Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Εμπορική Μίσθωση (Προεδρικό ∆ιάταγµα 34/1995)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α' ΕΚΤΑΣΗ ΙΣΧΥΟΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΩΝ: Άρθρο 1. Προστατευόµενες δραστηριότητες (άρθρο 8 παρ. 3 ν. 52/75, 1, 3 περ. β', 31 παρ. 1 εδ. β' ν. 813/78, 1 ν. 1229/82, 3β παρ. 2 ν. 1316/83). 1. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται οι µισθώσεις ακινήτων οι οποίες συνάπτονται για: α. επιχείρηση σ' αυτά εµπορικών πράξεων ή για άσκηση επαγγέλµατος ή δραστηριότητας που προστατεύεται από το παρόν, β. εγκατάσταση γενικώς εκπαιδευτηρίων και παιδικών σταθµών, γ. στέγαση κλινικών και κάθε φύσης νοσηλευτικών ιδρυµάτων, δ. χρησιµοποίηση τους ως εντελώς απαραίτητων βοηθητικών χώρων άλλων ακινήτων, στα οποία ασκούνται οι δραστηριότητες που προβλέπονται από το παρόν άρθρο. ∆ιακοπή της άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών µέχρι έξι (6) µήνες δεν αίρει την προστασία που παρέχει το παρόν. ε. στέγαση και λειτουργία φαρµακείων και φαρµακαποθηκών. στ. στέγαση οίκων ευγηρίας. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται και οι µισθώσεις από αναπήρους ή τραυµατίες πολέµου που ρυθµίζει το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 52/1975, εφόσον ο µισθωτής ή οι καθολικοί διάδοχοι του βρίσκονται στην κατοχή του µισθίου την 1η Σεπτεµβρίου 1978. 2. Σε περίπτωση µικτής χρήσης, για την υπαγωγή της µίσθωσης στις διατάξεις του παρόντος λαµβάνεται υπόψη η προέχουσα χρήση του µισθίου.

Άρθρο 2. Προστατευόµενα επαγγέλµατα (άρθρο 2 ν. 813/78, 13 ν. 834/78, 11 ν. 1229/82, 2 ν. 1861/89, 6 παρ. 2 ν. 1898/90). 1. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται και οι µισθώσεις ακινήτων οι οποίες συνάπτονται για να στεγασθούν: α. δικηγορικά γραφεία, β. ιατρεία, γ. οδοντιατρεία, δ. γραφεία διπλωµατούχων µηχανικών και υποµηχανικών και εκείνων που εξοµοιώνονται µε αυτούς, σύµφωνα µε τις σχετικές ειδικές διατάξεις, ε. συµβολαιογραφεία, στ. γραφεία δικαστικών επιµελητών, ζ. κτηνιατρεία, η. λογιστικά γραφεία, θ. γραφεία άµισθων υποθηκοφυλακείων, ι. αναγνωρισµένα φιλανθρωπικά ιδρύµατα που υπάγονται στις διατάξεις του α.ν. 2039/1939. 2. Η παράγραφος 2 του προηγούµενου άρθρου έχει εφαρµογή και στις µισθώσεις του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 3. Χώροι διάθεσης υγρών καυσίµων (άρθρο 9 παρ. 2-4 ν. 1229/82). 1. Στις διατάξεις του παρόντος υπάγονται και οι µισθώσεις ή υποµισθώσεις χώρων µε εγκαταστάσεις για τη διάθεση στο κοινό υγρών καυσίµων, εφόσον η µίσθωση ή υποµίσθωση αποτελεί παράλληλα προϋπόθεση για να λειτουργεί σύµβαση εµπορικής συνεργασίας µεταξύ µισθωτή και εκµισθωτή ή υποµισθωτή και υπεκµισθωτή. 2. Οι παραπάνω µισθώσεις ή υποµισθώσεις λύνονται σε κάθε περίπτωση αυτοδικαίως: α) αν λυθεί η σύµβαση εµπορικής συνεργασίας: αα) ύστερα από καταγγελία για υπαίτια παράβαση όρου της, ββ) για λόγο προβλεπόµενο από το νόµο, γγ) από ανώτερη βία, β) αν καταδικασθεί αµετάκλητα ο µισθωτής ή ο υποµισθωτής για οποιοδήποτε ποινικό αδίκηµα σχετικό µε την ελλειµµατική παράδοση προϊόντων που διαπράχθηκε κατά υποτροπή µε δόλο. 3. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρµόζονται και σε συµβάσεις που υφίσταντο κατά την 17 Φεβρουαρίου 1982.

Άρθρο 4. Μη προστατευόµενες µισθώσεις (άρθρο 3 ν. 813/78, 1 παρ. 1 ν. 1279/82, 44 παρ. 7 περ. δν. 1566/85, 21 ν. 1646/86, 34 ν. 1759/88, 7 ν. 1898/90, 5 παρ. 4 ν. 1900/90, 1 παρ. 1 ν. 1930/91, 55 ν. 1969/91, 40 ν. 2008/92, 27 παρ. 7 ν. 2009/92, 10 παρ. 3 ν. 2041/92, 2 παρ. 5-7 ν. 2235/94). 1. ∆εν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος: α. οι µισθώσεις οι οποίες, κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συνάπτονται συνήθως για χρονικό διάστηµα που δεν υπερβαίνει το έτος, β. οι µισθώσεις χώρων αποκλειστικώς για διενέργεια διαφηµίσεων µε οποιοδήποτε τρόπο καθώς και οι µισθώσεις κοινόχρηστων χώρων για τοποθέτηση διαφηµιστικών πινακίδων, γ. οι µισθώσεις στις οποίες το µίσθιο χρησιµοποιείται ως οικοτροφείο, δ. Οι µισθώσεις χώρων εντός συνοριακών σταθµών ή περιοχών λιµένων αεροδροµίων « περιλαµβανοµένων και των χώρων εντός σταθµών και λοιπών εγκαταστάσεων των ηλεκτρικών σιδηροδρόµων» (περιλαµβανοµένων και των χώρων εντός σταθµών και λοιπών εγκαταστάσεων των αστικών ηλεκτρικών σιδηροδρόµων). ε. οι µισθώσεις χώρων εντός δηµόσιων , δηµοτικών ή κοινοτικών κήπων, αλσών, πλατειών και εν γένει κοινόχρηστων χώρων» . [Οι περ. δ' και ε' τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν µε την παρ.1 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] στ. οι µισθώσεις χώρων εντός νεκροταφείων, ζ. οι µισθώσεις ακινήτων εντός αρχαιολογικών χώρων. η. οι µισθώσεις εντός χώρων που ανήκουν στα ιδρύµατα του πανεπιστηµιακού και τεχνολογικού τοµέα. [Η περ. η΄ τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.4 άρθρο4 Ν.3404/2005 (ΦΕΚ Α’ 260)] θ. οι µισθώσεις ακινήτων που έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα, οι οποίες συνάπτονται µετά την 1η Σεπτεµβρίου 1990, ι. οι µισθώσεις σχολικών κυλικείων και οι µισθώσεις ακινήτων ιδιοκτησίας της ανώνυµης εταιρίας «Οργανισµός Σχολικών Κτιρίων Ανώνυµη Εταιρία». [Η περ. ι τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.9 άρθρο 2 Ν.3027/2002 (ΦΕΚ Α’ 152)] ια. [Η περ. ια' καταργήθηκε µε την παρ.2 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] ιβ. Οι µισθώσεις χώρων που χρησιµοποιούνται ως κυλικεία ή για την εγκατάσταση διαφηµίσεων, οι οποίοι βρίσκονται σε κάθε είδους αθλητικό κέντρα και γυµναστήρια, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα ή επικαρπία ή χρήση στο ∆ηµόσιο ή σε οργανισµούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή στην Επιτροπή Ολυµπιακών Αγώνων ή σε αθλητικά σωµατεία ή ενώσεις αυτών, ανεξαρτήτως αν λειτουργούν ως υπηρεσίες αυτών ή ως νοµικά πρόσωπα δηµοσίου ή ιδιωτικού δικαίου. Η παρούσα παράγραφος εφαρµόζεται και στις υφιστάµενες την 5η Αυγούστου 1991 µισθώσεις των χώρων αυτών. [Η περ. ιβ' τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.2 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] ιγ. Οι µισθώσεις ακινήτων των οποίων την κυριότητα ή τη χρήση αποκτά η Βουλή των Ελλήνων για τη στέγαση των υπηρεσιών της και η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα όργανά της γιατη στέγαση των υπηρεσιών της ή των υπηρεσιών των οργάνων της, ανεξαρτήτως του χρόνου σύναψης των µισθώσεων αυτών. [Η περ. ιγ' τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε το άρθρο 50 Ν.3220/2004, (ΦΕΚ Α’ 15)] ιδ. οι µισθώσεις χώρων εντός του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, ιε. οι µισθώσεις ακινήτων ιδιοκτησίας της ∆ιεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης που χρησιµοποιούνται ή προορίζονται να χρησιµοποιηθούν ως εκθεσιακοί χώροι, ιστ. οι µισθώσεις καταστηµάτων διάθεσης προϊόντων των Κεντρικών Λαχαναγορών Αθηνών και Θεσσαλονίκης, ιζ. οι µισθώσεις ακινήτων, των οποίων κύριος ή εκµισθωτής είναι το ΝΠ∆∆ µε την επωνυµία «Χρηµατιστήριο Αξιών Αθηνών» και που είναι αναγκαία για τη στέγαση των υπηρεσιών του, της ανώνυµης εταιρίας που έχει συσταθεί από αυτό µε την επωνυµία «Εταιρεία Αποθετηρίων Τίτλων» καθώς και των υπηρεσιών της εποπτεύουσας αυτά υπηρεσίας του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας, ιη. οι µισθώσεις ακινήτων που αποδεδειγµένα αποκτήθηκαν, αυτά ή το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκαν, µε εισαγωγή συναλλάγµατος από τον εκµισθωτή, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στα 2/3 της αξίας τους ή η αξία αυτή καλύφθηκε κατά το αυτό ποσοστό µε εισαγωγή συναλλάγµατος και ο µισθωτής έχει συµπληρώσει στη χρήση του µισθίου διάρκεια τουλάχιστον δώδεκα (12) ετών. Στο χρόνο αυτό συνυπολογίζεται και ο χρόνος των δικαιοπαρόχων του. Στις περιπτώσεις του εδαφίου αυτού εφαρµόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 60 και 61 του παρόντος: [Το τελευταίο εδάφιο της περ. ιη' τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ. 4 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] ιθ. Οι µισθώσεις ακινήτων που συνοµολογούνται µε χρηµατοδοτική µίσθωση. [Η περ. ιθ' προστέθηκε µε την παρ.4 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] 2. Μισθωτικές συµβάσεις ακινήτων, ιδιοκτησίας ασφαλιστικών οργανισµών (Ν.Π.∆.∆.) αρµοδιότητας Υπουργείου Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που υπάγονται µε οποιοδήποτε τρόπο στην προστασία του παρόντος, παύουν να ισχύουν µετά την 18η Μαρτίου 1988, εφόσον ο µισθωτής δεν ασκεί ο ίδιος εκµετάλλευση στο µισθίο. Από τις 1 9 Μαρτίου 1988 η µισθωτική σχέση συνεχίζεται µεταξύ του ιδιοκτήτη και του υποµισθωτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β' ∆ΙΑΡΚΕΙΑ ΜΙΣΘΩΣΗΣ: Άρθρο 5. Ελάχιστη διάρκεια και συµβατική λύση (άρθρο4, 28 παρ. 1 εδ. 1 ν. 813/78, 9 παρ. 1 ν. 1229/82, 2 παρ. 8 ν. 2235/94). 1. Η µίσθωση ισχύει για δώδεκα (12) έτη ακόµη και, αν έχει συµφωνηθεί για βραχύτερο ή για αόριστο χρόνο, µπορεί όµως να λυθεί µε νεότερη συµφωνία που αποδεικνύεται µε έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. 2. Οι διατάξεις του παρόντος εφαρµόζονται και σε µισθώσεις του έχουν συµφωνηθεί για χρόνο µεγαλύτερο των δώδεκα (12) ετών . [Οι παρ. 1 και 2 τίθενται όπως αντικαταστάθηκαν µε την παρ.6 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] 3. Μισθώσεις ακινήτων για τη στέγαση δηµόσιων εκπαιδευτηρίων επιτρέπεται να συναφθούν και για βραχύτερο χρόνο, εφόσον αυτά βρίσκονται σε κωµοπόλεις µε πληθυσµό µέχρι πέντε χιλιάδων (5.000) κατοίκων. 4. [Η παρ.4 καταργήθηκε από 28.9.1999 µε την παρ. 7 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

