Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Αναγνώριση ανυπαρξίας σχέσης πατρότητας

Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, αριθμός απόφασης 1082/2014.

Περίληψη: Νόμιμη επίδοση στην αλλοδαπή, βάσει του Κανονισμού 1393/2007. Αν ζητείται η αναγνώριση της ανυπαρξίας σχέσης γονέα-τέκνου, πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή, με την αρνητική της μορφή. Ο φερόμενος εξώγαμος πατέρας νομιμοποιείται να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, αιτούμενος να βεβαιωθεί το ανυπόστατο της πατρότητας την οποία διατείνεται το εκτός γάμου γεννηθέν τέκνο ή οι τρίτοι. Εφαρμοστέο δίκαιο στις σχέσεις γονέα-τέκνου.

Από τις με αριθμούς 5197Γ και 5198Γ/12.4.2013 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης Θ.Κ., που προσκομίζονται νόμιμα με επίκληση από τον ενάγοντα, προκύπτει ότι αντίγραφο της από 9.4.2013 αγωγής κατά των εναγομένων, που έχουν γνωστή διαμονή στην Αυστρία, επιδόθηκε στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης (άρθρο 134 ΚΠολΔ). Στη συνέχεια, από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ 90 και 9212013 και με ημερομηνίες 28.5.2013 έντυπες αιτήσεις επίδοσης ή κοινοποίησης πράξης κατά το άρθρο 4 § 3 του υπ’ αριθ. 1393/2007 Κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Νοεμβρίου 2007 περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, προκύπτει ότι αντίγραφο της ανωτέρω αγωγής, διαβιβάστηκε στην υπηρεσία παραλαβής του κράτους-μέλους επίδοσης και κοινοποιήθηκε σε κάθε μια από τις εναγόμενες την 8.5.2013 (σύμφωνα με το δίκαιο του μέλους παραλαβής), όπως το ανωτέρω βεβαιώνεται στις επισυναπτόμενες, στις ανωτέρω έντυπες αιτήσεις, από 28.10.2012 έντυπες βεβαιώσεις επίδοσης ή κοινοποίησης του άρθρου 10 του σχετικού κανονισμού, οπότε και πιστοποιήθηκε η ολοκλήρωση των επιδόσεων από την αρχή παραλαβής με την αποστολή στην αρχή του κράτους διαβίβασης έγγραφων βεβαιώσεων (άρθρο 10 Κανονισμού) (ΑΠ 1391/2009, ΑΠ 1396/2009 ΤΝΠ-Νόμος, ΕφΘεσ 1287/2012 Αρμ 2013. 1720). Επομένως, έλαβε χώρα πραγματική επίδοση του δικογράφου της υπό κρίση αγωγής σε κάθε μια από τις εναγόμενες, με έναν από τους αναφερόμενους στον 1393/2007 Κανονισμό τρόπους (άρθρα 2-15), ο οποίος κατά το άρθρο 20 αυτού υπερισχύει των διμερών συμβάσεων ή πολυμερών συμβάσεων, που έχουν το ίδιο ρυθμιστικό πεδίο και κυρίως του άρθρου IV του πρωτοκόλλου της σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 και της Σύμβασης της Χάγης του 1965 για τις επιδόσεις στην αλλοδαπή (ν. 1334/1983). Ακολούθως, οι εναγόμενες κλητεύθηκαν νομότυπα για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και μάλιστα εγκαίρως, ώστε να είναι σε θέση να αμυνθούν (άρθ. 19 του ιδίου ανωτέρω κανονισμού). Στην αμέσως πιο πάνω δικάσιμο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο, στη σειρά της, οι εναγόμενες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο. Επομένως, πρέπει αυτές να δικαστούν ερήμην, αλλά η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθ. 603 § 2 ΚΠολΔ).

