Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Προϋποθέσεις αποζημίωσης παρανόμως φυλακισθέντος ή γενικώς στερουμένου της ελευθερίας του (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 1123/2010)

Περίληψη: Προϋποθέσεις αποζημίωσης παρανόμως φυλακισθέντος ή γενικώς στερουμένου της ελευθερίας του. Διαδικασία εκδικάσεως της αιτήσεως αποζημιώσεως. Ο καθορισμός του ύψους της αποζημίωσης, όπως και της αξίωσης λόγω ηθικής βλάβης υπάγονται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Αντίθετα οι προϋποθέσεις συνδρομής ή μη αυτής της αποζημίωσης ανήκουν στην ποινική δικαιοδοσία. Τα πολιτικά δικαστήρια δεν μπορούν να ελέγξουν τα θέματα αυτά ούτε παρεμπιπτόντως. Αυτεπάγγελτη ενέργεια του ποινικού δικαιοδοτικού οργάνου θα ελέγξει, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της αποζημίωσης. Η συγκεκριμένη ρύθμιση συνάδει με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ. Αν το ποινικό δικαστήριο έκρινε ότι δεν συντρέχει αποζημίωση, τότε τα πολιτικά δικαστήρια δεν έχουν δικαιοδοσία για το θέμα αυτό. (Επικυρώνει την υπ΄ αριθμ. 1177/2009 ΕφΑθ).

[...] Επειδή, στην παρ. 4 του άρθρου 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "Νόμος ορίζει με ποιους όρους το Κράτος παρέχει, ύστερα από δικαστική απόφαση, αποζημίωση σε όσους καταδικάστηκαν, προφυλακίστηκαν ή με άλλο τρόπο στερήθηκαν άδικα ή παράνομα την προσωπική τους ελευθερία". Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διατάξεως, η παροχή αποζημιώσεως με δικαστική απόφαση σε αδίκως προφυλακισθέντες ή καταδικασθέντες ή στερηθέντες την ελευθερία τους προϋποθέτει τη διάγνωση από δικαστήριο του άδικου ή παράνομου χαρακτήρα της στέρησης της ελευθερίας του κατηγορηθέντος, ο οποίος, στη συνέχεια, κηρύχθηκε αθώος ή απαλλάχθηκε από τις κατηγορίες, για τις οποίες ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη, κατόπιν πράξεων, παραλείψεων ή εκτιμήσεων ποινικού δικαστηρίου ή συμβουλίου ή άλλου οργάνου (Εισαγγελέα, Ανακριτή), ενταγμένου στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που καθορίζονται από τον κοινό νομοθέτη. Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας [που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 1493/1950 και μεταγλωττίσθηκε με το κωδικοποιητικό διάταγμα 258/1986 (Α` 121)] προβλέπει συναφώς στο τρίτο κεφάλαιο του 8ου βιβλίου αυτού υπό τον τίτλο "Αποζημίωση εκείνων που άδικα καταδικάστηκαν ή κρατήθηκαν προσωρινά" (άρθρα 533 και 545), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω χρόνο, πριν, δηλαδή, από την αντικατάστασή του με το άρθρο 26 του ν. 2915/2001 (Α` 109), στο άρθρο 533 τις προϋποθέσεις αποζημιώσεως εκείνων που καταδικάσθηκαν με απόφαση ποινικού δικαστηρίου και ύστερα αθωώθηκαν ή τιμωρήθηκαν με ελαφρότερη ποινή (παρ. 1), εκείνων που κρατήθηκαν προσωρινά και κατόπιν αθωώθηκαν με βούλευμα ή με απόφαση ποινικού δικαστηρίου (παρ. 2 και 3), ενώ στο άρθρο 535 προβλέπονται οι προϋποθέσεις, υπό τις οποίες αποκλείεται το δικαίωμα προς αποζημίωση του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος. Περαιτέρω, στο άρθρο 536 του ίδιου Κώδικα, ορίζεται ρητώς ότι αρμόδιο δικαστήριο για να κρίνει αν συντρέχει περίπτωση αποζημιώσεως του κρατηθέντος ή καταδικασθέντος είναι το ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση για την υπόθεση (δηλαδή το ποινικό), το οποίο αποφαίνεται με ιδιαίτερη ταυτόχρονη απόφαση, ύστερα από προφορική αίτηση εκείνου που αθωώθηκε ή και αυτεπαγγέλτως. Με την ίδια απόφαση το ποινικό δικαστήριο μπορεί να