Άρθρο 6. Παράταση (άρθρο 18, 19, 20 παρ. 1, 22, 28 παρ. 1 εδ. 2 ν. 813/78, 7 ν. 1219/81, 4, 10 παρ. 1 ν. 2041/92, 2 παρ. 20ν. 2235/94). 1. Ο µισθωτής κατά τη λήξη της µίσθωσης δικαιούται να την παρατείνει µια φορά για τόσο χρόνο όσος υπολείπεται για τη συµπλήρωση δώδεκα (12) συνολικά ετών από την έναρξη της. Στις µισθώσεις του άρθρου 2 του παρόντος ο µισθωτής κατά τη λήξη της µίσθωσης δικαιούταινα την παρατείνει, µια φορά, για τόσο χρόνο όσος υπολείπεται για τη συµπλήρωση τεσσάρων (4) συνολικά ετών από την έναρξης της. 2. Οι συµβαλλόµενοι κατά τη διάρκεια της µίσθωσης έχουν δικαίωµα να ορίσουν χρόνο παράτασης διαφορετικό από τον προβλεπόµενο στην προηγούµενη παράγραφο. Η σχετική συµφωνία αποδεικνύεται µε έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Στην περίπτωση αυτή περαιτέρω παράταση δε χωρεί, αν µαζί µε το συµφωνηµένο χρόνο παράτασης συµπληρώνεται χρόνος µεγαλύτερος από δώδεκα (12) έτη. 3. Το δικαίωµα παράτασης που προβλέπεται στην παρ. 1 ασκείται µε έγγραφη δήλωση προς τον εκµισθωτή έξι (6) µήνες πριν από τη λήξη της µίσθωσης, αλλιώς ο µισθωτής εκπίπτει από αυτό. Στη δήλωση πρέπει να µνηµονεύονται η υποχρέωση του εκµισθωτή που ορίζεται στην επόµενη παράγραφο καθώς και οι συνέπειες από την παράλειψη αυτή. 4. Ο εκµισθωτής υποχρεούται τέσσερις (4) τουλάχιστον µήνες πριν από τη λήξη της µίσθωσης να δηλώσει εγγράφως στο µισθωτή, αν αποδέχεται ή αρνείται την παράταση. Οι λόγοι της άρνησης πρέπει να αναφέρονται ειδικώς. Η παρέλευση άπρακτης της παραπάνω προθεσµίας θεωρείται ως αποδοχή της παράτασης. 5. Ο εκµισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την παράταση, αν συντρέχει λόγος καταγγελίας κατά τα άρθρα 15, 16, 23, 25, 37, 39 έως 42 του παρόντος. 6. [Το άρθρο 6 καταργήθηκε από 28.9.1999 µε την παρ.7 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ' ΜΙΣΘΩΜΑ: Άρθρο 7. Καθορισµός και αναπροσαρµογή (άρθρο 5 ν. 813/78, 1 ν. 2041/92, 71 παρ. 1 ν. 2065/92, 2 παρ. 9, 27 και 28 ν. 2235/94). 1. Το µίσθωµα κατά τη σύναψη της σύµβασης καθορίζεται ελεύθερα από τους συµβαλλοµένους και αναπροσαρµόζεται κατά τα χρονικά διαστήµατα και το ύψος που ορίζεται στη σύµβαση. Όρος για ποσοστιαία σταδιακή αναπροσαρµογή του µισθώµατος, που συνοµολογείται µετά την 1η Σεπτεµβρίου 1994, ισχύει και για χρόνο (συµβατικό ή µε αναγκαστική παράταση), για τον οποίο δεν έχει προβλεφθεί σταδιακή αναπροσαρµογή, εφόσον τα µέρη δεν έχουν αποκλείσει την ισχύ του για χρόνο που δεν προβλέπεται από τη σύµβαση. 2. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει συµφωνία αναπροσαρµογής του µισθώµατος ή αυτή έχει εξαρτηθεί από άκυρη ρήτρα, η αναπροσαρµογή γίνεται µετά διετία από την έναρξη της σύµβασης και καθορίζεται σε ποσοστό ετησίως όχι κατώτερο του έξι τοις εκατό (6%) της αντικειµενικής αξίας του µισθίου και για τους ακάλυπτους χώρους του τέσσερα τοις εκατό (4%) και στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστηµα αυτό, της αγοραίας αξίας τους, εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι που επιβάλλουν διαφορετική ρύθµιση και οι οποίοι πρέπει να µνηµονεύονται στη σύµβαση. Η αληθινή έννοια του προηγούµενου εδαφίου είναι ότι είναι ισχυρή η τιµαριθµητική ρήτρα αναπροσαρµογής µισθώµατος, η οποία περιέχεται στην µισθωτική σύµβαση, έστω και αν αυτή συµφωνήθηκε πριν από την 1 Μαΐου 1992. 3. Περαιτέρω αναπροσαρµογή του οριζόµενου κατά τις διατάξεις της προηγούµενης παραγράφου µισθώµατος γίνεται κάθε έτος και ανέρχεται σε ποσοστό εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%) της µεταβολής του ∆είκτη Τιµών Καταναλωτή του µήνα της αναπροσαρµογής σε σχέση µε τον αντίστοιχο µήνα του προηγούµενου έτους (απλή δωδεκάµηνη µεταβολή), όπως αυτή υπολογίζεται από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος (Ε.Σ.Υ.Ε.).. Η αληθινή έννοια του προηγούµενου εδαφίου είναι ότι αυτό εφαρµόζεται και σε περίπτωση που το συµφωνηµένο µίσθωµα υπερβαίνει το έξι τοις εκατό (6%) της αντικειµενικής αξίας του µισθίου, ή της αγοραίας αξίας, όπου δεν ισχύει το σύστηµα αυτό. [Το πρώτο εδάφιο της παρ.3 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.10 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] 4. Σε κάθε περίπτωση µπορεί να ζητηθεί αναπροσαρµογή του µισθώµατος µε τη συνδροµή του άρθρου 388 του Αστικού Κώδικα. 5. Το εκάστοτε αναπροσαρµοζόµενο µίσθωµα καθίσταται απαιτητό από την κοινοποίηση της έγγραφης όχλησης του εκµισθωτή.

Άρθρο 8. Αξία µισθίου (γενικά) (άρθρο 8 παρ. 1 - 4, β ν. 2041/92, 71 παρ. 2 ν. 2065/92). 1. Για τον προσδιορισµό της αξίας των µισθίων ακινήτων τα οποία υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος, λαµβάνονται υπόψη η Τιµή Ζώνης (Τ.Ζ.), ο Συντελεστής Αξιοποίησης Οικοπέδου (Σ.Α.Ο.), ο Συντελεστής Εµπορικότητας (Σ.Ε.), ο Συντελεστής Οικοπέδου ( Σ.Ο.), ο Συντελεστής Συµµετοχής Οικοπέδου (Σ.Σ.Ο.) και ο Συντελεστής Εκµετάλλευσης Ισογείου (Κ), όπως καθορίζονται από τις αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών που εκδόθηκαν µε βάση το άρθρο 41 του ν. 1249/1982, όπως τροποποιήθηκε µε το άρθρο 14 του ν. 1473/1984. Ειδικά ο συντελεστής εµπορικότητας λαµβάνεται υπόψη µόνο για το ισόγειο. Επίσης λαµβάνονται υπόψη οι συντελεστές θέσης, παλαιότητας και ορόφου, οι οποίοι καθορίζονται ως εξής: α) Ο συντελεστής θέσης (Σ.Θ) λαµβάνεται υπόψη, όταν το ακίνητο έχει προσόψεις σε δύο ή περισσότερες οδούς ή πρόσοψη σε πλατεία και καθορίζεται σε 1,08 για όλα τα ακίνητα και τους ακάλυπτους χώρους. β) Ο συντελεστής παλαιότητας (Σ.Παλ.) για µίσθια παλαιότητας: αα) µέχρι και πέντε ετών σε 1, ββ) από πέντε µέχρι και δέκα ετών σε 0,90 και γγ) από δέκα ετών και άνω σε 0,80. Η παλαιότητα αρχίζει να υπολογίζεται µετά δύο έτη από την έκδοση της οικοδοµικής άδειας ή από την τελευταία αναθεώρησή της ή από την έκδοση πράξης νοµιµοποίησης για αυθαίρετα κτίσµατα. γ) ο συντελεστής ορόφου (Σ.Ορ.) καθορίζεται: Α) Υπόγειο: αα) Όταν έχει είσοδο σε οδό, ακάλυπτο χώρο του οικοπέδου ή αίθριο σε: 0,60 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος µε 1,0 0,80 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 1,0 και µικρότερος ή ίσος του 2,0. 1,00 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 2,0 και µικρότερος ή ίσος του 3,0 1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 3,0 και µικρότερος ή ίσος του 4,0 1,50 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 4,0 ββ) Όταν έχει είσοδο από τον ισόγειο χώρο του µισθίου σε: 0,40 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος µε 1,0 0,60 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 1,0 και µικρότερος ή ίσος του 2,0 0,80 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 2,0 και µικρότερος ή ίσος του 3,0 1,00 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 3,0 και µικρότερος ή ίσος του 4,0 1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 4,0 γγ) Όταν έχει είσοδο αποκλειστικά από κλειστό κλιµακοστάσιο σε 0,40 για όλες τις περιπτώσεις. Β) Ισόγειο: Ο συντελεστής ορόφου για το ισόγειο καθορίζεται σε 1,0 Γ) Α' όροφος 0,90 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος µε 1,0 1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 1,0 και µικρότερος ή ίσος του 2,0 1,40 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 2,0 και µικρότερος ή ίσος του 3,0 1,50 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 3,0 και µικρότερος ή ίσος του 4,0 1,60 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 4,0 ∆) Λοιποί όροφοι: 0,80 όταν ο Σ.Ε. είναι ίσος µε 1,0 1,0 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 1,0 και µικρότερος ή ίσος του 2,0 1,10 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 2,0 και µικρότερος ή ίσος του 3,0 1,20 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 3,0 και µικρότερος ή ίσος του 4,0 1,30 όταν ο Σ.Ε. είναι µεγαλύτερος του 4,0. Ειδικά για ακίνητα τα οποία έχουν ανεγερθεί µε σκοπό να λειτουργήσουν µόνο ως καταστήµατα (εµπορικά κέντρα) και για κτίρια γραφείων των οποίων η οικοδοµική άδεια έχει εκδοθεί από το έτος 1985 και µετά, εφόσον και στις δύο περιπτώσεις, τα κτίρια βρίσκονται σε οικόπεδο µε Σ.Ε. µεγαλύτερο του 2,0, ο συντελεστής ορόφου για όλους τους υπέρ το ισόγειο ορόφους ορίζεται σε 1,80 και για το υπόγειο σε 1,50. 2. Υπόγειο κατά την έννοια των προηγούµενων διατάξεων θεωρείται ο όροφος ή τµήµα ορόφου που έχει χαρακτηρισθεί ως υπόγειο στη σχετική άδεια της πολεοδοµίας. 3. Για τον υπολογισµό της αξίας ισογείου µε εσωτερικό ανοιχτό εξώστη (πατάρι) η επιφάνεια του τελευταίου προστίθεται στην επιφάνεια του ισογείου, πολλαπλασιασµένη µε το 0,15. 4. Ο υπολογισµός της αξίας των κτιρίων γίνεται µε τον ακόλουθο τύπο: α) Αξία ισογείου = Τ.Ζ. Χ Σ.Ε. Χ Σ.Θ. Χ Σ.ορ. Χ Σ.παλ. Χ Επιφάνεια ισογείου + (0,15 Χ Επιφ. παταριού)]. β) Αξία υπογείου = Τ.Ζ.Χ.Σ.ορ.Χ.Σ.Παλ. Χ Επιφάνεια υπογείου γ) Αξία υπέρ το ισόγειο ορόφων = Τ.Ζ. Χ Σ.θ. Χ Σ.ορ. Χ Σ.παλ. Χ Επιφάνεια ορόφου. 5. Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και στις δίκες που ήταν εκκρεµείς την 1η Μαΐου 1992.