Η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη της έννομης σχέσεως γονέως και τέκνου μπορεί να επιδιωχθεί με σχετική αναγνωριστική (θετική ή αρνητική αγωγή), σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ, εφόσον υπάρχει έννομο συμφέρον (Μπέη, ΠολΔ, υπό άρθρο 128, και υπό άρθρο 619 σ. 147, Βαθρακοκοίλη, ΟικογΔ, έκδ. 1990, σ. 409, 414, Σταθόπουλου/Γεωργιάδη ΑΚ, σ. 521 522, Σπυριδάκη, ΟικογΔ, 1983, σ. 209, Μπρακατσούλα, Δικονομικό Οικογενειακό Δίκαιο, έκδοση 1989, σ. 238, Καρακαντάς, Ερμ. ΑΚ υπό τα άρθρα 1463-1464, Ι. Δεληγιάννης, Ίδρυση και Αμφισβήτηση της Συγγένειας κατά το Ελληνικό Δίκαιο, ΕλλΔνη 33. 3, ΑΠ 289/1983 ΕλλΔνη 24. 651, ΕφΘεσ 1819/1993 Αρμ 1994. 35). Εφόσον δε, ζητείται η αναγνώριση της ανυπαρξίας σχέσεως γονέα τέκνου, πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή (70 ΚΠολΔ), με την αρνητική της μορφή. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθ. 70, 73, 68, 216 και 324 του ΚΠοΑΔ συνάγεται ότι με την άσκηση αγωγής είναι δυνατόν να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή η ανυπαρξία έννομης σχέσης που τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει προς τούτο έννομο συμφέρον. Ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο και οι έννομες συνέπειές της συνίστανται στην κατάφαση ή στην άρνηση της ισχύος δικαιώματος ή υποχρεώσεως ή συμπλέγματος δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το έννομο συμφέρον, μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό και έχει αφετηρία (εφόσον η αβεβαιότητα δεν προκύπτει από τα πράγματα) την αμφισβήτηση από τον εναγόμενο της επίδικης έννομης σχέσης από την οποία πρέπει να απειλείται βλάβη και για την αποτροπή της η επιδιωκόμενη απόφαση αποτελεί πρόσφορο μέσο (βλ. ΑΠ 155/2002 ΕλλΔνη 2002. 1346, 1402/1994 ΕλλΔνη 1997. 773, 345/1992 ΕλλΔνη 1993. 1332). Εξάλλου, η διάκριση μεταξύ θετικής και αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής έχει σημασία μόνο ως προς το βάρος της αποδείξεως (βλ. ΕφΑθ 3186-7/2003 ΕλλΔνη 2003. 1372). Έτσι, για τη θεμελίωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής αρκεί μόνο η γενική άρνηση που αντιτάσσεται από τον ενάγοντα κατά του προβαλλόμενου δικαιώματος του εναγομένου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να επικαλεσθεί και αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το προβαλλόμενο δικαίωμα από τον εναγόμενο. Ο τελευταίος, αντίθετα, έχει το βάρος της ειτικλήσεως και αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το προβαλλόμενο δικαίωμά του, ο ενάγων δε, αμυνόμενος κατά του δικαιώματος αυτού του εναγομένου, δικαιούται να επικαλεαθεί και αποδείξει τα κρίσιμα εκείνα πραγματικά περιστατικά εξ αιτίας των οποίων έχει αποσβεσθεί το δικαίωμα του εναγομένου ή απαγορεύεται στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκησή του (ΕφΠατρ 1199/2007 ΑχΝομ 2008. 197, ΕφΠατρ 140/2004 ΑχΝομ 2005. 226). Πλέον τούτων, κατά το άρθρα 1479 του ΑΚ: «η μητέρα έχει δικαίωμα να ζητήσει με αγωγή την αναγνώριση της πατρότητας του τέκνου της, που γεννήθηκε χωρίς γάμο της με τον πατέρα του. Το ίδιο δικαίωμα έχει και το τέκνο», περαιτέρω δε, κατά το άρθρο 1481 ΑΚ του αυτού κώδικα: «η πατρότητα τεκμαίρεται, αν αποδειχθεί ότι αυτός για τον οποίο προβάλλεται ισχυρισμός ότι είναι πατέρας, είχε σαρκική συνάφεια με την μητέρα κατά το κρίσιμο της σύλληψης διάστημα». Από τις παραπάνω διατάξεις, συνδυαζόμενες προς τις διατάξεις των άρθρων 118, 216 και 620 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι ο φερόμενος εξώγαμος πατέρας νομιμοποιείται να εγείρει αναγνωριστική αγωγή, αιτούμενος να βεβαιωθεί το ανυπόστατο της πατρότητος την οποία διατείνεται το εκτός γάμου γεννηθέν τέκνο ή οι τρίτοι. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 20 ΑΚ «οι σχέσεις πατέρα του τέκνου που γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων του ρυθμίζονται κατά σειρά: 1) από το δίκαιο της τελευταίας κοινής ιθαγένειας, 2) από το δίκαιο της τελευταίας κοινής συνήθους διαμονής τους, 3) από το δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα» ενώ κατ’ αυτήν του άρθρου 22 του ίδιου Κώδικα: «η εξομοίωση τέκνου γεννημένου χωρίς γάμο των γονέων του με επιγενόμενο μεταξύ τους γάμο, προς τέκνο γεννημένο σε γάμο, ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων αμέσως μετά την τέλεση του γάμου. Η εξομοίωση με πράξη της αρχής ρυθμίζεται από το δίκαιο της ιθαγένειας του πατέρα κατά το χρόνο της πράξης ή, αν αυτή επιχειρείται μετά το θάνατο του πατέρα, κατά το χρόνο του θανάτου του».

