Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Αποζημίωση πελατών ΕΠΕΥ - Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 631/2011)

Περίληψη: Κοινοτικές Οδηγίες. Υποχρέωση του εθνικού νομοθέτη και δικαστή να την τηρούν. Οδηγία 22/93 και 97/9/ΕΚ σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών. Πεδίο εφαρμογής. Έννοια κινητών αξιών. Εποπτεία της κεφαλαιαγοράς από την οικεία Επιτροπή. Έργο της. Αποζημίωση των επενδυτών. Πώς εφαρμόζεται το σύστημα αυτό και εξαιρέσεις του. Υπολογισμός του ύψους της σχετικής απαίτησης. Συνεγγυητικό Κεφάλαιο Εξασφάλισης Επενδυτικών Υπηρεσιών. Προϋποθέσεις καταβολής αποζημίωσης από αυτό. Έννοια καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών. Δεν είναι απαραίτητο για την καταβολή αποζημίωσης τα κεφάλαια να χρησιμοποιηθούν για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, αλλά αρκεί το γεγονός ότι δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική εργασία. Περιστατικά. (Απορρίπτει αναίρεση κατά της υπ΄ αριθμ. 5426/2008 ΠολΠρΑθηνών).

[...] Ι. Κατά την διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 του ΚΠολΔ, κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείου αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Με το λόγο αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 ΚΠολΔ (παραβίαση κανόνα του ουσιαστικού δικαίου) ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λ.π. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσίαν (Ολ. ΑΠ 27 και 28/1998). ΙΙ. Ο Εθνικός νομοθέτης όσο και ο Εθνικός δικαστής των κρατών μελών της Ε.Ε. δεν έχουν την εξουσία να μεταβάλουν ούτε να παρερμηνεύουν τις διατάξεις της οδηγίας, διότι τότε παραβιάζεται το κοινοτικό δίκαιο το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου, κατά το άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες από 1-1-1981, δυνάμει της από 28-5-1979 Σύμβασης προσχώρησης της Ελλάδος στην τότε Ε.Ο.Κ., η οποία κυρώθηκε με το Ν.945/1979 (Ολ. ΑΠ 23/1998). Εξ άλλου, κατά πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ., τα κράτη μέλη οφείλουν, προκειμένου να διασφαλίζουν την πλήρη εφαρμογή των Οδηγιών, όχι μόνο νομικώς αλλά και στην πράξη, να προβλέπουν την ύπαρξη σαφούς νομικού πλαισίου στον συγκεκριμένο τομέα, και τούτο μέσω θεσπίσεως νομικών διατάξεων ικανών να δημιουργήσουν μια αρκούντως ακριβή, σαφή και διαφανή κατάσταση, ώστε να καθίσταται δυνατό στους ιδιώτες να γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και να τα προβάλλουν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 30.5.1991, Υποθ. C-361/88, Επιτροπή κατά Γερμανίας) Υποθ. 220/1994,(απόφ. της 15.6.1995). Περαιτέρω, κατά πάγια επίσης νομολογία του ΔΕΚ, μετά την απόφαση της 10ης Απριλίου 1984 στην υπόθεση 14/83, Von CoLson και Kamann η υποχρέωση των κρατών μελών, η οποία απορρέει από Οδηγία, να επιτύχουν το αποτέλεσμα που επιδιώκει η Οδηγία αυτή, καθώς και το καθήκον που έχουν, δυνάμει του άρθρου 5 της Συνθήκης, να λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της υποχρεώσεως αυτής, επιβάλλονται σε όλες τις αρχές των κρατών μελών, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους. Όπως δε προκύπτει από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990 στην υπόθεση C-106/89, και της 16ης Δεκεμβρίου 1993 στην υπόθεση C-334/92, εφαρμόζοντας το εθνικό δίκαιο είτε πρόκειται για προγενέστερες είτε για μεταγενέστερες της Οδηγίας διατάξεις ένα εθνικό δικαστήριο, που καλείται να το ερμηνεύσει, οφείλει να πράξει τούτο κατά το μέτρο του δυνατού υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 189 [ήδη 249], τρίτο εδάφιο της Συνθήκης. Επομένως, στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία πρέπει να εφαρμόζουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους τις διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, απόκειται η εξασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας των διατάξεων αυτών και της προστασίας των δικαιωμάτων που αυτές απονέμουν στους ιδιώτες, απόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο να μην εφαρμόζει οποιοδήποτε μέτρο εθνικού δικαίου που εμποδίζει την πλήρη αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται από τις αρχές του αμέσου αποτελέσματος και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που προαναφέρθηκε. ΙΙΙ. Την 10-5-1993 εκδόθηκε η Οδηγία 22/93 του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ορίσθηκε το θεσμικό πλαίσιο σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών. Κατά το άρθρο 1 της ως άνω Οδηγίας, για τους σκοπούς αυτής νοούνται ως: 1) "επενδυτική υπηρεσία" :οποιαδήποτε από τις υπηρεσίες του τμήματος Α του παραρτήματος που αφορά οποιονδήποτε από τους τίτλους που απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος και παρέχεται σε τρίτους. ΣΤΟ τμήμα Α του παραρτήματος ορίζεται ότι "υπηρεσίες" είναι: 1α) Λήψη και διαβίβαση, για λογαριασμό επενδυτών, εντολών σχετικών με έναν ή περισσότερους τίτλους του τμήματος Β, β) εκτέλεση - των εντολών αυτών για λογαριασμό τρίτων, 2. Διαπραγμάτευση, για ίδιο λογαριασμό τίτλων που αναφέρονται στο τμήμα Β, 3. Διαχείριση υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας και ανά πελάτη χαρτοφυλακίων επενδύσεων στα πλαίσια εντολής των επενδυτών, εφόσον τα χαρτοφυλάκια αυτά" συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους του τμήματος Β, 4. Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους των τίτλων που αναφέρονται στο τμήμα Β ή και τοποθέτησή τους. Κατά το τμήμα Β του παραρτήματος, τίτλοι είναι: "1α) κινητές αξίες, β) μερίδια οργανισμού συλλογικών επενδύσεων, 2. τίτλοι χρηματαγοράς, 3. τίτλοι προθεσμιακών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, 4. προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRΑ), 5. συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity), 6. προαιρέσεις (ορtion) αγοράς ή πώλησης οποιουδήποτε τίτλου υπαγόμενου στο παρόν τμήμα του παραρτήματος, συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Συμπεριλαμβάνονται ιδίως στην κατηγορία αυτή οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων". Στο άρθρο 1 αριθ. 4 της Οδηγίας ορίζεται ότι κινητές αξίες είναι "οι μετοχές και οι λοιπές αξίες οι εξομοιώσιμες με μετοχές, οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην Κεφαλαιαγορά και κάθε άλλη αξία, η οποία συνήθως αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης που επιτρέπει την απόκτηση αυτών των κινητών αξιών με εγγραφή ή ανταλλαγή ή παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, ενώ αποκλείονται τα μέσα πληρωμής". Σύμφωνα, επομένως, με την Οδηγία 22/93/ΕΚ η διαχείριση χρημάτων δεν αποτελεί επενδυτική υπηρεσία, αφού ρητώς αποκλείονται από την έννοια των κινητών αξιών τα μέσα πληρωμής. Η Οδηγία αυτή ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Ν. 2396/1996,στο άρθρο 2 του οποίου ορίζεται ότι: "Για τους σκοπούς του παρόντος νόμου νοούνται ως:1. "Κύρια Επενδυτική Υπηρεσία":Οποιαδήποτε από τις κατωτέρω υπηρεσίες: α (ι) Λήψη και διαβίβαση για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών επί ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω χρηματοπιστωτικά μέσα: αα. κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ββ. τίτλους της χρηματαγοράς, γγ. Τίτλους προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς, δδ. προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRΑ), εε. συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών, ζζ. δικαιώματα προαιρέσεως. (ιι) Εκτέλεση των παραγγελιών και των εντολών αυτών για λογαριασμό τρίτων, β) Διαπραγμάτευση και αγοραπωλησία για ίδιο λογαριασμό τίτλων που αναφέρονται υπό α (ι) γ)Διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών, στα πλαίσια εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους που αναφέρονται υπό α (ι)} δ) Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους τίτλων που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο α (ι) ή και η διάθεση τους. Στο άρθρο 2 παρ.16 του ίδιου νόμου 2396/1996 ορίζονται ως Κινητές Αξίες: α. Οι μετοχές και οι λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών, β. Οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, γ. Κάθε άλλος τίτλος ο οποίος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο οποίος παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Τα μέσα πληρωμής αποκλείονται. ΙV. Το έτος 1997 εκδόθηκε η Οδηγία 97/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, με την οποία τέθηκαν κανόνες προληπτικής εποπτείας των επιχειρήσεων επενδύσεων πλέον αυτών που είχαν τεθεί με την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ. Σκοπός της οδηγίας αυτής ήταν η προστασία των επενδυτών και η διατήρηση της εμπιστοσύνης τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα με τη δημιουργία συστημάτων αποζημίωσης, τα οποία να καλύπτουν το κεφάλαιο ή τους τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή και τα οποία σε περίπτωση αδυναμίας της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές, δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή (βλ. κυρίως σημείο 8 του προοιμίου της Οδηγίας). Έχει δηλαδή, ως εκ του σκοπού της, η ανωτέρω Οδηγία ευρύτερο πεδίο εφαρμογής σε σχέση με την Οδηγία 93/22/ΕΟΚ, αφού δεν αναφέρεται μόνο σε τίτλους όπως η τελευταία, αλλά καταλαμβάνει και προστατεύει και το κεφάλαιο που κατατίθεται σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις του επενδυτή. (ΑΠ 993/2010) Στο άρθρο 1 της Οδηγίας αυτής ορίζεται ότι για τους σκοπούς αυτής νοείται ως: 1....,....,2 "επενδυτική εργασία" κάθε επενδυτική υπηρεσία που, ορίζεται στο άρθρο 1 σημείο 1 της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, 3. "τίτλοι" οι τίτλοι που απαριθμούνται στο τμήμα Β του παραρτήματος της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ, 4. "επενδυτής": το πρόσωπο που καταθέτει χρήματα ή τίτλους, σε μία επιχείρηση επενδύσεων, στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών. Στο άρθρο 2 σημείο 2 ορίζεται ότι "το σύστημα αποζημιώνει τους επενδυτές σύμφωνα με το άρθρο 4. Πρέπει να εξασφαλίζεται η κάλυψη των απαιτήσεων λόγω αδυναμίας της επιχείρησης: να αποδώσει στους επενδυτές τα κεφάλαια, τα οποία τους οφείλει ή τους ανήκουν και τα οποία κρατεί για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες ή να επιστρέψει στους επενδυτές τίτλους, οι οποίοι τους ανήκουν και τους οποίους κρατεί, διοικεί ή διαχειρίζεται για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες κατά τα ισχύοντα εκ του νόμου ή εκ της συμβάσεως", ενώ στο άρθρο 6 ορίζεται ότι "εξακολουθεί να παρέχεται η κάλυψη που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο και μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης επενδύσεων, για τις επενδυτικές εργασίες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι την ανάκληση". Στο άρθρο 7 με τον τίτλο Αρμόδιες αρχές ορίζεται ότι: οι αρχές οι οριζόμενες στο άρθρο 22 της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ [...]". Σύμφωνα δε με το άρθρο 22 της Οδηγίας 93/22, "1. Τα κράτη μέλη ορίζουν τις αρμόδιες αρχές που πρέπει να ασκούν τις αρμοδιότητες τις οποίες προβλέπει η παρούσα Οδηγία [την εποπτεία της κεφαλαιαγοράς] [...]". "αρμόδιες αρχές" που αναφέρονται στην παρ. 1 του άρθρου 22 της Οδηγίας 93/22, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 22 παρ. 2 αυτής, "να είναι είτε δημόσιες αρχές είτε οργανισμοί που αναγνωρίζονται από το εθνικό. δίκαιο ή από δημόσιες αρχές ρητώς προς τούτο εξουσιοδοτημένες από την εθνική νομοθεσία". Τέτοια αρμόδια αρχή για την εποπτεία της κεφαλαιαγοράς είναι κατά το ελληνικό δίκαιο η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ΝΠΔΔ (Ν.1969/1991, άρθρα 76 επ.), η οποία έχει γενική αρμοδιότητα επί των θεμάτων της κεφαλαιαγοράς ("Στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανατίθεται ο έλεγχος της εφαρμογής των διατάξεων της νομοθεσίας περί κεφαλαιαγοράς", άρθρο 76 παρ. 2 Ν 1969/1991, και "[η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς] ρυθμίζει κάθε θέμα που έχει σχέση με την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς, την τήρηση της χρηματιστηριακής νομοθεσίας και κάθε άλλο θέμα που απορρέει από άλλες διατάξεις"). Ο εθνικός νομοθέτης δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Οδηγίας 93/22, να αναθέτει σε πρόσωπα που αναγνωρίζονται από το εθνικό δίκαιο και εποπτεύονται από τις αρμόδιες αρχές την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων που καταρχήν εμπίπτουν στην γενική σφαίρα αρμοδιότητας των εποπτικών αρχών, διότι κατά την κρίση του αυτό συντελεί στην αποτελεσματικότερη λειτουργία της κεφαλαιαγοράς. Συνεπώς, δεν αποκλείεται από το κοινοτικό δίκαιο η ανάθεση από τον Έλληνα νομοθέτη της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας επιχειρήσεων επενδύσεων και της θέσης τους σε εκκαθάριση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, και παράλληλα η ανάθεση της διαπίστωσης της αδυναμίας των επιχειρήσεων αυτών να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις σε ειδικά όργανα (τα όργανα της ειδικής εκκαθάρισης εν προκειμένω), που διορίζονται και εποπτεύονται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τους ανωτέρω ορισμούς του άρθρου 1 της Οδηγίας 97/9, η εν λόγω Οδηγία παραπέμπει ως προς τον ορισμό του πεδίου εφαρμογής της στην Οδηγία 93/22 (σχετικά με τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών, όπως το περιεχόμενο των ορισμών της 93/22 οδηγίας ήδη αναλύθηκε στην παράγραφο με στοιχ. ΙΙ της παρούσας. Ομως, από τις παραπάνω διατάξεις της οδηγίας 97/9 προκύπτει σαφώς ότι το πεδίο εφαρμογής της σε συνδυασμό με το προοίμιό της καταλαμβάνει κάθε περίπτωση κατά την οποία ένα πρόσωπο καταθέτει κεφάλαια ή τίτλους προς επένδυση σε μία εταιρία διαμεσολάβησης στην κεφαλαιαγορά, στο πλαίσιο σύμβασης αυτού με την εταιρία, μεταξύ άλλων για λήψη και διαβίβαση εντολών του ή για διαχείριση χαρτοφυλακίου του. Όπως δε αναφέρθηκε ανωτέρω, η παραπομπή από την Οδηγία 97/9 στην Οδηγία 93/22 καλύπτει εν μέρει το πεδίο εφαρμογής της πρώτης δεδομένου ότι το πεδίο εφαρμογής της είναι ευρύτερο εκείνου της Οδηγίας 93/22, αφού ενώ η Οδηγία 93/22 αναφέρεται μόνο σε τίτλους, η Οδηγία 97/9 ρητώς καταλαμβάνει και προστατεύει και την κατάθεση κεφαλαίων τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο Χ.