚ, δηλ. κρίσιμο είναι το δίκαιο, στο οποίο υπήχθησαν τα μέρη και διαφορετικά το εκ των περιστάσεων αρμόζον. Έτσι, στην περίπτωση της βεβαιωμένης τραπεζικής πιστώσεως, αρμόζον θεωρείται το δίκαιο της έδρας της τράπεζας που έχει βεβαιώσει την πίστωση (ΕΑ 6953/1995 ό.π.). Περαιτέρω, η ενέργεια της ενοχικής σχέσης είναι σχετική, δηλαδή αναπτύσσεται μόνο μεταξύ των μερών και τρίτοι δεν μπορούν να αντλούν δικαιώματα από αυτή. Η έννομη τάξη, λοιπόν, θέτει σαν βάση την αρχή της σχετικότητας των ενοχών, πλην όμως δέχεται και ρητές εξαιρέσεις από την αρχή αυτή. Η επέκταση της ενέργειας της ενοχής σε τρίτα πρόσωπα, που βρίσκονται έξω από την ενοχική σχέση, συνήθως γίνεται με τη δημιουργία νέας ενοχικής σχέσης μεταξύ ενός από τα υποκείμενα της αρχικής ενοχής και του τρίτου προσώπου. Η νέα ενοχή είναι απόρροια της παλαιάς, της οποίας έτσι η ενέργεια επεκτείνεται. Εξαιρέσεις από τη σχετικότητα των ενοχών αναγνωρίζονται: α) σε ορισμένες τριμερείς συμβατικές σχέσεις, μεταξύ των οποίων είναι η εντολή, με ανάθεση της υπόθεσης του εντολέα από τον εντολοδόχο σε υποκατάστατό του, στην οποία, κατά περιορισμό της σχετικότητας, επιτρέπεται στον εντολέα να στραφεί ευθέως κατά του υποκατάστατου του εντολοδόχου (άρθ. 716 παρ. 3 ΑΚ) και η γνήσια σύμβαση υπέρ τρίτου (άρθ. 411 ΑΚ), με την οποία ένα πρόσωπο (υποσχεθείς) συμφωνεί με άλλο (δέκτη της υπόσχεσης) να καταβάλει την παροχή σε τρίτο, την οποία (παροχή) ο τελευταίος, μολονότι δεν είναι συμβαλλόμενος, δικαιούται να τη ζητήσει απευθείας από τον πρώτο, β) επίσης η επέκταση της ενέργειας μίας ενοχής (συνήθως από σύμβαση) σε τρίτα πρόσωπα δικαιολογείται επειδή συντρέχουν πρόσθετα στοιχεία αδικοπρακτικής φύσης. Αυτό συμβαίνει όταν συντρέχουν οι όροι του άρθ. 919 ΑΚ, δηλαδή ανήθικη συμπεριφορά του τρίτου και πρόθεσή του, οπότε δημιουργείται από το νόμο νέα ενοχική σχέση μεταξύ τρίτου και του δανειστή, με βάση την οποία ο τρίτος έχει ευθύνη αποζημίωσης. Είναι, επίσης, δυνατόν η αρχή της καλής πίστης (άρθ. 281, 288 ΑΚ) να επιβάλλει στον οφειλέτη ή στον δανειστή τη λήψη υπόψη συμφερόντων όχι μόνο του άλλου μέρους της ενοχής, αλλά και τρίτων προσώπων. Η παράβαση αυτής της υποχρέωσης, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθ. 914 ΑΚ, μπορεί να δημιουργήσει ευθύνη για αποζημίωση, γ) Όταν η ζημία από αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης προκληθεί σε τρίτο, αντί στο δανειστή, και εφόσον συντρέχουν ορισμένοι όροι. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των περιπτώσεων, που είναι γνωστές με το όνομα "ζημία τρίτου", είναι ότι ο δανειστής της αρχικής παροχής δεν είναι δυνατόν να ζημιωθεί από τη μη εκπλήρωση της, διότι η οικονομική αξία που ενσωματώνεται στην οφειλόμενη παροχή έχει μεταφερθεί σε κάποιον άλλο (τρίτο). Ειδικότερα τη δευτερογενή υποχρέωση για αποζημίωση, προς αποκατάσταση της περιουσιακής του ζημίας, έχει ο οφειλέτης απέναντι στο δανειστή, δηλαδή το φορέα της απαιτήσεως για την αρχική παροχή, επειδή σ' αυτόν ανήκει