Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Φοροδιαφυγή. Έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά συναυτουργία και κατ' εξακολούθηση. Ποινική ευθύνη εκδότη. Έκδοση εικονικών τιμολογίων από απλό ιδιώτη και διάθεσή τους σε επιχειρήσεις έναντι οικονομικού ανταλλάγματος (Άρειος Πάγος, αριθμός απόφασης 570/2012).

Περίληψη: Φοροδιαφυγή. Εκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων κατά συναυτουργία και κατ΄ εξακολούθηση. Ποινική ευθύνη εκδότη. Πραγματικά περιστατικά. Εκδοση εικονικών τιμολογίων από απλό ιδιώτη και διάθεσή τους σε επιχειρήσεις έναντι οικονομικού ανταλλάγματος. Ποινική Δικονομία. Αναίρεση. Λόγοι. Ελλειψη αιτιολογίας. Εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Απόλυτη και σχετική ακυρότητα. Υπέρβαση εξουσίας. Αίτημα αναβολής για κρείσσονες αποδείξεις και δη για διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης. Αιτιολογημένη απόρριψη του αιτήματος. Ισχυρισμοί αυτοτελείς. Ελαφρυντικές περιστάσεις. Πρότερος έντιμος βίος. Δεν αρκεί το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά. Απαιτείται επωφελής για την κοινωνία δράση. Μεταγενέστερη καλή συμπεριφορά. Δεν αρκεί η παθητική απλώς συμπεριφορά του δράστη. Αιτιολογημένη απόρριψη. Παραγραφή αδικήματος. Εναρξη παραγραφής : από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεώρησης του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου. Αναστολή παραγραφής. Επίδοση κλητηρίου θεσπίσματος. Κήρυξη του Δικαστηρίου ως κατά τόπον αναρμοδίου και παραπομπή στον αρμόδιο Εισαγγελέα. Επίδοση νέου κλητηρίου θεσπίσματος. Αιτίαση περί παραγραφής, λόγω μη αναστολή της με την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος. Το πρώτο επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα δεν καθίσταται άκυρο και ανενεργές. Δεν επήλθε ως εκ τούτου παραγραφή. Κλητήριο θέσπισμα και απαραίτητα στοιχεία αυτού. Επαρκής προσδιορισμός της πράξης. Αναφορά και της συναυτουργίας. Δεν απαιτείται εξειδίκευση της πράξης εκάστου συναυτουργού. Μέσα αποδείξεως. Καταθέσεις μαρτύρων. Γνωστοποίηση μαρτύρων. Εξέταση και στην κατ΄ έφεση δίκη μη γνωστοποιηθέντων μαρτύρων, οι οποίοι είναι παρόντες στο ακροατήριο, εάν δεν εναντιωθεί ο κατηγορούμενος. Εξέταση οικονομικών υπαλλήλων που άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα με την ιδιότητα του γραμματέα, ως μαρτύρων στο ακροατήριο. Ειδική διάταξη του αρ. 174 του ν. 2960/2001, η οποία το επιτρέπει και ισχύει και επί υποθέσεων φοροδιαφυγής. Δικαίωμα μη αυτοενοχοποιήσεως. Απαγόρευση αποδεικτικής αξιολόγησης ανωμοτί καταθέσεως του κατηγορουμένου, ενώπιον προανακριτικών υπαλλήλων. Δεν αναγνώσθηκε και δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν. Η ύπαρξή της στη δικογραφία δεν αποδεικνύει αποδεικτική αξιολόγησή της. Ποινική δίωξη. Ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά της ΔΟΥ. Μη υποβολή των αντιγράφων της οικείας έκθεσης ελέγχου μαζί με τη μηνυτήρια αναφορά δεν καθιστά την ποινική δίωξη απαράδεκτη. Αμεση η άσκηση της ποινικής δίωξης, χωρίς να έχει ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί ασκηθείσα προσφυγής. Αίτημα αναβολής μέχρι την έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής. Δεν είναι υποχρεωτική η αναβολή κατά τα ως άνω. Δικαστικά έξοδα. Επιβολή μεγαλύτερου ποσού από το οριζόμενο με την υπουργική απόφαση. Αναιρεί εν μέρει για εσφαλμένη ερμηνεία την υπ΄ αριθμ. 3231/2011 απόφαση του Τριμ. Πλημμ. Πατρών ως προς τη διάταξη για την επιβολή εξόδων και τα περιορίζει στο ανάλογο ποσό. Απορρίπτει κατά τα λοιπά αναίρεση.

[...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 19§1 εδ. α του ν. 2523/1997 "διοικητικές - ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις", "όποιος εκδίδει πλαστά ή εικονικά φορολογικά στοιχεία, καθώς και όποιος αποδέχεται εικονικά φορολογικά στοιχεία ή νοθεύει τέτοια στοιχεία, ανεξάρτητα από το αν διαφεύγει ή μη την πληρωμή φόρου, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών (3) μηνών". Κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, "θεωρείται ως πλαστό και το φορολογικό στοιχείο που έχει διατρηθεί ή σφραγιστεί με οποιονδήποτε τρόπο, χωρίς να έχει καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία της αρμόδιας φορολογικής αρχής σχετική πράξη θεώρησής του και εφόσον η μη καταχώρηση τελεί σε γνώση του υποχρέου για τη θεώρηση του φορολογικού στοιχείου. Θεωρείται επίσης ως πλαστό το φορολογικό στοιχείο και όταν το περιεχόμενο και τα λοιπά στοιχεία του πρωτότυπου ή αντίτυπου αυτού είναι διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στέλεχος του ίδιου στοιχείου". Κατά δε την παρ. 4 του ίδιου άρθρου, "εικονικό είναι το στοιχείο που εκδίδεται για συναλλαγή ανύπαρκτη στο σύνολό της ή για μέρος αυτής ή για συναλλαγή που πραγματοποιήθηκε από πρόσωπα διαφορετικά από αυτά που αναγράφονται στο στοιχείο ή το ένα από αυτά είναι άγνωστο φορολογικώς πρόσωπο, με την έννοια ότι δεν έχει δηλώσει την έναρξη του επιτηδεύματός του ούτε έχει θεωρήσει στοιχεία στην κατά τόπο αρμόδια, σύμφωνα με την αναγραφόμενη στο στοιχείο διεύθυνση, δημόσια οικονομική υπηρεσία. Εικονικό είναι επίσης το στοιχείο που φέρεται ότι εκδόθηκε ή έχει ληφθεί από εικονική εταιρία, κοινοπραξία, κοινωνία ή άλλη οποιασδήποτε μορφής επιχείρηση ή από φυσικό πρόσωπο για το οποίο αποδεικνύεται ότι είναι παντελώς αμέτοχο με τη συγκεκριμένη συναλλαγή, οπότε στην τελευταία αυτή περίπτωση η σχετική διοικητική κύρωση επιβάλλεται, καθώς και η ποινική δίωξη ασκείται κατά του πραγματικού υπευθύνου που υποκρύπτεται. Τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία συναλλαγής κατώτερη της πραγματικής θεωρούνται πάντοτε για τους σκοπούς του παρόντος νόμου ως ανακριβή, ενώ τα φορολογικά στοιχεία στα οποία αναγράφεται αξία μεγαλύτερη της πραγματικής θεωρούνται ως εικονικά κατά το μέρος της μεγαλύτερης αυτής αξίας". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του ανωτέρω εγκλήματος της φοροδιαφυγής, απαιτείται, αντικειμενικώς, η έκδοση από το δράστη πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή η αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων (και μάλιστα ανεξαρτήτως αν τα τελευταία είναι και πλαστά, αφού ο νόμος δεν θεωρεί ως εικονικά μόνο τα γνήσια), υποκειμενικώς δε δόλος, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, της πλαστότητας ή της εικονικότητας των φορολογικών στοιχείων και, επί αποδοχής της εικονικότητας αυτών, τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην έκδοση των πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων ή να αποδεχθεί εικονικά φορολογικά στοιχεία. Σκοπός του δράστη για την απόκρυψη φορολογητέας ύλης δεν απαιτείται πλέον, ως πρόσθετο στοιχείο για τη θεμελίωση της υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω εγκλήματος, σε αντίθεση προς το άρθρο 31 παρ. 1 περ. η του ν. 1591/1986, που απαιτούσε για την υποκειμενική θεμελίωσή του, πλην του βασικού δόλου, αναφορικά με τα στοιχεία της αντικειμενικής του υποστάσεως, και σκοπό του δράστη να αποκρύψει τη φορολογητέα ύλη. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 45 του ΠΚ, αν δύο ή περισσότεροι τέλεσαν από κοινού την αξιόποινη πράξη, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός. Με τον όρο "από κοινού" νοείται αντικειμενικώς σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξης και υποκειμενικώς κοινός δόλος, δηλαδή ότι ο κάθε αυτουργός θέλει ή αποδέχεται την πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του διαπραττόμενου εγκλήματος, γνωρίζοντας ότι και οι λοιποί συμμέτοχοι πράττουν με δόλο τελέσεως του ίδιου εγκλήματος και θέλει ή αποδέχεται να ενώσει τη δική του δράση με εκείνη των άλλων προς πραγμάτωση της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος. Η σύμπραξη στην εκτέλεση της κύριας πράξεως μπορεί να συνίσταται ή στο ότι καθένας πραγματώνει την όλη αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος, ή στο ότι το έγκλημα πραγματώνεται με συγκλίνουσες επί μέρους πράξεις των συμμετόχων, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, χωρίς να είναι αναγκαίο να αναφέρονται στη δικαστική απόφαση και οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεώς της από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ` του ΚΠοινΔ, όταν αναφέρονται σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη.

Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό της αποφάσεως, τα οποία αποτελούν ενιαίο σύνολο, δεν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογίας και στην περίπτωση που αυτή εξαντλείται σε επανάληψη του διατακτικού της αποφάσεως, το οποίο, όμως, εκτός από τα τυπικά στοιχεία του κατηγορητηρίου, περιέχει και πραγματικά περιστατικά τόσο αναλυτικά και με τόση πληρότητα, ώστε να καθίσταται περιττή η διαφοροποίηση της διατυπώσεως του σκεπτικού της. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι κατ` αρχήν αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως η γνώση ορισμένου περιστατικού ή σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος. Ως προς τα αποδεικτικά μέσα, που ελήφθησαν υπόψη από το δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ` είδος προσδιορισμός τους, χωρίς να απαιτείται και αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προκύπτει από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει, ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο μερικά από αυτά. Ακόμη, δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους ή να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως. Οταν δε εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν ελήφθησαν υπόψη τα άλλα, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολογήσεως γιατί δεν εξαίρονται τα άλλα. Δεν αποτελεί, όμως, λόγο αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα η εσφαλμένη εκτίμηση των μαρτυρικών καταθέσεων, η παράλειψη αξιολογήσεως και αναφοράς κάθε αποδεικτικού μέσου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του δικαστηρίου της ουσίας. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε` του ΚΠοινΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία τέτοιας διατάξεως υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ` αυτήν διαφορετική έννοια από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό αυτής και ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα παραβάσεως των άρθρων 19§§1 και 4, 21 του ν. 2523/1997 (εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων) και τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) ετών, ανασταλείσα υπό όρους.

