Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Κοινός τραπεζικός λογαριασμός (Άρειος Πάγος - Αριθμοί αποφάσεων 1257/2010 και 877/2008)

Α. Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1257/2010.

Περίληψη: Τράπεζες. Συγχώνευση τραπεζών. Ενσωματώνεται ο εσωτερικός κανονισμός της απορροφηθείσης τράπεζας. Εντολή πελάτη προς την τράπεζα. Τύπος αυτής. Λογαριασμοί καταθέσεως. Κοινός τραπεζικός λογαριασμός καταθέσεων. Εννοια αυτού. Δικαιώματα έναντι της τράπεζας των συνδικαιούχων του λογαριασμού. Ο καθένας μπορεί να προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς τη σύμπραξη των υπολοίπων. Δεν επιτρέπεται όμως να θέσει νέο συνδικαιούχο χωρίς τη ρητή συναίνεση όλων. Αναιρείται η προσβαλλόμενη απόφαση, γιατί δεν προσδιόρισε αν η θέση νέου συνδικαιούχου σε κοινό λογαριασμό είχε λάβει τη ρητή συναίνεση των υφισταμένων. (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 3214/2008 ΕφΑθ).

[...] ΕΠΕΙΔΗ, με απόφαση της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών θεμάτων της 12/27.7.2000 και στη συνέχεια με τη με αριθμό Κ2-11540 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης εγκρίθηκε η συγχώνευση των Ανωνύμων Τραπεζικών Εταιρειών ".................." και "............... ,", με απορρόφηση της δεύτερης από την πρώτη (ΕτΚ τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, αρ. φύλλου 8391/13.9.00). Περαιτέρω, στον εσωτερικό κανονισμό λειτουργίας ως τροποποιηθείς σε άλλα μέρη του ισχύει, (γενικοί όροι τραπεζικών συναλλαγών) της Τράπεζας ............ ............ (υπ`αριθ. 17151/7.11.07 πράξη καταθέσεως εγγράφου του Συμβολαιογράφου Αθηνών Κων/νου Σπανόπουλου και Κεφάλαιο 4 - Συναλλαγές, επί καταθέσεων λογαριασμών, μετά τη συγχώνευσή της με την Τράπεζα ........ , στον οποίο ενσωματώθηκε ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της απορροφηθείσης τελευταίας Τράπεζας ...... , ορίζεται ότι οποιαδήποτε εντολή προς την Τράπεζα από πελάτη απαιτείται να δίδεται είτε εγγράφως με απλή ενυπόγραφη επιστολή (άτυπη) είτε μέσω τηλεομοιοτυπίας (FAX) κατά την εκάστοτε ισχύουσα διαδικασία της Τράπεζας. Τέλος, κατά τις διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 του Ν. 5638/1932 "περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν" όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν.Δ 851/1981, χρηματική κατάθεση σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσοτέρων μαζί είναι, σύμφωνα με την έννοια του νόμου αυτού εκείνη που περιέχει τον όρο ότι από το λογαριασμό της κατάθεσης αυτής μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι δικαιούχοι. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι, από την κατάθεση των χρημάτων σε κοινό λογαριασμό, καθένας από τους αναφερόμενους σ` αυτόν αποκτά δικαίωμα έναντι της τράπεζας για την απόδοση και ολόκληρης της ποσότητας των χρημάτων, χωρίς τη σύμπραξη των άλλων, δεν έχει όμως το δικαίωμα μόνος, να εγγράψει στον κοινό λογαριασμό τρίτο πρόσωπο ως συνδικαιούχο, χωρίς τη συναίνεση των λοιπών συνδικαιούχων, διότι άλλως καταστρατηγούνται τα δικαιώματά τους, δεδομένου ότι ο συνδικαιούχος κοινού λογαριασμού έχει ίδιο και αυτοτελές δικαίωμα στο χρηματικό ποσό της καταθέσεως που μόνο με τη θέλησή του μπορεί να χάσει, με την είσοδο δε εν αγνοία του και άλλου συνδικαιούχου μειώνεται χωρίς την συναίνεση του το ποσοστό της συμμετοχής του στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού με βάση την εσωτερική σχέση. Εξάλλου, κατά την έννοια του αριθ. 19 του ίδιου ως άνω άρθρου, αναίρεση για έλλειψη νομίμου βάσεως της αποφάσεως ιδρύεται όταν από τις αιτιολογίες της δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στην συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν οι νόμιμοι όροι της ουσιαστικής διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή δεν συντρέχουν ώστε να αποκλείεται η εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες ελλιπείς και αντιφατικές ως