Άρθρο 9. Αξία ακάλυπτων χώρων (άρθρο 5 παρ. 2 εδ. β-ε ν. 813/78, 8 παρ. 5, 6 ν. 2041/92, 71 ν. 2065/92, Α.Υ. ∆ικ/νης 81775/91). 1. Ακάλυπτοι χώροι είναι τα µη δοµηµένα οικόπεδα και τα υπαίθρια θέατρα, οι υπαίθριοι κινηµατογράφοι, οι υπαίθριοι χώροι στάθµευσης αυτοκινήτων. Στους χώρους οι οποίοι καλύπτονται κατά ποσοστό µέχρι 30% της συνολικής τους έκτασης από κτίσµατα σε συνολική επιφάνεια ισογείου και ορόφων, τα κτίσµατα υπολογίζονται µε συντελεστή απόδοσης 6% και ο ακάλυπτος χώρος που προκύπτει από την αφαίρεση της συνολικής επιφάνειας των κτισµάτων από τη συνολική επιφάνεια του οικοπέδου µε συντελεστή 4%. Στις περιπτώσεις που το κτίσµα καλύπτει συνολική επιφάνεια µεγαλύτερη από το 30% της επιφάνειας του οικοπέδου και αναφέρεται στο συµβόλαιο και χρήση ακάλυπτου χώρου ή πυλωτής ή δώµατος από το µισθωτή, εφαρµόζεται µειωτικός συντελεστής 0,15 επί της επιφάνειας του ακάλυπτου χώρου. Ο συντελεστής απόδοσης και στην περίπτωση αυτή για το κτίσµα καθορίζεται 6% και για τον ακάλυπτο χώρο σε 4%. 2. Η αξία των ακάλυπτων χώρων υπολογίζεται µε βάση τον εκάστοτε οριζόµενο από τον Υπουργό Οικονοµικών σχετικό τύπο: [Η παρ.2 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.11 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

Άρθρο 10. Αξία κτιρίων ειδικών χρήσεων (άρθρο 2 παρ. 25 εδ. 1 - 2 ν. 2235/94). Η αντικειµενική αξία ειδικά των µισθίων ακινήτων που χρησιµοποιούνται για τη στέγαση ξενοδοχείων, κινηµατογράφων και θεάτρων, κλινικών, ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων και ιδιωτικών οίκων ευγηρίας, σταθµών αυτοκινήτων, πρατηρίων υγρών καυσίµων και λοιπών ειδικών κτιρίων, υπολογίζεται από 1ης Σεπτεµβρίου 1994 σύµφωνα µε τις εκάστοτε ισχύουσες αποφάσεις του Υπουργού Οικονοµικών, που εκδίδονται µε βάση το άρθρο 41 του ν.1249/1982, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 14 του ν. 1473/1984 και αφορούν τον υπολογισµό της αξίας ειδικών κτιρίων. Αν το µισθίο έχει εκµισθωθεί µε εξοπλισµό, το ύψος του πρόσθετου µισθώµατος για τον εξοπλισµό προσδιορίζεται ιδιαίτερα από το δικαστήριο.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ∆' ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΗ ΧΡΗΣΗΣ - ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ ΜΙΣΘΩΤΙΚΗΣ ΣΧΕΣΗΣ - ΜΙΣΘΩΣΗ ΑΠΟ ΜΗ ∆ΙΚΑΙΟΥΜΕΝΟ: Άρθρο 11. Παραχώρηση χρήσης (άρθρο 6 παρ. 1 - 2 ν. 813/78, 2 παρ. 1, 9 παρ. 4 εδ. α'- β' 13 ν. 2041/92). 1. Η ολική ή µερική παραχώρηση του µισθίου σε τρίτον δεν επιτρέπεται εκτός από αντίθετη συµφωνία των µερών. Επιτρέπεται πάντως µετά τριετία από τη σύναψη της µίσθωσης η παραχώρηση της χρήσης του µισθίου σε εταιρία προσωπική ή περιορισµένης ευθύνης, πουθα συσταθεί µε ελάχιστη συµµετοχή και του µισθωτή κατά ποσοστό 35%. 'Εναντι του εκµισθωτή ευθύνονται εις ολόκληρον και ο µισθωτής και η εταιρία στην οποία παραχωρήθηκε η χρήση του µισθίου. Μεταβολή των προσώπων των εταίρων µε σύµβαση, εκτός από το πρόσωπο του µισθωτή, επιτρέπεται για µια φορά. ∆εύτερη µεταβολή επιφέρει λύση της µίσθωσης, εκτός αν υπάρχει έγγραφη συναίνεση του εκµισθωτή. Στις περιπτώσεις αυτές πρέπει να γνωστοποιείται εγγράφως στον εκµισθωτή µέσα σε προθεσµία τριάντα (30) ηµερών τόσο η σύναψη των συµβάσεων όσο και τα στοιχεία εκείνων προς τους οποίους έγινε η παραχώρηση. Στις περιπτώσεις αυτές το καταβαλλόµενο µίσθωµα αυξάνεται κατά 20%. 2. Αν συναφθεί υποµίσθωση, παρά την απαγόρευση της προηγούµενης παραγράφου, ο ιδιοκτήτης ή ο εκµισθωτής µπορεί να καταγγείλει τη µίσθωση χωρίς να υποχρεούται να αποζηµιώσει το µισθωτή. 3. Η παράγραφος 1 του παρόντος άρθρου εφαρµόζεται και σε παραχωρήσεις που έγιναν πριν από την 4η Μαΐου 1992. Στις περιπτώσεις αυτές η αύξηση του µισθώµατος οφείλεται από την επίδοση της αγωγής.

Άρθρο 12. Μεταβίβαση µισθωτικής σχέσης (άρθρο 6 παρ. 3-4 ν. 813/78). 1. Ο µισθωτής σε περίπτωση βαριάς νόσου του, η οποία συνεπάγεται πλήρη ανικανότητά του να συνεχίσει την επιχείρηση που ασκεί στο µίσθιο, έχει το δικαίωµα να µεταβιβάσει ολοκληρωτικά τη µισθωτική σχέση σε τρίτον µέσα σε ένα έτος από την επέλευση της νόσου. Σε περίπτωση θανάτου του µισθωτή, το δικαίωµα αυτό µπορούν να ασκήσουν ο σύζυγος ή τα τέκνα του µέσα σε ένα (1 ) έτος από την αποδοχή της κληρονοµιάς. 2. Για τη µεταβίβαση της µισθωτικής σχέσης απαιτείται σύµβαση µεταξύ του µισθωτή και εκείνου προς τον οποίο γίνεται η µεταβίβαση καθώς και έγγραφη αναγγελία της σύµβασης από εκείνον που µεταβιβάζει προς τον εκµισθωτή, που να περιέχει τους όρους της σύµβασης. Εκείνος που µεταβιβάζει ενέχεται εις ολόκληρον µε εκείνον προς τον οποίο έγινε η µεταβίβαση για τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη µίσθωση, οι οποίες υπήρχαν κατά το χρόνο της µεταβίβασης.

Άρθρο 13. Φαρµακεία - Φαρµακαποθήκες (άρθρο 6 παρ. 5 ν. 813/78, 2 παρ. 2 ν. 2041/92). Επιτρέπεται η πρόσληψη συνεταίρου και η συστέγαση φαρµακείων και φαρµακαποθηκών καθώς και η παραχώρηση του µισθίου στις εταιρίες που προβλέπονται από τα άρθρα 6 και 8 του ν. 328/1978 και τα άρθρα 7 και 8 του ν. 1963/1991 χωρείς µεταβολή στη µισθωτική σχέση. Αντίγραφο του καταστατικού της εταιρίας που συνιστάται επιδίδεται στον εκµισθωτή µέσα σε 15 µέρες από τη δηµοσίευση. Σε περίπτωση αποχώρησης οποιουδήποτε από τους συνεταίρους ή αποσυστέγασης συνεχίζεται για τους φαρµακοποιούς που παραµένουν στο µισθίο η µίσθωση µε τους όρους της αρχικής συµφωνίας, και αν δεν υπάρχει συµφωνία, κατά τις διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 14. Μίσθωση από µη δικαιούµενο (άρθρο 7 παρ. 2 ν. 813/78). 1. Αν η µίσθωση συναφθεί από εκµισθωτή που δεν έχει τέτοιο δικαίωµα, η µίσθωση δεσµεύει τον κύριο ή το νοµέα του ακινήτου, εφόσον ο µισθωτής τελεί σε καλή πίστη κατά την σύναψη της σύµβασης και ο κύριος δε διαµαρτυρήθηκε εγγράφως προς τον µισθωτή µέσα σε τρεις (3) µήνες από τότε που έλαβε γνώση της µίσθωσης. 2. Αν το ακίνητο που µισθώθηκε είναι κληρονοµικό, η προθεσµία της προηγούµενης παραγράφου αρχίζει από τη γνώση της µίσθωσης µετά την αποδοχή της κληρονοµιάς.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε' ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΜΙΣΘΩΣΗΣ: 1. Γενικές ρυθµίσεις: Άρθρο 15. (άρθρο 8 ν. 813/78). Η καταγγελία της µίσθωσης επιτρέπεται για τους λόγους που προβλέπει το παρόν διάταγµα και ο Αστικός Κώδικας. Το άρθρο 66 του Εισαγωγικού Νόµου του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας εφαρµόζεται και εδώ. 2. Καταγγελία για ιδιόχρηση και ανοικοδόµηση α. Καταγγελία για ιδιόχρηση

Άρθρο 16. Γενικά - Προϋποθέσεις (άρθρο 9 παρ. 2 εδ. 1 - 3, 28 παρ. 2 ν. 813/78, 4 ν. 1229/82). 1. Ο εκµισθωτής µπορεί µετά τη λήξη του συµβατικού χρόνου της µίσθωσης, και σε κάθε περίπτωση όχι προτού περάσουν τρία (3) έτη από την έναρξη της µίσθωσης να καταγγείλει τη µίσθωση για την άσκηση στο µισθίο των δραστηριοτήτων του άρθρου 1 περιπτ. α' εως γ', ή, ως προς τις µισθώσεις του άρθρου 2, των δραστηριοτήτων κατά το άρθρο αυτό από τον ίδιο, τον κύριο, τα τέκνα ή σύζυγό τους (ιδιόχρηση). 2. Παραίτηση από το δικαίωµα καταγγελίας για το λόγο αυτό επιτρέπεται. 3. Προϋπόθεση της καταγγελίας είναι η πρόθεση και η δυνατότητα ιδιόχρησης, καθώς και η άσκηση επί τριάντα µήνες του επαγγέλµατος του εµπόρου ή δραστηριότητας που προστατεύεται από το παρόν.

Άρθρο 17. Άσκηση επαγγέλµατος ή δραστηριότητας (άρθρο 9 παρ. 2 εδ. 4 ν. 813/78, 4 ν. 1229/82, 2 παρ. 10, 2 παρ. 30 ν. 2235/94). Η άσκηση του επαγγέλµατος ή της δραστηριότητας που αναφέρονται στην τρίτη παράγραφο του προηγούµενου άρθρου δεν απαιτούνται: α) Στο πρόσωπο των κατιόντων του εκµισθωτή ή του κυρίου σε περίπτωση καταγγελίας για ιδιόχρηση από αυτούς. Η αληθινή έννοια αυτής της διάταξης είναι ότι δεν απαιτείται να ασκηθεί επάγγελµα εµπόρου επί τριάντα (30) µήνες από το τέκνο, έστω και αν αυτό είναι συνιδιοκτήτης ή συνεκµισθωτής, ανεξάρτητα από το µέγεθος της µερίδας του. β) Στην περίπτωση που το µισθίο του οποίου επιδιώκεται µε την καταγγελία η ιδιόχρηση, αποκτήθηκε αυτό το ίδιο ή το οικόπεδο πάνω στο οποίο έχει ανεγερθεί, από τον εκµισθωτή ή τα τέκνα ή σύζυγό του µε αγορά µε συνάλλαγµα που έχει εισαχθεί από το εξωτερικό, το οποίο αντιστοιχεί στα δύο τρίτα (2/3) τουλάχιστον της αξίας τους ή η αξία τους έχει καλυφθεί, κατά το ίδιο ποσοστό, µε συνάλλαγµα που έχει εισαχθεί. γ) Στο πρόσωπο εκείνου για τον οποίο ασκείται καταγγελία για χρήση που προβλέπεται στα άρθρα 1 παράγραφος 1 περιπτ. β' και γ' και 2 του παρόντος διατάγµατος, αν αυτό έχει εγγραφεί στην οικεία κατά το νόµο επαγγελµατική οργάνωση ή έχει λάβει άδεια άσκησης επαγγέλµατος, για όσους δεν προβλέπεται τέτοια εγγραφή.

Άρθρο 18. Κυριότητα άλλου ακινήτου (άρθρο 11 παρ. 1 ν. 813/78, 6 ν. 1229/82, 2 παρ. 14 ν. 2235/94). Η καταγγελία της µίσθωσης για ιδιόχρηση είναι ανίσχυρη, αν κατά το χρόνο της εκείνος που καταγγέλλει ή ο υπερού η καταγγελία είναι κύριος ολικά και άλλου ακινήτου στην περιοχή που βρίσκεται το µισθίο, το οποίο είναι ελεύθερο ή ιδιοχρησιµοποιείται και κατάλληλο για τη χρήσηγια την οποία ασκήθηκε η καταγγελία ή µέσα στο τελευταίο πριν από την καταγγελία έτος έχει εκµισθώσει τέτοιο ακίνητο. Η κυριότητα άλλου ακινήτου αρκεί να συντρέχει είτε στο πρόσωπο του εκµισθωτή είτε στο πρόσωπο του υπερού η καταγγελία.

Άρθρο 19. Άσκηση αγωγής (άρθρο 11 παρ. 2 ν. 813/78, 2 παρ. 15 ν. 2235/94). Η καταγγελία είναι ανίσχυρη, αν µέσα σε έξι (6) µήνες από την επέλευση των αποτελεσµάτων της δεν ασκηθεί αγωγή για απόδοση του µισθίου. Στην περίπτωση αυτή νέα καταγγελία επιτρέπεται µετά την παρέλευση τριετίας από την πρώτη καταγγελία.