Στο σκεπτικό της προσβαλλόμενης αποφάσεως, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο δέχθηκε, ανελέγκτως, κατά λέξη, τα εξής: "Ο κατηγορούμενος Α. Π. συνελήφθη τον Μάιο του 2002 από το Τμήμα Ασφαλείας Κέρκυρας, στο οποίο υπήρχαν πληροφορίες σχετικά με τη δράση κυκλώματος που διακινούσε εικονικά τιμολόγια με λήπτες επιχειρηματίες της Κέρκυρας και άλλων περιοχών της Ελλάδος. Στην κατοχή του βρέθηκαν και ακολούθως κατασχέθηκαν από το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) της Περιφερειακής Διεύθυνσης Ιονίων Νήσων, το οποίο κλήθηκε να συνδράμει στην υπόθεση, α) μεγάλος αριθμός φορολογικών στοιχείων (τιμολόγια, δελτία αποστολής) με αναγραφόμενα στοιχεία εκδότη τις επιχειρήσεις "............." με έδρα το ? Κέρκυρας, ".........." με έδρα ? Αττικής και "........." με έδρα την Αθήνα επί της ..., β) δύο πρωτότυπες χειροποίητες σφραγίδες με τις επωνυμίες των δύο πρώτων ως άνω επιχειρήσεων, γ) ένα πρόχειρο τετράδιο, στο οποίο υπήρχαν εγγραφές που αφορούσαν συναλλαγές με διάφορες επιχειρήσεις, προς τις οποίες εκδόθηκαν εικονικά (...) φορολογικά στοιχεία, και δ) ταχυδρομικός φάκελος με στοιχεία αποστολέα ..................." και παραλήπτη τον Ν. Α., ονοματεπώνυμο με το οποίο εμφανιζόταν συχνά στις συναλλαγές ο κατηγορούμενος και αναγραφόμενο αριθμό κινητού τηλεφώνου, που διαπιστώθηκε ότι ανήκει στον κατηγορούμενο, εντός του οποίου υπήρχαν φορολογικά στοιχεία, τα οποία εφέροντο ότι έχουν εκδοθεί από την δεύτερη ως άνω επιχείρηση προς διάφορες επιχειρήσεις και κυρίως την εταιρία ".....". Ο ανωτέρω κατηγορούμενος γνωρίστηκε με τον Κ. Χ. του Χ., μοναδικό εταίρο και εκπρόσωπο της ως άνω ομώνυμης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, με τον οποίο, κατόπιν συναπόφασης, έδρασαν ως συναυτουργοί για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα οποία διέθεταν σε διάφορες επιχειρήσεις έναντι οικονομικού ανταλλάγματος από εκείνες ανάλογου του ποσού που θα ωφελούνταν από την παράνομη επιστροφή Φ.Π.Α. ή τη μείωση της φορολογητέας ύλης που θα επετύγχαναν με τη μέθοδο της διόγκωσης των δαπανών. Τα φορολογικά αυτά στοιχεία εκδίδονταν με την επωνυμία των επιχειρήσεων ............. .....", οι οποίες ενώ εφέροντο ότι έχουν ως αντικείμενο εμπορικής δραστηριότητας, η πρώτη την εμπορία οικοδομικών και δομικών υλικών, την κατασκευή ιδιωτικών έργων, και κτιρίων και χωματουργικές εργασίες, η δε δεύτερη τις προμήθειες, διανομές και εξοπλισμούς ξενοδοχείων, καταστημάτων και σούπερ μάρκετ, στην πραγματικότητα ουδέποτε άσκησαν αυτή την εμπορική δραστηριότητα, αλλά συνεστήθησαν και λειτούργησαν αποκλειστικά και μόνο για τη νομιμοφάνεια των συναλλαγών, για τις οποίες εκδίδονταν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία. Τούτο αποδεικνύεται εκ του ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις θεώρησαν βιβλία και στοιχεία σε χρόνους που συμπίπτουν με την έναρξη της παράνομης δραστηριότητας των ανωτέρω προσώπων, σε συνδυασμό με το ότι δεν διέθεταν πραγματική έδρα για την άσκηση εμπορικής δραστηριότητας, καθώς όπως διαπιστώθηκε από τον έλεγχο που διενήργησε το Σ.Δ.Ο.Ε. Αττικής, η πρώτη τούτων δύο μόλις μήνες αφότου έκανε έναρξη εργασιών αποχώρησε σε άγνωστη διεύθυνση, η δε δεύτερη ουδέποτε δραστηριοποιήθηκε στην δηλωθείσα διεύθυνση, ούτε έχει υποβάλει δήλωση εισοδήματος ως επιτηδευματίας. Στα πλαίσια λοιπόν της ως άνω παράνομης δραστηριότητάς του ο κατηγορούμενος, κατά το χρονικό διάστημα από 10-10-2001 έως 18-4- 2002, με περισσότερες πράξεις που συνιστούν εξακολούθηση του ιδίου εγκλήματος, έχοντας κοινό δόλο και ενεργώντας από κοινού με τον Κ. Χ., εξέδωσε στην Κέρκυρα με την επωνυμία των ως άνω επιχειρήσεων και ως υποκρυπτόμενο πρόσωπο εικονικά φορολογικά στοιχεία και συγκεκριμένα: α) Κατά την οικονομική χρήση του έτους 2001 εξέδωσε πενήντα δύο (52) εικονικά φορολογικά στοιχεία σε 15 διαφορετικές επιχειρήσεις με αναγραφόμενα στοιχεία εκδότη την εταιρία "................", συνολικής καθαρής αξίας 574.308,56 €, πλέον αναλογούντος ΦΠΑ από 103.375 €, καθώς και έξι (6) εικονικά φορολογικά στοιχεία σε 3 διαφορετικές επιχειρήσεις με αναγραφόμενα στοιχεία εκδότη την εταιρία ........", συνολικής καθαρής αξίας 103.385,59 €, πλέον αναλογούντος Φ.Π.Α. από 18.609,40 € και β) κατά την οικονομική χρήση του έτους 2002 εξέδωσε δέκα επτά (17) εικονικά φορολογικά στοιχεία σε 3 διαφορετικές επιχειρήσεις με αναγραφόμενα στοιχεία εκδότη την εταιρία ".......... ........", συνολικής καθαρής αξίας 500.289,57 €, πλέον αναλογούντος Φ.Π.Α. από 90.052,10 €, καθώς και τέσσερα (4) εικονικά φορολογικά στοιχεία σε μια επιχείρηση με αναγραφόμενα στοιχεία εκδότη την εταιρία ".....................", συνολικής καθαρής αξίας 22.180,21 €, πλέον αναλογούντος Φ.Π.Α. από 3.992,38 €, όπως αυτά λεπτομερώς αναφέρονται στο διατακτικό της παρούσας. Τα ανωτέρω έπραξε ο κατηγορούμενος μολονότι γνώριζε ότι άπαντα τα προρρηθέντα φορολογικά στοιχεία ήσαν εικονικά, αφενός ως προς το πραγματικό πρόσωπο του εκδότη, που δεν ήταν οι ανωτέρω εταιρίες, οι οποίες άλλωστε δεν υφίσταντο στην αναγραφόμενη επί των στοιχείων διεύθυνση, αλλά αυτός ως υποκρυπτόμενο πρόσωπο, έχοντας όμως πλήρη γνώση της παράνομης δραστηριότητας των εν λόγω εταιριών, ότι δηλαδή υφίσταντο αποκλειστικά και μόνο για την έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, αφετέρου δε ως προς τις αναφερόμενες συναλλαγές, οι οποίες ήσαν στο σύνολό τους ανύπαρκτες. Ειδικότερα, καθόσον αφορά τις συναλλαγές, προκύπτει ότι τα αναφερόμενα στο διατακτικό τιμολόγια πώλησης, δελτία αποστολής και τιμολόγια πώλησης - δελτία αποστολής αφορούσαν ανύπαρκτες πωλήσεις εμπορευμάτων προς τις εκεί διαλαμβανόμενες λήπτριες εταιρίες, τα δε τιμολόγια παροχής υπηρεσιών αφορούσαν υπηρεσίες που ουδέποτε παρασχέθηκαν στις λήπτριες εταιρίες και τούτο αποδεικνύεται εκ του ότι οι ανωτέρω επιχειρήσεις, απ` τις οποίες φέρονται ότι εκδόθηκαν τα ως άνω εικονικά φορολογικά στοιχεία, δεν είχαν πραγματική εμπορική υπόσταση, όπως λέχθηκε, ούτε άρα τη δυνατότητα να προμηθευτούν και να πωλήσουν τα εμπορεύματα ή να παράσχουν τις υπηρεσίες που αναφέρονται στα στοιχεία αυτά. Aλλωστε ορισμένες από τις λήπτριες εταιρίες αποδέχθηκαν την εικονικότητα των συναλλαγών και πλήρωσαν το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε, όπως ενδεικτικά προκύπτει για τις επιχειρήσεις Β. Σ. ...... και Ν. Σ. και Ν. Ε. Η καθαρή συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων που εκδόθηκαν, ανέρχεται σε 1.200.163,93 €, πλέον Φ.Π.Α. συνολικής αξίας 216.028,88 €. Η ανάμειξη του κατηγορουμένου στην έκδοσή τους αποδεικνύεται, πέρα από το γεγονός ότι βρέθηκαν στην κατοχή του φορολογικά στοιχεία των επιχειρήσεων, καθώς και πρόχειρες σημειώσεις του που αφορούσαν συναλλαγές για τις οποίες εκδόθηκαν τα εικονικά φορολογικά στοιχεία, αλλά και από το ότι ο ίδιος ερχόταν σε επαφή για τη διακίνηση των εικονικών τιμολογίων με τους εκπροσώπους των ληπτριών εταιριών, όπως προέκυψε από τον έλεγχο που διενήργησαν στις εταιρίες αυτές οι υπάλληλοι του Σ.Δ.Ο.Ε., ενώ έτσι εξηγείται και η αποστολή σ` αυτόν του ταχυδρομικού φακέλου από την εταιρία .......... Βέβαια ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι προσλήφθηκε ως πωλητής, όπως κατέθεσε η μάρτυρας υπεράσπισης αδελφή του, πλην όμως ο ισχυρισμός του αυτός δεν πείθει το Δικαστήριο, καθόσον αποδεικνύεται απ` όλα τα ανωτέρω στοιχεία η ενεργός συμμετοχή του στην έκδοση των επίδικων εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Στις παραδοχές αυτές καταλήγει το Δικαστήριο χωρίς να κρίνεται αναγκαία η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης επί των τιμολογίων, την οποία αιτήθηκε ο κατηγορούμενος στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα είναι ικανά για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως σχετικά με την ουσία της υπόθεσης, ούτε, εξάλλου, είναι απαραίτητη η ιδιόχειρη από τον κατηγορούμενο σύνταξη των εικονικών τιμολογίων για να υπέχει αυτός ποινική ευθύνη για την έκδοσή τους. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος δεν ήταν εταίρος της εταιρίας "...................", όπως ο ίδιος υποστηρίζει και πράγματι αποδεικνύεται, απ` την οποία φέρονται ότι εκδόθηκαν τα περισσότερα από τα επίδικα φορολογικά στοιχεία, δεν ασκεί εν προκειμένω έννομη επιρροή και δεν αναιρεί όσα προεκτέθηκαν, καθόσον η ευθύνη του δεν θεμελιώνεται στο άρθρο 20 του Ν. 2523/1997, που προϋποθέτει έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων από νομικό πρόσωπο, αλλά στο άρθρο 19 παρ. 4 του ιδίου νόμου, που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη του προσώπου που υποκρύπτεται στην έκδοση τέτοιων εικονικών στοιχείων. Με βάση τα παραπάνω ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της κατ` εξακολούθηση έκδοσης των αναφερόμενων στο διατακτικό εικονικών φορολογικών στοιχείων, τα οποία ως συναυτουργός με τον Κ. Χ. του Χ. εξέδωσε προς τις εκεί αναφερόμενες λήπτριες εταιρίες". Στο δε διατακτικό παρατίθενται και αναλυτικοί πίνακες των εικονικών φορολογικών στοιχείων. Με αυτά που δέχθηκε, το δικάσαν Τριμελές Πλημμελειοδικείο διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την απαιτούμενη από τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σ` αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του άνω εγκλήματος της φοροδιαφυγής δια της εκδόσεως εικονικών φορολογικών στοιχείων, τις αποδείξεις από τις οποίες συνήγαγε τα περιστατικά αυτά και τους συλλογισμούς, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των άρθρων 26 παρ.1α, 27 παρ. 1,45, 98 του ΠΚ και 19§§ 1 και 4 και 21 του ν.2523/1997, τις οποίες ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, με ελλιπή, δηλαδή, ή αντιφατική αιτιολογία. Οι ειδικότερες αντίθετες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος είναι αβάσιμες, αφού: α) Το Δικαστήριο αιτιολογημένα απέρριψε τον (αρνητικό της κατηγορίας και όχι αυτοτελή) ισχυρισμό του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου ότι έπρεπε να κηρυχθεί αυτός αθώος γιατί τύγχανε απλός ιδιώτης και όχι εταίρος της Μονοπρόσωπης ΕΠΕ Κ. Χ., με την παραδοχή ότι αυτός πράγματι δεν ήταν εταίρος της άνω εταιρίας, πλην η ευθύνη του θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 19§4 του ν. 2523/1997, που προβλέπει και τιμωρεί την πράξη του προσώπου που υποκρύπτεται στην έκδοση εικονικών φορολογικών στοιχείων, και όχι σ` αυτήν του άρθρου 20, που προϋποθέτει έκδοση τέτοιων στοιχείων από νομικό πρόσωπο. β) Για την πληρότητα της αιτιολογίας δεν ήταν είναι αναγκαίο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, να αναφέρονται οι επί μέρους πράξεις καθενός από τους συναυτουργούς, ήτοι του αναιρεσείοντος και του Κ. Χ., αρκεί δε η παραδοχή ότι ο πρώτος ενέργησε από κοινού με τον δεύτερο, με τον οποίο είχε κοινό δόλο, έδρασε ως υποκρυπτόμενο πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν τα στοιχεία που αναφέρονται παραπάνω. γ) Αιτιολογημένα κρίθηκε ότι αποδείχθηκε η ενεργός συμμετοχή του αναιρεσείοντος στην έκδοση, από κοινού με τον Κ. Χ., των ενδίκων φορολογικών στοιχείων, χωρίς να ήταν απαραίτητη και η ιδιόχειρη σύνταξή τους από αυτόν. δ) Αιτιολογημένα απορρίφθηκε ο (αρνητικός της κατηγορίας) ισχυρισμός του αναιρεσείοντος ότι είχε προσληφθεί ως πωλητής στην εταιρία του Κ. Χ., με την παραδοχή ότι αυτός αναμίχθηκε ενεργά στην έκδοση των εικονικών φορολογικών στοιχείων, όπως αποδείχθηκε αφενός από το ότι βρέθηκαν στην κατοχή του φορολογικά στοιχεία των επιχειρήσεων και πρόχειρες σημειώσεις του που αφορούσαν συναλλαγές για τις οποίες εκδόθηκαν αυτά και αφετέρου από το ότι ο ίδιος ερχόταν σε επαφή για τη διακίνηση των εικονικών στοιχείων με τους εκπροσώπους των ληπτριών εταιριών. Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Ε, ένατος και εντέκατος λόγοι αναιρέσεως, κατά τα σημεία αυτών, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Οι ίδιοι λόγοι, κατά το μέρος, με το οποίο αιτιώνται την προσβαλλόμενη απόφαση για εσφαλμένη εκτίμηση αποδεικτικών μέσων (καταθέσεων μαρτύρων κατηγορίας Θ. Γ., Α. Π., υπερασπίσεως Χ. Π.), είναι απαράδεκτοι, γιατί, με την επίφαση της ελλείψεως ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας.

Περαιτέρω, για το ορισμένο του από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ προβλεπόμενου λόγου αναιρέσεως για "έλλειψη από την απόφαση της ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα", πρέπει στην έκθεση αναιρέσεως να προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο ή τα συγκεκριμένα πληττόμενα κεφάλαια της αποφάσεως, ποιες είναι οι τυχόν ελλείψεις ή ασάφειες ή οι αντιφατικές αιτιολογίες κ.λπ. (Ολ ΑΠ 19/2001). Διαφορετικά, ο λόγος απορρίπτεται ως απαράδεκτος. Στην προκειμένη περίπτωση, στον πρώτο λόγο της αιτήσεως διαλαμβάνονται, κατά πιστή μεταφορά, τα εξής: "Επειδή η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, παρά τον Νόμο στερείται παντελώς της κατά τα άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, μη εμπεριέχουσα τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου του Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών για τα στοιχειοθετούντα τόσο την αντικειμενική όσο και την υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος του άρθρου 19 του Ν. 2523/1997, άλλως αυτά αναφέρονται ασαφώς, ούτως ώστε να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος όλων των συλλογισμών εκείνων με τους οποίους οδηγήθηκε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο του Τριμελούς Πλημ/κείου Πατρών στην καταδικαστική κρίση του, απορρίπτοντας με ανύπαρκτη, άλλως ελλιπέστατη αιτιολογία όλους τους προβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς και ενστάσεις μου". Έτσι, όμως, διατυπούμενος ο λόγος αυτός είναι εντελώς αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτιμήσεως και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, αφού δεν προσδιορίζεται σε τι συνίσταται η έλλειψη της αιτιολογίας που αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Σύμφωνα με το άρθρο 352 §3 του ΚΠοινΔ, παρέχεται και στον κατηγορούμενο το δικαίωμα να ζητήσει αναβολή της δίκης για κρείσσονες αποδείξεις, ήτοι και για τη διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, εναπόκειται όμως στην κυριαρχική κρίση του δικαστηρίου να διατάξει την εν λόγω αναβολή, αν κρίνει ότι οι αποδείξεις αυτές είναι αναγκαίες για να μορφώσει την κατά το άρθρο 177 του ίδιου Κώδικα δικανική του πεποίθηση. Εξάλλου, η ειδική, κατά τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠοινΔ, και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, από την έλλειψη της οποίας ιδρύεται λόγος αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, απαιτείται όχι μόνο για την απόφαση περί της ενοχής, δηλαδή την καταδικαστική ή απαλλακτική για την κατηγορία απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για όλες τις αποφάσεις, ανεξαρτήτως αν αυτές είναι οριστικές ή παρεμπίπτουσες ή αν η έκδοσή τους αφήνεται στη διακριτική, ελεύθερη ή ανέλεγκτη κρίση του δικαστή που τις εξέδωσε. Έτσι, η παρεμπίπτουσα απόφαση που απορρίπτει αίτηση του κατηγορουμένου περί αναβολής δίκης για κρείσσονες αποδείξεις πρέπει να είναι ιδιαίτερα αιτιολογημένη, υπό την προϋπόθεση ότι υποβάλλεται παραδεκτώς και είναι ορισμένη. Διαφορετικά, ιδρύεται ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως, για ελλιπή αιτιολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο κατηγορούμενος υπέβαλε, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, το αίτημα να διαταχθεί η διεξαγωγή γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, για να αποδειχθεί ότι τα ένδικα εικονικά φορολογικά στοιχεία δεν συντάχθηκαν από αυτόν. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε το αίτημα αυτό με την παραδοχή, όπως αναφέρθηκε, ότι δεν κρίνεται αναγκαία η διενέργεια γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης, γιατί τα υπάρχοντα στοιχεία είναι ικανά για το σχηματισμό δικανικής πεποιθήσεως, ενώ δεν ήταν απαραίτητη η ιδιόχειρη από τον κατηγορούμενο σύνταξη των τιμολογίων. Η αιτιολογία αυτή είναι ειδική και εμπεριστατωμένη, αφού εκτίθενται οι λόγοι για τους οποίους έκρινε αυτό ότι δεν συνέτρεχε λόγος να διαταχθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη (επάρκεια αποδείξεων, όχι απαραίτητη η σύνταξη από τον ίδιο τον αναιρεσείοντα των τιμολογίων). Επομένως, οι αυτοί ως άνω ένατος και εντέκατος λόγοι αναιρέσεως, κατά το σημείο με το οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 10 του ν. 2523/1997, ορίζεται ότι η παραγραφή των αδικημάτων του παρόντος νόμου αρχίζει από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε ή, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, λόγω παρόδου της προθεσμίας προς άσκησή της. Η διάταξη αυτή ισχύει, εφόσον ο νόμος δεν κάνει διάκριση, και επί των εγκλημάτων του άρθρου 19 του νόμου, έστω και αν για τα εγκλήματα αυτά η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. 3 αυτού, με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά, και δεν έχει προϋπόθεση, όπως ισχύει για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του ίδιου νόμου, την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκα και, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση της προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής (άρθρο 21 παρ. 2 εδ. 1 του ν. 2523/1997). Από το γεγονός ότι στην περί παραγραφής διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. α ο νόμος θέτει ως αφετηρία της παραγραφής την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της ασκηθείσας προσφυγής κ.λπ., και κατά τούτο εναρμονίζεται με την τιθέμενη στο άρθρο 21 παρ. 2 εδ. α δικονομική προϋπόθεση της ασκήσεως της ποινικής διώξεως για τα αδικήματα των άρθρων 17 και 18 του νόμου, δεν προκύπτει ότι για το αδίκημα του άρθρου 19, για το οποίο τίθεται διάφορη προϋπόθεση για την άσκηση της ποινικής διώξεως, ο νόμος με ηθελημένο κενό άφησε αρρύθμιστο το θέμα της παραγραφής του τελευταίου αυτού αδικήματος, ώστε επ` αυτού, αναφορικά με τον χρόνο τελέσεως, να ισχύουν οι γενικές περί παραγραφής διατάξεις του ΠΚ.