προς το νόμιμο χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Εν προκειμένω, το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε τα τα εξής: "Οι διάδικοι είναι μεταξύ τους συγγενείς εξ αίματος πρώτου βαθμού και δη η ενάγουσα με τις δύο πρώτες εναγόμενες αδελφές και η τρίτη εναγομένη είναι μητέρα τους. Ο πατέρας της ενάγουσας και των δύο πρώτων εναγομένων και σύζυγος της τρίτης εναγομένης, ο οποίος αποβίωσε στις 20-11-1995, όσο ζούσε είχε αναπτύξει μεγάλη και επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα, ασχολούμενος με την εισαγωγή και εμπορία βαρέων χωματουργικών μηχανημάτων, μέσω των εξής εταιριών: α) "... ΟΕ οδοποιητικές εργασίες", β) "... ΟΕ εισαγωγές μηχανημάτων οδοποιίας", γ) "... ΟΕ" και δ) "... ΟΕ". Στις εταιρίες αυτές συμμετείχε πάντοτε ο ίδιος και κατά καιρούς και μόνον τυπικά διάφορα μέλη της οικογενείας του, όπως ο αδελφός του ..., οι διάδικοι και ο σύζυγος της ενάγουσας. Ο ανωτέρω από την επιχειρηματική του δραστηριότητα είχε κερδίσει μεγάλα χρηματικά ποσά, από τα οποία άλλα τοποθετούσε για λόγους επιχειρηματικούς και φορολογικούς σε διάφορους επωφελείς λογαριασμούς τραπεζών του εξωτερικού (Σουηδία, Γαλλία, Ισραήλ) και της Ελλάδας με συνδικαιούχους τα μέλη της οικογενείας του, άλλα δε τοποθετούσε στις επιχειρήσεις του. Πάντοτε δε, όσο ζούσε, είχε αποκλειστικά τον έλεγχο και την διαχείριση των εταιριών του, ανεξάρτητα από τη συμμετοχή σ` αυτές μελών της οικογενείας του, η οποία γινόταν για λόγους φορολογικούς. Ο ανωτέρω δε ..., όταν αποβίωσε στις 20-11-95, λόγω της επί τριετία και πλέον ασθένειας του, χωρίς διαθήκη, κατέλιπε στους εξ αδιαθέτου κληρονόμους του, δηλ. τις θυγατέρες του και τη σύζυγο του μια τεράστια περιουσία αποτελούμενη κυρίως από καταθέσεις σε διάφορες τράπεζες του εξωτερικού και της Ελλάδος, αλλά και από ακίνητα ευρισκόμενα στην .... Μετά το θάνατο του και επί μία διετία οι ανωτέρω συνέχισαν τις επιχειρήσεις του, συνεργαζόμενες αρμονικά, η δε ενάγουσα δια του συζύγου της, ο οποίος εργαζόταν με τον πεθερό του από το έτος 1985 και συμμετείχε και σε μια από τις επιχειρήσεις του. Όμως, οι μεταξύ τους σχέσεις διαρρήχθηκαν για οικονομικούς λόγους στις αρχές του έτους 1998. Ακόμη δέχθηκε το Εφετείο ότι στις 11-12-1995 δηλ. μετά τον θάνατο του ανωτέρω πατέρα και συζύγου των διαδίκων, ανοίχθηκε στην Τράπεζα ...... , στο υποκατάστημα ..., κατόπιν αιτήσεως της πρώτης εναγομένης ... ο "..." κοινός λογαριασμός, στον οποίο αρχικά συνδικαιούχοι ορίστηκαν οι δεύτερη και τρίτη εναγόμενες και μεταγενέστερα στις 7-8-97, κατόπιν νέας αίτησης των δύο πρώτων εναγομένων, και η ενάγουσα .... Στις 18-11-97 η τρίτη εναγομένη με χρέωση του άνω λογαριασμού αγόρασε αμοιβαία κεφάλαια ποσού 224.482.642 δρχ. με συνδικαιούχους τόσον τις πρώτη και δεύτερη εναγόμενες όσο και την ενάγουσα και στη συνέχεια το ποσό αυτό που επενδύθηκε μαζί με την προσαύξηση του, κατατέθηκε και πάλι στον ίδιο λογαριασμό. Από τον λογαριασμό αυτό οι εναγόμενες, όπως ρητά συνομολογούν, έκαναν ανάληψη το ποσό των 229.720.000 δρχ στις 22-12-97, εν αγνοία της ενάγουσας και χωρίς να της αποδώσουν κάποιο ποσό. Ισχυρίζονται δε ότι δεν είχαν υποχρέωση να το πράξουν, καθόσον η ενάγουσα είχε οριστεί συνδικαιούχος του άνω κοινού λογαριασμού εν αγνοία και χωρίς τη συναίνεση της συνδικαιούχου μητέρας τους και με τη μεταξύ τους συμφωνία ότι θα μπορούσε η ενάγουσα να αναλάβει χρήματα από τον λογαριασμό αυτό σε περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος αυτών. Αγνοια όμως και μη συναίνεση της τρίτης εναγομένης ως προς το ότι η ενάγουσα κατέστη μετά από αίτηση της πρώτης εναγομένης συνδικαιούχος του "..." κοινού τραπεζικού λογαριασμού δεν αποδείχθηκε. Αντίθετα, αποδείχθηκε γνώση και συναίνεσή της, αφού κατά την αγορά των άνω αμοιβαίων κεφαλαίων με χρέωση του προαναφερθέντος λογαριασμού από την ίδια την τρίτη εναγομένη, μητέρα των διαδίκων, ορίστηκε ως συνδικαιούχος και η ενάγουσα. Ομοίως, δεν αποδείχθηκε ότι η είσοδος στον άνω λογαριασμό της ενάγουσας έγινε λόγω δωρεάς αιτία θανάτου, με τη συμφωνία μεταξύ των εναγομένων και της ενάγουσας ότι η τελευταία θα ήταν δικαιούχος στον άνω λογαριασμό μόνο για την περίπτωση θανάτου ή ατυχήματος των εναγομένων, ενώ αντιθέτως αποδείχθηκε ότι το ποσό που ανέλαβαν οι εναγόμενες αφορούσε το προϊόν του αρχικού ποσού που είχε επενδυθεί σε αμοιβαία κεφάλαια, επ` ονόματι όλων των διαδίκων και την εν συνεχεία προσαύξηση του. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι τα χρήματα στον άνω λογαριασμό προέρχονταν από τις ως άνω επιχειρήσεις του ..., τις οποίες συνέχισαν να λειτουργούν οι διάδικοι μετά το θάνατο του, ο ίδιος δε ο αποβιώσας όσο ζούσε είχε εκφράσει την βούληση όπως όλη η περιουσία του να ανήκει και να διανεμηθεί μετά το θάνατο του σε όλες τις διαδίκους κατά ίσα μέρη και για το λόγο αυτό κατά τη διάρκεια της ζωής του τοποθετούσε τα χρήματα του σε κοινούς λογαριασμούς, στους οποίους όριζε συνδικαιούχους τα μέλη της οικογένειας του. Επομένως, με την είσοδό της στον άνω κοινό λογαριασμό, η ενάγουσα κατέστη συνδικαιούχος σ` αυτόν κατ` ισομοιρία μεταξύ των διαδίκων, αφού κάτι διαφορετικό δεν αποδείχθηκε, και ως εκ τούτου δικαιούται το 1/4 από το ποσό των 229.720.000 δρχ. Ακολούθως το Εφετείο, και αφού απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους έφεσης των εναγομένων (αναιρεσειουσών), με τους οποίους αυτές ισχυρίζοντο ότι η είσοδος της ενάγουσας στον άνω κοινό λογαριασμό έγινε εν αγνοία της συνδικαιούχου 3ης εναγομένης μητέρας τους και χωρίς την έγγραφη συναίνεσή της, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη. Με την κρίση του αυτή, το Εφετείο διέλαβε στην απόφασή του ασαφείς και ανεπαρκείς αιτιολογίες που καθιστούν ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο ως προς την ορθότητα ή μη της εφαρμογής των αναφερόμενων πιο πάνω διατάξεως του ουσιαστικού δικαίου. Ειδικότερα, σε σχέση με τη "συναίνεση" της τρίτης των αναιρεσειουσών για τον ορισμό της αναιρεσίβλητης ως συνδικαιούχου του επίμαχου κοινού λογαριασμού, δεν προσδιορίζει τον τρόπο εκδηλώσεως αυτής (συναινέσεως), δηλαδή αν παρασχέθηκε με δήλώση προς τις δύο πρώτες των αναιρεσειουσών ή προς την Τράπεζα .... (ήδη ..................) ή, αν ενόψει της ρυθμίσεως του άρθρου 3 παρ. 1 του ν.5638/1932, η Τράπεζα δέχθηκε την αναιρεσίβλητη ως συνδικαιούχο του κοινού λογαριασμού, καθώς και αν η σχετική δήλωση της τρίτης των αναιρεσειουσών έγινε ρητώς ή σιωπηρώς, προφορικώς ή, όπως ορίζει ο εσωτερικός κανονισμός λειτουργίας της Τράπεζας, εγγράφως. Επομένως, οι προσάπτοντες την ανωτέρω πλημμέλεια στο Εφετείο δεύτερος (κατ` εκτίμηση) και τέταρτος λόγοι του αναιρετηρίου είναι βάσιμοι. ΕΠΕΙΔΗ το αίτημα των αναιρεσειουσών, κατ` άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, δια της υποχρεώσεως της αναιρεσίβλητης να αποδώσει το ποσό που εισέπραξε σε εκουσία συμμόρφωσή τους προς την 3214/2008 αναιρεθείσα αναγνωριστική απόφαση του Εφετείου Αθηνών, είναι απαράδεκτο αφού το σχετικό άρθρο 579 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της αρχικής διαφοράς ήταν η διάγνωση (με αναγνωριστική απόφαση) μιας έννομης σχέσης. Συνακόλουθα, πρέπει παρελκούσης της εξετάσεως των λοιπών λόγων, να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο συγκροτούμενο από άλλους δικαστές (άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ) και να καταδικασθεί η αναιρεσίβλητη ως ηττηθείσα, στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειουσών (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Αναιρεί την υπ` αρ. 3214/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Παραπέμπει την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση. Απορρίπτει την αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν την εκτέλεση. Και Καταδικάζει την αναιρεσίβλητη στα δικαστικά έξοδα των αναιρεσειόντων που ορίζει σε τρείς χιλιάδες πεντακόσια (3.500) ευρώ.