αποφανθεί ότι η καταδίκη ή η προσωρινή κράτηση δεν οφείλεται σε παράνομη ενέργεια των δικαστικών λειτουργών που την επέβαλαν, στην περίπτωση δε αυτή κανένα δικαστήριο δεν μπορεί να κρίνει αργότερα το ίδιο ζήτημα, ενόψει των ορισμών του άρθρου 541 του αυτού Κώδικα. Στην παρ. 3 του ίδιου άρθρου 536 προβλέπεται ότι, αν η ποινική υπόθεση δικάζεται και πάλι κατ` αποδοχή ενδίκου μέσου, το δικαστήριο που την δικάζει αποφαίνεται και για την υποχρέωση του δημοσίου προς αποζημίωση, ενώ η προηγούμενη απόφαση δεν ισχύει. Στο άρθρο 537 του ίδιου Κώδικα προβλέπεται η δυνατότητα υποβολής μεταγενέστερης αίτησης αποζημιώσεως, αν δεν αποφάνθηκε επ` αυτού το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 536. Η αίτηση αυτή παραδίδεται στον εισαγγελέα του ιδίου ποινικού δικαστηρίου, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας 48 ωρών από την απαγγελία της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου στο ακροατήριο), εισάγεται δε την πρώτη εργάσιμη ημέρα στο δικαστήριο αυτό, αποτελούμενο, κατά προτίμηση, από τους ίδιους δικαστές που έκριναν την ποινική υπόθεση, το εν λόγω δε δικαστήριο αποφαίνεται όπως ορίζεται στο άρθρο 536. Τέλος, στο μεν άρθρο 539 του Κ.Ποιν.Δ προβλέπεται η έγερση αγωγής από το δικαιούχο ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, προκειμένου να επιδικάσουν την αιτούμενη αποζημίωση, υπό την προϋπόθεση ότι έχει αναγνωρισθεί από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο η υποχρέωση αποζημιώσεως, την οποία δεν μπορεί να εξετάσει το πολιτικό δικαστήριο, στο δε άρθρο 540 του αυτού Κώδικα καθορίζεται το αντικείμενο της αξίωσης για αποζημίωση, δηλαδή η περιουσιακή ζημία που προκλήθηκε στον ίδιο τον κρατηθέντα ή σε δικαιούχους διατροφής παρ` αυτού, εξαιτίας της προσωρινής κράτησης ή ποινικής καταδίκης, καθώς και η επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης στον κρατηθέντα ή φυλακισθέντα, κατά την κρίση του πολιτικού δικαστηρίου. Στις παρατεθείσες διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας περιέχεται πλήρης ρύθμιση για την αποζημίωση των αδίκως καταδικασθέντων ή προσωρινώς κρατηθέντων που τελικώς αθωώθηκαν, όπως απαιτείται από το άρθρο 7 παρ. 4 του Συντάγματος. Ειδικότερα, προβλέπεται, σε αρμονία προς τις συνταγματικές διατάξεις περί χωριστών δικαιοδοσιών, ότι αρμόδιο για τη διάγνωση του αδίκου ή παρανόμου της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης είναι αποκλειστικώς το ποινικό δικαστήριο (ή δικαστικό συμβούλιο) που αθώωσε ή απήλλαξε ή τιμώρησε με ελαφρότερη ποινή τον κατηγορούμενο. Τα πολιτικά δικαστήρια είναι αρμόδια (ορθότερα έχουν δικαιοδοσία), εφόσον το ποινικό δικαστήριο έχει αναγνωρίσει την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση, να καθορίσουν το ύψος αυτής που περιλαμβάνει, τόσο την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας του καταδικασθέντος ή κρατηθέντος, όσο και την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παρανόμως στερηθείς την ελευθερία του, με την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης. Από τα ανωτέρω παρέπεται ότι η αξίωση αποζημιώσεως των αδίκως καταδικασθέντων ή στερηθέντων την ελευθερία τους, συνδεόμενη αρρήκτως με τη διαδικασία απονομής της ποινικής διαδικασίας, ρυθμίζεται ειδικώς από τις διατάξεις των άρθρων 533 εως και 545 του Κώδικα Ποιν. Δικονομίας και δεν υφίσταται δικαιοδοσία του πολιτικού δικαστηρίου στην περίπτωση που το ποινικό δικαστήριο δεν αναγνώρισε την υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση.