Με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 8 του ν. 2954/2001 "περί φορολογικών ρυθμίσεων κ.λπ.", στην παράγραφο 10 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997 προστέθηκε διάταξη (δεύτερο εδάφιο), κατά την οποία, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου, η παραγραφή αρχίζει από το χρόνο διαπιστώσεως του αδικήματος, ο οποίος προσδιορίζεται από την ημερομηνία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου, από τον προϊστάμενο της αρχής που ενήργησε τον έλεγχο. Η τελευταία, όμως, αυτή μεταγενέστερη ρύθμιση, που δεν έγινε για να καλύψει, κατά τα προεκτεθέντα, νομικό κενό, είναι ευμενέστερη, για το δράστη της αξιόποινης πράξεως του άρθρου 19, εκείνης του προηγούμενου δικαίου, κατά την οποία η παραγραφή άρχιζε από την τελεσιδικία της αποφάσεως επί της προσφυγής που ασκήθηκε σχετικά και, σε περίπτωση μη άσκησης προσφυγής, από την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, αφού καθορίζει προγενέστερο χρόνο για την έναρξη αυτής και, επομένως, θα τύχει εφαρμογής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του ΠΚ, και για τα εγκλήματα που τελέσθηκαν προ της ισχύος της (2.11.2001). Περαιτέρω, κατά τα άρθρα 111, 112 και 113 παρ. 2 του ΠΚ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 παρ.6 του Ν. 2408/1996, το αξιόποινο της πράξεως εξαλείφεται με την παραγραφή, της οποίας ο χρόνος για τα πλημμελήματα είναι πέντε (5) έτη και αρχίζει από την ημέρα που τελέστηκε η αξιόποινη πράξη, εκτός αν άλλως ορίζεται (όπως στα εγκλήματα του άρθρου 19 του ν. 2523/1997), αναστέλλεται δε για όσο χρόνο διαρκεί η κύρια διαδικασία και μέχρι να γίνει αμετάκλητη η καταδικαστική απόφαση, όχι όμως πέρα από τρία έτη. Η κυρία διαδικασία, όπως συνάγεται από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 307 επ., 314, 320-321, 339-340 και 343 του ΚΠοινΔ, αρχίζει είτε με την έναρξη της προπαρασκευαστικής διαδικασίας, δηλαδή με την επίδοση στον κατηγορούμενο της κλήσεως ή του κλητηρίου θεσπίσματος, με τα οποία καλείται στο ακροατήριο, είτε με την εμφάνιση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και τη μη εναντίωσή του στη συζήτηση της υποθέσεως. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 320§2 εδ. α και 321§§1 εδ. α στοιχ. β και 4 του ΚΠοινΔ σε συνδυασμό με αυτές των άρθρων 120§2 και 121 εδ. α του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι, για να αρχίσει η επιφέρουσα την αναστολή της παραγραφής κύρια διαδικασία, αρκεί το επιδιδόμενο στον κατηγορούμενο κλητήριο θέσπισμα (ή η κλήση) να περιέχει, πλην άλλων, και προσδιορισμό του δικαστηρίου, στο οποίο καλείται αυτός να εμφανιστεί, δεν είναι δε αναγκαίο το αναγραφόμενο δικαστήριο να είναι πράγματι το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση. Η τυχόν δε αναγραφή στο επιδιδόμενο έγγραφο άλλου, από το αρμόδιο να δικάσει την υπόθεση, δικαστηρίου, δεν καθιστά αυτό άκυρο και ανενεργό ως προς τις έννομες συνέπειές του, δηλαδή και ως προς την αναστολή της παραγραφής, η οποία επήλθε με αυτό (Ολ ΑΠ 2/1997). Εξάλλου, η ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία των αποφάσεων πρέπει να επεκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς, εκείνους δηλαδή που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας, σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ. 2 και 333 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξεως ή της ικανότητας για καταλογισμό ή στη μείωση αυτής ή στην εξάλειψη του αξιόποινου της πράξεως ή τη μείωση της ποινής, εφόσον, όμως, αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για τη θεμελίωσή τους. Διαφορετικά, το δικαστήριο της ουσίας δεν υπέχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους. Τέτοιος ισχυρισμός είναι και ο περί παραγραφής της πράξεως, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην οριστική παύση της ποινικής διώξεως του κατηγορουμένου. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, πρόβαλε, δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, τον αυτοτελή ισχυρισμό, ότι η ένδικη πράξη είχε υποκύψει στην πενταετή παραγραφή, γιατί αυτός, με το από 9.9.2008 και με αριθ. Α-02/2659 κλητήριο θέσπισμα, παραπέμφθηκε να δικασθεί στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, το οποίο, όμως, με την υπ` αριθ. 2770/2009 απόφασή του, κηρύχθηκε αναρμόδιο κατά τόπον και παρέπεμψε την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, ο οποίος, με το υπ` αριθ. 628/22.9.2009 (νέο) κλητήριο θέσπισμα, εισήγαγε την υπόθεση στο Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πατρών, και ότι, επομένως, η αναστολή της παραγραφής, που είχε επέλθει με την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος, ανατράπηκε, οπότε, από τη χρονολογία θεωρήσεως του οικείου πορίσματος του φορολογικού ελέγχου (31.5.2004) μέχρι την επίδοση του (νέου) κλητηρίου θεσπίσματος, παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον της πενταετίας, τοσούτω μάλλον, καθόσον δεν έχει συνταχθεί έκθεση ελέγχου από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Γ Πατρών. Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό (ο οποίος είχε προβληθεί και πρωτοδίκως και απορρίφθηκε και απετέλεσε και λόγο εφέσεως, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας) με την αιτιολογία, μετά από παράθεση νομικής σκέψεως, ότι: "Με το από 8-9-2008 κλητήριο θέσπισμα του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, που επιδόθηκε στον κατηγορούμενο Α. Π. στις 24-3-2009, ο τελευταίος παραπέμφθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας για να δικαστεί ως υπαίτιος της πράξης του άρθρου 19 Ν. 2523/1997. Το Δικαστήριο αυτό με την 2770/2009 απόφασή του κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών, οπότε του κοινοποιήθηκε νέο κλητήριο θέσπισμα στις 25-9-2009, με το οποίο παραπέμφθηκε στο ακροατήριο του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών. Το πόρισμα του φορολογικού ελέγχου όμως θεωρήθηκε από τον προϊστάμενο της αρχής που διενήργησε τον έλεγχο στις 31-3-2004 και συνεπώς, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, έκτοτε αρχίζει η παραγραφή του αποδιδόμενου στον κατηγορούμενο εγκλήματος, η οποία δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 24-3- 2009, όταν επιδόθηκε σ αυτόν το αρχικό κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο επήλθε αναστολή της παραγραφής, αφού το γεγονός ότι δεν ήταν αρμόδιο το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Κέρκυρας, στο οποίο παραπεμπόταν, δεν καθιστά άκυρο και ανενεργές, ως προς τις έννομες συνέπειές του, το παραπάνω νομίμως επιδοθέν κλητήριο θέσπισμα, ως εισαγωγικό έγγραφο της κύριας διαδικασίας στο ακροατήριο.