Α.Α. όπως ιδιαίτερα αυτό προκύπτει από τη σκέψη 8 στο προοίμιο της παραπάνω Οδηγίας όπου αναφέρει ότι "όλα τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποχρεούνται να διαθέτουν ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών, στα οποία θα συμμετέχουν όλες αυτές οι επιχειρήσεις επενδύσεων, ότι αυτό το σύστημα πρέπει να καλύπτει τα κεφάλαια ή τίτλους που κρατεί μια επιχείρηση επενδύσεων σε σχέση με τις επενδυτικές πράξεις ενός επενδυτή κατά τα οποία σε περίπτωση αδυναμίας της επιχείρησης να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τους πελάτες επενδυτές, δεν καθίσταται δυνατόν να επιστραφούν στον επενδυτή ..."). Είναι δε εύλογη η προσδοκία αυτή του νομοθέτη της οδηγίας 97/9 εφόσον για την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας, ο επενδυτής μπορεί να μην καταθέτει στον διαμεσολαβητή μόνο τίτλους, αλλά και κεφάλαιο προς επένδυση (για αγορά τίτλων) μέσω του Χ.Α.Α. Αν η πράξη αυτή δεν προστατευόταν από την νομοθεσία, κατ` ουσίαν για όσο διάστημα ο διαμεσολαβητής κρατούσε κεφάλαια χωρίς να τα επενδύει και κατά το χρονικό αυτό διάστημα ανεκαλείτο η άδεια λειτουργίας του, ο (μικρο) επενδυτής θα παρέμενε απροστάτευτος. Εν όψει των σκοπών αυτών και των επιδίωξεων της η Οδηγία 97/9 επιβάλλει στα κράτη μέλη να δημιουργήσουν "συστήματα αποζημίωσης" των επενδυτών στην επικράτεια τους. Ειδικότερα, κατά επί μέρους ορισμός της ίδιας οδηγίας: "Κάθε κράτος μέλος φροντίζει να συσταθούν και να αναγνωρισθούν επίσημα στην επικράτεια του ένα ή περισσότερα συστήματα αποζημίωσης επενδυτών" (άρθρο 2 παρ. 1). Η έννοια του "συστήματος" είναι ευρεία και σημαίνει τον οργανωμένο μηχανισμό αποζημίωσης των επενδυτών, αποτελούμενο ενδεχομένως από περισσότερα "εξαρτήματα" που ενεργούν προς επίτευξη του στόχου της Οδηγίας. Η τελευταία δεν υπεισέρχεται στο ζήτημα της δομής του μηχανισμού αυτού και των λεπτομερειών λειτουργίας του, δεδομένου ότι το κοινοτικό δίκαιο εν προκειμένω ενδιαφέρεται για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, καταλείποντας την επιλογή των καταλλήλων μέσων επίτευξης του στα κράτη μέλη. Η Οδηγία 97/9, δεσμεύει τα κράτη μέλη όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα (αρχή της αποτελεσματικότητας), αλλά αφήνει την επιλογή του τύπου και των μέσων επίτευξης του στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών (άρθρο 249, εδάφιο τρίτο, ΣυνθΕΚ). Η Οδηγία 97/9 προβλέπει μια σειρά όρων οι οποίοι πρέπει να τηρούνται ως minimum. Έτσι, "το σύστημα αποζημίωσης λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να ενημερώνει τους επενδυτές σχετικά με τη διαπίστωση ή απόφαση που αναφέρονται στο άρθρο 2 παρ. 2 και, εάν οφείλει να τους αποζημιώσει, για την καταβολή της αποζημιώσεως το ταχύτερο δυνατόν (άρθρο 9 παρ. 1), ενώ "το σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των επενδυτών το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο τρεις μήνες αφού αποδειχθεί το Βάσιμο της απαίτησης και προσδιορισθεί το ύψος της" (άρθρο 9 παρ. 2). Σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 2 παρ. 2 της Οδηγίας 97/9 επιβάλλεται μία σαφής και άνευ όρων ή αιρέσεων υποχρέωση του συστήματος να καταβάλλει αποζημιώσεις "το σύστημα αποζημιώνει τους επενδυτές ..., όταν: οι αρμόδιες αρχές έχουν διαπιστώσει ότι, κατά την γνώμη τους, μια επιχείρηση επενδύσεων δεν φαίνεται προς το παρόν ικανή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της τις απορρέουσες από απαιτήσεις επενδυτών, για λόγους έχοντες άμεση σχέση με την οικονομική της κατάσταση, και δεν προβλέπεται ότι θα καταστεί ικανή στο προσεχές μέλλον ή όταν δικαστική αρχή, βασιζόμενη σε λόγους που έχουν άμεση σχέση με την οικονομική κατάσταση μιας επιχείρησης επενδύσεων, εξέδωσε απόφαση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή της δυνατότητας των επενδυτών να επιδιώξουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων τους έναντι της εν λόγω επιχείρησης επενδύσεων, ανάλογα με το αν θα προηγηθεί η διαπίστωση ή η απόφαση", οπότε, όπως ορίζει η ίδια διάταξη, "Πρέπει να διασφαλίζεται η κάλυψη των απαιτήσεων λόγω αδυναμίας της επιχείρησης: να αποδώσει στους επενδυτές τα κεφάλαια τα οποία τους οφείλει ή τους ανήκουν και τα οποία κρατεί για λογαριασμό τους σε σχέση με επενδυτικές εργασίες κατά τα ισχύοντα εκ του νόμου ή εκ συμβάσεως". Επομένως, από την Οδηγία προκύπτει ότι μόλις οι "αρμόδιες αρχές" κράτους μέλους ή οι δικαστικές του αρχές, αναλόγως του ποιες θα επιληφθούν πρώτες, διαπιστώσουν την αδυναμία επιχείρησης επενδύσεων να εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις της έναντι των πελατών της, το σύστημα αποζημιώνει τους πελάτες (μικροεπενδυτές). Τίθεται επομένως ως υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίσουν ότι το σύστημα που έχουν οργανώσει, ανεξαρτήτως του πώς αυτό διαρθρώνεται, είναι σε θέση να αποζημιώνει τους μικροεπενδυτές, όταν επιχείρηση επενδύσεων περιέρχεται σε κατάσταση αδυναμίας εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της. Ως προς την διαπίστωση της κατάστασης αδυναμίας των επιχειρήσεων επενδύσεων να εκπληρώσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους, ο κοινοτικός νομοθέτης αφήνει στα κράτη μέλη να καθορίσουν πώς οι "αρμόδιες αρχές" (ήτοι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στην περίπτωση του ελληνικού δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 22 της Οδηγίας 93/22 στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1 της Οδηγίας 97/9), θα διαπιστώσουν την εν λόγω αδυναμία, διότι ενδιαφέρεται για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, καταλείποντας την επιλογή των μέσων στον εθνικό νομοθέτη. Η εθνική νομοθεσία των κρατών μελών δεν απαγορεύεται, επομένως, να προβλέπει την διαπίστωση της αδυναμίας κάλυψης των υποχρεώσεων επιχείρησης επενδύσεων είτε από την ίδια την αρμόδια εθνική εποπτική αρχή είτε από άλλο όργανο, ειδικά προς τούτο ορισμένο από την εθνική νομοθεσία. Στην τελευταία περίπτωση, εφόσον δεν πρόκειται για δικαστική αρχή, το ειδικό όργανο θα πρέπει να εποπτεύεται από την αρμόδια εθνική εποπτική αρχή. Η υποχρέωση του εθνικού συστήματος αποζημίωσης να καταβάλει αποζημιώσεις στους επενδυτές και καταθέτες κεφαλαίων προς επένδυση δεν επιδέχεται εξαιρέσεις, πλην των περιπτώσεων που ρητά ορίζονται στο ίδιο το κοινοτικό δίκαιο που τις προβλέπει. Τέτοιες εξαιρέσεις προβλέπονται στην Οδηγία 97/9. Πρώτον, η Οδηγία 97/9 αποκλείει την καταβολή αποζημίωσης "για απαιτήσεις απορρέουσες από συναλλαγές για τις οποίες εξεδόθη καταδικαστική ποινική απόφαση για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες..." (άρθρο 3), δηλαδή όταν πρόκειται για "ξέπλυμα χρήματος". Δεύτερον, η Οδηγία 97/9 αναγνωρίζει στα κράτη μέλη την ευχέρεια "[...] να προβλέψουν ότι ορισμένοι επενδυτές έχουν μειωμένη κάλυψη ή δεν καλύπτονται καθόλου" (άρθρο 4 παρ. 2), στις περιπτώσεις που αναφέρει στο παράρτημα Ι αυτής "ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΙΡΕΣΕΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 4 ΠΑΡ. 2 1. θεσμικοί επενδυτές και επαγγελματίες επενδυτές [...] 