Η έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων επί των υποθέσεων αυτών επαληθεύεται και από το ότι με τις μεταγενέστερες διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1915/2001, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 533 και 545 του Κώδικα Ποιν. Δικονομίας προς το σκοπό, όπως εκτίθεται στην εισηγητική έκθεση του ίδιου νόμου, να καταστούν δικαιότερες και απλούστερες οι ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις για την αναγνώριση και την επιδίκαση της εν λόγω αποζημίωσης, εν όψει των απαιτήσεων της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΣΑ) και του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα που κυρώθηκε με το νόμο 2462/1997, διατηρείται η αποκλειστική δικαιοδοσία του ποινικού δικαστηρίου να κρίνει αν συντρέχει υποχρέωση αποζημιώσεως εκείνων που κρατήθηκαν και μετέπειτα αθωώθηκαν, είτε με την ίδια (ταυτόχρονη) απόφαση, είτε με μεταγενέστερη. Μόνο αν αναγνωρισθεί τέτοια υποχρέωση από το ποινικό δικαστήριο, το ύψος της αποζημιώσεως μπορεί να καθορισθεί, είτε από αυτό το ίδιο το ποινικό δικαστήριο, είτε, σε περίπτωση που ο δικαιούχος το θεωρεί ανεπαρκές ή το Δημόσιο υπερβολικό, από τα πολιτικά δικαστήρια, κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 επ. του ΚΠολΔικ. Η κρίση του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποζημίωσης δεν μπορεί να ελεγχθεί ούτε παρεμπιπτόντως από τα πολιτικά δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 539 Κ.Π.Δ. Επίσης, δεν μπορεί να ελεγχθεί από τα πολιτικά δικαστήρια, η, κατ` εφαρμογή του άρθρου 536 § 1 του ιδίου Κώδικα, (όπως ίσχυε πριν από την τροποποίησή του με το άρθρο 26 Ν. 2915/2001), αυτεπάγγελτη απόφανση του ποινικού δικαστηρίου περί του αν υπάρχει ή όχι υποχρέωση του Δημοσίου προς αποζημίωση του καταδικασθέντος ή προφυλακισθέντος, χωρίς αίτησή του και χωρίς προηγούμενη ακρόαση αυτού και του Εισαγγελέως της έδρας. Η αυτεπάγγελτη έρευνα του ποινικού δικαστηρίου για το άδικο ή παράνομο της προσωρινής κράτησης ή φυλάκισης του κατηγορηθέντος και συνακόλουθα για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση αυτού δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 7 § 4 και 20 του Συντάγματος, 3 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που κατέστη εσωτερικό δίκαιο με το ν. 1705/1987), 9 παρ. 5 και 14 § 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που κατοχυρώνουν το δικαίωμα προς αποζημίωση του κατηγορηθέντος που κηρύχθηκε αθώος, ούτε στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, που εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα της παροχής έννομης προστασίας με το συνακόλουθο δικαίωμα διασφάλισης ρητών δικονομικών εγγυήσεων για δίκαιη (χρηστή) δίκη. Ειδικότερα η διασφαλιζόμενη με τη διάταξη αυτή (6 § 1 της ΕΣΔΑ) δικαστική προστασία δεν στερεί τον κοινό νομοθέτη από τη δυνατότητα να αναθέσει στο ποινικό δικαστήριο ή δικαστικό Συμβούλιο την αυτεπάγγελτη εξέταση και απόφανση για την υποχρέωση ή μη του Δημοσίου προς αποζημίωση του κατηγορηθέντος που κηρύχθηκε αθώος, αφού η σχετική αξίωση του τελευταίου συνδέεται άρρηκτα με την ποινική διαδικασία και ο ποινικός δικαστής, ο οποίος έχει πλήρη γνώση της διεξαχθείσας ενώπιόν του διαδικασίας, εκτιμώντας τις συνθήκες και όλες τις προσκομισθείσες αποδείξεις, καθώς και την απολογία του κατηγορουμένου, είναι ο πλέον κατάλληλος