Εξάλλου, δεν αληθεύει ότι δεν έχει συνταχθεί για τον παρόντα κατηγορούμενο ξεχωριστή έκθεση ελέγχου καθώς υπάρχει στη δικογραφία η υπ` αριθμ. 88/2004 με στοιχεία ελεγχόμενου προσώπου "Α. Π.", η οποία είναι η προβλεπόμενη από το νόμο και από τη θεώρηση της οποίας (στις 31-3-2004) άρχεται η παραγραφή του αποδιδόμενου σ` αυτόν εγκλήματος, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν". Με αυτά που δέχθηκε, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε, ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ορθώς δε, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ερμήνευσε τις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, καθόσον η παραγραφή για όλες τις μερικότερες πράξεις του ενδίκου κατ` εξακολούθηση εγκλήματος άρχισε από τη θεώρηση της εκθέσεως ελέγχου και δεν είχε συμπληρωθεί κατά την επίδοση του πρώτου κλητηρίου θεσπίσματος, η έννομη συνέπεια του οποίου ως προς την έναρξη της αναστολής της παραγραφής δεν ανατράπηκε με την κήρυξη του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας αναρμοδίου και την παραπομπή της υποθέσεως στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ, Ε και Β του ΚΠοινΔ, τρίτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω ουσιαστικών διατάξεων ως προς την κρίση του για την απόρριψη του ειρημένου ισχυρισμού του, ενώ αφέθηκε μέρος του ισχυρισμού του (ότι έπρεπε να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη για τις πράξεις που τελέστηκαν πριν από τις 2.11.2001) αδίκαστο, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 500 εδ. ε του ΚΠοινΔ, εφαρμόζονται και στην κατ` έφεση δίκη, μεταξύ άλλων, και οι διατάξεις του άρθρου 326, κατά το εδ. α της παρ. 1 του οποίου "ο αρμόδιος εισαγγελέας πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δημόσια συνεδρίαση επιδίδει στον κατηγορούμενο που παραπέμπεται να δικαστεί σε οποιοδήποτε ποινικό δικαστήριο, εκτός από το πταισματοδικείο και το μονομελές πλημμελειοδικείο, κατάλογο των μαρτύρων κατηγορίας που θα εξεταστούν". Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 502 παρ. 1 εδ. β του ίδιου Κώδικα, "εκτός από τους μάρτυρες που κλητεύθηκαν, το δικαστήριο μπορεί να εξετάσει και άλλους μάρτυρες, αν είναι παρόντες στο ακροατήριο, και αν ακόμη τα ονόματά τους δεν γνωστοποιήθηκαν, ύστερα από αίτηση του εισαγγελέα, ή κάποιου από τους διαδίκους, ή και αυτεπαγγέλτως". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μπορούν να εξεταστούν στην κατ` έφεση δίκη και μάρτυρες του κατηγορητηρίου, τα ονόματα των οποίων δεν γνωστοποιήθηκαν στον κατηγορούμενο, εφόσον είναι παρόντες στο ακροατήριο, μόνο δε αν ο κατηγορούμενος εναντιωθεί στην εξέτασή τους και το δικαστήριο αρνηθεί να τον ακούσει ή παραλείψει να αποφανθεί επέρχεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας, κατ` άρθρο 171§1 στοιχ. δ του ΚΠοινΔ και ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 510§1 στοιχ. Β του ίδιου Κώδικα. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, αντέλεξε στην εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας (από τους οποίους εμφανίστηκαν οι Θ. Γ. και Α. Π.), γιατί τα ονόματά τους δεν αναγράφονταν στις κλήσεις που επιδόθηκαν σ` αυτόν και στο συνήγορό του. Επί των αντιρρήσεων αυτών, απάντησε το Δικαστήριο, μετά την παράθεση νομικής σκέψεως επί του άρθρου 502, ότι "πρέπει να εξετασθούν οι ενώπιόν του κλητευθέντες και παρευρισκόμενοι μάρτυρες του κατηγορητηρίου Θ. Γ. και Α. Π., των οποίων τη μαρτυρία θεωρεί απαραίτητη, ανεξάρτητα του αν γνωστοποιήθηκαν στον εκκαλούντα - κατηγορούμενο με την κλήση προς εμφάνιση στο Δικαστήριο". Ορθώς, λοιπόν, και αιτιολογημένα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τις ως άνω αντιρρήσεις του αναιρεσείοντος, δεν στέρησε δε αυτόν από το δικαίωμα ακροάσεως, αφού απάντησε στην εναντίωσή του, και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β του ΚΠοινΔ, δεύτερος λόγος αναιρέσεως (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει και στο στοιχ. Ε, παρά το ότι οι ως άνω διατάξεις του ΚΠοινΔ δεν είναι ουσιαστικές ποινικές), με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Β` του ΚΠοινΔ, ως λόγος αναιρέσεως της αποφάσεως μπορεί να προταθεί και η σχετική ακυρότητα που επήλθε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο (άρθρο 170 παρ. 1), εφόσον δεν καλύφθηκε σύμφωνα με τα άρθρα 173 και 174 του ίδιου Κώδικα. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 321 παρ. 1 στοιχ. δ` του ΚΠοινΔ, το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει, μεταξύ άλλων στοιχείων, τον ακριβή καθορισμό της πράξεως, για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, ήτοι να καθορίζονται επακριβώς τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση εγκλήματος, όπως αυτό τυποποιείται στο νόμο, για να είναι σε θέση ο κατηγορούμενος να λάβει γνώση της αποδιδόμενης σ` αυτόν κατηγορίας και να προετοιμάσει ανάλογα την υπεράσπισή του. Τα ίδια προβλέπονται και από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. α` και β` της ΕΣΔΑ, που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και αποτελεί εγχώριο δίκαιο, το οποίο ορίζει ότι κάθε κατηγορούμενος έχει δικαίωμα α) να πληροφορείται στη βραχύτερη προθεσμία, στη γλώσσα την οποία εννοεί και με κάθε λεπτομέρεια, τη φύση και το λόγο της εναντίον του κατηγορίας και β) να διαθέτει το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες για την προετοιμασία της υπεράσπισής του. Αν δεν περιέχεται στο κλητήριο θέσπισμα ο ακριβής καθορισμός της πράξεως για την οποία κατηγορείται ο κατηγορούμενος, τότε αυτό και μαζί του η κλήτευση του τελευταίου στο ακροατήριο είναι άκυρα, σύμφωνα με το άρθρο 321 παρ. 4 του ΚΠοινΔ. Την ακυρότητα αυτή του κλητηρίου θεσπίσματος, που είναι σχετική και αφορά σε πράξη προπαρασκευαστική της διαδικασίας στο ακροατήριο, αν δεν καλυφθεί, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος εμφανιστεί στη δίκη και προβάλλει εγκαίρως αντίρρηση για την πρόοδό της, μπορεί, εφόσον η σχετική ένστασή του απορρίφθηκε, να την προτείνει, επαναφέροντάς την με λόγο εφέσεως και στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 173 παρ. ΚΠοινΔ). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επιτρεπτή, για τον έλεγχο του παραδεκτού και της βασιμότητας των λόγων αναιρέσεως, επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος πρότεινε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου τους ισχυρισμούς ότι το κλητήριο θέσπισμα που του επιδόθηκε ήταν άκυρο, γιατί α) δεν αναφερόταν σ` αυτό ότι ο καθένας συναυτουργός γνώριζε και ήθελε ή αποδέχθηκε τη σύμπραξη, ότι είχε, δηλαδή, τον ίδιο με τον άλλο δόλο σχετικά με την από κοινού ολοκλήρωση του εγκλήματος, ούτε εξειδικευόταν η πράξη κάθε συναυτουργού και β) χαρακτηρίζονταν τα φορολογικά στοιχεία ταυτοχρόνως ως πλαστά και εικονικά, ενώ δεν εξειδικευόταν ποιος από τους προβλεπόμενους από τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 19 του ν. 2523/1997 τρόπους εικονικότητας συνέτρεχε. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείου Πατρών, με την υπ` αριθ. 12221/2009 απόφασή του, απέρριψε τους ισχυρισμούς αυτούς, ο δε αναιρεσείων περιέλαβε σχετικούς λόγους στην έφεσή του, τους επανέφερε δε και ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου. Το τελευταίο, αφού παράθεσε νομικές σκέψεις, τους απέρριψε με την αιτιολογία, όσον αφορά τον πρώτο, ότι: "Το κλητήριο θέσπισμα, με το οποίο παραπέμφθηκε ο κατηγορούμενος Α. Π. στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αφενός αναφέρει ρητά ότι τέλεσε την αξιόποινη πράξη έχοντας κοινό δόλο και από κοινού με τον Κ. Χ., δηλαδή γίνεται μνεία των στοιχείων του συναυτουργικού δόλου, που συνίσταται στην γνώση και θέληση ή αποδοχή της σύμπραξης με τον άλλον συναυτουργό για την ολοκλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφετέρου δε παραθέτει το άρθρο 45 ΠΚ, που είναι αναγκαίο για τη στοιχειοθέτηση της έννοιας της συναυτουργίας, ενώ δεν ήταν απαραίτητο για το κύρος αυτού να γίνεται εξειδίκευση των ενεργειών κάθε συναυτουργού, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, πολύ δε περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση ο συναυτουργός του εδώ κατηγορουμένου, Κ. Χ., δεν είναι συγκατηγορούμενος αυτού, καθόσον έχει παύσει οριστικά ως προς αυτόν η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής με την 2770/2009 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κερκύρας (από φανερή παραδρομή έχει αναγραφεί ο αριθμός 23770)". Και όσον αφορά τον δεύτερο, ότι: "Στο κλητήριο θέσπισμα αναφέρεται ρητά ότι ο κατηγορούμενος εξέδωσε εικονικά φορολογικά στοιχεία χωρίς να κάνει αναφορά σε πλαστά φορολογικά στοιχεία και να αφήνει αμφιβολία στον τελευταίο σχετικά με την πράξη για την οποία κατηγορείται". Από την επισκόπηση δε του αντίτυπου του κλητηρίου θεσπίσματος που υπάρχει στη δικογραφία, στην οποία επιτρεπτώς προβαίνει ο Aρειος Πάγος, κατά το άρθρο 321 παρ. 5 του ΚΠοινΔ, για την έρευνα του προβαλλόμενου λόγου ακυρότητάς του, προκύπτει ότι τούτο διέλαβε στο περιεχόμενό του ότι "κατηγορείται ως υπαίτιος...και συγκεκριμένα κατόπιν της θεωρημένης την 31/3/04 έκθεσης...διαπιστώθηκε ότι ο κατηγορούμενος έχοντας κοινό δόλο και ενεργώντας από κοινού με τον Κ. Χ.,...ο οποίος παραπέμφθηκε ήδη σε δίκη...εξέδωσε κατά τη χρήση 2001, 52 εικονικά φορολογικά στοιχεία...και 6 εικονικά φορολογικά στοιχεία...,κατά τη χρήση δε 2002, εξέδωσε 17 εικονικά φορολογικά στοιχεία...και 4 εικονικά φορολογικά στοιχεία...όπως αναλυτικά περιγράφονται στον παρακάτω πίνακα:...". Το κλητήριο, λοιπόν, θέσπισμα περιγράφει, και μάλιστα λεπτομερώς, την εξακολουθητική πράξη, την οποία τέλεσε ο κατηγορούμενος, ενώ δεν ήταν αναγκαίο, όπως εκτίθεται σε προηγούμενη σκέψη της παρούσας, να εξειδικεύονται οι πράξεις κάθε συναυτουργού, ανεξαρτήτως αν, όσον αφορά τον συναυτουργό Κ. Χ., έχει ήδη παύσει η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής (όπως κρίθηκε με την υπ` αριθ. 2770/2009 παραπεμπτική, για τον αναιρεσείοντα, απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Κέρκυρας, γιατί, όπως από την επισκόπηση αυτής προκύπτει, δεν είχε επιδοθεί σ` αυτόν το κλητήριο θέσπισμα και, εν τω μεταξύ, παρήλθε πενταετία).