Άρθρο 20. Συνενωµένη χρήση (άρθρο 11 παρ. 3 ν. 813/78, 2 παρ . 15 ν. 2235/94). 1. Στις περιπτώσεις των άρθρων 16 έως 17 δεν επιτρέπεται καταγγελία προκειµένου περί όµορων ακινήτων τα οποία µισθώθηκαν από τον ίδιο µισθωτή µαζί µε άλλα συνεχόµενα ακίνητα που ανήκουν στον ίδιο ή σε άλλους κύριους ή εκµισθωτές, για ενιαία συνενωµένη χρήση τους από το µισθωτή, αν η αφαίρεση του τµήµατος που αφορά η καταγγελία κάνει κατά την κρίση του δικαστηρίου αδύνατη ή ιδιαιτέρως δύσκολη τη λειτουργία της επιχείρησης στα υπόλοιπα µισθία. 2. Η διάταξη της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζεται, αν η καταγγελία αφορά το εβδοµήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου της µισθωµένης επιφάνειας.

Άρθρο 21. Ανάκληση καταγγελίας (άρθρο 11 παρ. 4 ν. 813/78, 2 παρ. 15 ν. 2235/94). 1. Στην καταγγελία της µίσθωσης για ιδιόχρηση, ό εκµισθωτής µπορεί, µέχρι την πρώτη συζήτηση της αγωγής για απόδοση του µισθίου, να ανακαλέσει την καταγγελία µε µονοµερή δήλωσή του προς το µισθωτή. Μεταγενέστερη ανάκληση είναι απαράδεκτη, εφόσον δε συναινεί ο µισθωτής. 2. Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, ο εκµισθωτής ή ο διάδοχός του στη µισθωτική σχέση χάνει το δικαίωµα να καταγγείλει πάλι τη µίσθωση για ιδιόχρηση επί µία τετραετία από την καταγγελία που ανακλήθηκε.

Άρθρο 22. ∆ιατηρητέα (άρθρο 11 παρ. 5 ν. 813/78, 1 παρ. 4 ν. 1930/91). Αν ο εσωτερικός χώρος καταστήµατος και ο τυχόν κινητός εξοπλισµός κηρυχθούν διατηρητέοι, ο εκµισθωτής δε χάνει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώµατά του που προβλέπουν τα άρθρα 16 έως 17, 27 έως 28, 23 παρ. 2 του παρόντος. β. Καταγγελία για ανοικοδόµηση

Άρθρο 23. Γενικά - Προϋποθέσεις (άρθρο 9 παρ. 3, 10 παρ. 4, 28 παρ. 2 ν. 813/78). 1. Ο εκµισθωτής µπορεί να καταγγείλει τη µίσθωση για ανοικοδόµηση του µισθίου από αυτόν ή τον κύριο του µισθίου: α) Μετά τη λήξη του συµβατικού χρόνου, εκτός αν ο χρόνος αυτός υπερβαίνει τη δωδεκαετία, οπότε η καταγγελία της µίσθωσης µπορεί να γίνει µετά την πάροδο δώδεκα (12) ετών από την έναρξη της µίσθωσης. β) Μετά την πάροδο τριετίας από την έναρξη της µίσθωσης σε περίπτωση που ο συµβατικός χρόνος της µίσθωσης είναι µικρότερος από τρία έτη ή η µίσθωση έχει αόριστη διάρκεια. γ) [Η περ.γ' καταργήθηκε από 28.9.1999 µε την παρ.7 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

Άρθρο 24. Επίδοση άδειας (άρθρο 9 παρ. 4 ν. 813/78, 2 παρ. 11 ν. 2235/94). Για να επέλθουν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας, κατά το άρθρο 28 του παρόντος, εκείνος που καταγγέλλει απαιτείται να επιδώσει στο µισθωτή αντίγραφο της άδειας για ανοικοδόµηση του µισθίου του αρµόδιου πολεοδοµικού γραφείου. Η επίδοση αυτή γίνεται µέχρι την πρώτη συζήτηση της σχετικής αγωγής για απόδοση του µισθίου, αλλιώς η καταγγελία είναι ανίσχυρη.

Άρθρο 25. Ακάλυπτοι χώροι (άρθρο 9 παρ. 5 ν. 813/78). 1. Καταγγελία µίσθωσης ακάλυπτου χώρου για ανοικοδόµηση µπορεί να γίνει µετά την πάροδο του συµβατικού χρόνου, και σε κάθε περίπτωση, αφού περάσει έτος από την έναρξη της µίσθωσης, και τα αποτελέσµατά της επέρχονται µετά την πάροδο µήνα από αυτήν. 2. Η διάταξη της προηγούµενης παραγράφου δεν εφαρµόζεται σε µισθώσεις ακάλυπτων χώρων για την εγκατάσταση επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία, από τη φύση τους, είναι αδύνατη ή ιδιαιτέρως δύσκολη µέσα σε καλυµµένους χώρους, καθώς και σε µισθώσεις ακάλυπτων χώρων που χρησιµοποιούνται από το µισθωτή για τη λειτουργία υπαίθριων κινηµατογράφων ή θεάτρων.

Άρθρο 26. Προτίµηση (άρθρο 17 ν. 813/78, 2 παρ. 19 ν. 2235/94). Στις καταγγελίες για ανοικοδόµηση που γίνονται στο εξής, ο µισθωτής, ύστερα από δήλωσή του, προτιµάται, µε ίσους όρους, απέναντι σε κάθε υποψήφιο µισθωτή στη µίσθωση χώρων του ακινήτου που ανοικοδοµήθηκε και ανήκει στην κυριότητα του εκµισθωτή ή του κυρίου του, για τους οποίους αυτοί δεν έχουν αναλάβει, µέχρι να επιδοθεί η δήλωση του µισθωτή, υποχρέωση για µεταβίβαση τους µε συµβολαιογραφικό έγγραφο. Οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. β του παρόντος εφαρµόζονται αναλόγως και εδώ. γ. ∆ιατυπώσεις – Αποτελέσµατα

Άρθρο 27. ∆ιατυπώσεις (άρθρο 10 παρ. 1 - 2 ν. 813/78). 1. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως και επιδίδεται στο µισθωτή. 2. Σε περίπτωση που η καταγγελία κατά τα άρθρα 16 έως 17 και 23 παρ. 1 γίνεται υπέρ του κυρίου, των τέκνων ή συζύγου τους, απαιτείται συναίνεση του κυρίου. Η συναίνεση αυτή δίνεται εγγράφως και επιδίδεται στο µισθωτή.

Άρθρο 28. Αποτελέσµατα (άρθρο 10 παρ. 3 ν. 813/78, 5 ν. 1229/82, 2 παρ. 13 ν. 2235/94). 1. Τα έννοµα αποτελέσµατα της καταγγελίας κατά τα άρθρα 16 έως 17 και 23 παρ. 1 επέρχονται έξι (6) µήνες µετά από αυτήν. Ειδικά στην καταγγελία για ιδιόχρηση από κατιόντες του εκµισθωτή ή κυρίου και εφόσον δε συντρέχει στο πρόσωπό τους η κατά το άρθρο 17 περιπτ. α' προϋπόθεση της άσκησης επαγγέλµατος επί τριάντα (30) µήνες, τα αποτελέσµατα επέρχονται δεκαοκτώ (18) µήνες από αυτή. 2. Το δικαστήριο, µε αίτηση του µισθωτή, µπορεί εκτιµώντας τις ειδικές συνθήκες κάθε περίπτωσης, να παρατείνει το χρόνο που θα επέλθουν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας µέχρι έξι (6) µήνες σε καθεµία περίπτωση. δ. Αποζηµιώσεις - Επανεγκατάσταση

Άρθρο 29. Βασική αποζηµίωση (άρθρο 13 παρ. 1, 15 ν.813/78, 7 παρ. 1 ν. 1229/82, 2 παρ. 17-18 ν. 2235/94). 1. Στην καταγγελία της µίσθωσης για το λόγο των άρθρων 16 έως 17, ο εκµισθωτής οφείλει στο µισθωτή ως αποζηµίωση το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόµενο µίσθωµα δέκα έξι (16) µηνών και στην καταγγελία της µίσθωσης για το λόγο του άρθρου 23 παρ. 1 το κατά το χρόνο της καταγγελίας µίσθωµα δώδεκα (12) µηνών. 2. Με αίτηση του µισθωτή το δικαστήριο µπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζηµίωσης, στην καταγγελία για ιδιόχρηση µέχρι τριάντα (30) µηνιαία µισθώµατα και στην καταγγελία για ανοικοδόµηση µέχρι δεκαοκτώ (18) µηνιαία µισθώµατα. Η προηγούµενη αύξηση γίνεται, αφού το δικαστήριο εκτιµήσει τις ειδικές συνθήκες και ιδίως τις δαπάνες για τη µεταστέγαση του µισθωτή, το χρόνο που λειτουργεί η επιχείρηση στο µίσθιο, τις τυχόν οφειλόµενες από το µισθωτή αποζηµιώσεις στο προσωπικό του από την καταγγελία της εργασιακής σχέσης, καθώς και τον υπολειπόµενο χρόνο που αυτός είχε το δικαίωµα να παραµείνει στο µίσθιο. 3. Στην καταγγελία για ιδιόχρηση µε τους όρους του άρθρου 17 περιπτ. β' οι καταβαλλόµενες αποζηµιώσεις κατά το παρόν άρθρο περιορίζονται στο µισό. 4. Σε περίπτωση που το µισθίο είναι υποµισθωµένο, δικαιούχος της αποζηµίωσης είναι σε κάθε περίπτωση ο µισθωτής-υπεκµισθωτής. 5. Ο εκµισθωτής έχει υποχρέωση να καταβάλει τις αποζηµιώσεις του παρόντος άρθρου σε κάθε περίπτωση πριν από την απόδοση του µισθίου, αλλιώς ο µισθωτής έχει το δικαίωµα να αρνηθεί την απόδοση.

Άρθρο 30. Όµοια χρήση (άρθρο 13 παρ. 2 ν. 813/78, 7 παρ. 2 ν. 1229/82). 1. Η αποζηµίωση κατά την πρώτη παράγραφο του προηγούµενου άρθρου στην καταγγελία για ιδιόχρηση είναι ίση µε τριάντα (30) µηνιαία µισθώµατα, αν ασκηθεί στο µίσθιο µέσα σε ένα (1) έτος από την απόδοσή του επιχείρηση όµοια µε την ασκούµενη από το µισθωτή, εκτός αν το µίσθιο από την κατασκευή είναι προορισµένο για την ίδια χρήση. 2. Το δικαστήριο µπορεί να αυξήσει το ποσό της αποζηµίωσης µέχρι σαράντα (40) µηνιαία µισθώµατα µε τις προϋποθέσεις της δεύτερης παραγράφου του προηγούµενου άρθρου.

Άρθρο 31. Ακάλυπτοι χώροι (άρθρο 13 παρ. 3 ν. 813/78). 1. Στην καταγγελία της µίσθωσης ακάλυπτου χώρου ο εκµισθωτής δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει τις αποζηµιώσεις των προηγούµενων άρθρων. Η ιδιότητα του ακάλυπτου χώρου δεν παύει από το γεγονός ότι υπάρχουν πάνω σ' αυτόν πρόχειρα ή βοηθητικά κτίσµατα ή κατασκευές. 2. Η διάταξη του παρόντος άρθρου δεν εφαρµόζεται σε µισθώσεις ακάλυπτων χώρων για να εγκατασταθούν επιχειρήσεις των οποίων η λειτουργία, από τη φύση τους, είναι αδύνατη ήιδιαιτέρως δύσκολη µέσα σε καλυµµένους χώρους, καθώς και σε µισθώσεις ακάλυπτων χώρων που χρησιµοποιούνται από το µισθωτή για να λειτουργούν υπαίθριοι κινηµατογράφοι ή θέατρα.

