Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Διασφαλίζουμε τα Συμφέροντα σας!
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Γνώση & Εμπειρία
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Συνέπεια & Αποτελεσματικότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Εχεμύθεια & Εμπιστοσύνη
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Ειλικρίνεια & Υπευθυνότητα
  • Καραγιάννης - Σταματίου και Συνεργάτες - Δικηγορικά Γραφεία
    Αξιοπιστία & Επαγγελματισμός
Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Προσήκουσα και πραγματική καταβολή αποζημίωσης απόλυσης και χρόνος καταβολής αυτής. Χρόνος καταβολής αποζημίωσης απόλυσης (Εφετείο Αθηνών, αριθμός απόφασης 6003/2012).

Διατάξεις: άρθρα 2 [παρ. 1], 5 [παρ. 3] Ν 3198/1955, 1, 3 Ν 2112/1920, 669 ΑΚ

Περίληψη: Η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Ως χρόνος καταβολής της αποζημίωσης ορίζεται καταρχήν η ημέρα της λύσης της σύμβασης, εκτός αν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές έξι μηνών, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό το μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της αποζημίωσης, το δε υπόλοιπο σε τριμηνιαίες δόσεις. Εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση ή το μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της, κατά περίπτωση, την ίδια ημέρα με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας στον απολυόμενο μισθωτό, η καταγγελία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται από τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης. Η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να είναι πραγματική, και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, σε περίπτωση όμως άρνησης του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της μέσα σε εύλογο χρόνο από την ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει την ακυρότητα. Το γεγονός ότι η καταβολή της αποζημίωσης προηγήθηκε της επίδοσης προς την ενάγουσα του εγγράφου καταγγελίας της σύμβασής της ουδεμία επίδραση ασκεί στο κύρος της καταγγελίας, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις σχετικές διατάξεις.

[...] Κατά το άρθρο 5 παρ. 3 εδ. α΄ του Ν 3198/1955, η καταγγελία της αορίστου χρόνου εργασιακής σύμβασης, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού και των άρθρων 1 και 3 του Ν 2112/1920 και 669 ΑΚ, θεωρείται έγκυρη, εφόσον γίνει εγγράφως και καταβληθεί η οφειλόμενη αποζημίωση. Ως χρόνος καταβολής της αποζημίωσης ορίζεται κατ’ αρχήν, με τη ρητή διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 εδ. α΄ του ίδιου Ν 2198/1955, η ημέρα της λύσης της σύμβασης, εκτός αν η αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές έξι μηνών, οπότε ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλει στον απολυόμενο μισθωτό το μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της αποζημιώσεως, το δε υπόλοιπο σε τριμηνιαίες δόσεις, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο εδ. β΄ της άνω παρ. 1 του άρθρου 2 του Ν 3198/1955. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται σαφώς ότι, εάν δεν καταβληθεί η αποζημίωση ή το μέχρι των αποδοχών έξι μηνών μέρος της, κατά περίπτωση, την ίδια ημέρα με την επίδοση της έγγραφης καταγγελίας στον απολυόμενο μισθωτό, η καταγγελία είναι άκυρη, η δε ακυρότητα δεν θεραπεύεται από τη μεταγενέστερη καταβολή της αποζημίωσης. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται ακόμη ότι η καταβολή της αποζημίωσης πρέπει να είναι πραγματική, και δεν αρκεί η απλή προσφορά αυτής, σε περίπτωση όμως άρνησης του μισθωτού να την εισπράξει, οφείλει ο εργοδότης να προβεί στη δημόσια κατάθεσή της μέσα σε εύλογο χρόνο από την ατελεσφόρητη προσφορά, ώστε να αποτρέψει την ακυρότητα (ΑΠ 105/2009, 93/2008, 457/2005 Nomos). Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη προσλήφθηκε στις 21.4.2007, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας ενός έτους, από το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν νπιδ με την επωνυμία «Ερευνητικό Ακαδημαϊκό Ινστιτούτο Τεχνολογίας Υπολογιστών (ΕΑΙΤΥ)», που έχει την έδρα του στην Πάτρα, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στα γραφεία που αυτό διατηρεί στην Αθήνα, ως διοικητικό στέλεχος-βοηθός για τη Διεύθυνση έργου ανάπτυξης εκπαιδευτικού λογισμικού (στα πλαίσια του έργου ΣΕΙΡΗΝΕΣ). Τις ως άνω υπηρεσίες της προσέφερε έκτοτε η ενάγουσα στο εναγόμενο δυνάμει διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου που ανανεώνονταν κάθε φορά, κατά τη λήξη τους, για ένα ακόμη έτος, μέχρι τις 8.5.2000, οπότε η σύμβαση της μετατράπηκε, με έγγραφη συμφωνία (προσάρτημα σύμβασης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου) που καταρτίστηκε μεταξύ αυτής και του αρμοδίου οργάνου του εναγομένου, σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Στο αντικείμενο εργασίας της ενάγουσας περιλαμβανόταν, μεταξύ άλλων, κυρίως από 1.12.2000 και εφεξής, ο συντονισμός ερευνητικών έργων, καθώς και η εκπόνηση διαφόρων μελετών στα πλαίσια του ερευνητικού έργου του εναγομένου. Στις 16.12.2003 το εναγόμενο απέστειλε στην ενάγουσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μήνυμα (email), με το οποίο την ενημέρωσε ότι στις 31.12.2003 επρόκειτο να λήξει η σύμβαση εργασίας της και ότι λόγω των αργιών της Πρωτοχρονιάς, το επίσημο έγγραφο της καταγγελίας της σύμβασής της θα το παραλάμβανε στις 30.12.2003, παράλληλα δε της ζήτησε να επιλέξει και να ενημερώσει τα αρμόδια όργανά του, αν επιθυμεί να αποπληρώσει το υπόλοιπο δανείου ποσού 10.300 ευρώ που είχε λάβει από το ΕΑΙΤΥ, έναντι του οποίου είχε καταβάλει ποσό 3.004,19 ευρώ ή να συμψηφιστεί το ποσό αυτό, με τη λήξη της σύμβασής της, με τις πάσης φύσεως οφειλές του (εναγομένου) προς αυτήν, δηλαδή τις αποδοχές και αποζημίωση και για την τυχόν κανονική άδεια που επρόκειτο να λάβει μέχρι τις 31.12.2003, τόσο για να υπολογίσει την αποζημίωση του υπολοίπου αδείας της, σε περίπτωση που δεν εξαντλούσε όλη την άδεια της μέχρι την παραπάνω ημερομηνία, όσο και για να γνωρίζει αν θα είναι εφικτή η από αυτήν (ενάγουσα) παραλαβή και υπογραφή του σχετικού εγγράφου που επρόκειτο να της αποστείλει στις 31.12.2003.