για να αποφανθεί ως προς το δικαίωμα αποζημιώσεως. Η αυτεπάγγελτη αυτή ενέργειά του δεν παραβλάπτει το δικαίωμα του εμφανισθέντος στο ακροατήριο κατηγορουμένου να προβάλει, εν όψει της γνωστής σ` αυτόν αυτεπάγγελτης έρευνας του ποινικού δικαστηρίου, τις απόψεις του και τις ενστάσεις που του παρέχει το ουσιαστικό και δικονομικό δίκαιο. Δηλονότι εκ μόνης της αυτεπάγγελτης έρευνας της σχετικής υποχρέωσης του Δημοσίου δεν μπορεί να νοηθεί έλλειψη αμεροληψίας του δικαστηρίου και επομένως παράβασης της αρχής της δίκαιης δίκης. Αλλά και υπό την αντίθετη εκδοχή, ότι δηλαδή η αυτεπάγγελτη αυτή έρευνα αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και συνακόλουθα είναι αναγκαία η υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο (ζημιωθέντα) η αίτηση αυτή πρέπει, κατ` ανάλογη εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης του άρθρου 537 ΚΠΔ, να υποβληθεί εντός ανατρεπτικής προθεσμίας, η οποία, υπό την ισχύ του ν. 2915/2001, ορίζεται σε δέκα (10) ημέρες από την απαγγελία της απόφασης του ποινικού δικαστηρίου στο ακροατήριο.

Εν προκειμένω από την προσβαλλόμενη απόφαση, την ενσωματωθείσα σ` αυτή απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, την από 16-10-2006 αγωγή της αναιρεσείουσας και τα όσα διαλαμβάνονται στο αναιρετήριο προκύπτουν τα ακόλουθα: Η αναιρεσείουσα, με την υπ` αριθ. 21-25/19-11-1991 απόφαση του Μικτού Ορκωτού του Δικαστηρίου Τριπόλεως, κηρύχθηκε ένοχη ανθρωποκτονίας των γονέων της, παράνομης οπλοφορίας, κατοχής όπλων και οπλοχρησίας και της επιβλήθηκε ποινή της ισόβιας κάθειρξης (δις). Με την υπ` αριθ. 76-86/1995 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου κηρύχθηκε αθώα των εν λόγω εγκλημάτων, η απόφαση δε αυτή κατέστη αμετάκλητη μετά την απόρριψη της αιτήσεως αναιρέσεως, που είχε ασκήσει κατ` αυτής ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου με την υπ` αριθ. 162/12-2-1997 απόφαση του Αρείου Πάγου. Το Μικτό ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου αποφάνθηκε με την ανωτέρω αθωωτική απόφασή του ότι δεν συντρέχει λόγος αποζημιώσεως της αναιρεσείουσας για το χρονικό διάστημα που αυτή κρατήθηκε, στις φυλακές και το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, ανέρχεται συνολικά σε 4 έτη και 9 μήνες. Με την ως άνω από 16-10-2006 αγωγή της, που κατατέθηκε στις 16-11-2006, η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται ότι, με την διάταξη του άρθρου 14 παρ. 6 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (που κυρώθηκε με τον ν. 2462/1997 (Α 2δ) και τέθηκε σε ισχύ από 5-8-1997), στην οποία ορίζεται ότι "εάν μια οριστική ποινική καταδίκη ακυρωθεί από ανώτερο δικαστήριο ή αν δοθεί χάρις, διότι προέκυψε ένα νέο πρόσφατα αποκαλυφθέν γεγονός που αποδεικνύει την ύπαρξη δικαστικής πλάνης, το πρόσωπο στο οποίο επιβλήθηκε ποινή εξαιτίας αυτής της καταδίκης αποζημιώνεται σύμφωνα με το νόμο, εκτός αν αποδειχθεί ότι ευθύνεται το ίδιο εξ ολοκλήρου ή εν μέρει για τη μη έγκαιρη αποκάλυψη του αγνώστου στοιχείου", καθώς και με τις διατάξεις των άρθρων 7 § 4, 20 § 1 του Συντάγματος 5 § 5 και 6 § 1 της ΕΣΔΑ, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 533 - 545 ΚΠΔ, δυνάμει των οποίων το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Ναυπλίου αποφάνθηκε αυτεπαγγέλτως αρνητικά ως προς την αξίωσή της για αποζημίωση και πλέον, δεν απαιτείται η αναγνώριση της