Άρθρο 32. Παράλειψη ιδιόχρησης ή ανοικοδόµησης (άρθρο 13 παρ. 4 ν. 813/78, 8 ν. 1229/82, 1Ο ν. 1847/1989). 1. Ο εκµισθωτής οφείλει στο µισθωτή ως αποζηµίωση: α) Το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόµενο µίσθωµα τριάντα (30) µηνών, αν µέσα σε έξι (6) µήνες από την απόδοση του µισθίου στην καταγγελία για ανοικοδόµηση δεν αρχίσει τις εργασίες για να θεµελιωθεί η νέα οικοδοµή και στην καταγγελία για ιδιόχρηση δε χρησιµοποιήσει το µίσθιο. β) Το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόµενο µίσθωµα πενήντα (50) µηνών, αν µέσα σε µία διετία από την απόδοση του µισθίου στις πιο πάνω περιπτώσεις εκµισθώσει αυτό ή παραχωρήσει µε οποιοδήποτε τρόπο σε τρίτον τη χρήση του. 2. ∆ε θεωρείται παραχώρηση σε τρίτον, κατά την έννοια της προηγούµενης παραγράφου περιπτ. β', η παραχώρηση από τους συνεκµισθωτές της χρήσης ακινήτου σε προσωπική εταιρία και εταιρία περιορισµένης ευθύνης, στην οποία µετέχουν αποκλειστικά αυτοί. 3. Ο περιορισµός της πρώτης παραγράφου περιπτ. β' του παρόντος άρθρου δεν ισχύει από την ηµεροµηνία προκήρυξης των εκλογών ή την έναρξη της προεκλογικής περιόδου και µέχρι τη µεθεποµένη της διεξαγωγής τους, εφόσον το µίσθιο παραχωρείται σε υποψήφιο βουλευτή της περιφέρειας όπου βρίσκεται το µίσθιο, για τις εκλογικές του ανάγκες χωρίς αντάλλαγµα. Το τελευταίο αυτό βεβαιώνεται µε υπεύθυνη δήλωση του ιδιοκτήτη και του υποψήφιου βουλευτή προς το Υπουργείο Εσωτερικών και την αρµόδια οικονοµική εφορία του ιδιοκτήτη. Κατά το διάστηµα αυτό αναστέλλεται η εξάµηνη προθεσµία για ιδιόχρηση που προβλέπεται από την περιπτ. α' της πρώτης παραγράφου του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 33. Περαιτέρω αποζηµίωση - Επανεγκατάσταση (άρθρο 13 παρ. 5 ν. 813/78, 8 ν. 1229/82). 1. Στις περιπτώσεις του προηγούµενου άρθρου ο µισθωτής µπορεί να ζητήσει και την αποκατάσταση κάθε περαιτέρω αποδεικνυόµενης ζηµίας του. Το δικαστήριο, µε αίτηση του µισθωτή, διατάζει και την επανεγκατάστασή του στο µίσθιο µε τους όρους της µίσθωσης που καταγγέλθηκε. Σε περίπτωση επανεγκατάστασης, ο µισθωτής έχει το δικαίωµα να προσλάβει συνέταιρο. 2. Η απόφαση κατά του εκµισθωτή για παράδοση της χρήσης του µισθίου εκτελείται και κατά του παραχωρησιούχου της χρήσης. Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 23 ν. 813/1978 εφαρµόζονται ανάλογα και εδώ.

Άρθρο 34. Απαλλαγή από ευθύνη (άρθρο 13 παρ. 6 ν. 813/78). Ο εκµισθωτής δεν έχει υποχρέωση να καταβάλει την αποζηµίωση του άρθρου 32 του παρόντος: α) Αν αποδείξει ότι η καθυστέρηση έναρξης των εργασιών για τη θεµελίωση της νέας οικοδοµής ή η µη χρησιµοποίηση του µισθίου µέσα σε έξι (6) µήνες από την απόδοση οφείλονται σε γεγονός για το οποίο δεν έχει ευθύνη. β) Αν αποδείξει ότι η µίσθωση ή η παραχώρηση σε τρίτον της χρήσης του µισθίου µέσα στη διετία έγιναν στην περίπτωση ανοικοδόµησης επειδή αυτή απαγορεύθηκε και στην περίπτωση ιδιόχρησης επειδή ο υπερού η καταγγελία έγινε µεταγενέστερα ανίκανος σε ποσοστό ανώτερο από 60% να την ασκήσει.

Άρθρο 35. (άρθρο 14 ν. 813/78). Ο εκµισθωτής για να απαλλαγεί από την υποχρέωση αποζηµίωσης κατά τη διάταξη του προηγούµενου άρθρου περιπτ. β' έχει υποχρέωση, αµέσως µόλις µάθει το λόγο που συνεπάγεται αδυναµία να ιδιοχρησιµοποιηθεί ή να ανοικοδοµηθεί το µίσθιο, να ειδοποιήσει γι' αυτό εγγράφως το µισθωτή στη διεύθυνση κατοικίας που αυτός δήλωσε, καλώντας αυτόν να δηλώσει αν επιθυµεί να επανεγκατασταθεί στο µίσθιο µε τους όρους της µίσθωσης που λύθηκε. Ο µισθωτής εκπίπτει από το δικαίωµα επανεγκατάστασης, αν δε δηλώσει εγγράφως µέσα σε τρεις (3) µήνες από την ειδοποίηση ότι επιθυµεί την επανεγκατάστασή του. Από τη δήλωση αυτή ο µισθωτής έχει υποχρέωση να καταβάλλει το µίσθωµα.

Άρθρο 36. Βιοτεχνική επιχείρηση (άρθρο 13 παρ. 7 ν. 813/78, 7 παρ. 3 ν. 1229/92). Στην καταγγελία µίσθωσης ακινήτου στο οποίο ασκείται βιοτεχνική επιχείρηση, ο εκµισθωτής πέρα από τις αποζηµιώσεις που προβλέπονται από τα άρθρα 29 έως 33, έχει υποχρέωση να καταβάλει στο µισθωτή του και τις δαπάνες του για τη νέα ηλεκτρική εγκατάσταση της ίδιας δύναµης σε άλλο µισθίο, για να συνεχισθεί η λειτουργία της επιχείρησης του. Το δικαστήριο µπορεί να διατάξει την παροχή εγγύησης ότι ο µισθωτής θα καταβάλει τις παραπάνω δαπάνες που αποδεικνύονται µε εκκαθαρισµένο λογαριασµό της ∆ΕΗ. 3. Καταγγελία για ιδιοκατοίκηση

Άρθρο 37. (άρθρο 9 παρ. 9 ν. 813/78, 22 ν. 1868/89, 2 παρ. 29 ν. 2235/94). 1. Σε περίπτωση που ασκείται στο µίσθιο επάγγελµα το οποίο προστατεύεται από το παρόν διάταγµα ή µικτή χρήση (επαγγελµατική στέγη και κατοικία), αν ο εκµισθωτής ή ο κύριος του µισθίου, σύζυγός τους ή ενήλικο τέκνο τους δεν έχει για ένα (1) τουλάχιστον έτος πριν από την άσκηση του δικαιώµατός του ιδιόκτητη κατοικία στην ίδια πόλη ή σε προάστιό της που να καλύπτει τις οικογενειακές ή ατοµικές ανάγκες στέγασής τους, ο εκµισθωτής, ή, αν κατά τη διάρκεια του µισθωτικού χρόνου έγινε µεταβίβαση της κυριότητας του µισθίου, ο νέος κύριος, µπορεί να ζητήσει την απόδοση του µισθίου για ιδιοκατοίκηση, µετά την λήξη του συµβατικού χρόνου της µίσθωσης, εφόσον το µίσθιο είναι κατάλληλο για κατοικία. 2. Στην περίπτωση της προηγούµενης παραγράφου: α) τα αποτελέσµατα της καταγγελίας επέρχονται οκτώ (8) µήνες µετά την επίδοση της στο µισθωτή. β) Ο εκµισθωτής οφείλει στο µισθωτή ως αποζηµίωση το κατά το χρόνο της καταγγελίας καταβαλλόµενο µίσθωµα οκτώ (8) µηνών. το δικαστήριο, εκτιµώντας τις περιστάσεις, µπορεί να αυξήσει την αποζηµίωση µέχρι το ποσό δεκαοκτώ (18) µηνιαίων µισθωµάτων. γ) Ο εκµισθωτής έχει υποχρέωση να ιδιοχρησιµοποιήσει το µίσθιο ως κατοικία του ίδιου ή των προσώπων που προαναφέρονται για χρονική περίοδο τουλάχιστον τριών (3) ετών. δ) Αν η καταγγελία ασκείται για πολύτεκνη οικογένεια, αναπήρους, άτοµα που πάσχουν από ανίατη σωµατική ή πνευµατική ασθένεια ή χήρες µε ανήλικα τέκνα, το δικαστήριο, εκτιµώντας τις περιστάσεις, έχει το δικαίωµα να µειώσει το ποσό της αποζηµίωσης ή το χρόνο που θα επέλθουν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας. 3. Κατά τα άλλα εφαρµόζονται οι διατάξεις του παρόντος διατάγµατος. Τα ίδια ισχύουν και για τις αγωγές που ασκήθηκαν µε βάση τη διάταξη του άρθρου 3 ν. 1881/1989. 4. Η αληθινή έννοια του άρθρου 4 του ν. 1953/1991 είναι ότι µε αυτό δεν έχει καταργηθεί το παρόν άρθρο. 4. Καταγγελία για δηµιουργία κύριας κατοικίας.

Άρθρο 38. (άρθρο 4 ν. 1953/91, 1 παρ. 2 ν. 1962/91, 9 παρ. 1 ν. 2041/92). 1. Μισθώσεις ακινήτων που υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος διατάγµατος, ενώ από την κατασκευή τους προορίζονται για κατοικία, εξαιρούνται από τις διατάξεις για την αναγκαστική παράταση της διάρκειας τους και µπορούν να καταγγελθούν από τον εκµισθωτή, αφού λήξει η συµβατική διάρκειά τους, όχι όµως πριν παρέλθει εξαετία από την έναρξη τους, αν ο εκµισθωτής δηλώσει εγγράφως προς το µισθωτή ότι µέσα σε έξι µήνες από την απόδοση του µισθίου αυτό θα επισκευαστεί, ώστε να µπορεί να χρησιµοποιηθεί ή να εκµισθωθεί ως κύρια κατοικία. Στην περίπτωση αυτή απαγορεύεται η εκµίσθωση πάλι για επαγγελµατική στέγη τουλάχιστον επί µία (1) τριετία. Η µισθωτική σχέση για τις νέες µισθώσεις αυτών των ακινήτων διαµορφώνεται ελεύθερα. 2. Σε περίπτωση που δε θα τηρηθούν οι παραπάνω όροι από τον εκµισθωτή, εφαρµόζονται ανάλογα τα άρθρα 32 παρ. 1 -2, 33 έως 34 του παρόντος διατάγµατος. 3. Τα αποτελέσµατα της καταγγελίας κατά το παρόν άρθρο επέρχονται µετά την πάροδο έξι (6) µηνών από αυτήν. Το δικαστήριο µπορεί, µε αίτηση του µισθωτή, εκτιµώντας τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης, να παρατείνει το χρόνο που θα επέλθουν τα αποτελέσµατα της καταγγελίας µέχρι τρεις (3) µήνες. Μέχρι τότε καταβάλλεται το µίσθωµα που προσδιορίζεται από τις ισχύουσες διατάξεις. 4. Καταγγελίες που έχουν γίνει µέχρι τις 3 Σεπτεµβρίου 1991 ή µέχρι την 1 Μαΐου 1992 σύµφωνα µε την παρ. 1 του παρόντος άρθρου καθίστανται ανίσχυρες και οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί δεν εκτελούνται, εκτός από τις διατάξεις τους για τα έξοδα. 5. Καταγγελία για κατεδάφιση ετοιµόρροπου

Άρθρο 39. (άρθρο 9 παρ. 1 ν. 813/78). Ο εκµισθωτής µπορεί οποτεδήποτε να καταγγείλει εγγράφως πριν από τρεις µήνες τη µίσθωση, εφόσον το µίσθιο κρίθηκε αρµοδίως ετοιµόρροπο και κατεδαφιστέο κατά µεγάλο και ουσιώδες µέρος του. 6. Καταγγελία για πτώχευση του µισθωτή

Άρθρο 40. (άρθρο 9 παρ. 7 ν. 813/78). Ο εκµισθωτής έχει το δικαίωµα να καταγγείλει εγγράφως τη µίσθωση πριν από τρεις (3) µήνες, αν ο µισθωτής κηρυχθεί σε πτώχευση µε τελεσίδικη απόφαση. Ο εκµισθωτής έχει το ίδιο δικαίωµα από τη δηµοσίευση της απόφασης που κηρύσσει το µισθωτή σε πτώχευση µε αίτηση του. 7. Καταγγελία για εγκατάσταση υπηρεσιών

Άρθρο 41. (άρθρο 9 παρ. 8 ν. 813/78, 10 ν. 1229/82, 2 παρ. 12 ν. 2235/94). 1. ∆ήµος ή κοινότητα και τα εξαρτώµενα από αυτούς νοµικά πρόσωπα, ιδρύµατα και επιχειρήσεις µπορούν µετά τη λήξη του συµβατικού χρόνου της µίσθωσης να καταγγείλουν αυτή τη µίσθωση, εφόσον το µίσθιο θα χρησιµοποιηθεί για να εγκατασταθούν και να λειτουργήσουν γενικώς οι υπηρεσίες τους. Για την εφαρµογή αυτής της παραγράφου κάθε δήµος ή κοινότητα λογίζεται σαν ένα και το ίδιο πρόσωπο µαζί µε τα εξαρτώµενα από αυτόν δηµοτικά ή κοινοτικά νοµικά πρόσωπα, ιδρύµατα και επιχειρήσεις είτε η καταγγελία γίνεται από τον οργανισµό τοπικής αυτοδιοίκησης είτε από το νοµικό πρόσωπο, ίδρυµα ή επιχείρηση. 2. Η διάταξη της προηγούµενης παραγράφου εφαρµόζεται αναλόγως και για το δηµόσιο και τα νοµικά πρόσωπα δηµόσιου δικαίου. 3. Σε κάθε περίπτωση που δε θα πραγµατοποιηθεί η στέγαση των υπηρεσιών µέσα σε ένα (1) χρόνο από την απόδοση του µισθίου, ο µισθωτής έχει δικαίωµα επανεγκατάστασης και αποζηµίωσης. 8. Καταγγελία από ΟΤΑ για δηµιουργία πρασίνου, κ.λ.π.