και η οικονομική αξία της παροχής. Όταν, όμως, υπάρχει διάσπαση της ενότητας αυτής έτσι ώστε άλλος να είναι ο δικαιούχος της παροχής και άλλος ο φορέας της οικονομικής της αξίας ο λόγος που δικαιώνει το δανειστή και ως φορέα της δευτερογενούς αξιώσεως για αποζημίωση δεν υπάρχει. Αυτός, ως δανειστής, εξακολουθεί να έχει την πρωτογενή αξίωση προς εκπλήρωση της παροχής κατά την υλική της υπόσταση, αλλά, κατά την οικονομική της αξία, αυτή έχει μετακινηθεί στον τρίτο και σ' αυτή την αξία αντιστοιχεί η δευτερογενής αξίωση προς αποζημίωση. Τη δευτερογενή υποχρέωση για αποζημίωση ο οφειλέτης έχει απέναντι στο νέο και μόνο φορέα της οικονομικής αξίας της παροχής. Αυτό επιβάλλει η καλή πίστη (άρθ. 288 ΑΚ) τόσο από την πλευρά του οφειλέτη, αφού η απαλλαγή του θα ήταν αντίθετη στις αρχές της, όσο και από την πλευρά του δανειστή, αφού στη δευτερογενή απαίτηση αποζημιώσεως ως τέτοιος μπορεί να εμφανιστεί μόνο ο φορέας της οικονομικής αξίας της παροχής, την οποία, κατά αθέτηση της ενοχικής του υποχρεώσεως, έπληξε ο οφειλέτης. Έτσι ο τρίτος θα μπορεί να στραφεί, καίτοι δεν είναι ο δανειστής της κύριας παροχής, κατευθείαν κατά του οφειλέτη ζητώντας αποζημίωση (Α. Γεωργιάδη - Μ. Σταθόπουλου, Αστικός Κώδιξ, Γενικό Ενοχικό, τόμος II, Εισαγωγή, σελ 8-11, άρθ. 297-298, σελ. 98-100, Μ. Σταθόπουλου, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, σελ. 70-78, Λιτζερόπουλος, ΕρμΑΚ, άρθ. 278, σελ. 137-141). Εξάλλου, η καλή πίστη, κατά τη διάταξη του άρθ. 288 ΑΚ, διέπει κάθε ενοχική σχέση και η εφαρμογή της διάταξης αυτής προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης ενοχής, ενώ η καλή πίστη μόνη δεν αποτελεί λόγο παραγωγικό ενοχών. Όταν δεν υπάρχει προσωπικός δεσμός μεταξύ των κοινωνών παραμένει μόνο η γενική υποχρέωση σεβασμού των εννόμων αγαθών των άλλων κοινωνών και η αποφυγή παράνομης ή ανήθικης συμπεριφοράς απέναντι τους, η οποία κολάζεται κατά τις διατάξεις των άρθ. 914 και 919 ΑΚ. Για να υπάρξει αδικοπραξία, σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις των άρθ. 914 επ. ΑΚ, άρα και υποχρέωση εκείνου που προξένησε τη ζημία να αποζημιώσει τον παθόντα, προϋποτίθεται η ζημία να προκλήθηκε παρά το νόμο (άρθ. 914 ΑΚ) ή από συμπεριφορά αντίθετη προς τα χρηστά ήθη (άρθ. 919 ΑΚ), από πράξη ή παράλειψη του δράστη (υπαιτίου) και αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας που επήλθε. Η ζημία είναι παράνομη όταν, με την πράξη ή την παράλειψη του υπαιτίου, προσβάλλεται δικαίωμα προστατευόμενο από ορισμένη διάταξη νόμου η οποία παραβιάστηκε, ενώ ως κριτήριο των χρηστών ηθών λαμβάνονται υπόψη οι ιδέες που κατά τη γενική αντίληψη του "χρηστώς και εμφρόνως" σκεπτόμενου μέσου κοινωνικού ανθρώπου, επικρατούν σε μία δεδομένη χρονική περίοδο (ΑΠ 87/2000 ΕλΔ 41.967). Προϋπόθεση εφαρμογής του άρθ. 919 ΑΚ είναι η από πρόθεση πρόκληση ζημίας κατά τρόπο που αντίκειται στα χρηστά ήθη. Πρέπει, δηλαδή, ο τρίτος να ενεργεί με σκοπό να προκαλέσει ζημία. Με την ένδικη αγωγή ιστορείται