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων που έχει την ελληνική ιθαγένεια, ισχυρίζεται ότι η πρώτη εναγόμενη, που είναι θυγατέρα της δεύτερης εξ αυτών ήγειρε ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, αγωγή με την οποία ισχυρίστηκε ότι η μητέρα της (δεύτερη εναγόμενη) από τις εκτός γάμου σχέσεις της με τον ίδιο (ενάγοντα) απέκτησε αυτήν (α΄ εναγόμενη), η οποία ακολούθως τυγχάνει γνήσιο τέκνο του προαναφερθέντος και ζητούσε να αναγνωριστεί η πατρότητα αυτού. Ήδη ο ενάγων, ενόψει της αμφισβήτηση που προβάλλεται με την άσκηση της άνω αγωγής στο αυστριακό Δικαστήριο και επικαλούμενος έννομο συμφέρον ζητεί για τους ειδικότερα αναφερόμενος στην αγωγή του λόγους να αναγνωριστεί ότι δεν υφίσταται μεταξύ αυτού και της πρώτης εναγόμενης (που είναι θυγατέρα της δεύτερης εξ αυτών) σχέση γονέα τέκνου και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Η άνω αγωγή, για την εκδίκαση της οποίας το Δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία (εφόσον ο αιτών έχει την ελληνική ιθαγένεια), αρμοδίως καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθ. 17 § 1, 616 ΚΠολΔ) εισάγεται νια να συζητηθεί το παρόν Δικαστήριο κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία. Εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα και ως εκ τούτου η αγωγή είναι νόμιμη στηριζόμενη, ως αρνητική αναγνωριστική, επί των διατάξεων των άρθρων που αναφέρονται στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη καθώς και σε αυτήν του άρθρου 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.

Από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζει και επικαλείται ο ενάγων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη είναι θυγατέρα της δεύτερης εξ αυτών και γεννήθηκε εκτός γάμου, αμφότερες δε, έχουν την αυστριακή ιθάγένεια. Η Β.Ν., που γεννήθηκε στις 24.3.1968 στο Γκρατς Αυστρίας, άσκησε σε βάρος του εδώ ενάγοντος, αγωγή της, με βάση την οποία διώκει να διαπιστωθεί ότι τον ενάγοντα και αυτή, τους συνδέει σχέση γονέα (πατέρα)-τέκνου. Ειδικότερα, με την υπ’ αριθ. 260 FAM 46/12x - 3 αγωγή της, ενώπιον του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Gratz-Ost, η πρώτη εναγόμενη ισχυρίστηκε ότι ο είναι φυσικό τέκνο του Γ.Ν. (εδώ ενάγοντος), συλληφθέν στην Αυστρία, από τις εξώγαμες σχέσεις αυτού με την μητέρα της (δεύτερη εναγομένη) και ζητούσε να αναγνωριστεί η πατρότητά του. Σημειώνεται, ότι από το κείμενο του σχετικού δικογράφου (κλήσης) προκύπτει ότι καταρχάς η δεύτερη εναγόμενη, ήταν πεπεισμένη ότι η θυγατέρα της, ήταν καρπός των εξώγαμων σχέσεών της με τον Λ.Π. Έτσι, αρχικά, ξεκίνησε σχετική διαδικασία προκειμένου να αναγνωριστεί η πατρότητα του τελευταίου (Λ.Π.), με την άσκηση σχετικής αγωγής σε βάρος του, διατεινόμενη μάλιστα ότι κατά την κρίσιμη περίοδο δεν είχε σχέσεις με άλλον άνδρα. Μετά την απόρριψη της κατά τα ανωτέρω αγωγής και τη διαπίστωση, ότι ο Λ.Π. δεν συνδεόταν με σχέση πατέρα- τέκνου με την πρώτη εναγόμενη, η μητέρα της θυμήθηκε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα είχε έρθει σε σεξουαλική επαφή με τον εδώ ενάγοντα. Είναι, λοιπόν, σαφές ότι δικαιολογητικός λόγος για την επιλογή του εδώ ενάγοντος και την απεύθυνση σε βάρος του σχετικής αγωγής είναι το γεγονός, ότι μετά 40 και πλέον έτη η δεύτερη εναγόμενη, ανέτρεψε την πεποίθησή της σχετικά με την (κατά τη δική της εκτίμηση) καταγωγή του τέκνου της από τον Λ.