Άρθρο 42. (άρθρο 9 παρ. 6 ν. 813/78). 1. Στις µισθώσεις ακάλυπτων χώρων που ανήκουν κατά κυριότητα σε δήµους ή κοινότητες χωρεί καταγγελία µετά τη λήξη του συµβατικού χρόνου, εφόσον µε απόφαση του δηµοτικού ή κοινοτικού συµβουλίου που εγκρίνεται από τον αρµόδιο νοµάρχη, κριθούν ως χώροι για να δηµιουργηθούν πράσινο, πλατείες ή εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας των κατοίκων των περιοχών των δήµων και κοινοτήτων ή για ανοικοδόµηση. 2. Στις περιπτώσεις της προηγούµενης παραγράφου τα έννοµα αποτελέσµατα της καταγγελίας επέρχονται µετά την πάροδο τριών (3) µηνών από αυτή. Στις καταγγελίες αυτές εφαρµόζονται αναλόγως και οι διατάξεις των άρθρων 32 παρ. 1 - 2 και 33 έως 34 του παρόντος διατάγµατος. 9. Καταγγελία από το µισθωτή

Άρθρο 43. 1. Το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 (ΦΕΚ 30 Α) τροποποιείται ως ακολούθως βάσει του άρθρου 17 του νόμου 3853/2010 Τροποποίηση όρων και αποτελεσμάτων καταγγελίας εμπορικής μίσθωσης από μισθωτή: «Ο μισθωτής μπορεί μετά την πάροδο ενός (1) έτους από την έναρξη της σύμβασης να καταγγείλει τη μίσθωση. Η καταγγελία γίνεται εγγράφως τα δε τα αποτελέσματα της επέρχονται μετά την πάροδο τριών (3) μηνών από τη γνωστοποίηση της. Στην περίπτωση αυτή ο μισθωτής οφείλει στον εκμισθωτή ως αποζημίωση ποσό ίσο με ένα (1) μηνιαίο μίσθωμα, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί κατά το χρόνο καταγγελίας της μίσθωσης.» 2. Το δικαίωμα καταγγελίας της εμπορικής μίσθωσης σύμφωνα με το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 (ΦΕΚ 30 Α) έχει ο μισθωτής ακόμη κι αν έχει παραιτηθεί από αυτό σύμφωνα με το άρθρο 45 του π.δ. 34/1995. Καταγγελία που έχει ήδη ασκηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, ενώ ο μισθωτής είχε παραιτηθεί νόμιμα από αυτό το δικαίωμα, θεωρείται έγκυρη, τα δε αποτελέσματα της επέρχονται σύμφωνα με την παράγραφο 1, όχι όμως πριν τη δημοσίευση του νόμου. Ο μισθωτής υποχρεούται στην περίπτωση αυτή σε καταβολή αποζημίωσης ίση με το ποσόν ενός μισθώματος όπως αυτό ανερχόταν τρεις μήνες πριν την επέλευση των αποτελεσμάτων της καταγγελίας. 3. Το άρθρο 43 του π.δ. 34/1995 (ΦΕΚ 30 Α) εφαρμόζεται, κατ` απόκλιση από το άρθρο 4 παρ. 1 περίπτωση θ` του π.δ. 34/1995, και για την καταγγελία από τον μισθωτή σύμβασης μίσθωσης ορισμένου χρόνου που έχει συναφθεί για τις δραστηριότητες των άρθρων 1 και 2 του π.δ. 34/1995 για ακίνητο που έχει χαρακτηριστεί ως διατηρητέο. Τα εδάφια 2 και 3 της παραγράφου 2 εφαρμόζονται αναλόγως. 4. Οι παράγραφοι 2 και 3 ισχύουν για καταγγελίες που θα γίνουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012 και αφορούν μισθώσεις ακινήτων που έχουν συναφθεί πριν τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ' ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ∆ΙΑΤΑΞΕΙΣ: Άρθρο 44. Εφαρµογή Αστικού Κώδικα (άρθρο 29ν. 813/78). Οι µισθώσεις του παρόντος διατάγµατος, εφόσον δεν ορίζεται κάτι άλλο σ' αυτό, διέπονται από τους συµβατικούς όρους τους και τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα.

Άρθρο 45. Παραίτηση από δικαιώµατα (άρθρο 24 ν. 813/78). Η παραίτηση οποιουδήποτε από τα µέρη από τα δικαιώµατα του παρόντος κατά την κατάρτιση της µίσθωσης είναι άκυρη, εφόσον το παρόν δεν ορίζει διαφορετικά.

Άρθρο 46. Ανάρτηση πινακίδων - Επισκέψεις του µισθίου (άρθρο 16 ν. 813/78). 1. Ο εκµισθωτής έχει δικαίωµα έξι µήνες πριν από τη λήξη µίσθωσης να αναρτά στο µίσθιο πινακίδα για την εκµίσθωση του ακινήτου µετά τη λήξη της µίσθωσης. Στην πινακίδα πρέπει να ορίζεται από πότε το ακίνητο προσφέρεται για µίσθωση. 2. Ο µισθωτής έχει την υποχρέωση έξι µήνες πριν από τη λήξη της µίσθωσης να επιτρέπει την επίσκεψη του ακινήτου στους ενδιαφερόµενους για τη µίσθωση του. Ο χρόνος και οι λοιποί όροι των επισκέψεων καθορίζονται από τα µέρη και σε περίπτωση που δεν υπάρχει συµφωνία από το δικαστήριο. 3. Ο µισθωτής έχει δικαίωµα επί έξι (6) µήνες από την αποχώρησή του από το µίσθιο να αναρτά σ' αυτό πινακίδα µε τη νέα εγκατάστασή του.

Άρθρο 47. Παραγραφή (άρθρο 27, 33 παρ. 1 ν. 813/78, 2 παρ. 22 ν. 2235/94). 1. Οι αξιώσεις για αποζηµίωση από το παρόν διάταγµα υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή που αρχίζει από το τέλος του έτους που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. 2. Η κατά το άρθρο 33 παρ. 1 αξίωση για επανεγκατάσταση υπόκειται σε ετήσια παραγραφή, που αρχίζει από τότε πού γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη της. 3. Το άρθρο 27 του ν. 813/1978, όπως ίσχυε την 1η Σεπτεµβρίου 1978 εφαρµόζεται και στις αξιώσεις που είχαν γεννηθεί και δεν είχαν παραγραφεί µέχρι τότε.

Άρθρο 48. ∆ικονοµικές διατάξεις (άρθρο 25 ν. 813/78, 9 παρ. 3 ν. 2041/92, 2 παρ. 23 ν. 2235/94). 1. Κάθε διαφορά από τη µίσθωση που ρυθµίζεται από το παρόν διάταγµα υπάγεται στην αρµοδιότητα του µονοµελούς πρωτοδικείου ή του ειρηνοδικείου, ανάλογα µε το ποσό του καταβαλλόµενου µισθώµατος, κατά τις διακρίσεις των άρθρων 14 παρ. 1 εδ. β' και 16 αριθ.1 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας. Στην αρµοδιότητα των πιο πάνω δικαστηρίων υπάγονται και οι διαφορές από παρεπόµενες συµβάσεις της µίσθωσης, καθώς και εκείνες από τα άρθρα 601 του Αστικού Κώδικα και 23 του ν. 813/1978. Οι διαφορές από τα προηγούµενα εδάφια εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των άρθρων 647 έως 682 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας. 2. Το άρθρο 69 του Κ.Πολ.∆. εφαρµόζεται στις περιπτώσεις απόδοσης του µισθίου για οποιαδήποτε αιτία. 3. Στις µισθώσεις που υπάγονται στο παρόν διάταγµα δεν επιτρέπεται αίτηση ενώπιον του Αρείου Πάγου για να ανασταλεί η εκτέλεση απόφασης στην περίπτωση που έχει διαταχθεί απόδοση του µισθίου για καθυστέρηση καταβολής του µισθώµατος από δυστροπία.

Άρθρο 49. Συνέχιση εκκρεµών υποθέσεων (άρθρο 34 ν. 813/78). 1. Υποθέσεις που ήσαν εκκρεµείς και δεν είχαν συζητηθεί κατά την 1η Σεπτεµβρίου 1978 συνεχίζονται ενώπιον των δικαστηρίων στα οποία είχαν εισαχθεί ή παραπεµφθεί και εκδικάζονται µε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 48 παρ. 1 του παρόντος. 2. Οι υποθέσεις που είχαν συζητηθεί µέχρι την 1η Σεπτεµβρίου 1878 εξακολουθούν να δικάζονται µε βάση τις δικονοµικές διατάξεις που ίσχυαν µέχρι να εκδοθεί αµετάκλητη απόφαση.

Άρθρο 50. Κατάργηση εκκρεµών δικών, µη εκτέλεση αποφάσεων. Εκκρεµείς δίκες για απόδοση µισθίων έχουν καταργηθεί και δικαστικές αποφάσεις που διατάζουν έξωση δεν εκτελούνται σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 31 παρ. 2 ν. 813/1978, 13 ν. 1229/1982, 1 παρ. 3 ν. 1930/1991, 3 παρ. 2 ν.1962/1991, 9 παρ. 4 εδ. γ' ν. 2041/1992.

Άρθρο 51. Αναστολή εκτέλεσης εξωστικής απόφασης δηµόσιων εκπαιδευτηρίων (άρθρο 1 ν.δ. 516/70). 1. ∆ικαστικές αποφάσεις που διατάζουν το Ελληνικό ∆ηµόσιο να αποδώσει ή παραδώσει το µίσθιο ακίνητο το οποίο χρησιµοποιείται απ' αυτό ως εκπαιδευτήριο, σχολείο ή νηπιαγωγείο, δεν εκτελούνται κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους κατά το οποίο επιδόθηκε η σχετική επιταγή προς εκτέλεση, εκτός αν η απόδοση διατάζεται για καθυστέρηση του µισθώµατος. Η διάρκεια του σχολικού έτους καθορίζεται από τις κείµενες διατάξεις. 2. Το µονοµελές πρωτοδικείο του τόπου στον οποίο βρίσκεται το ακίνητο, ύστερα από αίτηση του δηµοσίου, δικάζοντας µε τη διαδικασία των ασφαλιστικών µέτρων, µπορεί να αναστέλλει την αναγκαστική εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων που αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο και µετά τη λήξη του σχολικού έτους και µέχρι το τέλος του αµέσως επόµενου διδακτικού έτους, εφόσον κατά την κρίση του καθίσταται αδύνατη ή άκρως δυσχερής η µίσθωση από το δηµόσιο άλλου ακινήτου που να πληροί τις ανάγκες της εξωθούµενης υπηρεσίας. 3. Η κατά την προηγούµενη παράγραφο απόφαση του µονοµελούς πρωτοδικείου είναι οριστική και δεν υπόκειται σε κανένα τακτικό ή έκτακτο ένδικο µέσο.

Άρθρο 52. Υποχρεώσεις ∆.Ο.Υ. (άρθρο 26 ν. 813/78, 2 παρ. 21 ν. 2239/94). Σε δίκες επί διαφορών του παρόντος νόµου, οι προϊστάµενοι των ∆.Ο.Υ. υποχρεούνται να χορηγούν στους έχοντες έννοµο συµφέρον, αποκλειστικά για δικαστική χρήση, αντίγραφο συµβάσεων µίσθωσης και βεβαιώσεις για το ύψος της αντικειµενικής αξίας µισθίων ακινήτων, όπου δε δεν ισχύει το σύστηµα αυτό, συγκριτικά στοιχεία της αγοραίας αξίας τους, δικαιούµενοι να ζητήσουν υπεύθυνη δήλωση για την αποκλειστικότητα της δικαστικής χρήσης.