Επομένως, οι, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Β και Δ του ΚΠοινΔ, τέταρτος και έβδομος λόγοι αναιρέσεως, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση, κατ` εκτίμηση, για σχετική ακυρότητα που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο και για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη των ως άνω ισχυρισμών (με τον έβδομο δε και για υπέρβαση εξουσίας - άρθρο 510§1 στοιχ. Η του ΚΠοινΔ), είναι αβάσιμοι και απορριπτέοι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 174 του ν. 2960/2001 "Εθνικός Τελωνειακός Κώδικας", η οποία, κατ` άρθρο 30§23 του ν. 3296/2004 "φορολογία εισοδήματος, κ.λπ.", εφαρμόζεται αναλόγως και για το σύνολο των υποθέσεων του προσωπικού της Υπηρεσίας Ειδικών Ελέγχων [το οποίο, με την παρ. 1 του άρθρου 88 του ν. 3842/2010, μετονομάστηκε σε Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.)], ανεξάρτητα από τον κλάδο στον οποίο ανήκουν, "οποιοσδήποτε Οικονομικός Υπάλληλος (Οικονομικός Επιθεωρητής, Υπάλληλος Τελωνείου, Δημοσίων Οικονομικών Υπηρεσιών, Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος), όταν ενεργεί ανακριτικές πράξεις για λαθρεμπορία ή συμμετέχει σε αυτές, δεν αποκλείεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο". Από τη διάταξη αυτή, η οποία είναι ειδική σε σχέση με αυτές των άρθρων 211, 14 και 25 του ΚΠοινΔ και, επομένως, υπερισχύει αυτών, συνάγεται σαφώς ότι και σε υποθέσεις φοροδιαφυγής από έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, ο υπάλληλος του ΣΔΟΕ, ο οποίος άσκησε προανακριτικά καθήκοντα με την ιδιότητα του γραμματέα, δεν κωλύεται να εξεταστεί ως μάρτυρας, για την ίδια υπόθεση, στο ακροατήριο, κατά μείζονα δε λόγο και στην προανάκριση, χωρίς να δημιουργείται λόγος αποκλεισμού του κατά τις ανωτέρω διατάξεις του ΚΠοινΔ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων - κατηγορούμενος είχε προτείνει, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, τον ισχυρισμό ότι: Στις προανακριτικές καταθέσεις των Κ. Π., Γ. Φ., Σ. Γ., Α. Π. (αναιρεσείοντος), που δόθηκαν την 20.5.2002 η δεύτερη και την 22.5.2002 οι λοιπές, άσκησε καθήκοντα Γραμματέα ο Θ. Γ., ο οποίος εξετάστηκε και ως μάρτυρας ενώπιον της Β. Π., Διευθύντριας του ΣΔΟΕ, και του Γραμματέα Ι. Ν.. Η συμμετοχή του δε στην ίδια υπόθεση υπό τις ιδιότητες του γραμματέα και του μάρτυρα δεν ήταν νόμιμη και συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού, κατ` άρθρο 14 του ΚΠοινΔ, ενώ όλες οι πράξεις, που έγιναν με τη συμμετοχή του, είναι άκυρες. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την απόφαση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, στη συνέχεια δε έχει περιληφθεί στην έκθεση εφέσεως, επαναφέρθηκε δε νόμιμα και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Το τελευταίο, αφού παράθεσε νομική σκέψη, τον απέρριψε με την αιτιολογία ότι "οι ακυρότητες που επικαλείται ο κατηγορούμενος, είτε θεωρηθούν απόλυτες είτε σχετικές, έπρεπε να προταθούν το αργότερο μέχρι του ανωτέρω χρονικού ορίου (της αμετάκλητης παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο) και όχι το πρώτον ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, αφού είχαν ήδη καλυφθεί". Όμως, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, στην ένδικη υπόθεση, ο ως άνω μάρτυρας, υπάλληλος του ΣΔΟΕ, ο οποίος συνέταξε και το πόρισμα της προκαταρκτικής εξετάσεως, μπορούσε να ασκήσει χρέη γραμματέα και να εξεταστεί ως μάρτυρας στην ίδια υπόθεση τόσο στο ακροατήριο όσο και στην προανάκριση. Ο ισχυρισμός, λοιπόν, αυτός δεν ήταν νόμιμος και το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να απαντήσει, ως εκ περισσού δε τον απέρριψε με την ειρημένη αιτιολογία, ανεξαρτήτως του ότι, όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 25 και 26 του ΚΠοινΔ, οι πράξεις των προανακριτικών υπαλλήλων, και αν, στο πρόσωπό τους, συνέτρεχε λόγος αποκλεισμού ή εξαιρέσεως, σε κάθε περίπτωση παραμένουν έγκυρες. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α και Β του ΚΠοινΔ, πέμπτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για απόλυτη, άλλως σχετική, ακυρότητα της διαδικασίας, συνισταμένη στο ότι η συμμετοχή του ανωτέρω Θ. Γ. στην υπόθεση του αναιρεσείοντος με τις ιδιότητες του γραμματέα και του μάρτυρα δεν ήταν νόμιμη και έπρεπε να αποκλεισθεί αυτός από τη συμμετοχή του στην προκαταρκτική εξέταση σε βάρος του, να κηρυχθούν άκυρες όλες οι σχετικές πράξεις, καθώς και ολόκληρη η ποινική δικογραφία που στηρίζεται σ` αυτές, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Η κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 31 παρ. 2 εδ. β` και 105 παρ. 2 εδ. β` του ΚΠοινΔ ανάγνωση και αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της ανωμοτί καταθέσεως που έδωσε κατά το στάδιο της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως ή της καταθέσεώς του επί ενόρκου διοικητικής εξέτασης (ΕΔΕ), αν έγινε κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο μετά την 4-6-1996, επάγεται απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ. του ίδιου Κώδικα, που θεμελιώνει έτσι λόγο αναιρέσεως κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠοινΔ (Ολ ΑΠ 2/1999, Ολ ΑΠ 1/2004). Η παραμονή, όμως, της έγγραφης εξετάσεως του υπόπτου που έλαβε χώρα κατά το στάδιο της προανακρίσεως (όχι αυτεπάγγελτης) ή στο πλαίσιο της διενεργηθείσης ένορκης διοικητικής εξετάσεως, στο φάκελο της δικογραφίας και όχι στο αρχείο της Εισαγγελίας (στην περίπτωση που έχει αποσταλεί και σ` αυτήν από την αρμόδια διοικητική αρχή που διενήργησε την ΕΔΕ), όπως πρέπει σύμφωνα με το άρθρο 31 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, χωρίς αυτή να αξιοποιηθεί περαιτέρω, δεν ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί ο κατηγορούμενος δεν στερείται κάποιου υπερασπιστικού δικαιώματος που του παρέχει ο νόμος, σχετικά με το εν λόγω αποδεικτικό μέσο.

Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 31, 105 και 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ προκύπτει ότι απαγορεύεται η ανάγνωση και η αποδεικτική αξιοποίηση σε βάρος του κατηγορουμένου της καταθέσεώς του που έγινε κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξετάσεως ή της ένορκης ή χωρίς όρκο καταθέσεως που έδωσε κατά τη διενέργεια της αυτεπάγγελτης προανακρίσεως και πριν στραφούν οι υπόνοιες εναντίον του. Η λήψη υπόψη και αξιοποίηση αποδεικτικώς εκ μέρους του Δικαστηρίου των μαρτυρικών καταθέσεων, οι οποίες λήφθηκαν, είτε κατά τη διάρκεια αρμοδίως διαταχθείσης διοικητικής εξετάσεως, η οποία μετά την ισχύ του ν. 3160/2003 εξομοιώνεται με την προκαταρκτική εξέταση, είτε μετά την άσκηση ποινικής διώξεως για συγκεκριμένη πράξη, πριν ο εξετασθείς αποκτήσει την ιδιότητα του κατηγορουμένου, με κάποιον από τους τρόπους που αναφέρονται στο άρθρο 72 του ΚΠοινΔ, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ` του ίδιου Κώδικα, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α` του ΚΠοινΔ λόγο αναιρέσεως, γιατί αφορά την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεώς του ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματός του για "δίκαιη δίκη" που του εξασφαλίζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του από το άρθρο 223 παρ. 4 του ΚΠοινΔ να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη στο άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ` του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που κυρώθηκε με το ν. 2462/1997. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι, κατά την πρωτοβάθμια δίκη, ο αναιρεσείων πρόβαλε, δια του συνηγόρου του, τον ισχυρισμό ότι στα έγγραφα της δικογραφίας περιλαμβάνεται και η από 20.5.2002 έκθεση χωρίς όρκο εξετάσεώς του ενώπιον των προανακριτικών αρχών, η οποία όχι μόνο δεν αφαιρέθηκε από τη δικογραφία και δεν παρέμεινε στο αρχείο της Εισαγγελίας, αλλά και αξιοποιήθηκε αποδεικτικά σε βάρος του, αφού η κατάθεση του μάρτυρα Θ. Γ., που συνέταξε την πορισματική αναφορά, αναφέρεται στην προκαταρκτική εξέτασή του, έπρεπε δε να κηρυχθούν άκυρες όλες οι προανακριτικές πράξεις που στηρίζονται σ` αυτήν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ο οποίος επαναφέρθηκε και ως λόγος εφέσεως και αναδιατυπώθηκε και στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο τον απέρριψε με την αυτή ως άνω αιτιολογία ότι δεν είχε προταθεί αυτός μέχρι την αμετάκλητη παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Όπως δε προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, η ως άνω κατάθεση του αναιρεσείοντος ούτε αναγνώσθηκε ούτε λήφθηκε υπόψη, ως τοιαύτη, ή αξιολογήθηκε αποδεικτικά από το Δικαστήριο κατά το σχηματισμό της καταδικαστικής του κρίσεως, ενώ από καμιά νομική διάταξη δεν απαγορεύεται ο μάρτυρας που εξετάζεται, κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, (εν προκειμένω ο Θ. Γ.) να καταθέσει ο,τιδήποτε γνωρίζει, ακόμη και από όσα κατέθεσε ο κατηγορούμενος κατά την προκαταρκτική εξέταση, η δε πορισματική αναφορά, η οποία αναγνώσθηκε, παραδεκτά λήφθηκε υπόψη και εκτιμήθηκε ως έγγραφο. Επομένως, ορθώς, έστω και με διαφορετική αιτιολογία, απορρίφθηκε ο ως άνω ισχυρισμός και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Α του ΚΠοινΔ, έκτος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του εδ. α της παρ. 4 του άρθρου 21 του ν. 2523/1997, όπως ίσχυε κατά το χρόνο τελέσεως της ένδικης πράξεως, "ο προϊστάμενος της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας, εφόσον δεν ασκήθηκε προσφυγή κατά του οικείου φύλλου ελέγχου, υποβάλλει σχετική μηνυτήρια αναφορά στην αρμόδια εισαγγελική αρχή, που συνοδεύεται από επικυρωμένα αντίγραφα της οικείας έκθεσης ελέγχου, της καταλογιστικής πράξης του φόρου και των στοιχείων από τα οποία αποδεικνύεται η οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, για την άσκηση της κατά νόμο ποινικής δίωξης". Η διάταξη αυτή δεν προβλέπει καμιά συνέπεια για την περίπτωση, κατά την οποία ο υποβάλλων τη μηνυτήρια αναφορά δεν συνόδευσε αυτήν και με αντίγραφα των ανωτέρω εγγράφων, και δη ότι η ποινική δίωξη που θα ασκηθεί, χωρίς να έχουν υποβληθεί και τα έγγραφα αυτά, είναι απαράδεκτη. Εξάλλου, υπέρβαση εξουσίας, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Η` λόγο αναιρέσεως, υπάρχει όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπαγόταν στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του.