Β. Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης: 877/2008.

Περίληψη: Τράπεζες και χρηματική κατάθεση σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δυο ή περισσοτέρων από κοινού προσώπων. Δικαιώματα των προσώπων αυτών. Κοινός λογαριασμός και σχέσεις καταθέτη, τρίτου και τράπεζας. Η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης από έναν από τους δικαιούχους γίνεται εξ ιδίου δικαίου και αν αναληφθεί ολόκληρο το ποσό από τον έναν, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης καθ` ολοκληρίαν έναντι της τράπεζας και ως προς τον άλλο δικαιούχο, που δεν προέβη σε ανάληψη. Δικαιώματα του τελευταίου έναντι εκείνου που έκανε την ανάληψη. Πότε ιδρύεται ο εκ του άρθρου 559 αρ. 19 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης. Αιτιολόγησε το δικάσαν δικαστήριο τον ισχυρισμό της αγωγής ότι το ποσό που εισέπραξε ο αναιρεσείων εναγόμενος κατά τη λήξη της κοινής προθεσμιακής κατάθεσης δεν τον επανατοποθέτησε άμεσα σε νέα κοινή προθεσμιακή κατάθεση, αλλά το παρακράτησε στο σύνολό του και δεν απέδωσε το ήμισυ στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα, όπως είχε υποχρέωση. Απορρίπτεται η αναίρεση. (Επικυρώνει την αρ. 335/2007 ΕΦ ΘΕΣΣΑΛ).

[...] Ι. Επειδή, οι από 12.7.2007 και 21.10.2007 αιτήσεις για αναίρεση της υπ` αριθ. 335/2007 αποφάσεως του Εφετείου Θεσσαλονίκης, πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 573 § 1 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, αφού με αυτές προσβάλλεται η αυτή απόφαση από τους ίδιους διαδίκους και έτσι διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων. ΙΙ. Επί της από 12.7.2007 αιτήσεως αναιρέσεως των Ψ1: 1. Επειδή, κατά το άρθρο 1 §§ 1 και 2 του ν. 5.368/1932, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 751/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ στοιχ. α του ν.δ. 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα σε ανοικτό λογαριασμό στο όνομα δύο ή περισσότερων από κοινού (compt joint, joint account) είναι, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, η περιέχουσα τον όρο, ότι του εξ αυτής λογαριασμού δύναται να κάνει χρήση, ενόλω ή εν μέρει, χωρίς σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε τινές, και πάντες κατ` ιδίαν οι δικαιούχοι, η δε χρηματική κατάθεση αυτή επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 § 1 του ν.δ. της 17.7/13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών", και 411, 489, 490, 491 και 493 του ΑΚ, προκύπτει, ότι σε περίπτωση χρηματικής καταθέσεως στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων σε κοινό λογαριασμό, και ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε η κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται, μεταξύ του καταθέτη και του τρίτου αφενός και του δέκτη της καταθέσεως (τράπεζας ) αφετέρου, ενεργητική σε ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (ολικώς ή μερικώς) από έναν από τους δικαιούχους να γίνεται εξ ιδίου δικαίου, εάν δε αναληφθεί ολόκληρο το ποσό της χρηματικής καταθέσεως από ένα μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαιτήσεως καθολοκληρίαν έναντι της Τράπεζας και ως προς τον άλλο, ήτοι το δικαιούχο, που δεν προέβη σε ανάληψη, ο οποίος ωστόσο αποκτά εκ του νόμου απαίτηση έναντι εκείνου, που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση, για την καταβολή ποσού ίσου προς το μισό της καταθέσεως, εκτός εάν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα επί ολοκλήρου του ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής εκ μέρους αυτού, ο οποίος δεν έκανε ανάληψη του ποσού. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, λόγος αναιρέσεως για έλλειψη νόμιμης βάσης ιδρύεται, όταν από τις αιτιολογίες της αποφάσεως δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την κρίση του δικαστηρίου, στη συγκεκριμένη περίπτωση, περί της συνδρομής των νομίμων όρων και προϋποθέσεων της διατάξεως που εφαρμόσθηκε ή περί της μη συνδρομής τούτων, που αποκλείει την εφαρμογή της, καθώς και όταν η απόφαση έχει ανεπαρκείς ή αντιφατικές αιτιολογίες ως προς το νομικό χαρακτηρισμό των περιστατικών, τα οποία έγιναν δεκτά και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΟλΑΠ 28/1997, ΟλΑΠ 30/1997). Περαιτέρω, ως "ζητήματα", των οποίων η μη αιτιολόγηση ή η αιτιολόγησή τους κατά τρόπο ανεπαρκή ή αντιφατικό στερεί την απόφαση νόμιμης βάσεως της, νοούνται μόνον οι ισχυρισμοί που έχουν αυτοτελή ύπαρξη, δηλαδή εκείνοι που τείνουν στη θεμελίωση ή την κατάλυση δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό, είτε ως αμυντικό μέσο, όχι όμως και τα απλά πραγματικά ή νομικά επιχειρήματα, που συνέχονται με την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, για τα οποία η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας δεν ιδρύει λόγο αναιρέσεως. Επίσης, η τυχόν εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς το αν ο δικαιούχος ανέλαβε ολόκληρο το ποσό του κοινού λογαριασμού και δεν απέδωσε στον συνδικαιούχο το ήμισυ του ποσού ή την προκύπτουσα από την εσωτερική σχέση άλλη αναλογία, δεν ελέγχεται αναιρετικά από το άρθρο 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ για έλλειψη νόμιμης βάσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο δέχθηκε, εκτός άλλων, κατά την ανέλεγκτη ουσιαστική κρίση του, και τα ακόλουθα : Οι διάδικοι είναι αδέλφια και από το έτος 1973 είχαν συστήσει ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία "........ .." με έδρα τα .......... και αντικείμενο εργασιών την εμπορία ενδυμάτων. Για την επίτευξη του σκοπού της εταιρίας, οι διάδικοι εταίροι εισέφεραν σε αυτή δύο καταστήματα συνιδιοκτησίας τους, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου εκάστου, ένα στα ..... , όπου στεγάζονταν το κατάστημά τους από το έτος 1973 και ένα στη ...., όπου στεγαζόταν το άλλο κατάστημά τους, το οποίο άρχισε να λειτουργεί περί τα τέλη του έτους 1994. Η συμμετοχή των εταίρων στα κέρδη και στις ζημίες της εταιρίας είχε οριστεί σε ποσοστό 50% για τον καθένα, ενώ συνδιαχειριστές της εταιρίας είχαν οριστεί αμφότεροι οι διάδικοι. Στην πραγματικότητα, όμως, και ύστερα από συμφωνία των εταίρων, ανάλογα με τις ικανότητες και τις κλίσεις καθενός, είχαν αναλάβει αποκλειστικά, τη μεν οικονομική διαχείριση της εταιρίας ο αναιρεσείων εναγόμενος, τη δε επιχειρηματική ανάπτυξή της ο αναιρεσίβλητος ενάγων. Οι σχέσεις των διαδίκων μέχρι το τέλος περίπου του έτους 1996 ήταν άριστες, υποδειγματικές για επιχειρηματίες και αδέλφια, λόγω δε της αμέριστης εμπιστοσύνης του ενός προς τον άλλο λειτουργούσαν ομαλά, χωρίς προβλήματα και με συνεχή ανοδική πορεία. Ωστόσο, περί το τέλος του έτους 1996 και αφού, από την έναρξη της λειτουργίας του καταστήματος στη ...... είχαν ήδη χωριστεί, αφού ο μεν ενάγων ανέλαβε το νέο κατάστημα, ο δε εναγόμενος το κατάστημα στα ...., άρχισαν οι προστριβές μεταξύ τους και ο κλονισμός της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αποτέλεσμα των διενέξεων, που αναφύηκαν, ήταν η λύση της εταιρίας με πρωτοβουλία του εναγομένου, ο οποίος κατήγγειλε την εταιρική τους σχέση με την από 28.3.1998 καταγγελία του, που κοινοποιήθηκε στον ενάγοντα στις 31.3.1998 και δημοσιεύτηκε στα βιβλία εταιριών του Πρωτοδικείου Γιαννιτσών στις 17.5.1999. Από τότε η εταιρία τελεί υπό εκκαθάριση, που δεν έχει μέχρι σήμερα ολοκληρωθεί. Στα πλαίσια των ανωτέρω εταιρικών σχέσεών τους οι διάδικοι διατηρούσαν διάφορους κοινούς λογαριασμούς σε τράπεζες, μεταξύ δε αυτών ήταν συνδικαιούχοι και του υπ` αριθ. ....Τίτλου Προθεσμιακής Κατάθεσης στην ".................................................". Περαιτέρω, δέχθηκε το Εφετείο, ότι τον τίτλο αυτό προθεσμιακής κατάθεσης, ποσού 16.000.000 δραχμών, εισέπραξε ο αναιρεσείων εναγόμενος στις 7.6.1994 και ότι ο ίδιος παρακράτησε στο σύνολό του το ως άνω ποσό και δεν απέδωσε το ήμισυ αυτού, που αναλογούσε στον συνδικαιούχο ενάγοντα, ούτε το επανατοποθέτησε αυθημερόν σε άλλη προθεσμιακή κατάθεση, όπως αβάσιμα ο ίδιος ισχυρίστηκε. Ειδικότερα, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη υπ` αριθ. .... απόδειξη συναλλαγής της ...... Τράπεζας (ΕΤΕ) προκύπτει, ότι το εκεί αναφερόμενο ποσό, ύψους 50.500.000 δραχμών, που αντιστοιχούσε σε άλλο κοινό τίτλο προθεσμιακής κατάθεσης στην ΕΤΕ, που έληξε κατά την ημερομηνία είσπραξης του επιδίκου τίτλου (...), αθροιζόμενο με το ποσό του επίδικου τίτλου, ύψους 16.000.000 δραχμών, δίδει τελικό ποσό 66.500.000 δραχμών, το οποίο, όμως, είναι διάφορο του φερομένου ως αποτελουμένου από το άθροισμα και των δύο, ως άνω, τίτλων και κατατεθέντος σε νέα προθεσμιακή κατάθεση στην ........ Τράπεζα, ποσού 66.900.000 δραχμών, όπως αυτό εμφαίνεται στην επικαλούμενη και προσκομιζόμενη υπ` αριθ. ........ απόδειξη συναλλαγής της ΕΤΕ. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, αφού δέχθηκε την έφεση και εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα πρωτόδικη απόφαση, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως κατουσίαν βάσιμη και υποχρέωσε τον αναιρεσείοντα να καταβάλει, εκτός άλλων, στον αναιρεσίβλητο και το κονδύλιο των 8.000.000 δραχμών, που αποτελούσε το ήμισυ του ανωτέρω τίτλου προθεσμιακής καταθέσεως, που εισέπραξε ο τελευταίος και ήταν συνδικαιούχος κατά 50% ο πρώτος. Έτσι που έκρινε τα ο Εφετείο ως προς το επί μέρους κεφάλαιο αυτό της αγωγής, δεν παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1 §§ 1 και 2 του ν. 5.638/1932, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 1 του ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. Δ` στοιχ. α του ν.δ. 119/1973, 2 § 1 του ν.δ. 17.7./13.8.1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", 489, 491 και 493 του ΑΚ, αφού διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις αιτιολογίες ως προς τον προβληθέντα ουσιώδη ισχυρισμό της αγωγής, ότι το ποσό των 16.000.000 δραχμών, που εισέπραξε ο αναιρεσείων εναγόμενος κατά τη λήξη του υπ` αριθ. ..... τίτλου κοινής προθεσμιακής καταθέσεως στην "........ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΑΕ", δεν το επανατοποθέτησε αυτός άμεσα σε νέα κοινή προθεσμιακή κατάθεση (έντοκο γραμμάτιο) της ΕΤΕ ποσού 66.900.000 δραχμών, αλλά το παρακράτησε στο σύνολο του και δεν απέδωσε το ήμισυ αυτού στον αναιρεσίβλητο ενάγοντα, όπως είχε υποχρέωση, αφού από τη συνδέουσα αυτούς εσωτερική σχέση δεν προέκυπτε άλλη αναλογία ή δικαίωμα παρακρατήσεως όλου του αναληφθέντος από τον κοινό λογαριασμό ποσού ή έλλειψη δικαιώματος αναγωγής από το συνδικαιούχο ενάγοντα, που δεν έκανε ανάληψη του ποσού. Κατά συνέπεια, ο από το άρθρο 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναιρέσεως, με το οποίο υποστηρίζεται το αντίθετο είναι αβάσιμος. Ο ίδιος λόγος, κατά το μέρος του, με το οποίο πλήττεται με ειδική επιχειρηματολογία η πληττόμενη απόφαση ως προς την απορριπτική κρίση της για τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό, ότι το αναληφθέν ποσό των 16.000.000 δραχμών της υπ` αριθ. .... κοινής προθεσμιακής καταθέσεως επενδύθηκε αυθημερόν (7.6.1994) με άλλα ποσά, ύψους 50.500.000 δραχμών από άλλη προθεσμιακή κατάθεση που έληξε την ίδια ημέρα και ποσό 400.000 δραχμών, σε νέα κοινή προθεσμιακή κατάθεση στην ΕΤΕ, ύψους 66.900.000 δραχμών, είναι απαράδεκτος, καθόσον η εν λόγω κρίση του δικαστηρίου, αφορώσα την εκτίμηση της ουσίας πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται αναιρετικά (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ). 2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρων 335, 338, 339, 340, 341 και 346 του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι ο δικαστής, για να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λάβει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλως η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει τον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 11 γ του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Η επίκληση του αποδεικτικού μέσου της εξετάσεως των διαδίκων (άρθρα 415 επ. ΚΠολΔ), του οποίου οι προϋποθέσεις να ληφθεί υπόψη δεν τροποποιήθηκαν με το ν. 2.915/2001, και η παράλειψή του δικαστηρίου να εξετάσει αυτούς δεν ιδρύει το λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ του ΚΠολΔ, διότι η χρησιμοποίηση του αποδεικτικού τούτου μέσου εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου, η οποία ως αναγόμενη σε πράγματα είναι ανέλεγκτη από τον Άρειο Πάγο. Ο λόγος αναιρέσεως αυτός είναι αβάσιμος, εφόσον από την απόφαση αποδεικνύεται, ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα, που προσκόμισαν οι διάδικοι με επίκληση. Αρκεί προς τούτο η γενική αναφορά στην προσβαλλόμενη απόφαση του είδους του αποδεικτικού μέσου (μάρτυρες, έγγραφα κλπ), χωρίς ανάγκη ειδικής αξιολόγησης καθενός και χωρίς διάκριση από ποια από αυτά προκύπτει άμεση και από ποια έμμεση απόδειξη, αν από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν καταλείπεται αμφιβολία περί του ότι λήφθηκε υπόψη συγκεκριμένο αποδεικτικό μέσο και ιδίως έγγραφο. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο και τελευταίο εξεταζόμενο λόγο αναιρέσεως προβάλλει, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 γ του ΚΠολΔ, το μεν διότι δεν έλαβε υπόψη του αποδεικτικό μέσο, που προσκόμισε σε αυτό με επίκληση για ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών, και συγκεκριμένα την κατάθεση της μάρτυρος ανταπόδειξης ....., που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το δε διότι δεν διέταξε την εξέταση των διαδίκων. Όμως : Α) όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Εφετείο, για τη θεμελίωση του αποδεικτικού πορίσματός του, έλαβε υπόψη και "τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου", μεταξύ δε αυτών και της ως άνω μάρτυρος του αναιρεσείοντος, για τη συνεκτίμηση της οποίας, παρά τη μη ευθυγράμμιση του δικαστηρίου της ουσίας προς τα υπό αυτής κατατεθέντα, υποστηριχθέντα δε από τον αναιρεσείοντα σε απόκρουση της αγωγής για την απώλεια των παραστατικών εγγράφων αναλήψεως χρημάτων για τα υπ` αριθ. 17, 25, 27, 31, 32, 34, 35, 42, 43, 45, 47, 48 και 50 κονδύλια της αγωγής, που έγιναν για να πληρωθούν υποχρεώσεις της εταιρίας των διαδίκων με την επωνυμία "..... ...........", κρίση, ωστόσο, που είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη ως αναγόμενη σε ουσιαστική εκτίμηση (άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ), δεν καταλείπεται καμία αμφιβολία, και Β) η δε μη χρησιμοποίηση από το δικαστήριο της ουσίας του αποδεικτικού μέσου της εξετάσεως διαδίκων, και υπό την εκδοχή ότι ο αναιρεσείων είχε υποβάλει αίτηση εξέτασης των διαδίκων, εξαρτώμενη από την ανέλεγκτη, ως αναγόμενη στα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου ότι δεν αποδείχθηκαν καθόλου ή αποδείχθηκαν ατελώς τα πραγματικά γεγονότα που είχαν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (άρθρα 415, 335 του ΚΠολΔ), δεν ιδρύει τον από το άρθρο 559 αριθ. 11 γ του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος. ΙΙΙ. Επί της από 21.10.2007 αιτήσεως αναιρέσεως των Ψ1 : 1. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 118 αριθ. 4, 566 § 1 και 577 § 3 του ΚΠολΔ. προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναίρεσης πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια, που αποδίδεται στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ώστε να είναι δυνατό να διαπιστωθεί, αν και ποιο λόγο αναίρεσης από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Διαφορετικά ο λόγος αναίρεσης απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως αόριστος, χωρίς να είναι επιτρεπτή η συμπλήρωση των στοιχείων που λείπουν με παραπομπή σε άλλα διαδικαστικά έγγραφα. Ειδικότερα, ως προς τον προβλεπόμενο από το άρθρο 559 αριθ. 11 β και γ του ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να εξειδικεύονται στο αναιρετήριο τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία το δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη, ενώ δεν προσκομίστηκαν νομίμως ή δεν έλαβε υπόψη, παρότι οι διάδικοι τα επικαλέστηκαν και προσκόμισαν, προκειμένου δε περί εγγράφων να προσδιορίζονται τα έγγραφα αυτά, και να καθορίζεται ο ισχυρισμός, το βάσιμο ή αβάσιμο του οποίου θα αποδεικνυόταν με τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία δεν προσκομίστηκαν ή προσκομίστηκαν μετ` επικλήσεως και δεν λήφθηκαν υπόψη και οι λόγοι για τους οποίους ο ισχυρισμός αυτός ασκούσε ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και ειδικότερα στο διατακτικό (ΟλΑΠ 30/1997). Στην προκείμενη περίπτωση, ο αναιρεσείων με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως προβάλλει, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 11 β και γ του ΚΠολΔ, αφενός μεν, διότι έλαβε υπόψη αποδείξεις, τις οποίες δεν προσκόμισε ο αναιρεσίβλητος, αφετέρου δε, διότι δεν έλαβε υπόψη αποδεικτικά μέσα, που επικαλέστηκε και προσκόμισε ο αναιρεσείων, πλην όμως δεν προσδιορίζονται περαιτέρω στο αναιρετήριο, ούτε ποια είναι τα αποδεικτικά αυτά μέσα (έγγραφα μάρτυρες κλπ.), ούτε τον ισχυρισμό ή τους ισχυρισμούς, για τους οποίους το Εφετείο έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που δεν προσκομίστηκαν ή δεν έλαβε υπόψη, παρότι αυτός τα επικαλέστηκε και τα προσκόμισε, ούτε και την επίδραση που είχαν οι ισχυρισμοί αυτοί στο διατακτικό της αποφάσεως. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και ως τέτοιος απαράδεκτος. 2. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρ. 118 αριθ. 4, 566 § 1 και 577 § 3 του ΚΠολΔ προκύπτει, ότι στο έγγραφο της αναιρέσεως πρέπει να αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, ορισμένο και ευσύνοπτο η νομική πλημμέλεια που αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας, ώστε να είναι δυνατόν να διαπιστωθεί, αν και ποίο λόγο αναιρέσεως από τους περιοριστικώς αναφερομένους στο άρθρο 559 ΚΠολΔ θεμελιώνει η προβαλλόμενη αιτίαση. Ειδικότερα, για να είναι ορισμένος ο λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στο δικαστήριο της ουσίας παραβίαση του άρθρ. 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ πρέπει να περιλαμβάνει α) τις πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως ή τη μνεία ότι αυτή στερείται παντελούς αιτιολογίας, β) τον ισχυρισμό (αγωγικό, ένσταση κλπ.) και τα περιστατικά, που προτάθηκαν προς θεμελίωσή του, ως προς τον οποίο παρουσιάζεται η έλλειψη, ανεπάρκεια ή αντίφαση, καθώς και τη σύνδεση του με το διατακτικό, γ) εξειδίκευση του σφάλματος του δικαστηρίου, δηλαδή αν πρόκειται για παντελή έλλειψη αιτιολογίας, μνεία μόνο της ελλείψεως, αν πρόκειται για ανεπαρκή αιτιολογία ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να αναφέρονται ή ως προς τι υπάρχει έλλειψη του νομικού χαρακτηρισμού και αν πρόκειται για αντιφατικές αιτιολογίες, ποιες είναι αυτές, σε τι συνίσταται η αντίφαση και από πού προκύπτει (ΟλΑΠ 27/1998, 32/1996, 57/1990). Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων με το δεύτερο λόγο αναιρέσεως προβάλλει, ότι το Εφετείο υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, διότι περιέχει ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την απόρριψη ορισμένων αγωγικών κονδυλίων. Στο αναιρετήριο, όμως, εκτίθενται σύντομο ιστορικό της υποθέσεως, το κατά τις απόψεις του αναιρεσείοντος πραγματικό μέρος αυτής και μεμονωμένες νομικές σκέψεις και αποσπασματικές παραδοχές του Εφετείου, ενώ δεν παρατίθενται με πληρότητα, αλλά μόνο με επιλεκτικές επιγραμματικές αναφορές, οι ουσιαστικές παραδοχές του Δικαστηρίου, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε τούτο ως αποδειχθέντα, για να στηρίξει την από τον αναιρεσείοντα φερόμενη ως λανθασμένη ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη κρίση του, αλλά ούτε σε τι συνίστανται 1) οι ανεπαρκείς αιτιολογίες και ποια επί πλέον περιστατικά έπρεπε να διαλαμβάνει η απόφαση, και β) οι αντιφατικές αιτιολογίες και από που προκύπτουν αυτές. Επομένως, με βάση το περιεχόμενο του αναιρετηρίου, του οποίου δεν επιτρέπεται συμπλήρωση κατά τα προεκτεθέντα, δεν είναι δυνατό να ελεγχθεί και να στοιχειοθετηθεί ο ως άνω αναιρετικός λόγος, γι` αυτό και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως είναι αόριστος και ως τέτοιος απαράδεκτος. Τέλος, ο ίδιος λόγος κατά το μέρος, με το οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση ως προς τις ουσιαστικές παραδοχές της, είναι απαράδεκτος, αφού, σύμφωνα με το άρθρο 561 § 1 του ΚΠολΔ, η ουσιαστική εκτίμηση του δικαστηρίου είναι αναιρετικά ανέλεγκτη. ΙV. Επειδή, μετά από αυτά πρέπει οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις αναιρέσεως να απορριφθούν ως αβάσιμες. ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Συνεκδικάζει τις από 12.7.2007 και 21.10.2007 αιτήσεις για αναίρεση της υπ` αριθ. 335/2007 απόφασης του Εφετείου Θεσσαλονίκης. Απορρίπτει την από 12.7.2007 αίτηση του αναιρεσείοντος Χ1. Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου από χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Απορρίπτει την από 21.10.2007 αίτηση αναιρέσεως του Ψ1. Και Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου από χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ.

πηγή: NOMOS

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.