Άρθρο 53. Ειδικές περιπτώσεις αναπροσαρµογής µισθώµατος (άρθρο 7, 8 παρ. 6 ν. 2041/92, 71 παρ. 2 ν. 2065/92). Στις περιπτώσεις που το αναπροσαρµοζόµενο µίσθωµα υπερβαίνει το διπλάσιο του καταβαλλόµενου, το πέρα του διπλασίου οφείλεται κατά 50% µετά πάροδο εξαµήνου από την κοινοποίηση της έγγραφης όχλησης του εκµισθωτή και το υπόλοιπο µετά παρέλευση έτους από αυτήν. Επί αναπροσαρµογής που έγινε µε βάση το άρθρο 2 του ν.1962/1991 το πέραν του διπλασίου ποσό και µέχρι του τετραπλασίου οφείλεται από 1ης Μαΐου 1992 και το υπόλοιπο από 1ης Νοεµβρίου 1992. 2. Μισθώσεις που παρατείνονται κατά το άρθρο 58 παρ.12 του παρόντος όπως και κάθε ισχύουσα σύµβαση αν δεν υπάρχει ειδική συµφωνία των µερών, υπόκεινται σε αναπροσαρµογή του µισθώµατος σύµφωνα µε τις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 7 του παρόντος και µέσα στα όρια της προηγούµενης παραγράφου. 3. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και στις δίκες που ήταν εκκρεµείς την 1η Μαΐου 1992. 4. Τα µισθώµατα αναπροσαρµόσθηκαν εκτάκτως µε τα άρθρα 30 παρ.2 ν. 813/1978, 2 ν. 1992/1991, 15 ν. 2018/1992 και Α.Υ.∆. 81775/16.9.1991.

Άρθρο 54. Ειδικές περιπτώσεις αναστολής αναπροσαρµογής (άρθρο 2 παρ. 24, 25 εδ. 3 και 26 ν. 2235/94). 1. Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αντικειµενική αξία του µισθίου, όπως αυτή υπολογίζεται σύµφωνα µε την παρ. 2 του άρθρου 7 του παρόντος, έχει µειωθεί πριν από την 1η Σεπτεµβρίου 1994, δεν εφαρµόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του παρόντος για ετήσια αύξηση του µισθώµατος µέχρις ότου το µίσθωµα που προκύπτει από τη νέα αντικειµενική αξία µαζί µε τις ετήσιες αυξήσεις της ίδιας παραγράφου υπερβεί το κατά την 1η Σεπτεµβρίου 1994 διαµορφωµένο ήδη µίσθωµα. 2. Αν το µίσθωµα των ακινήτων του άρθρου 9 του παρόντος (κτίρια ειδικών χρήσέων) που έχει διαµορφωθεί κατά την 1η Σεπτεµβρίου 1994 µε εφαρµογή του ποσοστού 8% της αντικειµενικής αξίας σύµφωνα µε το άρθρο 8 ν. 2041/92, είναι σύµφωνα µε το άρθρο 9 του παρόντος µεγαλύτερο από αυτό που προκύπτει από τον τρόπο υπολογισµού που προβλέπεται από το άρθρο 9 του παρόντος, δεν εφαρµόζεται η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του παρόντος για ετήσια αύξηση του µισθώµατος µέχρις ότου το µίσθωµα της παρούσας παραγράφου µαζί µε τις ετήσιες αυξήσεις της παραγράφου 3 του άρθρου 7 του παρόντος, υπερβεί το κατά την 1η Σεπτεµβρίου 1994 διαµορφωµένο ήδη µίσθωµα. 3. ∆ικαστικές αποφάσεις, που διατάζουν την απόδοση µισθίου για τις περιπτώσεις των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου λόγω µη καταβολής του µισθώµατος και δεν έχουν εκτελεσθεί µέχρι την 1η Σεπτεµβρίου 1994, δεν εκτελούνται αν ο µισθωτής µέσα σε προθεσµία δύο (2) µηνών από την ηµεροµηνία αυτή καταβάλει όλα τα οφειλόµενα µισθώµατα και τη δικαστική δαπάνη.

Άρθρο 55. Καταγγελίες (άρθρο 31 παρ. 3, 32, 33 παρ. 2-3 ν. 813/78, 12 ν. 1229/82, 1 παρ. 3ν. 1930/91). 1. Καταγγελίες που έγιναν µέχρι την 21 Ιουλίου 1978, διέπονται ως προς τις ουσιαστικές προϋποθέσεις και τα έννοµα αποτελέσµατά τους από τις διατάξεις οι οποίες ίσχυαν κατά το χρόνο που έγιναν. 2. Στις καταγγελίες για ιδιόχρηση, οι οποίες ανακλήθηκαν µέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 813/1978, δε χωρεί νέα καταγγελία για τον ίδιο λόγο απέναντι στον ίδιο µισθωτή επί µία τετραετία από την έναρξη ισχύος του ν. 813/1978. 3. Στις µισθώσεις που υπάρχουν κατά την έναρξη ισχύος του ν. 813/1978 χωρεί καταγγελία από τον δικαιούµενο σ' αυτήν, για ανοικοδόµηση ή ιδιόχρηση του µισθίου, εφόσον πέρασε ο συµβατικός χρόνος. 4. Μέχρι την 31 ∆εκεµβρίου 1979 αναστέλλεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων για έξωση, που εκδόθηκαν µε βάση την παρ. 1 του άρθρου 7 του ν. 52/1975 και δεν έχουν εκτελεστεί µέχρι την έναρξη ισχύος του ν. 813/1978. 5. Οι διατάξεις του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου θ καθώς και των παρ. 1, 2, 4 και 5 του άρθρου 13 ν. 813/1978, όπως τροποποιούνται µε το άρθρο 12 ν. 1229/1982, εφαρµόζονται και στις καταγγελίες για ιδιόχρηση που έγιναν µέχρι την έναρξη ισχύος του άρθρου 12 ν. 1229/1982, εφόσον ο µισθωτής βρίσκεται στη χρήση του µισθίου. β. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 11 του ν. 813/1978, όπως ίσχυε την 1η Σεπτεµβρίου 1978, εφαρµόζονται και στις καταγγελίες που έγιναν µέχρι τότε. 7. Η παράγραφος 7 του άρθρου 9 του ν. 813/1978 εφαρµόζεται και στις πτωχεύσεις που ήταν εκκρεµείς την 1η Σεπτεµβρίου 1978. 8. Καταγγελίες µισθώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 31 παρ. 1 έως 2 του ν. 813/1978 για λήξη του χρόνου των µισθώσεων, οι οποίες έγιναν µέχρι την 1η Σεπτεµβρίου 1978 είναι ανίσχυρες, εφόσον ο µισθωτής βρίσκεται στη χρήση του µισθίου την 1η Σεπτεµβρίου 1978. 9. Οι καταγγελίες µισθώσεων διατηρητέων κτιρίων που ασκήθηκαν µε βάση τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 6 του ν. 1898/1990 είναι ανίσχυρες.

Άρθρο 56. Καταγγελίες για δηµόσια ωφέλεια (άρθρο 33-34 ν. 1406/83, 33 παρ. 4 ν. 1473/84, 4 ν. 1861/89). 1. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του ν. 813/1978, όπως κατά την έναρξη του ν. 1406/1983 έχει συµπληρωθεί ή τροποποιηθεί, το δηµόσιο, οι διαχειριστές δηµόσιων κτηµάτων, τα ν.π.δ.δ. και οι δήµοι και οι κοινότητες µπορούν µέχρι 31 ∆εκεµβρίου 1989 να καταγγείλουν, εφόσον έχει λήξει η συµβατική τους διάρκεια, τις µισθώσεις των ακινήτων πουτους ανήκουν κατά κυριότητα ή που τους έχουν παραχωρηθεί κατά χρήση από το δηµόσιο ή άλλο ν.π.δ.δ. µε σκοπό να χρησιµοποιηθεί ο όλος χώρος για να δηµιουργηθεί άλσος ή πλατεία ή για ανάλογη χρήση στη διάθεση του κοινού ή για να αξιοποιηθεί ο χώρος στα πλαίσια χρήσης γης που έχει εγκριθεί από το αρµόδιο υπουργείο ή για άλλη δηµόσια ωφέλεια. Για το κύρος της καταγγελίας αρκεί να αναφέρεται στο σχετικό έγγραφο ο λόγος που τη δικαιολογεί κατά το προηγούµενο εδάφιο. 2. Οι εκµισθωτές που αναφέρονται στην προηγούµενη παράγραφο οφείλουν να καταβάλουν ως αποζηµίωση στους µισθωτές ποσό ίσο µε τα µισθώµατα δώδεκα (12) µηνών. Η λύση της µίσθωσης επέρχεται τρεις (3) µήνες µετά την επίδοση της καταγγελίας και την πραγµατική προσφορά της αποζηµίωσης στον κάθε µισθωτή. 3. Αν ο µισθωτής αρνείται να αποδώσει το µίσθιο, διατάζεται η αποβολή του από το αρµόδιο µονοµελές πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των άρθρων 648 έως 662 του Κώδικα Πολιτικής ∆ικονοµίας. 4. Στην περίπτωση της παρ. 1 του παρόντος άρθρου, αν οι εργασίες κατεδάφισης δεν έχουν αρχίσει µέσα σε ένα χρόνο από την απόδοση όλων των µίσθιων χώρων στο δηµόσιο ή τα ν.π.δ.δ., η καταγγελία ανατρέπεται και ο µισθωτής έχει δικαίωµα επανεγκατάστασης µε τους όρους της µίσθωσης που καταγγέλθηκε. 5. Οι αγωγές για την άσκηση των δικαιωµάτων που προβλέπονται στην προηγούµενη παράγραφο εκδικάζονται κατά τη διαδικασία του άρθρου 48 παρ. 1 του παρόντος διατάγµατος.

Άρθρο 57. Προστασία υποµισθώσεων (άρθρο 35 ν. 813/78). Υποµισθώσεις που υφίστανται νοµίµως κατά την 1η Σεπτεµβρίου 1978, διέπονται από τις διατάξεις του παρόντος.