Ακολούθως και αφού προηγήθηκε προφορική διαμαρτυρία της ενάγουσας προς τον νόμιμο εκπρόσωπο του εναγομένου για την επικείμενη απόλυσή της, το τελευταίο κατέθεσε, στις 23.12.2003, στον 177/766895-35 ΑΒ αριθμό λογαριασμό της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που η ενάγουσα του είχε δώσει για να της καταβάλλει το μισθό της, το συνολικό ποσό των 7.223,37 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, το ύψος του οποίου αυτή (ενάγουσα) δεν αμφισβητεί, στη συνέχεια δε μετά την παρέλευση των εορτών των Χριστουγέννων, επέδωσε σ’ αυτή στις 30.12.2003, με δικαστικό επιμελητή, την από 24.12.2003 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση, με τη συνημμένη σ’ αυτήν από 23.12.2003 έγγραφη καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, στην οποία περιέχεται ρητά η δήλωση του περί καταγγελίας της σύμβασης της από 31η.12.2003, αναφέρεται δε σ’ αυτή, μεταξύ άλλων, το προαναφερόμενο ποσό της αποζημίωσης απόλυσης της και η ως άνω ημεροχρονολογία (23.12.2003) καταβολής αυτού (σχετ. η 3814/30.12.2003 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά Δ.Κ.). Ο ισχυρισμός του εναγομένου ότι εγχείρισε στην ενάγουσα το άνω έγγραφο καταγγελίας της σύμβασης της στις 23.12.2012, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, αφού όπως το ίδιο συνομολογεί, την παραπάνω ημερομηνία η ενάγουσα αρνήθηκε να παραλάβει το εν λόγω έγγραφο. Επομένως η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας εχώρησε με την επίδοση προς αυτή, στις 30.12.2003, με δικαστικό επιμελητή, της ως άνω εξώδικης δήλωσης-πρόσκλησης και την καταβολή, κατά τα άνω, της νόμιμης αποζημίωσης της, με την κατάθεση στις 23.12.2012 του μη αμφισβητούμενου ως προς το ύψος αυτού ποσού της αποζημίωσης που αυτή δικαιούταν, στον ως άνω τραπεζικό λογαριασμό της, αποτελεί δε αυτή (κατάθεση) νόμιμη, πραγματική και προσήκουσα, κατά την έννοια των παραπάνω διατάξεων, καταβολή της αποζημίωσης της για τον παραπάνω λόγο, αφού στο λογαριασμό αυτόν κατατίθετο και ο μισθός της, και επομένως ο τρόπος αυτός πληρωμής είχε γίνει αποδεκτός στη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, ενώ το γεγονός ότι η καταβολή της αποζημίωσης προηγήθηκε της επίδοσης προς την ενάγουσα του εγγράφου καταγγελίας της σύμβασης της ουδεμία επίδραση ασκεί στο κύρος της καταγγελίας, αφού κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν. Τα παραπάνω, ως προς τη νόμιμη καταβολή, με τον παραπάνω τρόπο, της αποζημίωσης απόλυσης της ενάγουσας, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι η τελευταία με την από 24.12.2003 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση-όχληση και πρόσκλησή της, που κοινοποιήθηκε στα γραφεία του υποκαταστήματος του εναγομένου στην Αθήνα στις 29.12.2003, αλλά και στην έδρα αυτού στην Πάτρα στις 30.12.2003 (σχετ. οι Β9295/29.12.2003 και 6856/30.12.2003, αντίστοιχα, εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών του Πρωτοδικείου Αθηνών Κ.Μ. και του Πρωτοδικείου Πατρών Ι.Μ.), διαμαρτυρήθηκε για την επικείμενη απόλυσή της και δήλωσε ότι δεν θα εισπράξει την αποζημίωση απόλυσης που κατατέθηκε στον τραπεζικό λογαριασμό της, καλώντας το εναγόμενο να την επανεισπράξει εντός μιας ημέρας, πράγμα βέβαια που δεν μπορούσε να γίνει, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι, άλλως θα την παρακαταθέσει στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, το οποίο, σημειωτέον, αυτή δεν έπραξε.

Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ως άνω καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας είναι νόμιμη, αφού τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος και της καταβλήθηκε προσηκόντως η νόμιμη αποζημίωση και επέφερε τη λύση της σύμβασης της από 31.12.2003. Το πρωτοβάθμιο, επομένως δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση του δέχτηκε ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας είναι άκυρη λόγω μη τήρησης των νομίμων διατυπώσεων και δεχόμενο κατά το μέρος αυτό εν μέρει την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, αναγνώρισε την ακυρότητα της καταγγελίας και υποχρέωσε το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 18.698 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, αντί να απορρίψει, κατά τα άνω εκτεθέντα, την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και δεν εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις, όπως βάσιμα υποστηρίζει το εναγόμενο με τους συναφείς (1ο και 2ο) λόγους της έφεσής του. Ο πρόσθετος λόγος της έφεσης, με τον οποίο το εναγόμενο διατυπώνει παράπονο κατά της εκκαλουμένης, κατά το μέρος που απέρριψε ως αόριστη την ένστασή του για συμψηφισμό των αιτούμενων με την αγωγή μισθών υπερημερίας με τα ποσά που εισέπραξε η ενάγουσα από την εργασία που παρείχε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα, είναι απαράδεκτος πρωτίστως ελλείψει εννόμου συμφέροντος και πρέπει να απορριφθεί μετά την κατά τα ανωτέρω, συνεπεία της παραδοχής των λοιπών λόγων της εφέσεως, κρίση περί αβασιμότητας κατ’ ουσίαν της αγωγής. Σημειώνεται ότι με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι η καταγγελία της εργασιακής της σύμβασης έγινε από λόγους εκδίκησης προς το πρόσωπο της και χωρίς τη συνδρομή σπουδαίου λόγου και επομένως είναι καταχρηστική και άκυρη και για τους λόγους αυτούς, ως προς τις παραδοχές όμως αυτές της εκκαλουμένης δεν διατυπώνεται παράπονο από την ενάγουσα με δική της έφεση ή αντέφεση. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση έφεση με τον πρόσθετο λόγο αυτής να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσία και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς τα άνω εκκληθέντα κεφάλαια αυτής, αναγκαίως δε και ως προς τη διάταξη της περί των δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο και ερευνηθεί κατ’ ουσία (ΚΠολΔ 535 παρ. 1) κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία, πρέπει η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. [...] Κατά τη διάταξη του άρθρου 914 του ΚΠολΔ, αν το δικαστήριο δεχτεί την ανακοπή ή την έφεση οριστικά και κατ’ ουσία και απορρίψει, ολικά ή εν μέρει, την αγωγή, την ανταγωγή ή την κύρια παρέμβαση, εφόσον αποδειχθεί ότι η απόφαση που προσβάλλεται εκτελέστηκε, διατάσσει, αν ζητήσει εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση, την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρισκόταν πριν εκτελεστεί η απόφαση που εξαφανίστηκε ή μεταρρυθμίστηκε. Η αίτηση υποβάλλεται είτε με το δικόγραφο της ανακοπής ή της έφεσης και των πρόσθετων λόγων είτε με τις προτάσεις είτε με χωριστό δικόγραφο που κοινοποιείται στον αντίδικο. Η εκτέλεση της απόφασης πρέπει να προαποδεικνύεται. Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου απαιτείται η οριστική και κατ’ ουσίαν παραδοχή της ανακοπής ή της έφεσης και η εν όλω ή εν μέρει απόρριψη της αγωγής, ανταγωγής ή της κυρίας παρέμβασης και, περαιτέρω, η εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία δεν περιορίζεται μόνο στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης, αλλά εκτείνεται και στο πεδίο της εκούσιας εκτέλεσης, εφόσον αυτή είναι απότοκη της επιδικασθείσας και με προσωρινή εκτελεστότητα εξοπλισθείσας απαίτησης. Αν η επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση συνίσταται στην απόδοση χρημάτων, το ποσό αποδίδεται με αίτηση του δικαιούχου με τους τόκους από τον χρόνο επίδοσης, στον αντίδικο του δικαιουμένου σε επαναφορά, της απόφασης που ανατρέπει την απόφαση που εκτελέστηκε, αφού από τότε καθίσταται υπερήμερος, κατά το άρθρο 340 του ΑΚ, ο γενεσιουργός λόγος δε της εναντίον του απαιτήσεως για την απόδοση του ποσού αυτού είναι η εξαφάνιση της απόφασης που εκτελέστηκε (βλ. ΑΠ Ολ 5/2001, ΑΠ 39/2006, 560/2005 Nomos). Στην προκειμένη περίπτωση, το εναγόμενο, επικαλούμενο ότι σε εκτέλεση της καταψηφιστικής διάταξης της εκκαλουμένης, η οποία είχε κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή εν μέρει ως προς το ποσόν των 10.000 ευρώ, έχει καταβάλει προς την ενάγουσα, σε εκτέλεση της από 19.5.2010 επιταγής που του επιδόθηκε στις 25.5.2010 με αντίγραφο πρώτο απογράφου εκτελεστού της (εκκαλουμένης) απόφασης, το ποσό των 10.165 ευρώ, ζητεί με το δικόγραφο της έφεσης του να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και να υποχρεωθεί η τελευταία να του καταβάλει το παραπάνω ποσό, με το νόμιμο τόκο από την καταβολή του, άλλως από την επίδοση της έφεσης προς αυτή και, επικουρικότερα, από την επίδοση της παρούσας απόφασης. Η ως άνω αίτηση ασκείται παραδεκτά και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις ως άνω διατάξεις, εκτός από το αίτημα τοκοφορίας το ποίο είναι μη νόμιμο και απορριπτέο για το πριν την επίδοση της παρούσας απόφασης διάστημα, κατά τα αναφερόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη.

Περαιτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσία βάσιμη, καθόσον από την προσκομιζόμενη με επίκληση από το εναγόμενο από 18.6.2010 απόδειξη καταβολής αποδεικνύεται ότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος της ενάγουσας, Φ.Π., παρέλαβε υπό την ιδιότητά του αυτή από την ενεργούσα για λογαριασμό του εναγομένου πληρεξούσια δικηγόρο αυτού, Δ.Κ., την … δίγραμμη επιταγή (φωτοαντίγραφο της οποίας προσκομίζεται από το εναγόμενο) ποσού 10.165 ευρώ, έκδοσης του εναγομένου σε διαταγή της ενάγουσας, πληρωτέα στις 17.6.2010 στην Τράπεζα Πειραιώς, σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των κονδυλίων της ως άνω επιταγής κάτω από το επιδοθέν στο εναγόμενο αντίγραφο του πρώτου απογράφου εκτελεστού της εκκαλουμένης. Επομένως, μετά την κατά τα ανωτέρω εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής, η ενάγουσα υποχρεούται να αποδώσει στο εναγόμενο το ποσόν των 10.165 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της παρούσας μέχρι την εξόφληση.

(Δέχεται την έφεση.)

Πηγή: ΔΕΕ 7/2013, 719

Δημήτριος Χ. Καραγιάννης, Δικηγόρος, Θεσσαλονίκη - Αθήνα

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.