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο αναιρεσείων πρότεινε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, τον ισχυρισμό, ο οποίος είχε προταθεί και πρωτοδίκως και είχε απορριφθεί σιωπηρά και αποτέλεσε και λόγο εφέσεως, ότι ο προϊστάμενος του ΣΔΟΕ δεν συνέταξε και δεν απέστειλε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Κέρκυρας αντίγραφα της οικείας εκθέσεως ελέγχου ούτε της καταλογιστικής πράξεως του φόρου και, επομένως, η ποινική δίωξη κατ` αυτού ασκήθηκε απαραδέκτως. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν ήταν νόμιμος, αφού, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, δεν απαιτείτο, για την άσκηση της ποινικής διώξεως, η υποβολή, μαζί με τη μηνυτήρια αναφορά, και αντιγράφων των ως άνω εγγράφων, η δε μη υποβολή τους δεν παρεμπόδιζε την άσκηση αυτής, και το Δικαστήριο δεν υπεχρεούτο να απαντήσει. Πέραν αυτών, από την επιτρεπτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και δη της από 2.4.2004 μηνυτήριας αναφοράς του Προϊσταμένου του ΣΔΟΕ Ιονίων Νήσων προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Κέρκυρας, προκύπτει ότι στην αναφορά αυτή είχαν επισυναφθεί δύο εκθέσεις ελέγχου με όλα τα επισυναπτόμενα σ` αυτές, καθώς και έξι ένορκες καταθέσεις. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ και Η του ΚΠοινΔ, όγδοος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη αιτιολογίας ως προς τη (σιωπηρή) απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού και για υπέρβαση εξουσίας, συνισταμένη στο ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, παρά το ότι δεν είχαν υποβληθεί τα ανωτέρω στοιχεία, αντί να κηρύξει την ποινική δίωξη απαράδεκτη, προέβη στην εκδίκαση της ουσίας της υποθέσεως, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 εδ. γ του ν. 2523/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ.3 άρθρ.12 Ν.2753/1999 και ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, "...Κατ` εξαίρεση, στις περιπτώσεις του άρθρου 19 του παρόντος νόμου η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά του προϊσταμένου της αρμόδιας δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) ή του προϊσταμένου της υπηρεσίας που διενήργησε τον έλεγχο, σε περίπτωση που ο έλεγχος διενεργήθηκε από όργανα του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.) ή των Ελεγκτικών Κέντρων του άρθρου 3 του ν. 2343/1995. Στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου η μηνυτήρια αναφορά υποβάλλεται μέσα σε ένα (1) μήνα από την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας διοικητικής επίλυσης της διαφοράς επί της οικείας απόφασης επιβολής προστίμου (Α.Ε.Π.) του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (Κ.Β.Σ.), ανεξάρτητα αν κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκε προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στις περιπτώσεις που το αδίκημα της φοροδιαφυγής τελείται με τους ανωτέρω τρόπους που αναφέρθηκαν παραπάνω (έκδοση πλαστών ή εικονικών φορολογικών στοιχείων, αποδοχή εικονικών ή νόθευση), η ποινική δίωξη ασκείται άμεσα με βάση τα πορίσματα του φορολογικού ελέγχου και τη μηνυτήρια αναφορά και δεν έχει ως προϋπόθεση την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως του διοικητικού δικαστηρίου επί της προσφυγής που ασκήθηκε και, σε περίπτωση μη ασκήσεως προσφυγής, την οριστικοποίηση της φορολογικής εγγραφής, με την παρέλευση της νόμιμης προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής κατά της εγγραφής αυτής, όπως ορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της αυτής διατάξεως, για τις λοιπές περιπτώσεις φοροδιαφυγής. Διάταξη, η οποία να καθιστά υποχρεωτική την αναστολή της ποινικής διώξεως για τις ανωτέρω πράξεις της φοροδιαφυγής, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις πιο πάνω διατάξεις του άρθρου 19 παρ.1 και 4 του ν. 2523/1997, μέχρις ότου αποφανθούν αμετακλήτως τα διοικητικά δικαστήρια επί σχετικής προσφυγής του κατηγορουμένου για την πράξη αυτή, όχι μόνο δεν υφίσταται, αλλά η άποψη αυτή βρίσκεται σε αντίθεση με την προαναφερόμενη διάταξη του εδ. γ` άρθρου 19 παρ.2γ του ν. 2523/1997. Η παρεχόμενη δε από τη διάταξη αυτή, κατ` εξαίρεση, δυνατότητα των ποινικών δικαστηρίων να ερευνήσουν αν ο κατηγορούμενος εξέδωσε ή όχι εικονικά φορολογικά στοιχεία με την πιο πάνω έννοια, μεταξύ των οποίων είναι και εκείνα που εκδίδονται για συναλλαγή εν μέρει ή εν όλω ανύπαρκτη, χωρίς να έχει προηγηθεί τελεσίδικη κρίση του διοικητικού δικαστηρίου στην προσφυγή που ασκήθηκε, αιτιολογείται από το ότι ο νόμος ποινικοποιεί συμπεριφορά του κατηγορουμένου, για την ποινική αξιολόγηση της οποίας δεν είναι απαραίτητος, από τη φύση της, ο προηγούμενος έλεγχος της βασιμότητας ή όχι της εν λόγω φορολογικής παραβάσεως από τα διοικητικά δικαστήρια.

Aλλωστε, τα αρμόδια ποινικά δικαστήρια καλούνται να αποφανθούν αν συντρέχουν ή όχι της στοιχεία της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως του εν λόγω αδικήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 19 παρ.1 του ν. 2523/97, δηλαδή για ζήτημα, το οποίο σχετίζεται μεν, αλλά δεν ταυτίζεται κατ` ανάγκην, με το αντικείμενο της δίκης ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Διαφορετικό είναι το ζήτημα, αν η τελεσίδικη κρίση του δικαστηρίου που θα αποφανθεί πρώτο (ποινικό ή διοικητικό) ότι τα επίμαχα φορολογικά στοιχεία ήταν ή όχι πλαστά, είναι δεσμευτική ή όχι, κατά το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, για το δικαστήριο που θα επιληφθεί στη συνέχεια. Για τον αυτό λόγο και δεν είναι υποχρεωτική η αναβολή της ποινικής δίκης για τα εν λόγω αδικήματα μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί της ασκηθείσας προσφυγής από το οικείο διοικητικό δικαστήριο. Κατ` ακολουθίαν τούτων, η αναβολή της ποινικής δίκης, εφόσον είναι εκκρεμής δίκη ενώπιον πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου σχετική με υπόθεση που έχει σχέση με την ποινική δίκη, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη, ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου της ουσίας. Η απόφαση, όμως, που απορρίπτει σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου, πρέπει, κατ` άρθρα 93 παρ.3 του Συντάγματος και 139 παρ. 2 του ΚΠοινΔ, να είναι ειδικώς και εμπεριστατωμένως αιτιολογημένη, διότι, άλλως, δημιουργείται ο από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ του αυτού Κώδικα λόγος αναιρέσεως, όχι όμως και αυτός της υπερβάσεως εξουσίας για το λόγο ότι το δικαστήριο δεν ανέβαλε την εκδίκαση της υποθέσεως μέχρι της εκδόσεως τελεσίδικης ή αμετάκλητης αποφάσεως από τα διοικητικά δικαστήρια επί του παρεμπιπτόντως κριθέντος από το ποινικό δικαστήριο ζητήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, ο αναιρεσείων πρότεινε, δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, πρωτοδίκως τον ισχυρισμό ότι είχε ασκήσει προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, οι οποίες, κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εκκρεμούσαν, εκδόθηκαν, όμως, οι υπ` αριθ. 330 και 331/2005 αποφάσεις, με τις οποίες ανεστάλησαν οι πράξεις επιβολής προστίμου σχετικά με τα ένδικα φορολογικά στοιχεία και, επομένως, έπρεπε να ανασταλεί, άλλως αναβληθεί η δίκη μέχρι να εκδοθεί απόφαση επί των προσφυγών του, ενόψει του ότι η ποινική δίωξη ήταν απαράδεκτη, γιατί οι οφειλές του δεν είχαν οριστικοποιηθεί και, κατά συνέπειαν, δεν είχαν καταστεί ακόμη ληξιπρόθεσμες. Το Μονομελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό, ο δε αναιρεσείων τον περιέλαβε, ως ιδιαίτερο λόγο, στην έκθεση εφέσεως και τον επανέφερε στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αφού παρέθεσε νομική σκέψη, τον απέρριψε με την αιτιολογία ότι "τόσο η ύπαρξη εκκρεμούς προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου για τις εκδοθείσες φορολογικές πράξεις όσο και η ύπαρξη αποφάσεων, που κάνουν δεκτές τις αιτήσεις αναστολής επί των ανωτέρω προσφυγών, συνιστούν ζητήματα που ανήκουν στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων και άρα δεν δεσμεύουν το δικαστήριο να αναβάλλει την ποινική δίκη μέχρι του πέρατος της διοικητικής". Η αιτιολογία αυτή είναι, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ορθή και η προσήκουσα και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ κα Ε του ΚΠοινΔ, δέκατος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων ως προς την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού και αιτήματος του αναιρεσείοντος, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Αυτοτελής ισχυρισμός, η απόρριψη του οποίου πρέπει, όπως αναφέρθηκε, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, είναι και αυτός για τη συνδρομή στο πρόσωπο του κατηγορουμένου ελαφρυντικής περιστάσεως από τις αναφερόμενες στο άρθρο 84 παρ. 2 του ΠΚ, αφού η παραδοχή του οδηγεί στην επιβολή μειωμένης, κατά το άρθρο 83 του ίδιου Κώδικα, ποινής. Όταν δε συντρέχουν περισσότερες τέτοιες ελαφρυντικές περιστάσεις, ναι μεν η μείωση της ποινής γίνεται μία φορά, πλην το δικαστήριο, κατά την επιμέτρησή της, λαμβάνει υπόψη του, μέσα στα όρια της ελαττωμένης ποινής, και το γεγονός της συνδρομής των περισσοτέρων ελαφρυντικών περιστάσεων, σύμφωνα με το άρθρο 85 του ΠΚ. Προϋποτίθεται, όμως, η προβολή των αυτοτελών ισχυρισμών κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, καθώς και η προφορική τους ανάπτυξη, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται κατά νόμον για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογούνται και, σε περίπτωση αποδοχής τους, να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο συμπέρασμα. Διαφορετικά, δεν υπάρχει υποχρέωση του δικαστηρίου της ουσίας να απαντήσει επί των ισχυρισμών αυτών, συνεπώς δε ούτε και να αιτιολογήσει ειδικώς την απόρριψή τους.