Άρθρο 58. Αναγκαστικές παρατάσεις της διάρκειας των µισθώσεων (άρθρο 28 παρ. 3 ν. 813/78). 1. Μισθώσεις του άρθρου 2 του ν. 813/78 που έληγαν µέχρι 31.8.1978 ή έληγαν οπωσδήποτε µέχρι 31.8.1981, παρατείνονται µέχρι 31.8.1981. (ν. 1219/1981) 2. Μισθώσεις ακινήτων που καταστράφηκαν από πυρκαγιά, οι οποίες αναφέρονται στο ν. 1219/1981, παρατείνονται και ρυθµίζονται σύµφωνα µε τις προϋποθέσεις που ορίζει ο νόµος αυτός. (άρθρο 30 παρ. 1, 31 παρ. 1 εδ. β' ν. 813/78, 7 ν. 1219/1981) 3. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) που έληγαν µέχρι 31.8.1978 ή έληγαν οπωσδήποτε µέχρι 31.8.1984, παρατείνονται µέχρι 31.8.1984. (άρθρο 30 παρ. 3 ν. 813/78, 1 ν. 1417/1984) 4. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) που έληγαν σύµφωνα µε τη σύµβαση ή το νόµο µέχρι 31.8.1986 παρατείνονται µέχρι την ηµεροµηνία αυτή. (όρθ. 4 ν. 1598/1988) 5. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) που έληγαν σύµφωνα µε τη σύµβαση ή το νόµο µέχρι 31.12.1987 παρατείνονται µέχρι την ηµεροµηνία αυτή. (άρθρο 16 ν. 1738/1987) 6. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) που έληγαν σύµφωνα µε τη σύµβαση ή το νόµο µέχρι 31.8.1989 παρατείνονται µέχρι την ηµεροµηνία αυτή, µε την επιφύλαξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 813/78. (άρθρο 1 ν. 1861/1989) 7. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) που έληγαν σύµφωνα µε τη σύµβαση ή το νόµο µέχρι 31.8.1990 παρατείνονται µέχρι την ηµεροµηνία αυτή, µε την επιφύλαξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 813/78. (άρθρο 6 παρ. 1 ν. 1898/1990) 8. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) που έληγαν σύµφωνα µε τη σύµβαση ή το νόµο µέχρι 31.8.1991 παρατείνονται µέχρι την ηµεροµηνία αυτή, µε την επιφύλαξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 813/78. (άρθρο 1 παρ. 1 ν. 1962/1991, Α.Υ. ∆ικαιοσύνης 13992/1992 (ΦΕΚ Β’ 132) 9. Μισθώσεις υπαγόµενες στο ν. 813/1978 (ΦΕΚ Α’ 137) και στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 1953/1991 (ΦΕΚ 96 Α) που έληγαν σύµφωνα µε τη σύµβαση ή το νόµο µέχρι 30.4.1992 παρατείνονται µέχρι την ηµεροµηνία αυτή, µε την επιφύλαξη του άρθρου 4 παρ. 1 του ν. 813/78. (άρθρο 5 παρ. 1 ν. 2041/92, 2 παρ. 2 ν. 2235/94) 10. Μισθώσεις αναφερόµενες στα άρθρα 1 και 2 του ν. 813/1978, οι οποίες σύµφωνα µε το άρθρο 1 του ν. 1962/1991 και την 13992/1992 απόφαση του Υπουργού ∆ικαιοσύνης (ΦΕΚ Β’ 132) έληγαν στις 30.4.92, παρατείνονται αυτοδικαίως, µε την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 59 του παρόντος ως ακολούθως: α. µέχρι την 31 Αυγούστου 1995, αν ο µισθωτής έχει συµπληρώσει στη χρήση του µισθίου χρονικό διάστηµα τουλάχιστον τριάντα (30) ετών, β. µέχρι την 31 Αυγούστου 1996, αν ο µισθωτής έχει συµπληρώσει στη χρήση του µισθίου χρονικό διάστηµα τουλάχιστον είκοσι (2) ετών, γ. µέχρι την 31 Αυγούστου 1997, αν ο µισθωτής έχει συµπληρώσει στη χρήση του µισθίου χρονικό διάστηµα τουλάχιστον δώδεκα (12) ετών. (άρθρο 5 παρ. 2 ν. 2041/92) 11. Ως χρόνος παραµονής στη χρήση του µισθίου, κατά την έννοια της προηγούµενης παραγράφου, νοείται ο συνολικός χρόνος που συµπληρώνεται στο πρόσωπο του κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2041/1992 µισθωτή, ανεξαρτήτως του είδους της σύµβασης. Στο χρόνο αυτό συνυπολογίζεται και ο χρόνος των τυχόν δικαιοπαρόχων. (άρθρο 5 παρ. 2 του ν. 2041/1992) [Το πρώτο εδάφιο της παρ.11 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.13 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] 12. Μισθώσεις που κατά τη σύµβαση και το άρθρο 5 του παρόντος λήγουν από 1.5.1992 έως 31.8.1997 παρατείνονται αυτοδικαίως µέχρι την ηµεροµηνία αυτή. (άρθρο 5, παρ.3 του ν. 2041/1992, 2 παρ. 3 του ν. 2235/1994) 13. Οι µισθώσεις των παραγράφων 10 και 12 του άρθρου αυτού διέπονται εφεξής από τις διατάξεις του παρόντος. Ειδικές συµφωνίες για λύση της µίσθωσης ή για σύντµηση του χρόνου της, που έχουν καταρτισθεί εγκύρως µέχρι 1.5.1 992, διατηρούνται σε ισχύ. (άρθρο 4 του ν. 2041/1992). 14. Οι διατάξεις των παραγράφων 10 έως 13 του παρόντος άρθρου εφαρµόζονται και στις υποµισθώσεις που υφίσταντο νοµίµως κατά την 1.5.1992. (άρθρο 5 παρ. 5 του ν. 2041/1992) 15. Μισθώσεις καταστηµάτων που καταρτίστηκαν µέχρι 31.8.1990, εφόσον έχουν παραταθεί µετά από έγγραφη συµφωνία παράτασης και αφορούν διατηρητέα κτίρια, που έχουν αναπαλαιωθεί αποκλειστικά µε δαπάνες του µισθωτή, παρατείνονται για οκτώ (8) χρόνια από την ηµεροµηνία λήξεως της συµφωνηµένης παράτασης και αν, ακόµα, έχει λήξει ο χρόνος παράτασης της µίσθωσης. [Η παρ.15 προστέθηκε µε το άρθρο 46 Ν.3066/2002 (ΦΕΚ Α΄ 252)]

Άρθρο 59. (άρθρο 6 ν. 2041/92). 1. Στις µισθώσεις των παραγράφων 10 και 12 του προηγούµενου άρθρου ο εκµισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την παράταση, εφόσον ο µισθωτής κατά την 4η Μαΐου 1992 έχει συµπληρώσει στη χρήση του µισθίου διάρκεια δέκα 10 ετών. Η άρνηση γίνεται µε έγγραφη δήλωση που επιδίδεται στο µισθωτή εντός έξι (6) µηνών από την 1η Μαΐου 1992. Στην περίπτωση αυτή η µίσθωση λήγει την 30 Απριλίου 1993. 2. Στις περιπτώσεις της προηγούµενης παραγράφου ο εκµισθωτής οφείλει ως αποζηµίωση το τριπλάσιο ποσό που ορίζεται στο άρθρο 29 παρ. 1 για την καταγγελία για ιδιόχρηση. Οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 5 έχουν ανάλογη εφαρµογή. 3. Αν ο εκµισθωτής δεν ασκήσει την αγωγή απόδοσης εντός έξι (6) µηνών από τη λήξη η άρνηση της παράτασης θεωρείται ότι δεν επέφερε αποτελέσµατα. 4. Στην περίπτωση άρνησης της παράτασης, αν ο µισθωτής δηλώσει εγγράφως εντός µηνός από την επίδοση της άρνησης ότι προσφέρει µίσθωµα τουλάχιστον 10% της αντικειµενικής αξίας του µισθίου ετησίως και ο εκµισθωτής αποδεχθεί την προσφορά, καταρτίζεται νέα µίσθωση που αρχίζει την 1η Μαΐου 1993 και διέπεται κατά τα λοιπά από τις διατάξεις του παρόντος. Αν ο εκµισθωτής ανταπαντήσει εντός µηνός αρνούµενος την προσφορά, ηµίσθωση λήγει κατά την παρ. 1 και ο εκµισθωτής οφείλει ως αποζηµίωση το διπλάσιο της οριζόµενης στην παρ. 2. Η παράλειψη ανταπάντησης θεωρείται ως αποδοχή. 5. Η άρνηση του εκµισθωτή να παραταθεί περαιτέρω η µίσθωση, καθώς και η προσφορά µισθώµατος τουλάχιστον 10% της αντικειµενικής αξίας εκ µέρους του µισθωτή, σύµφωνα µε τις παραγράφους 1 και 4 αυτού του άρθρου, γίνεται εγγράφως και δεν ανακαλείται. 6. Αν το καταβαλλόµενο µίσθωµα είναι τουλάχιστον το 10% της αντικειµενικής αξίας, η διάταξη αυτού του άρθρου δεν έχει εφαρµογή. 7. Στις περιοχές που δεν ισχύει το σύστηµα της αντικειµενικής αξίας ισχύει η αγοραία αξία.

Άρθρο 60. 1. Σε περίπτωση απόδοσης του µισθίου λόγω λήξης της µίσθωσης σύµφωνα µε τις παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του παρόντος και σε κάθε περίπτωση λήξης της µίσθωσης λόγω συµπλήρωσης δωδεκαετίας, ο εκµισθωτής οφείλει στο µισθωτή για την αποκατάσταση της άυλης εµπορικής αξίας ποσό ίσο µε το καταβαλλόµενο κατά το χρόνο της λήξης της µίσθωσης είκοσι τεσσάρων (24) µηνών. 2. Ο εκµισθωτής υποχρεούται να καταβάλλει την αποζηµίωση του παρόντος άρθρου πριν από την απόδοση του µισθίου, αλλιώς ο µισθωτής δικαιούται να αρνηθεί την απόδοση. [Το άρθρο 60 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.14 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

Άρθρο 61. Τα ποσά του προηγούµενου άρθρου δεν οφείλονται στις εξής περιπτώσεις: α. Αν ο µισθωτής αποχωρήσει οικειοθελώς από το µίσθιο. β. Στις µισθώσεις των περιπτώσεων β', γ', δ', και στ' της 'παρ. 1 του άρθρου 1 του παρόντος, εφόσον δεν ασκούνται στο µίσθιο εµπορικές πράξεις. γ. Στις µισθώσεις του άρθρου 2 του παρόντος. δ. Στις περιπτώσεις που η αγωγή απόδοσης του µισθίου για λήξη της µίσθωσης, που έχει επέλθει είτε σύµφωνα µε τις παραγράφους 10 έως 14 του άρθρου 58 του παρόντος είτε λόγω συµπλήρωσης δωδεκαετίας, ασκηθεί µετά παρέλευση εννέα (9) µηνών από αυτή τη λήξη της µίσθωσης. Μετά την άπρακτη πάροδο του εννεαµήνου η µίσθωση θεωρείται ότι έχει παραταθεί για τέσσερα (4) χρόνια, µετά δε τη λήξη της τετραετίας δεν οφείλονται τα ποσό του προηγούµενου άρθρου. [Το άρθρο 61 τίθεται όπως αντικαταστάθηκε µε την παρ.15 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

Άρθρο 62. (άρθρο 2 παρ. 16 ν. 2235/94). {Το άρθρο 62 καταργήθηκε µε την παρ.17 άρθρο7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)]

Άρθρο 63. Μισθώσεις Ε.Ο.Τ. (άρθρο6 ν.2206/94, 2 παρ.31 ν.2235/94). Οι παρατάσεις µισθώσεων ακινήτων ιδιοκτησίας του Ε.Ο.Τ. οι οποίες αποφασίσθηκαν και υπογράφηκαν από τα αρµόδια όργανα του Ελληνικού Οργανισµού Τουρισµού κατά τους µήνες Αύγουστο, Σεπτέµβριο, Οκτώβριο και Νοέµβριο 1993, χωρίς να έχει λήξει η συµβατική διάρκεια των αρχικών µισθώσεων, είναι άκυρες και οι διοικητικές πράξεις που εκδόθηκαν για την έγκριση και τη σύναψή τους ανακαλούνται αυτοδικαίως µε απόφαση του οργάνου που τις έχει εκδώσει. Η αληθινή έννοια της προηγούµενης παραγράφου είναι ότι στη διάρκεια των µισθώσεων που ρυθµίζει περιλαµβάνεται και η αναγκαστική παράταση του συµβατικού χρόνου.

Άρθρο 64. Αρµοδιότητα Υπουργείου Εµπορίου (άρθρο 2 παρ. 1 ν. 2235/94). Από 1ης Σεπτεµβρίου 1994 η αρµοδιότητα για τις εµπορικές και επαγγελµατικές µισθώσεις ανήκει στο Υπουργείο Εµπορίου.

Άρθρο 65. Κωδικοποίηση διατάξεων (άρθρο 3 ν. 2235/94). 1. Με προεδρικά διατάγµατα, που εκδίδονται µετά από πρόταση του Υπουργού Εµπορίου, επιτρέπεται η κωδικοποίηση σε ενιαίο κείµενο των διατάξεων για τις εµπορικές µισθώσεις και των µεταγενέστερων διατάξεων που άµεσα ή έµµεσα τροποποιούν ή συµπληρώνουν αυτές. 2. Κατά την κωδικοποίηση επιτρέπεται η µεταβολή της σειράς των άρθρων, παραγράφων και εδαφίων, η διαγραφή, σύµπτυξη ή προσθήκη νέων άρθρων, ως και οποιαδήποτε αναγκαία φραστική µεταβολή χωρίς αλλοίωση της έννοιας του ισχύοντος κειµένου.

Άρθρο 66. Καταργούµενες διατάξεις (άρθρο 36 ν. 813/78). Από την έναρξη ισχύος του ν. 813/1978 (1.9.1978) καταργούνται: α) το ν.δ. 1230/1972 « περί εµπορικών µισθώσεων» , β) ο ν. 52/1975 « περί τροποποιήσεως και αναστολής της ισχύος διατάξεων του ν.δ. 1230/1972 « περί εµπορικών µισθώσεων» , γ) ο ν. 406/1976 « περί αναστολής λήξεως εµπορικών µισθώσεων και τροποποιήσεως διατάξεων του ν.δ. 1230/1972 « περί εµπορικών µισθώσεων και του ν.δ. 52/1975 κ.λ.π.» και δ) οι παρ. 3 και 6 του άρθρου 1 του ν.δ. 159/1989 «περί ρυθµίσεως θεµάτων αφορώντων τας Κεντρικάς Λαχαναγοράς Αθηνών και Θεσσαλονίκης και περί κυρώσεως πράξεων του Υπουργικού Συµβουλίου».

Άρθρο 67. Έναρξη ισχύος. 1. Το παρόν διάταγµα αρχίζει να ισχύει από τη δηµοσίευση του στην Εφηµερίδα της Κυβερνήσεως. 2. Οι κατ' ιδία διατάξεις ισχύουν από την έναρξη ισχύος τους, όπως αυτή αναφέρεται στα νοµοθετήµατα που κωδικοποιούνται µε το παρόν. 3. Σε περίπτωση νοηµατικής διαφοράς επικρατεί το αρχικό κείµενο της διάταξης που κωδικοποιήθηκε. 4. Όπου στο παρόν αναφέρεται οργανισµός τοπικής αυτοδιοίκησης νοούνται και οι δύο βαθµοί τοπικής αυτοδιοίκησης. [Η παραπάνω νέα παρ.4 προστέθηκε και η παρ.4 αναριθµήθηκε σε παρ. 5 µε την παρ. 18 άρθρο 7 Ν.2741/1999 (ΦΕΚ Α’ 199)] 5. Τη δηµοσίευση του παρόντος στην εφηµερίδα της Κυβερνήσεως αναθέτουµε στον Υπουργό Εµπορίου.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.