ότι, με την, από 6.6.2000, σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της, εδρεύουσας στο Βέλγιο, ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία "ΧΧΧ" η πρώτη ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στη δεύτερη τα αναφερόμενα στην αγωγή υλικά κατεδαφίσεως, αντί συνολικού τιμήματος 609.540 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι η παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων θα γινόταν τμηματικά και, ειδικότερα, συμφωνήθηκε να παραδοθούν 10.000 κομμάτια μέχρι 30.10.2000, 10.000 κομμάτια μέχρι 30.8.2000 και 48.000 κομμάτια μέχρι 30.11.2000. Ότι το τίμημα του εμπορεύματος θα καταβαλλόταν με το άνοιγμα τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, πληρωτέο στην ενάγουσα εντός πέντε ημερών από την κατάθεση στην πιστώτρια τράπεζα των αναφερομένων στη σύμβαση εγγράφων και ότι οι ανωτέρω χρόνοι τμηματικής παράδοσης θα ίσχυαν υπό τον όρο ανοίγματος της ενέγγυας πίστωσης και θέσης στη διάθεση της ενάγουσας των βεβαιώσεων εισαγωγής μέχρι 10.7.2000, ενώ κάθε καθυστέρηση θα παρέτεινε ανάλογα το χρόνο παράδοσης. Ότι, επίσης, συμφωνήθηκε ότι ο χρόνος παράδοσης των εμπορευμάτων θα ήταν ουσιώδης όρος της σύμβασης πωλήσεως, ώστε, σε περίπτωση καθυστέρησης, αν η αγοράστρια εταιρεία θεωρούσε ότι ήταν αδύνατη η άρση ή ο έλεγχος της καθυστέρησης τότε θα είχε το δικαίωμα να πάρει όλα τα μέτρα που θεωρούσε κατάλληλα, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος να υπαναχωρήσει της συμβάσεως, και να επιβάλει στην πωλήτρια - ενάγουσα ποινή 2% για κάθε εβδομάδα καθυστέρησης με βάση την αξία του υλικού που καθυστέρησε να παραδοθεί, η οποία (ποινή) δεν θα υπερέβαινε συνολικά το 10%. Περαιτέρω, εκθέτει η ενάγουσα ότι, μετά εντολή της αγοράστριας εταιρίας προς την εδρεύουσα στο Βέλγιο τράπεζα με την επωνυμία "ΧΧΧ", ανοίχθηκε από την τελευταία η από 30.6.2000 τραπεζική ενέγγυα πίστωση, την οποία αυτή προώθησε αυθημερόν προς την ανταποκρίτριά της εναγόμενη τράπεζα. Ότι, μετά τη σχετική εντολή - ανάθεση, η εναγομένη, ως μεσολαβούσα τράπεζα, ανέλαβε την υποχρέωση ιδίας, αυτοτελούς και οριστικής δέσμευσης έναντι της ενάγουσας για εξυπηρέτηση της ως άνω με αριθμό 910280/6.6.2000 συμβάσεως πωλήσεως διά της επιβεβαιώσεως της, με αριθμό 17900IL084, τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, μεταβιβάσιμης και ανέκκλητης υπέρ της ενάγουσας μέχρι του ποσού των 609.540 δολαρίων ΗΠΑ, με την αποστολή στην εκδότρια βελγική τράπεζα σχετικού τηλεομοιοτυπικού μηνύματος. Ότι η εναγομένη όφειλε, σύμφωνα με τους "ομοιόμορφους κανόνες και συνήθειες επί εμπορικών πιστώσεων", να προβεί αμέσως στην έγγραφη αναγγελία του ανοίγματος της πιστώσεως προς την ενάγουσα, προκειμένου να αρχίσει η λειτουργία της αγοραπωλησίας και να ξεκινήσει η προώθηση των υλικών προς το Βέλγιο. Ότι η αγοράστρια εταιρία "XXX", η οποία σύμφωνα με τα συμφωνημένα είχε εγκαίρως ανοίξει την άνω πίστωση, αφού επικοινώνησε με την ενάγουσα στις 31.7.2000 και διαπίστωσε ότι