Π., επειδή θυμήθηκε την σαρκική επαφή που είχε με τον εναγόμενο και όλα τα παραπάνω μετά την έκδοση σχετικής απόφασης που απέκλειε την πατρότητα του προαναφερθέντος Λ.Π. Σημειώνεται δε, ότι στην Ελλάδα η αγωγή αναγνωρίσεως πατρότητας, πρέπει να ασκηθεί πριν την παρέλευση των αποσβεστικών προθεσμιών του άρθρου 1483 ΑΚ (αναφορικά με το τέκνο η προθεσμία είναι ένα έτος από την ενηλικίωσή του) και ως εκ τούτου, με βάση τα παραπάνω περιστατικό, οι πιθανότητες ευδοκίμησης παρόμοιας αγωγής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, θα έπρεπε να αποκλειστούν, καθώς σχετική αγωγή θα απορριπτόταν λόγω παρόδου της προ- αναφερόμενης αποσβεστικής προθεσμίας, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι η πρώτη εναγόμενη άσκησε την αγωγή της στο αυστριακό δικαστήριο 26 έτη περίπου μετά την ενηλικίωσή της και κάτω από υπό τις προ- περιγραφείσες συνθήκες της προηγούμενης απόρριψης έτερης αγωγής της κατά τρίτου προσώπου (του Λ.Π.). Αντίθετα, στο αυστριακό δίκαιο, το δικαίωμα του εκτός γάμου γεννηθέντος τέκνου, να επιδιώξει την αναγνώριση της πατρότητάς του, δεν υπόκειται σε αντίστοιχες σύντομες προθεσμίες, καθώς η σχετική αξίωση είναι δυνατό να προβληθεί παραδεκτά έως και δύο έτη μετά το θάνατο του φερόμενου πατέρα (αυστριακός Αστικός Κώδικας άρθ. 148 § 2, όπως ισχύει). Σε κάθε περίπτωση, όμως, στην παρούσα δίκη, μόνο ο ισχυρισμός της μητέρας της πρώτης εναγόμενης ότι θυμήθηκε την άπαξ σεξουαλική συνεύρεσή της με τον ενάγοντα μετά από 40 και πλέον έτη από αυτή, δεν αρκεί για να υποστηρίξει βάσιμα την καταγωγή της πρώτης εναγόμενης από τον προαναφερθέντα, σε κάθε δε περίπτωση από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε ότι κατά το κρίσιμο διάστημα (που τόσο στο ελληνικό δίκαιο όσο και στο αυστριακό δίκαιο –άρθ. 148 § 2 ΑΒGΒ– ορίζεται το διάστημα μεταξύ της 180ης και 300ης ημέρας προ του τοκετού) η δεύτερη εναγόμενη, μητέρα της πρώτης από αυτές, είχε σαρκική επαφή με τον ενάγοντα, ο οποίος άλλωστε αρνείται οποιαδήποτε σχέση του μαζί της. Ακολούθως, εφόσον οι εναγόμενες που είχαν ιο βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το προβαλλόμενο έναντι του ενάγοντος δικαίωμά τους, ήτοι της ύπαρξης σχέσης της πρώτης εναγόμενης με τον παραπάνω αναφερόμενο κατόπιν εξώγαμων σαρκικών επαφών (στο κρίσιμο διάστημα), του τελευταίου με την δεύτερη των εναγομένων, ουδόλως αποδεικνύεται ότι ο ενάγων συνδέεται με την πρώτη εναγόμενη με σχέση γονέα τέκνου.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω αναφερόμενων, εφόσον οι εναγόμενες από την μια πλευρά δεν εκπλήρωσαν τη δικονομική τους υποχρέωση να αποδείξουν ότι ο ενάγων και η δεύτερη εναγόμενη είχαν ερωτική-σαρκική σχέση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της σύλληψης του τέκνου (πρώτης εναγόμενης) ώστε να υφίσταται μεταξύ του παραπάνω αναφερόμενου και της πρώτης των εναγομένων βιολογική σχέση και από την άλλη είναι πρόδηλο το έννομο συμφέρον του ενάγοντος προς έγερση της κρινόμενη αγωγής, προς άρση της αβεβαιότητας της κατάστασης που δημιουργήθηκε με τα όσα επικαλούνται οι εναγόμενες, πρέπει αυτή να γίνει δεκτή και να αναγνωριστεί ότι η πρώτη εναγόμενη δεν συνδέεται με τον ενάγοντα με σχέση γονέα τέκνου.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.