2. Υπερεθνικοί φορείς, κράτη και κεντρικές διοικητικές αρχές, 3. Περιφερειακές, επαρχιακές, δημοτικές ή κοινοτικές αρχές, 4. Διοικητικά και διευθυντικά στελέχη, εταίροι της επιχείρησης επενδύσεων, που ευθύνονται προσωπικά, εταίροι που κατέχουν τουλάχιστον το 5% του κεφαλαίου της επιχείρησης επενδύσεων, πρόσωπα υπεύθυνα για τη διενέργεια του νομικού ελέγχου των λογαριασμών της επιχείρησης επενδύσεων και επενδυτές που έχουν τις ίδιες ιδιότητες σε άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου. 5. Στενοί συγγενείς και τρίτοι που ενεργούν για λογαριασμό των επενδυτών που αναφέρονται στο σημείο 4. 6. Άλλες επιχειρήσεις του ίδιου ομίλου. 7. Επενδυτές οι οποίοι είναι υπαίτιοι για ορισμένες εξελίξεις ή έχουν επωφεληθεί από ορισμένα γεγονότα που αφορούν την επιχείρηση επενδύσεων και έχουν προξενήσει τις οικονομικές της δυσκολίες ή έχουν συμβάλει στην επιδείνωση της οικονομικής της κατάστασης. 8. Εταιρίες οι οποίες λόγω του μεγέθους τους δεν επιτρέπεται να συντάσσουν συνοπτικό ισολογισμό [...]". Οι εξαιρέσεις αυτές είναι συγκεκριμένες και πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά (ΔΕΚ απόφ. της 17.6.1981, Υποθ. 113/80). Επομένως, πλην των ως άνω επιτρεπομένων από την Οδηγία εξαιρέσεων, τα κράτη μέλη είναι υποχρεωμένα να διασφαλίσουν την καταβολή αποζημίωσης στους (μικρο)επενδυτές από τα συστήματα αποζημιώσεως, κατ` εφαρμογή της Οδηγίας εφόσον το σύστημα πρέπει να είναι σε θέση να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των επενδυτών το ταχύτερο δυνατό και το αργότερο τρεις μήνες αφότου αποδειχθεί το βάσιμο της απαίτησης και προσδιορισθεί το ύψος της. Σε όλως δε έκτακτες περιστάσεις, το σύστημα αποζημίωσης μπορεί να ζητήσει από τις αρμόδιες αρχές παράταση της προθεσμίας, για ειδικές περιπτώσεις. Η εν λόγω παράταση όμως δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις μήνες" (άρθρο 9 παρ. 2). Ενόψει αυτών, τον κοινοτικό νομοθέτη ενδιαφέρει η ικανοποίηση, επενδυτών από το σύστημα, εφόσον αποδειχθεί το Βάσιμο της απαίτησης και προσδιορισθεί το ύψος της, χωρίς να προσδιορίζεται από τον κοινοτικό νομοθέτη από ποιον αποδεικνύεται, το Βάσιμο και προσδιορίζεται το ύψος της. Ορίζει ωστόσο η Οδηγία τον τρόπο υπολογισμού του ύψους της απαίτησης επενδυτή: το ύψος της απαίτησης ενός επενδυτή υπολογίζεται σύμφωνα με τους νομικούς και συμβατικούς όρους, ιδίως εκείνους περί συμψηφισμού και ανταπαντήσεων, που εφαρμόζονται για την αποτίμηση, κατά την ημερομηνία της διαπίστωσης ή της απόφασης που αναφέρονται στην παρ. 2, του ύψους του κεφαλαίου ή της αξίας, η οποία καθορίζεται με αναφορά στην αγοραία αξία όπου είναι δυνατόν, των τίτλων που ανήκουν στον επενδυτή και η επιχείρηση αδυνατεί να αποδώσει ή να επιστρέψει" (άρθρο 2 παρ. 4). Προκύπτει αμέσως από το συνδυασμό των διατάξεων άρθρων 2 παρ. 2, 2 παρ.4 και 9 παρ. 2 της Οδηγίας, ότι ο υπολογισμός του ύψους της απαίτησης γίνεται, ύστερα από την απόδειξη του βάσιμου της απαίτησης μια φορά στο όλο σύστημα αποζημίωσης που καθιερώνεται από εσωτερική έννομη τάξη ανάλογα με τη διάρθρωσή του και τα εμπλεκόμενα όργανα η δε καταβολή πρέπει να γίνει εντός της τασσομένης αποκλειστικής προθεσμίας, που τρέχει από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδειξης του βάσιμου και υπολογισμού του ύψους της απαίτησης, χωρίς να τίθεται προθεσμία της ........της απόδειξης. Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι σκοπός της Οδηγίας 97/9, ο οποίος διέπει και την ερμηνεία των διατάξεων της είναι, μέσω της δημιουργίας του συστήματος αποζημίωσης, να διασφαλίσει την ταχεία, απλή και αποτελεσματική προστασία των μικροεπενδυτών. Ενόψει αυτών και όσων προαναφέρθηκαν στη σκέψη της παρούσας με στοιχ. ΙΙ το εκάστοτε εθνικό δίκαιο, που θεσπίσθηκε για τη μεταφορά της Οδηγίας αυτής 97/9 στην εθνική έννομη τάξη, θα πρέπει να ερμηνεύεται προς τον σκοπό επίτευξης του αποτελέσματος στο οποίο αποβλέπει η Οδηγία αυτή δηλαδή την διασφάλιση της ταχείας και με απλές διαδικασίες καταβολής μίας ελάχιστης αποζημίωσης στους (μικρο) επενδυτές, ως αποτελεσματικό μέσο προστασίας των ιδίων αλλά και της εμπιστοσύνης τους προς την κεφαλαιαγορά. V. Με το Νόμο 2533/1997 "Χρηματιστηριακή αγορά παραγώγων και άλλες διατάξεις" ενσωματώθηκε η ως άνω οδηγία 97/9 στην Ελληνική έννομη τάξη ενώ με τα άρθρα του ίδιου Νόμου 61 έως 78 τα οποία, κατά το άρθρο 122 του νόμου αυτού ισχύουν από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, (η οποία έλαβε χώρα κατά την 11.11.1997) αναδιαρθρώθηκε το υφιστάμενο "Κοινόν Συνεγγυητικόν Κεφάλαιον........................................." του ΝΔ/τος 3078 της 7/11 Οκτωβρίου 1954, όπως ίσχυε και μετονομάστηκε σε "Συνεγγυητικό Κεφάλαιο ...............................", με διακριτικό τίτλο "Συνεγγυητικό", με σκοπό την καλύτερη ανταπόκριση του Συνεγγυητικού στις ανάγκες προστασίας του επενδυτικού κοινού και την προσαρμογή της νομοθεσίας προς τις διατάξεις της κατά τα άνω αναφερθείσας 97/9/ΕΚ Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3.3.1997, σχετικά με τα συστήματα αποζημιώσεως των επενδυτών εν όψει και των προαναφερθέντων ειδικά ότι με την Οδηγία αυτή, τέθηκαν κανόνες, πέραν αυτών που είχαν τεθεί με την Οδηγία 93/22 ΕΟΚ, σχετικά με την προληπτική εποπτεία των επιχειρήσεων επενδύσεων, με σκοπό την προστασία των επενδυτών και τη διατήρηση της εμπιστοσύνης τους στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, γεγονός το οποίο έχει μεγάλη σημασία για την ολοκλήρωση και την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα αυτό. Το Συνεγγυητικό αποτελεί νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με χαρακτήρα εξασφαλιστικό και διέπεται ως προς κάθε θέμα, που αφορά τη λειτουργία του από τις διατάξεις του ως άνω νόμου, ενώ είναι υποχρεωτική και αποτελεί προϋπόθεση της εκάστοτε παροχής καλυπτομένων επενδυτικών υπηρεσιών, η συμμετοχή (με τις αναγραφόμενες βέβαια, στο νόμο εξαιρέσεις) κάθε ΕΠΕΥ σ" αυτό (άρθρα 61 παρ. 2 και 64). Σκοπός του κατά το άρθρο 63 του ιδίου ως άνω νόμου, είναι η καταβολή αποζημιώσεων σε εντολείς και σε αντισυμβαλλόμενα μέλη σε περίπτωση διαπιστωμένης οριστικής μη αναστρέψιμης αδυναμίας ΕΠΕΥ να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από την παροχή των καλυπτόμενων επενδυτικών υπηρεσιών και η υποστήριξη, με τον τρόπο αυτό, της σταθερότητας και αξιοπιστίας της λειτουργίας της αγοράς επενδυτικών υπηρεσιών. Αναγκαία προϋπόθεση παροχής αποζημίωσης από το Συνεγγυητικό, κατά το άρθρο 65 του ιδίου ως άνω νόμου, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 13 του Ν.2651/1998,είναι διαζευκτικά: α) η παροχή γνωστοποίησης στο Συνεγγυητικό από την ΑΕ ΑΠΟΘ., ότι μέλος δεν έχει εκπληρώσει εμπρόθεσμα υποχρεώσεις παράδοσης κινητών αξιών ή μετρητών για την εκκαθάριση χρηματιστηριακής συναλλαγής, β) η υποβολή αίτησης αποζημίωσης στο Συνεγγυητικό από εντολέα, γ) η υποβολή δήλωσης από ΕΠΕΥ προς το Συνεγγυητικό αδυναμίας εκπλήρωσης υποχρεώσεων της προς εντολείς, δ) η έκδοση οριστικής πτωχευτικής απόφασης κατά ΕΠΕΥ και ε) η ανάκληση της άδειας συστάσεως ΕΠΕΥ και η θέση της σε ειδική εκκαθάριση, σύμφωνα με το άρθρο 40 του Ν 1806/1988. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή της θέσης της ΕΠΕΥ σε ειδική εκκαθάριση, το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημιώσεις σε επενδυτές για χρηματικές απαιτήσεις τους, που απορρέουν από καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες, με βάση τα παραστατικά και άλλα στοιχεία, που βρίσκονται στη διάθεση της ΕΠΕΥ ή του Κεντρικού Αποθετηρίου Τίτλων ή διαβιβάζονται σε αυτό από τον Επόπτη και τα οποία ο επόπτης εκκαθάρισης υποχρεούται να διαβιβάσει στο Συνεγγυητικό (άρθρο 65 παρ.7). Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 66 του ίδιου νόμου, η αποζημίωση του εντολέα για το σύνολο των απαιτήσεών του κατά ΕΠΕΥ, που απορρέουν από πράξεις ή παραλείψεις της, δεν μπορεί να είναι ανώτερη από το μικρότερο των εξής ποσών: α) της συνολικής απαίτησης του εντολέα όπως θα προσδιοριστεί με απόφαση του Συνεγγυητικού ή β) του ποσού των 3.000 ευρώ, όπως το ποσό αυτό ορίστηκε με την ΥΑ (ΥΠΕΘΟ) Α 14082/Β.809/2000. Η λήψη των αποφάσεων που αφορούν τα δικαιώματα αποζημίωσης εντολέων και την αποτίμηση των απαιτήσεών τους, στις προαναφερθείσες περιπτώσεις με στοιχεία α, β, γ και δ` που προαναφέρθηκε ότι ενεργοποιείται η λειτουργία του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου για καταβολή αποζημίωσης ανατίθεται, από το Διοικητικό Συμβούλιο, σε ειδική επιτροπή αποζημιώσεων, η οποία αποτελείται από πέντε μέλη, τα οποία διορίζονται από το ΔΣ του Συνεγγυητικού και ο διορισμός τους εγκρίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. Ειδικά όμως, στην περίπτωση (ε) που προαναφέρθηκε, της ανάκλησης δηλαδή της άδειας συστάσεως ΕΠΕΥ, και της θέσης της σε ειδική εκκαθάριση σύμφωνα με το άρθρο 4α του Ν.1806/1988 ισχύουν τα ακόλουθα σε συνδυασμό με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του Νόμου 2553/1997 (αρθ.64 έως 66), της οδηγίας 97/9 (αρθ.2 παρ.2,4 και παρ.1,2), αλλά και με την εμπλοκή περισσοτέρων προσώπων (εκκαθαριστής - επόπτης εκκαθάρισης - Επιτροπή ..................) στην όλη διαδικασία αποτιμήσεων των απαιτήσεων: Η διάταξη του άρθρου 4α του ν. 1806/1988, που προστέθηκε με το άρθρο 12 § 1 του ν. 2651/1998 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 43 του ν. 3371/2005 ορίζει ότι αν μια εταιρία - μέλος του ΧΑΑ αδυνατεί να εκπληρώσει τις συμβατικές υποχρεώσεις της: α/ ανακαλείται η άδεια λειτουργίας της, β/ ανακαλείται η υπουργική απόφαση που χορήγησε την άδεια για τη σύστασή της, γ/ η εταιρία τίθεται υπό εκκαθάριση, για τη διενέργεια της οποίας δ/ η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ορίζει Επόπτη, με αίτηση του οποίου ε/ορίζεται ο εκκαθαριστής από το αρμόδιο δικαστήριο και αποδίδονται στους δικαιούχους τα χρήματα και οι τίτλοι που βρίσκονται στην κατοχή της εταιρίας. Σε ό,τι δε αφορά ειδικώς την ανακύπτουσα εμπλοκή κατά της περ. (ε) του αρθ.65 του Ν.2533/1997 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 13 του Ν.2651/1998 του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου, η παράγραφος 8 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι:"Σε χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τις 15 ημέρες από την ολοκλήρωση της διαδικασίας απόδοσης περιουσιακών στοιχείων πελατών ΑΧΕ ή άλλης ΕΠΕΥ, κατά τις ρυθμίσεις των παραγράφων 5 έως και 7 του παρόντος άρθρου, ο Επόπτης ενημερώνει την Επιτροπή Αποζημιώσεων, που προβλέπεται στην παράγραφο 6 του άρθρου 68 του ν. 2533/97, για υποβληθείσες απαιτήσεις ως προς τις επενδυτικές υπηρεσίες, που δεν ικανοποιήθηκαν σύμφωνα με τα παραπάνω, προκειμένου αυτή να αποφασίσει, αφού παραλάβει από τον Επόπτη κάθε απαραίτητο στοιχείο από τα βιβλία της εταιρείας, για ποιες από αυτές υπάρχει υποχρέωση του Συνεγγυητικού για καταβολή αποζημίωσης, σύμφωνα με το άρθρο 66 του ν. 2533/97. Το Συνεγγυητικό, χωρίς να υποχρεούται στην τήρηση οποιασδήποτε πρόσθετης διαδικασίας ή γνωστοποιήσεως, καταβάλλει αποζημιώσεις στους δικαιούχους, σύμφωνα με το άρθρο 67 του ν. 2533/97 και ενημερώνει αμελλητί τον Επόπτη για τις σχετικές καταβολές. Ο Επόπτης και ο εκκαθαριστής μειώνουν ανάλογα τα ποσά των απαιτήσεων κατά της εταιρείας". Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει, ότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση εξακολουθεί να ισχύει η υπαγορευόμενη από τις διατάξεις των όρων 2 παρ.2 και 4 και 9 παρ.1 και 2 της οδηγίας 97/9, αρχή του εφάπαξ προσδιορισμού των υποχρεώσεων του Συνεγγυητικού Κεφαλαίου, με υπεύθυνο τελευταίο ενεργούν όργανο την Επιτροπή Αποζημιώσεων του Συνεγγυητικού Κεφαλαίο, χωρίς η οποιαδήποτε προηγηθείσα αντίστοιχη απόφαση του εκκαθαριστή της ΕΠΕΥ ιδιαίτερα ως προς τη νομική υπόσταση των επαληθευμένων απαιτήσεων να είναι δεσμευτική για το έργο της Επιτροπής, που έχει τον τελευταίο λόγο στο διαρθρωμένο σύστημα καθορισμού της αποζημιώσεως. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1 παρ.12 του ίδιου ως άνω Ν 2533/1997 και για τους σκοπούς του νόμου αυτού, ως "καλυπτόμενες επενδυτικές υπηρεσίες" νοούνται αποκλειστικά οι ακόλουθες υπηρεσίες: α) κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο ΧΜ για λογαριασμό τρίτων ή για ίδιο λογαριασμό, β) φύλαξη και διακίνηση χρηματιστηριακών πραγμάτων για λογαριασμό τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών στο ΧΑΑ ή, που αποτελούν το προϊόν κατάρτισης συναλλαγών στο ΧΑΑ, γ) κατοχή κεφαλαίων τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο ΧΑΑ ή, που αποτελούν το προϊόν κατάρτισης συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων στο ΧΑΑ, δ) από την 26.9.1998 ή από προγενέστερη ημερομηνία, που θα καθορισθεί με απόφαση του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ως "καλυπτόμενες υπηρεσίες" νοούνται πλέον των υπηρεσιών των παραπάνω εδαφίων α έως γ της παρούσας παραγράφου, οι υπηρεσίες των εδαφίων α(ι), γ και δ της παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν 2396/1996, που είναι 1) η λήψη και διαβίβαση για λογαριασμό επενδυτών εντολών για κατάρτιση συναλλαγών επί ενός ή περισσοτέρων από τα κατωτέρω αναφερόμενα χρηματοπιστωτικά μέσα: αα) κινητές αξίες και μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, ββ) τίτλοι της χρηματαγοράς, γγ) τίτλοι προθεσμιακών χρηματοπιστωτικών συμβάσεων (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων, που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς μετρητοίς, δδ) προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRΑ), εε) συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) υποχρεώσεων με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συμβάσεις ανταλλαγής συνδεόμενες με μετοχές με δείκτη μετοχών (equity swaps, ζζ) δικαιώματα προαιρέσεως (ορtions) για την αγορά ή πώληση οποιουδήποτε από τους ανωτέρω τίτλους, περιλαμβανομένων των ισοδύναμων τίτλων, που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Στην κατηγορία αυτή περιλαμβάνονται, ιδίως, δικαιώματα προαιρέσεως (οpions) επί συναλλάγματος και επιτοκίων (βλ. εδάφ. α.