η τελευταία δεν είχε ακόμη ξεκινήσει την εκτέλεση της σύμβασης, κάνοντας χρήση του άνω όρου της σύμβασης πωλήσεως και κρίνοντας ότι ήταν αδύνατη η άρση ή ο έλεγχος της καθυστέρησης παράδοσης, υπαναχώρησε από τη σύμβαση και ανακάλεσε την εντολή ανοίγματος ενέγγυας πίστωσης προς την εκδότρια τράπεζα "XXX". Ότι η ενάγουσα δεν είχε αρχίσει την εκτέλεση της σύμβασης πωλήσεως με την εταιρία "ΧΧΧ" διότι δεν είχε λάβει καμία ειδοποίηση από την εναγομένη για το άνοιγμα της πιστώσεως. Ότι στην ανάκληση της άνω πίστωσης, η οποία γνωστοποιήθηκε στην εναγομένη, συνήνεσε και η δικαιούχος ενάγουσα προκειμένου να μη διαταραχθούν οι εμπορικές της σχέσεις με την αγοράστρια εταιρεία. Ότι η εναγομένη, ως εντολοδόχος μεσολαβούσα τράπεζα, κατά παράβαση της υποχρεώσεώς της που απέρρεε από τη σύμβαση πιστώσεως, άλλως κατά παράβαση της ανατεθείσης σ' αυτή εντολής και κατά παράβαση των διεπόντων τη σύμβαση ενέγγυας πίστωσης "ομοιόμορφων κανόνων και συνηθειών επί εμπορικών πιστώσεων" και ενεργώντας υπαίτια (βαρεία αμέλεια) αντίθετα προς την καλή πίστη δεν προέβη πάραυτα στην έγγραφη αναγγελία του ανοίγματος της πιστώσεως προς την ενάγουσα για να αρχίσει η λειτουργία της αγοραπωλησίας και να ξεκινήσει η προώθηση των υλικών προς το Βέλγιο, αλλά βράδυνε υπαίτια με αποτέλεσμα να υποστεί η ενάγουσα τις παρακάτω ζημίες: α) αποθετική ζημία 159.940 δολ. ΗΠΑ, συνισταμένη σε διαφυγόντα κέρδη που με κάθε βεβαιότητα θα αποκέρδαινε από την εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως πωλήσεως, δεδομένου ότι τα προς πώληση υλικά θα τα αγόραζε αντί τιμήματος 449.600 δολ. ΗΠΑ και θα τα μεταπωλούσε στην εταιρία "XXX" αντί 609.540 δολ. ΗΠΑ και β) θετική ζημία 60.954 δολ. ΗΠΑ, ποσό το οποίο κατέβαλε στην ως άνω αγοράστρια εταιρεία για συμφωνηθείσα με την άνω σύμβαση πωλήσεως και καταπέσουσα σε βάρος της και υπέρ της αγοράστριας εταιρείας ποινική ρήτρα λόγω καθυστέρησης παράδοσης των υλικών πέραν των πέντε εβδομάδων. Με βάση αυτά, και επικαλούμενη επί πλέον ότι κατά παρέκκλιση της αρχής της σχετικότητας των ενοχών και σύμφωνα με την καλή πίστη αυτή ως τρίτη, η οποία υπέστη ζημία από την παράλειψη της εναγομένης να εκπληρώσει την έναντι της εντολέως εταιρίας "ΧΧΧ" συμβατική υποχρέωσή της για γνωστοποίηση της πιστώσεως και ως φορέας της οικονομικής αξίας της κύριας παροχής, αλλά και διότι η ανέκκλητη πίστωση συνιστά σύμβαση υπέρ αυτής ως τρίτης, ζήτησε, μετά παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 220.894 δολ. ΗΠΑ ή το κατά την ημέρα της εξοφλήσεως σε δραχμές ή ευρώ ισάξιό τους, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής. Στην προκειμένη περίπτωση, με βάση τα αναφερόμενα στην αγωγή και όσα εκτέθηκαν παραπάνω, δεν υπάρχει έννομη σχέση μεταξύ των διαδίκων. Ειδικότερα, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η εναγόμενη, ως βεβαιούσα τράπεζα, δεν προέβη στην κοινοποίηση της πιστώσεως στην ενάγουσα - δικαιούχο, πράγμα που αποτελεί την πρότασή της για τη σύναψη συμβάσεως