υποχρέωσης αποζημιώσεως από το ποινικό δικαστήριο, ούτε κωλύεται η έγερση της σχετικής αγωγής από τυχόν κρίση του ποινικού δικαστηρίου ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποζημίωσης του αδίκως καταδικασθέντος όπως εν προκειμένω. Ζήτησε δε να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει να της καταβάλει ως αποζημίωση α) ποσό 148.876,27 ευρώ που απώλεσε κατά την διάρκεια της παραμονής της στη φυλακή (4 έτη και 9 μήνες) και το οποίο μετά πιθανότητας και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων θα απεκέρδαινε από την λειτουργία επιχειρήσεων καφέ - μπαρ και ενοικιαζομένων δωματίων που διατηρούσε στην περιοχή ..., β) ποσό 194.569,179 ευρώ ως θετική ζημία που υπέστη από την εκποίηση περιουσιακών της στοιχείων για να αντιμετωπίσει τα έξοδα διαβίωσή της και υπεράσπισής της στην ποινική δίκη και γ) ποσό 1.173.881,14 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω στέρησης της προσωπικής ελευθερίας της για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, αλλά και λόγω του κοινωνικού στίγματος της μητροκτόνου και πατροκτόνου που της αποδόθηκε με την άδικη ποινική διάταξη και την αρχική καταδίκη της. Με βάση το εκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα της αγωγής, τα πολιτικά δικαστήρια θα είχαν δικαιοδοσία να δικάσουν την εν λόγω υπόθεση, αν συνέτρεχε η προϋπόθεση που προέβλεπε το άρθρο 539 ΚΠΔ, όπως είχε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 26 του ν. 2315/2001, αν δηλαδή είχε προηγουμένως αναγνωρισθεί η προς αποζημίωση υποχρέωση του Δημοσίου από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο, προϋπόθεση που όπως ήδη εκτέθηκε, δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση. Η κρίση δε αυτή του ποινικού δικαστηρίου δεν μπορεί, να ελεγχθεί, ούτε παρεμπιπτόντως από τα πολιτικά δικαστήρια, τα οποία, κατά τα προεκτεθέντα δεν έχουν εξουσία να ελέγξουν την, κατ` εφαρμογή του άρθρου 536 § 1 Κ.Ποιν.Δ. (πριν από την τροποποίησή του), αυτεπάγγελτη απόφανση του αρμοδίου ποινικού δικαστηρίου, ως προς την υποχρέωση ή μη του δημοσίου προς αποζημίωση ή να διαγνώσουν αν ορθώς ή όχι αποφάνθηκε επί του ζητήματος αυτού. Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε -όπως και το πρωτοδικείο- ως απαράδεκτη την άνω αγωγή, για έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων να κρίνουν την ορθότητα ή όχι της με αριθ. 162/12-2-1997 αμετάκλητης απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Ναυπλίου ως προς το ότι δεν συντρέχει περίπτωση αποζημίωσης της αναιρεσείουσας, χωρίς αίτησή της, αλλά αυτεπαγγέλτως και χωρίς προηγούμενη ακρόαση αυτής και του Εισαγγελέα, δεν κήρυξε παρά τον νόμο απαράδεκτο, ούτε παραβίασε τις προαναφερθείσες διατάξεις του Συντάγματος και των διεθνών συμβάσεων, εφαρμόζοντας τις διατάξεις των άρθρων 533 επ. Κ.Ποιν.Δικ., γι`αυτό και οι περί του αντιθέτου πρώτος και δεύτερος από το άρθρο 559 αριθ. 1 και 14 Κ.Πολ.Δικ. λόγοι της αιτήσεως αναιρέσεως είναι αβάσιμοι. Κατ` ακολουθίαν πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: Απορρίπτει την από 22-4-2009 αίτηση της X για αναίρεση της υπ` αριθ. 1177/2009 απόφασης του Eφετείου Αθηνών. Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων πενήντα (350) ευρώ.

πηγή: lawdb.intrasoftnet.com/nomos

Δικηγορικό Γραφείο «Δημήτριος Χ. Καραγιάννης», Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.