ι.) 2) Διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων πελατών, στα πλαίσια εντολής τους, εφόσον τα χαρτοφυλάκια συμπεριλαμβάνουν έναν ή περισσότερους από τους τίτλους, που αναφέρονται υπό α(ι) (εδαφ. γ) και 3) Αναδοχή της έκδοσης του συνόλου ή μέρους των τίτλων, που αναφέρονται στο ανωτέρω εδάφιο α(ι) ή και η διάθεση τους (εδαφ. δ). Με την ίδια ως άνω διάταξη ως "κινητές αξίες" νοούνται οι κινητές αξίες, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.16 του Ν 2396/1996, ως "χρηματιστηριακά πράγματα" οι κάθε φύσης κινητές αξίες, οι οποίες εκάστοτε αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο ΧΑΑ (παρ. 25) και ως "χρηματιστηριακές συναλλαγές" οι συμβάσεις επί χρηματιστηριακών πραγμάτων, που καταρτίζονται στο ΧΑΑ, σύμφωνα με τους εκάστοτε ισχύοντες νόμους και κανονιστικές διατάξεις (παρ. 25). Κατά το άρθρο 2 εδ. 6 και 7 του Ν 2396/1996, με τον οποίο σκοπήθηκε κυρίως η ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία της υπ" αρ. 93/22/ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για τις επενδυτικές υπηρεσίες στον τομέα των κινητών αξιών και της υπ` αρ. 93/6 ΕΟΚ Οδηγίας του Συμβουλίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων των επιχειρήσεων επενδύσεων και των πιστωτικών ιδρυμάτων, ως κινητές αξίες νοούνται α) Οι μετοχές και οι λοιπές αξίες με χαρακτηριστικά μετοχών, β) Οι ομολογίες και οι λοιποί χρεωστικοί τίτλοι, που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην κεφαλαιαγορά, γ) κάθε άλλος τίτλος, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης και ο οποίος παρέχει δικαίωμα απόκτησης άλλης κινητής αξίας, μέσω εγγραφής ή ανταλλαγής ή, που παρέχει δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς. Τα μέσα πληρωμής αποκλείονται. Ως τίτλοι χρηματαγοράς νοούνται τα χρηματοπιστωτικά μέσα, που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στην χρηματαγορά. Με το εδ. 18 του ίδιου ως άνω άρθρου 2 του Ν.2396/1996 ορίζεται, ότι χρηματοπιστωτικά μέσα είναι τα μέσα, που ορίζονται στην παρ. 1 α(ι) του παρόντος άρθρου και ότι στην έννοια των χρηματοπιστωτικών αυτών μέσων δεν εμπίπτουν οι διατραπεζικές καταθέσεις. Από όλες τις παραπάνω διατάξεις με σαφήνεια προκύπτει, ότι το Συνεγγυητικό καταβάλλει αποζημίωση στους πελάτες των ΕΠΕΥ, οι οποίες διαπιστωμένα αδυνατούν να εκπληρώσουν τις προς αυτούς υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από την παροχή των επενδυτικών υπηρεσιών, που περιοριστικά και αποκλειστικά αναφέρονται στην παρ. 12 του άρθρου 1 του Ν 2533/1997. Μεταξύ δε των καλυπτομένων αυτών επενδυτικών υπηρεσιών και εκτός της επενδυτικής υπηρεσίας της διαχείρισης επενδυτικού χαρτοφυλακίου, που έχει ως αντικείμενο έναν ή περισσότερους από τους αναφερόμενους στο άρθρο 2 παρ. 1 α (ι) του ν. 2396/1996 τίτλους, από τους οποίους εξαιρούνται τα μέσα πληρωμής, δηλαδή τα χρήματα είναι και η κατοχή κεφαλαίων τρίτων για κατάρτιση συναλλαγών επί χρηματιστηριακών πραγμάτων, ενώ δεν αποτελεί καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία η κατάθεση κεφαλαίου που δεν γίνεται στο πλαίσιο της διεξαγωγής επενδυτικών εργασιών και η κατάθεση προς διαχείριση κεφαλαίων, έστω και αν αυτά προορίζονται για μελλοντικές συμβάσεις χρηματιστηριακών παραγγελιών. Ενόψει όλων των ανωτέρω, η διάταξη της παραγράφου 12 του άρθρου 1 του ν. 2533/1997, που παρέχει χαμηλότερο επίπεδο προστασίας από την οδηγία 97/9 και ως εκ τούτου ερμηνευόμενη υπό το φως της οδηγίας αυτής εναρμονίζεται πλήρως προς τις διατάξεις και τον σκοπό αυτής, αφού και κατ` αυτήν, όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί επενδυτική υπηρεσία όχι μόνον κάθε πράξη λήψης, διαβίβασης και εκτέλεσης εντολών αλλά και η κατάθεση χρημάτων στο πλαίσιο διεξαγωγής τέτοιων εργασιών. VΙ. Με την προσβαλλόμενη υπ`αριθ.5426/2008 απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών έγιναν δεκτά τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες - εκκαλούντες συνήψαν με την ".................." τις ακόλουθες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, που είναι μεταξύ τους πανομοιότυπες ως προς την διατύπωση και τις ρήτρες τους: 1. Ο πρώτος εκκαλών ........................... την από 11.7.2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη "...............). Ο δεύτερος εκκαλών ................ την από 19.10.2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη "..................). Ο τρίτος εκκαλών ..................... την από 6-7-2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη "...................). Ο τέταρτος εκκαλών ...... την από 20.11.2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη "..................). Ο πέμπτος εκκαλών ....... την από 31-1-2001 σύμβαση (Κωδικός πελάτη ".....). Η έκτη εκκαλούσα .... την από 1-12-2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη .....). Η έβδομη εκκαλούσα .......... την από 28-6- 2001 (Κωδικός πελάτη .....) σύμβαση. Ο όγδοος εκκαλών ............ την από 16-5-2001 σύμβαση (κωδικός πελάτη "........). Ο ένατος εκκαλών ............ την από 06-9-2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη "..............) σύμβαση και τέλος ο δέκατος εκκαλών ...............την από 24-4-2000 σύμβαση (κωδικός πελάτη ".....). Με τις παραπάνω συμβάσεις η ........................ανέλαβε να παράσχει στους παραπάνω εκκαλούντες υπηρεσίες διαχείρισης του χαρτοφυλακίου, οι οποίες συνίσταντο, σύμφωνα με την ρήτρα 1 της σύμβασης, ιδίως στις εξής συναλλαγές: "1.1.Πωλήσεις αξιόγραφων του Χαρτοφυλακίου και αγορά χρηματοπιστωτικών μέσων κατά την έννοια του άρθρου 2 παρ. 1 στοιχ. α (ι) του Ν.2396/1996 και ιδίως κάθε είδους κινητών αξιών εισηγμένων σε Χρηματιστήριο Αξιών, συμπεριλαμβανομένης της Παράλληλης Αγοράς, μεριδίων αμοιβαίων κεφαλαίων, ελληνικών ή αλλοδαπών, εντόκων γραμματίων του δημοσίου ομολογιών, ομολόγων, παραγώγων προϊόντων και λοιπών κινητών αξιών, εισηγμένων σε οργανωμένη αγορά εντός ή εκτός Ελλάδος (στο εξής; οι κινητές αξίες). 1.2. Επένδυση των μετρητών του Χαρτοφυλακίου σε τίτλους της χρηματαγοράς και κεφαλαιαγοράς, οι οποίοι αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών στις ελληνικές και διεθνείς χρηματαγορές ή κεφαλαιαγορές. 1.3. Τοποθέτηση των μετρητών του Χαρτοφυλακίου σε τραπεζικούς λογαριασμούς. 1.4. Διάθεση δικαιωμάτων απορρεόντων από τίτλους του Χαρτοφυλακίου, όπως του δικαιώματος προτιμήσεως επί μετοχών. 1.5 Ανανέωση κινητών αξιών του Χαρτοφυλακίου 1.6 Φύλαξη τίτλων και κινητών αξιών του Χαρτοφυλακίου". Σύμφωνα με την μήτρα 1.2 της αυτής σύμβασης, "ως Χαρτοφυλάκιο", την διαχείριση του οποίου αναλαμβάνει η Εταιρία ........