και, επομένως, δεν υπήρξε, έστω και σιωπηρά, αποδοχή της από την τελευταία, δεν έχει συναφθεί μεταξύ των διαδίκων σύμβαση και δεν συνδέονται αυτοί με συμβατικό δεσμό. Επομένως, η αγωγή καθόσο επιχειρείται να θεμελιωθεί στη σύμβαση πιστώσεως και την πλημμελή εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εναγομένης που απέρρεαν από τη σύμβαση αυτή, είναι μη νόμιμη και για το λόγο αυτό απορριπτέα. Ως προς τον ισχυρισμό της ενάγουσας ότι, κατά παρέκκλιση της αρχής της σχετικότητας των ενοχών, ως τρίτη ζημιωθείσα, δικαιούται να στραφεί κατά της εναγομένης γιατί από την αντισυμβατική συμπεριφορά της οποίας, έναντι της εντολέως "XXX" ή της εντολέως ... και "συνεκδοχικώς" και έναντι αυτής (ενάγουσας) υπέστη την επικαλούμενη ζημία πρέπει να λεχθούν τα εξής: Η γνωστοποίηση της πίστωσης στον δικαιούχο - τρίτο από τη μεσολαβούσα τράπεζα και μάλιστα ταχέως και άνευ υπαιτίου βραδύτητας, αποτελεί εκπλήρωση συμβατικής της υποχρέωσης προς την πιστώτρια τράπεζα, με την οποία συνδέεται με έννομη σχέση, η οποία χαρακτηρίζεται ως μίσθωση έργου που περιέχει και στοιχεία εντολής και όχι έναντι στο δικαιούχο, ο οποίος, αν δεν αποδεχθεί την πίστωση, μετά από σχετική πρόταση της μεσολαβούσας τράπεζας, δεν καθίσταται μέρος της σύμβασης. Με βάση, όμως, τη διάταξη του άρθ. 716 παρ. 2, 3 ΑΚ, που καθιερώνει εξαίρεση από την αρχή της σχετικότητας των ενοχών και με την οποία ορίζεται ότι σε περίπτωση που ο εντολοδόχος με σύμβαση μεταβιβάζει σε τρίτο την υποχρέωση εκτέλεσης της εντολής στο όνομα του εντολέα, ευθυνόμενος μόνο για πταίσμα περί την εκλογή του τρίτου προσώπου και της δοθείσας σ' αυτό οδηγίας, χορηγείται στον εντολέα το δικαίωμα να ασκήσει κατά του υποκατάστατου - τρίτου τις αγωγές τις οποίες έχει κατ' αυτού ο εντολοδόχος, όχι όμως και δικαίωμα στην ενάγουσα, ως δικαιούχο - τρίτη, να στραφεί κατά της υποκατάστατης εντολοδόχου εναγομένης, με την οποία δεν συνδέεται με καμία ενοχική σχέση, ζητώντας αποζημίωση. Επίσης, δεν έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του άρθ. 411 ΑΚ, αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αρχή της παρούσας, η έννομη σχέση που συνδέει την εναγομένη με την πιστώτρια τράπεζα δεν είναι αυτή της σύμβασης υπέρ τρίτου. Χαρακτηριστικό της υπέρ τρίτου συμβάσεως είναι η αυτόματη από τον τρίτο κτήση του δικαιώματος εκ μόνης της καταρτίσεως της συμβάσεως της περιεχούσης την υπέρ τρίτου ρήτρα (Α. Λιτζερόπουλος ΕρμΑΚ υπό το άρθ. 411 ΑΚ), ενώ στην προκείμενη σύμβαση το δικαίωμα του τρίτου γεννάται όχι απ' ευθείας από τη σχέση (σύμβαση) των προαναφερόμενων άλλων [εντολέως (αγοραστή) - πιστώτριας πρώτης τράπεζας - δεύτερης τράπεζας], αλλά μόνον από την βεβαιωτική επιστολή την οποία η δεύτερη τράπεζα αποστέλλει στον τρίτο, άνευ ανάγκης αποδοχής. Περαιτέρω, ο αγωγικός ισχυρισμός της ενάγουσας ότι έχει μετακινηθεί σ' αυτήν η οικονομική αξία της παροχής, στην οποία (αξία) αντιστοιχεί η δευτερογενής αξίωσή της για αποζημίωση και έτσι ως ζημιωθείσα τρίτη μπορεί να στραφεί