Ως ελαφρυντικές περιστάσεις θεωρούνται, μεταξύ άλλων, οι προβλεπόμενες από την §2 του άρθρου 84 του ΠΚ, με στοιχεία α` και ε`, ήτοι το ότι ο υπαίτιος α) έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή και ε) συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για να στοιχειοθετηθεί η ελαφρυντική περίσταση του προτέρου εντίμου βίου δεν αρκεί ούτε το λευκό ποινικό μητρώο, ούτε η απουσία επίμεμπτης δραστηριότητας μέχρι την τέλεση της πράξεως, ούτε η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά, με τη δημιουργία οικογένειας και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλ` απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά. Για να αναγνωρισθεί δε η ελαφρυντική περίσταση της καλής συμπεριφοράς μετά την πράξη, πρέπει η συμπεριφορά αυτή να εκτείνεται σε μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα και υπό καθεστώς ελευθερίας του υπαιτίου, διότι τότε μόνον η επιλογή του αντανακλά στην γνήσια ψυχική του στάση και παρέχει αυθεντική μαρτυρία ως προς την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, ήτοι απαιτείται, εκτός από το μεγάλο σχετικά χρονικό διάστημα, η συνδρομή και άλλων περιστατικών δηλωτικών της αρμονικής συμβιώσεως του δράστη μετά την πράξη. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση των πρακτικών, ο αναιρεσείων, με αυτοτελή ισχυρισμό που κατέθεσε ο συνήγορός του εγγράφως και ανέπτυξε και προφορικώς στο ακροατήριο, ζήτησε να του αναγνωρισθούν οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84§2 περ. α` και ε` του ΠΚ. Ειδικότερα: α) Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. α` της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, επικαλέστηκε ότι "μέχρι του χρόνου του αποδιδόμενου αδικήματος δεν απασχόλησε τις αρχές, ούτε υιοθέτησε την τελευταία δεκαετία αντικοινωνική συμπεριφορά, ενώ εργαζόταν μονίμως και διαρκώς εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας, τυγχάνει δε έγγαμος με τρία ανήλικα τέκνα, φροντίζοντας την οικογένεια του και δη τον ήδη πτωχεύσαντα πατέρα του την υπέργηρη μητέρα με προβλήματα υγείας (υπέρταση - ανεύρυσμα)". β) Ως προς τη συνδρομή των στοιχείων του εδ. ε` επικαλέστηκε ότι "καθ` όλο το χρονικό διάστημα από την φερόμενη τέλεση της ως άνω πράξης επέδειξε άριστη διαγωγή και εργάζεται ήδη ως πωλητής παλεύοντας για την επιβίωση την δική του και της πολυπληθούς οικογένειάς του". Το Τριμελές Πλημμελειοδικείο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό με την αιτιολογία ότι: "Δεν συντρέχουν κατά την κρίση του Δικαστηρίου περιστατικά που να δικαιολογούν την αναγνώριση στο πρόσωπο του κατηγορούμενου των ελαφρυντικών περιστάσεων του προτέρου εντίμου βίου και της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς (άρθρο 84 παρ. 2α και ε του ΠΚ), όπως αβάσιμα αυτός ισχυρίζεται.

Ειδικότερα, καθόσον αφορά την πρώτη ελαφρυντική περίσταση, δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος έζησε μέχρι τη διάπραξη της ως άνω πράξης του έντιμη ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή, ούτε αρκεί γι` αυτό η μέχρι τότε συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με τη δημιουργία οικογένειας, τη φροντίδα των γονέων και την άσκηση επαγγέλματος προς βιοπορισμό, αλλά απαιτείται θετική και επωφελής για την κοινωνία δράση και συμπεριφορά που δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω. Aλλωστε η δραστηριότητα που ανέπτυξε με την έκδοση και διακίνηση εικονικών φορολογικών στοιχείων αξίας άνω του ενός εκατομμυρίου ευρώ, προϋποθέτει τη γνωριμία από πριν με ανθρώπους που δρουν στα σχετικά κυκλώματα και τη συνάφεια με αυτούς, γεγονός που αναιρεί το στοιχείο του προτέρου εντίμου βίου. Εξάλλου, καθόσον αφορά την δεύτερη ελαφρυντική περίσταση, δεν αποδείχθηκαν πραγματικά περιστατικά εκ των οποίων να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του χαρακτήρα του κατηγορουμένου προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα και η στάση του να παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, δοθέντος ότι η παθητική απλώς συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη του δεν αρκεί για την αναγνώριση του ως άνω ελαφρυντικού, το γεγονός δε ότι ο κατηγορούμενος εργάζεται ως πωλητής για την επιβίωση τη δική του και της οικογενείας του, όπως ο ίδιος επικαλείται, δεν μαρτυρεί σαφή μεταστροφή του χαρακτήρα του υπό την προεκτεθείσα έννοια, καθώς δεν είναι απότοκο ελεύθερης επιλογής του, αλλά παθητικής συμπεριφοράς, σαφώς επηρεαζόμενης από την εκκρεμή ποινική δίκη". Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία για την απόρριψη του ως άνω αυτοτελούς ισχυρισμού του κατηγορουμένου για την αναγνώριση ελαφρυντικών, αφού: α) Ως προς μεν το πρώτο δέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι η ψυχοδυναμική της προσωπικότητας του αναιρεσείοντος, όπως αποτυπώνεται στην όλη συγκεκριμένη εγκληματική του δραστηριότητα, αποκλείει, ως εκ της βαρύτητας των πράξεών του και του τρόπου της δράσεώς του, ότι αυτός έζησε μέχρι την τέλεσή τους έντιμο βίο και ότι εξετράπη έκτοτε σε εγκληματικές ενέργειες. β) Ως προς δε το δεύτερο δέχεται ότι δεν αποδείχθηκε μεταστροφή του χαρακτήρα του κατηγορουμένου, το ότι δε εργάζεται αυτός ως πωλητής προς βιοπορισμό είναι απότοκο παθητικής συμπεριφοράς, ενόψει της δίκης. Η παραδοχή αυτή δεν δημιουργεί αντίφαση προς αυτήν ότι συντρέχουν στο πρόσωπο του κατηγορουμένου οι προϋποθέσεις των άρθρων 99 και 100 του αυτού Κώδικα, προκειμένου να του χορηγηθεί αναστολή εκτελέσεως της ποινής φυλακίσεως των 4 ετών, που του επιβλήθηκε, η οποία και διατάχθηκε υπό όρους, αφού οι τελευταίες διατάξεις αξιώνουν προϋποθέσεις που δεν αποτελούν όρους εφαρμογής της πρώτης (84 παρ. 2 περ. ε), και δη ότι η εκτέλεση της ποινής δεν είναι αναγκαία για να τον αποτρέψει από την τέλεση νέων αξιοποίνων πράξεων. Επομένως, ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Δ του ΚΠοινΔ, δωδέκατος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη διάταξη του άρθρου 583§1 του ΚΠοινΔ, "όταν η απόφαση απορρίπτει εξ ολοκλήρου την έφεση...,τα έξοδα επιβάλλονται σε καθένα από εκείνους που άσκησαν το ένδικο μέσο...". Περαιτέρω, με τη διάταξη της παρ. 1 περ. στ του άρθρου μόνου της υπ` αριθ. 123827/2010 κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β` 1991/23.12.2010), τα έξοδα, επί αποφάσεων των τριμελών πλημμελειοδικείων (δηλαδή και όταν αυτά δικάζουν κατ` έφεση), ορίστηκαν σε διακόσια (200) ευρώ. Στην προκειμένη περίπτωση, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι το Τριμελές Πλημμελειοδικείο, ενώ, αρχικά, στο σκεπτικό έκρινε ότι έπρεπε στον καταδικασθέντα κατηγορούμενο να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα, ποσού, σύμφωνα με την ως άνω απόφαση, 200 ευρώ, στη συνέχεια δέχθηκε ότι: "Στην προκειμένη περίπτωση, ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε...στην ανωτέρω ποινή και επομένως πρέπει να καταδικαστεί και στα έξοδα της ποινικής διαδικασίας ποσού διακοσίων σαράντα (240) ευρώ, όπως ορίζεται στο διατακτικό". Το αυτό ποσό των 240 ευρώ ανέγραψε και στο διατακτικό. Με την παραδοχή αυτή (ανεξαρτήτως του ότι αυτή οφείλεται σε φανερή παραδρομή), με το να καταδικάσει, δηλαδή, τον εκκαλούντα - κατηγορούμενο σε έξοδα ποσού μεγαλύτερου από το οριζόμενο με την ειρημένη υπουργική απόφαση, εφάρμοσε εσφαλμένα τις ως άνω ουσιαστικές ποινικές διατάξεις και ο, από το άρθρο 510§1 στοιχ. Ε του ΚΠοινΔ, δέκατος τρίτος (τελευταίος) λόγος αναιρέσεως (τον οποίο ο αναιρεσείων στηρίζει στο στοιχ. Δ), με τον οποίο υποστηρίζονται τα αυτά, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχήν του, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση μόνο όμως κατά τη διάταξή της για την καταδίκη του αναιρεσείοντος στα δικαστικά έξοδα. Εν λόγω της αυτοτέλειας της που δεν επηρεάζει τις περί ενοχής και ποινής διατάξεις της. Περαιτέρω, κατ` εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 518 παρ. 1 εδ. α του ΚΠοινΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 50 Ν.3160/2003, κατά την οποία "αν ασκηθεί αναίρεση επειδή έχει γίνει εσφαλμένη εφαρμογή ή ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης, ο Aρειος Πάγος δεν παραπέμπει την υπόθεση αλλά εφαρμόζει τη σωστή ποινική διάταξη...", πρέπει να μη παραπεμφθεί η υπόθεση, αλλά ο Aρειος Πάγος, εφαρμόζοντας ορθώς τις παραπάνω διατάξεις, να περιορίσει το ποσό των εξόδων που επιβλήθηκαν κατά σαράντα (40) ευρώ, ώστε να απομείνει ποσό διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο ο κατηγορούμενος θα καταβάλει για έξοδα της ενώπιον του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου δίκης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Κατά τα λοιπά, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως κατ` ουσίαν αβάσιμη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ: ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ` αριθ. 3231/2011 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών, και δη ως προς τη διάταξη για την επιβολή σε βάρος του αναιρεσείοντος - κατηγορουμένου Α. Π. του Φ. των δικαστικών εξόδων ποσού διακοσίων σαράντα (240) ευρώ, ΠΕΡΙΟΡΙΖΕΙ δε αυτό κατά το ποσό των σαράντα (40) ευρώ, ώστε να απομείνει ποσό διακοσίων (200) ευρώ, το οποίο υποχρεούται να καταβάλει αυτός για έξοδα της ενώπιον εκείνου του Δικαστηρίου δίκης. ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ, κατά τα λοιπά, την από 8 Δεκεμβρίου 2011 (υπ` αριθ. πρωτ. 9276/2011) αίτηση του Α. Π. του Φ., για αναίρεση της υπ` αριθ. 3231/2011 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.