νοείται κάθε ποσόν, το οποίο ο πελάτης καταθέτει στον τραπεζικό λογαριασμό της Εταιρίας για τον σκοπό της διαχειρίσεως αυτού από την τελευταία, και κάθε τίτλος κινητών αξιών, το οποίον παραδίδει ο Πελάτης στην Εταιρία για τον σκοπό της διαχειρίσεως αυτού από την τελευταία, καθώς επίσης οι κινητές αξίες στις οποίες επενδύεται από την Εταιρία το ως άνω κατατεθέν ποσόν και τα προκύπτοντα από την ρευστοποίηση (πώληση) των κινητών αξιών του Πελάτη χρηματικά ποσά και γενικώς όλα εκείνα τα περιουσιακά στοιχεία του Πελάτη, τα οποία θα προκύπτουν από την επένδυση και την τοποθέτηση των κεφαλαίων του με την αγορά κινητών αξιών (τίτλων) για λογαριασμού του και την ρευστοποίηση των κινητών αξιών του". Επομένως, η "........." παρείχε στους παραπάνω εκκαλούντες-ενάγοντες επενδυτική υπηρεσία ("διαχείριση επενδυτικών χαρτοφυλακίων``, άρθρο 2 παρ. 1γ Ν. 2396/1996,η οποία συνιστά "καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία" κατ` άρθρο 1 παρ. 12 Ν. 2533/1997, όπως αυτή ερμηνεύεται υπό το φως της Οδηγίας της 97/9, κατά τα εκτεθέντα παραπάνω. Σύμφωνα με την ρήτρα III.3 της αυτής "σύμβασης διαχείρισης χαρτοφυλακίου", "ο Πελάτης δύναται να παρέχει έγγραφες Οδηγίες στην Εταιρία για την τήρηση γενικών αρχών στην Διαχείριση του Χαρτοφυλακίου του, άλλως η Διαχείριση του Χαρτοφυλακίου γίνεται από την Εταιρία κατά την κρίση της, με σκοπό την καλύτερη δυνατή απόδοση αυτού". Επιπλέον, συμφωνήθηκε η παροχή εκτεταμένης εξουσιοδότησης προς την "...........". Σύμφωνα με την ρήτραν των μεταξύ τους συμβάσεων, "Ι. Ειδικώς ο Πελάτης παρέχει με την παρούσα [σύμβαση] στην Εταιρία την εξουσιοδότηση, όπως αυτή δια των αρμοδίων οργάνων της εκπροσωπεί αυτόν έναντι των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, Ανωνύμων Χρηματιστηριακών Εταιριών, θεσμικών Επενδυτών και κάθε είδους Επιχειρήσεις Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, της ημεδαπής ή της αλλοδαπής, για την διενέργεια κάθε πράξεως, η οποία είναι απαραίτητη για την Διαχείριση του Χαρτοφυλακίου του, ιδίως δε δίδουσα προς αυτούς εντολές: 1.1. Για την κατάρτιση χρηματιστηριακών συναλλαγών για λογαριασμό του πελάτη, ως αντιπρόσωπος αυτού. 1.2. Για να αγοράζει ή να πωλεί για λογαριασμό του Πελάτη ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του δημοσίου, καθώς και κάθε είδους χρηματοπιστωτικά μέσα. 1.3. Για να αποκτά ή να διαθέτει για λογαριασμό του Πελάτη μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων καθώς και δικαιώματα συμμετοχής στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου εταιριών εκδοτριών τίτλων, συγκροτουσών το Χαρτοφυλάκιο αυτού. 1.4. Για να εισπράττει μερίσματα και τόκους των αποτελουσών το Χαρτοφυλάκιο αυτού κινητών αξιών, καθώς και το προϊόν ρευστοποιήσεως των ιδιών των κινητών αξιών. 1.5. Για να καταθέτει το προϊόν ρευστοποιήσεως στοιχείων του Χαρτοφυλακίου ή τα παραδιδόμενα σ` αυτήν μετρητά σε τραπεζικούς λογαριασμούς, δυναμένης της Εταιρίας και να προβαίνει σε άνοιγμα στο όνομα του Πελάτη των λογαριασμών αυτών σε Τράπεζα της επιλογής της καθώς και να κινεί αυτούς στο όνομα του Πελάτη, ως αντιπρόσωπος του 1.6. Για να εισφέρει τους συγκροτούντες το Χαρτοφυλάκιο τίτλους σε αμοιβαία κεφάλαια για την απόκτηση μεριδίων για λογαριασμό του Πελάτη. 1.7. Για να εκπροσωπεί τον Πελάτη στις γενικές συνελεύσεις των εταιριών, των οποίων οι μετοχές συγκροτούν το Χαρτοφυλάκιο. 1.8. Για να διενεργεί κάθε πράξη, η οποία κρίνεται από την Εταιρία σκόπιμη ή επωφελής με σκοπό την αναδιάρθρωση του Χαρτοφυλακίου. 1.9. Για να διενεργεί οποιαδήποτε άλλη πράξη απαραίτητη για την εκτέλεση και περάτωση των συναλλαγών στα πλαίσια της Διαχειρίσεως του Χαρτοφυλακίου. 2. Επίσης παρέχει ο Πελάτης με την παρούσα την εξουσιοδότηση στην Εταιρία, όπως εκπροσωπεί αυτόν: 2.1. Έναντι οιασδήποτε Ανωνύμου Χρηματιστηριακής Εταιρίας για να οπισθογραφεί για λογαριασμό του Πελάτη, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν 3330/1955, τις ονομαστικές μετοχές κυριότητος του, οι οποίες πωλούνται χρηματιστηριακώς, καθώς και τα αποθετήρια έγγραφα τα αφορώντα στις μετοχές αυτές και γενικώς να ενεργεί και να υπογράφει στο όνομα και για λογαριασμό του κάθε πράξη και έγγραφο που είναι αναγκαία για την πώληση και μεταβίβαση των ονομαστικών μετοχών του ή των σχετικών αποθετηρίων εγγράφων καθώς και για την απόκτηση και την διάθεση χρηματοπιστωτικών μέσων. 2.2. Έναντι οιασδήποτε ανωνύμου εταιρίας ή αναδόχου εκδόσεως για την συμμετοχή, στο όνομα του Πελάτη, στην αύξηση κεφαλαίου και την απόκτηση των εκδιδομένων μετοχών. 2.3. Έναντι οποιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου για την κατάρτιση των απαραίτητων δικαιοπραξιών και γενικώς για την διενέργεια όλων των πράξεων, οι οποίες είναι αναγκαίες για την διαχείριση του Χαρτοφυλακίου του Πελάτη. 3. Οι ως άνω εξουσιοδοτήσεις είναι ανέκκλητες για το χρονικό διάστημα ισχύος της παρούσης και μέχρι της εκκαθαρίσεως των συλλακτικών σχέσεων του Πελάτη με την Εταιρία, καθόσον αυτές αφορούν και το συμφέρον της Εταιρίας, η οποία ρητώς δηλώνει ότι αποδέχεται τις χορηγηθείσες εξουσιοδοτήσεις``. Οι εκκαλούντες-ενάγοντες ουδέποτε έδωσαν στην ......................." οποιαδήποτε οδηγία, προφορική ή έγγραφη, για τον τρόπο διαχείρισης του χαρτοφυλακίου τους, ο οποίος αποφασίστηκε από την παραπάνω εταιρία κατά την κρίση της, σύμφωνα με την ως άνω ρήτρα 111.3 των συμβάσεων παροχής υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου. Με τις αυτές συμβάσεις οι εκκαλούντες ενάγοντες συμφώνησαν επίσης την προμήθεια - αμοιβή της `....." για την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης των χαρτοφυλακίων τους, υπολογιζόμενης ως 1,5% επί της αξίας του αρχικού κεφαλαίου επενδύσεως τους και 25% επί της υπεραποδόσεως του κεφαλαίου τους, βάσει ορισμένου τρόπου υπολογισμού της υπεραποδόσεως επί της αυξήσεως ορισμένων διεθνών Γενικών Δεικτών Τιμών Χρηματιστηρίων (ρήτρα συμβάσεων). Οι εν λόγω συμβάσεις διαχείρισης χαρτοφυλακίου συμφωνήθηκαν αορίστου διαρκείας (ρήτρα VIII. 1 συμβάσεων). Περαιτέρω συμφωνήθηκε ότι οι συμβάσεις αυτές "και οι τυχόν επισυναπτόμενοι Γενικοί ή Ειδικοί Όροι παραμένουν σε ισχύ και μετά την λήξη των συναλλακτικών σχέσεων της Εταιρίας με τον Πελάτη και μέχρι την εκκαθάριση της". Περαιτέρω, από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι με την 7/14/234/7.1.2002 απόφαση του ΔΣ της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας και τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση κατά το άρθρο 4α Ν. 1806/1988, διορίστηκε δε για την διενέργεια της Επόπτης της εκκαθάρισης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών με την υπ` αριθ. 1806/2002 απόφασή του διόρισε εκκαθαριστή της εταιρίας τον .... . Οι ενάγοντες ανήγγειλαν νομίμως και εμπροθέσμως τις απορρέουσες από τις ως άνω συμβάσεις διαχείρισης απαιτήσεις τους στον "ως άνω εκκαθαριστή προσκομίζοντας και τα αναγκαία δικαιολογητικά. Ο εκκαθαριστής προέβη σε επαλήθευσης των απαιτήσεων τους για τον πρώτο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 8.197,96 ευρώ, για τον δεύτερο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 11.167,32 ευρώ, για τον τρίτο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 9.640,53 ευρώ, για τον τέταρτο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 8.974,29 ευρώ, για τον πέμπτο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 9.463,23 ευρώ, για την έκτη εκκαλούσα - ενάγουσα ως προς το ποσό των 12.056,12 ευρώ, για την έβδομη εκκαλούσα -ενάγουσα ως προς το ποσό των 13.108,44 ευρώ, για τον όγδοο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 12.355,91 ευρώ, για τον ένατο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό 11.552,93 ευρώ και τέλος για τον δέκατο εκκαλούντα - ενάγοντα ως προς το ποσό των 8.907,89 ευρώ. Βάσει της παραπάνω επαλήθευσης των απαιτήσεων κατά την διαδικασία ειδικής εκκαθάρισης, ο εκκαθαριστής κατέβαλε σε καθένα από τους εκκαλούντες το 10% της επαληθευθείσας απαίτησης του, σύμφωνα με το άρθρο 4α παρ. 7 Ν. 1806/1988, επειδή τα χρηματικά ποσά που η εταιρία κατείχε για λογαριασμό των επενδυτών σε αυτήν δεν επαρκούσαν για την ικανοποίηση τους. Συνεπώς, παρέμεινε η εκκαθαρισθείσα απαίτηση του πρώτου εκκαλούντος για ποσό (€ 8.197,96 - 819,79Ε =) 7.378,16 Ε, του δευτέρου εκκαλούντος για ποσό (€ 11.167,32 - 1.116,73 Ε =) 10.050,59 Ε, του τρίτου εκκαλούντος για ποσό (€ 9.640,53 - Ε 964,053 =) 8.676,47 €, του τετάρτου εκκαλούντος για ποσό (€ 8.974,29 - Ε 897,42 = 8.076,87 Ε, του πέμπτου εκκαλούντος για ποσό (€ 9.463,23 - 946,32Ε =) 8,516,90 Ε, της έκτης εκκαλούσας για ποσό (Ε 12.056,12 - 1.205,61 Ε =) 10.850,51 Ε, της έβδομης εκκαλούσας για ποσό (Ε 13.108.44 - 1.310,84Ε =) 11.797,6 Ε, του όγδοου εκκαλούντος για ποσό (Ε 12.355,91 - 1.235,59 Ε =) 11.120,31 Ε του ένατου εκκαλούντος για ποσό (Ε 11.552,93 - 1.155,29Ε =) 10.397,64 Ε και του δέκατου εκκαλούντος για ποσό (Ε 8.907,89 - 890,78Ε =) 8.017,10 Ε. Το εναγόμενο κατέβαλε στον δέκατο ενάγοντα εκκαλούντα 3.472,37 ευρώ. Συνεπώς του οφείλει μετά την παραπάνω καταβολή (8.017,10 - 3.472,37 = ) 4.544,73 ευρώ. Κατόπιν, ο Επόπτης Εκκαθαριστής της "............", σύμφωνα με το άρθρο 4α παρ.8 Ν. 1806/1988, ενημέρωσε το Συνεγγυητικό και δη την Επιτροπή Αποζημιώσεων αυτού, για τις υποβληθείσες και επαληθευθείσες απαιτήσεις τους, που δεν ικανοποιήθηκαν σύμφωνα με τα ανωτέρω, προκειμένου να καταβάλει την εκ του νόμου αποζημίωση, μέχρι €30.000 ανά εντολέα (άρθρο 66 παρ. 1 του Ν. 2533/1997, σε συνδ. με Απ. ΥΠΕΘΟ 14082/Β.809/4.4.2000 ΦΕΚ Β` 467). Περαιτέρω, το εναγόμενο αρνείται να καταβάλει τις παραπάνω απαιτήσεις των εκκαλούντων εναγόντων, ισχυριζόμενο ότι, τα χρήματα που δόθηκαν στην παραπάνω εταιρία "..........`` δεν χρησιμοποιήθηκαν για επενδυτικές υπηρεσίες. Όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν αναλυτικά στη μείζονα σκέψη και σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα, τα παραπάνω κεφάλαια κατατέθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία και συνεπώς καλύπτονται από την Οδηγία 97/9, η οποία είναι σαφής και ορισμένη και υπερισχύει των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου στο βαθμό που αυτές αντιτίθεται στην παρεχόμενη προστασία της παραπάνω Οδηγίας. Τα κεφάλαια αυτά δεν ήταν απαραίτητο να έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί για τη διενέργεια χρηματιστηριακών συναλλαγών, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο, αλλά αρκούσε το γεγονός ότι αυτά δόθηκαν σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία. Επομένως, αφού οι εκκαλούντες ενάγοντες κατέθεσαν τα παραπάνω χρηματικά ποσά στην παραπάνω εταιρία σε σχέση με επενδυτική υπηρεσία και αφού η εν λόγω κατοχή των ποσών αυτών συνιστά καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία, το εναγόμενο υποχρεούται να αποζημιώσει αυτούς. Συνεπώς, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, που δέχθηκε την έφεση και την ένδικη αγωγή των αναιρεσιβλήτων- εναγόντων ως ουσιαστικά βάσιμη, δεχόμενο ότι η κατάθεση των χρημάτων αυτών, αποτελεί καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία, αφού ερμήνευσε τις διατάξεις του Ν.2533/1997 και του Ν.2396/1996, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας 97/9 κατά τα εκτιθέμενα και στις νομικές σκέψεις της παρούσας με στοιχεία ΙΙ και V, ώστε να επιτευχθεί το αποτέλεσμα που αυτή επιδιώκει, συμμορφούμενο έτσι προς το άρθρο 249 εδ.γ` της Συνθήκης, δεν έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ιδιαίτερα δε των προβαλλομένων με το αναιρετήριο διατάξεων των άρθρων 2 παρ.1γ`-1α (ι) 6γ και 18 του Ν.2396/1996, και 4 παρ.1 του Ν.2075/1992 όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 παρ.2 του Ν.2937/2001. Εξάλλου, το ίδιο Δικαστήριο, με το να δεχθεί με την προσβαλλόμενη απόφασή του, όπως εκτίθεται και στη νομική σκέψη της παρούσας με στοιχείο ΙV, ότι ο υπολογισμός του ύψους της απαίτησης γίνεται άπαξ στο όλο σύστημα αποζημιώσεων, δεν απέκλεισε με το σύνολο των νομικών παραδοχών του κατά τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας με στοιχ. V, την ανακύπτουσα κατά νόμο εμπλοκή, μετά το πέρας της εκκαθάρισης, των αρμοδίων οργάνων του αναιρεσείοντος Συνεγγυητικού Κεφαλαίου, με υπεύθυνο τελευταίο ενεργούν όργανο την Επιτροπή των Αποζημιώσεων. Εξάλλου, δεν δέχθηκε (το δευτεροβάθμιο δικαστήριο) ούτε ότι η οποιαδήποτε προηγηθείσα αντίστοιχη απόφαση του εκκαθαριστή του ΕΠΕΥ ήταν δεσμευτική για το έργο της ίδιας Επιτροπής, εφόσον και μετά την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης, δεν επιδίκασε τα αιτούμενα ποσά από τους αναιρεσίβλητους, γιατί είχαν γίνει δεκτά κατά δέσμια γι` αυτό απόφαση από τον εκκαθαριστή, αλλά γιατί κρίθηκε ότι δεν ήταν νομικά βάσιμη η άρνηση των οργάνων του αναιρεσείοντος στο να καταβάλει τα ίδια ποσά (όχι για ουσιαστικούς λόγους που αφορούσαν την ύπαρξη τους), αλλά γιατί είχε κριθεί από εκείνα ότι τα αιτούμενα ποσά αποτελούσαν κατάθεση χρημάτων, που δεν αποτελούσε καλυπτόμενη επενδυτική υπηρεσία αποδεικτική αποζημίωσης, χωρίς να παραβιάσει με εσφαλμένη εφαρμογή τις διατάξεις των άρθρων 65 παρ.7 και 8, 6β παρ.5 του Ν.2533/1997 και τις διατάξεις του άρθ.4α παρ.8 του Ν.1806/1988 που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.1 του Ν.2651/1998 και συμπληρώθηκε με το άρθρο 43 του Ν.3371/2005. Επομένως, τα όσα αντίθετα ισχυρίζεται το αναιρεσείον με τους πρώτο και δεύτερο λόγους του αναιρετηρίου, με τους οποίους αποδίδονται στην προσβαλλόμενη απόφαση αντίστοιχες πλημμέλειες από τον αριθμό 1 του αρθ. 559 του ΚΠολΔ κρίνονται αβάσιμα. Μετά τα παραπάνω πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναίρεσης. Το αίτημα του αναιρεσείοντος περί υποβολής στο Ε.Δ. ερωτήματος, για να αποφανθεί αυτό επί του ως άνω ζητήματος με προδικαστική απόφασή του, πρέπει να απορριφθεί διότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 177 και ήδη 234 της συνθ. Ε.Ε. (Ν. 945/1975, όπως ισχύει). Το αναιρεσείον πρέπει να καταδικασθεί στην εις το διατακτικό δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων (άρθ. 176 και 183 του ΚΠολΔ). ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Απορρίπτει την από 22-7-2009 αίτηση του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία ".............." για αναίρεση της υπ` αριθμ. 5426/2008 απόφασης του ως Εφετείου δικάσαντος Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Και Καταδικάζει το αναιρεσείον τη δικαστική δαπάνη των αναιρεσιβλήτων την οποία ορίζει σε δυο χιλιάδες επτακόσια (2.700) ευρώ.

πηγή: nomos

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.