κατά της εναγομένης, καίτοι δεν μετέχει στη συμβατική σχέση της εντολέως εταιρίας "XXX" και της πιστώτριας τράπεζας καθώς και της τελευταίας με την εναγομένη είναι απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Στην προκειμένη περίπτωση η επικαλούμενη, εκ μέρους της εναγομένης, μη εκπλήρωση της παροχής της για ανακοίνωση της πίστωσης στην ενάγουσα δημιουργεί ευθύνη της εναγομένης έναντι της εντολέως της πιστώτριας τράπεζας (άρθ. 714 ΑΚ), η οποία έχει ευθύνη έναντι του αγοραστή - εντολέως για πταίσμα της περί την εκλογή της εναγομένης ως ανταποκρίτριας - υποκατάστατου της και ως προς τις οδηγίες που της έδωσε (βλ. και άρθ. 30 παρ. 2 ν.δ. 17.7/13.8.1923: "Η πιστώτρια ευθύνεται δι' ίδιον δόλον και αμέλειαν, περιλαμβανομένης και της αμέλειας περί την εκλογήν ("ανταποκριτού"). Δεν υπάρχει, επομένως, απαλλαγή της εναγομένης από τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από την πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών της υποχρεώσεων έναντι της αντισυμβαλλομένης της πιστώτριας τράπεζας, ούτε υπάρχει μετατόπιση της οικονομικής αξίας της παροχής στην ενάγουσα, ώστε, κατ' εφαρμογή της διατάξεως της ΑΚ 288, να μπορεί να στραφεί κατ' ευθείαν κατά της εναγομένης ζητώντας αποζημίωση. Επίσης, δεν μπορεί στην προκειμένη περίπτωση να επεκταθεί η ενέργεια της ως άνω μεταξύ της πιστώτριας τράπεζας και της εναγομένης ενοχής στη μη μετέχουσα αυτής ενάγουσα ως τρίτη, αφού δεν γίνεται με την αγωγή επίκληση των προϋποθέσεων της διάταξης του άρθ. 919 ΑΚ, η οποία προϋποθέτει προσβολή των χρηστών ηθών και πράξη ή παράλειψη του υπαιτίου, η οποία έλαβε χώρα με τη θέληση να προκαλέσει ζημία. Περαιτέρω, η ένδικη αγωγή δεν μπορεί να θεμελιωθεί αυτοτελώς στη διάταξη του άρθ. 288 ΑΚ. Και τούτο, διότι, για την εφαρμογή της διάταξης αυτής απαιτείται η ύπαρξη ενοχικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, η οποία, κατά τα γενόμενα δεκτά παραπάνω, δεν υφίσταται στην προκειμένη περίπτωση. Ούτε μπορεί να γίνει λόγος για εφαρμογή της ΑΚ 281, αφού αυτή προϋποθέτει άσκηση δικαιώματος και όχι παράλειψη εκτελέσεως υποχρεώσεως την οποία επικαλείται η ενάγουσα. Εξάλλου, η ένδικη αγωγή, έχουσα το ως άνω περιεχόμενο, δεν ευρίσκει έρεισμα ούτε στη διάταξη του άρθ. 914 ΑΚ, δεδομένου ότι ελλείπει η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων της εναγομένης, αφού η επικαλούμενη παράβαση, εκ μέρους της εναγομένης, των ρυθμίσεων των ομοιόμορφων κανόνων και συνηθειών του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου, και αληθής υποτιθέμενη, δεν μπορεί να θεμελιώσει αξίωση από αδικοπραξία. Και τούτο, διότι, οι κανόνες αυτοί δεν αποτελούν ούτε κανόνες δικαίου, ούτε εθιμικό δίκαιο ώστε η παράβασή τους να μπορεί, και χωρίς συμβατική σχέση διαπραττόμενη, να επιστηρίξει και αξίωση από αδικοπραξία. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω η ένδικη αγωγή είναι μη νόμιμη και γι' αυτό απορριπτέα.

πηγή: NOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.