Καραγιάννης & Συνεργάτες - Δικηγορικό Γραφείο

ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ - ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ
& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΑ ΓΡΑΦΕΙΑ | ΑΘΗΝΑ - ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Επικοινωνήστε μαζί μας
2103810723 (Αθήνα) | 2310525720 (Θεσσαλονίκη) | info@karagiannislawfirm.gr

Διεκδίκηση διατροφής για τέκνα ή συζύγους από τον γονέα ή πρώην σύζυγο που κατοικεί σε διαφορετική χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Διεκδίκηση διατροφής για τέκνα ή συζύγους από τον γονέα ή πρώην σύζυγο που κατοικεί σε διαφορετική χώρα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 4/2009 διευκολύνει ουσιαστικά κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -Έλληνα ή μη- που ζει στην Ελλάδα να διεκδικήσει διατροφή για το παιδί του ή για τον ίδιο από τον έτερο γονιό ή πρώην σύζυγο, που κατοικεί σε διαφορετικό κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στη σύγχρονη εποχή της παγκοσμιοποίησης και των ανοιχτών συνόρων είναι σύνηθες πλέον φαινόμενο όλο και περισσότεροι Έλληνες και άλλοι ευρωπαίοι πολίτες να μεταναστεύουν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για σπουδές, εργασία κ.α..  Συνεπακόλουθο αυτού είναι τα έχουν αυξηθεί σημαντικά οι σχέσεις και οι γάμοι μεταξύ πολιτών διαφορετικής ιθαγένειας – υπηκοότητας. Ορισμένες φορές, οι σχέσεις και οι γάμοι αυτοί καταλήγουν να λυθούν, με συνέπεια να γεννώνται νομικές υποχρεώσεις περί καταβολής διατροφής -με τη μορφή οικονομικής ενίσχυσης- προς τα τέκνα ή τον ένα σύζυγο από τον άλλο σύζυγο. Τα ζητήματα που είχαν ανακύψει κατά τη δικαστική διαδικασία αξίωσης διατροφής για τις ως άνω περιπτώσεις, ήρθε να ρυθμίσει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός 4/2009, ο οποίος έχει ενσωματωθεί στην Ελληνική Νομοθεσία και διευκολύνει ουσιαστικά κάθε πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης -Έλληνα ή μη- που ζει στην Ελλάδα να διεκδικήσει διατροφή για το παιδί του ή για τον ίδιο από τον έτερο γονιό ή πρώην σύζυγο, που κατοικεί σε άλλο κράτος – μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρακάτω ακολουθεί το πλήρες κείμενο του εν λόγω κανονισμού. Επισυνάπτονται στο τέλος ο Κανονισμός μαζί με την αιτιολογική έκθεση και τα παραρτήματα. Για οποιαδήποτε επιπλέον πληροφορία ή διευκρίνιση, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας.

Για την πληρέστερη ενημέρωσή σας, είμαστε πάντοτε στη διάθεσή σας Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. | Αθήνα 2103810723 | Θεσσαλονίκη 2310525720. 

Ευρωπαϊκός Κανονισμός 4/2009 για τη διεθνή δικαιοδοσία, το εφαρμοστέο δίκαιο, την αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων και τη συνεργασία σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ.

Άρθρο 1. Πεδίο εφαρμογής.

1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής που απορρέουν από οικογενειακές σχέσεις ή σχέσεις συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας.

2. Στον παρόντα κανονισμό, με τον όρο "κράτος μέλος" νοούνται τα κράτη μέλη στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός.

Άρθρο 2. Ορισμοί.

1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, νοούνται ως: 1. "απόφαση": απόφαση για θέματα υποχρεώσεων διατροφής, εκδιδόμενη από δικαστήριο κράτους μέλους, οποιαδήποτε και εάν είναι η ονομασία της, όπως απόφαση, διαταγή, διαταγή εκτέλεσης, καθώς και ο καθορισμός από το γραμματέα της δικαστικής δαπάνης. Για τους σκοπούς των κεφαλαίων VIII και VIIIα, ως "απόφαση" νοείται επίσης απόφαση για θέματα υποχρεώσεων διατροφής εκδιδόμενη από δικαστήριο τρίτου κράτους, 2. "δικαστικός συμβιβασμός": διακανονισμός για θέματα υποχρεώσεων διατροφής, ο οποίος επικυρώθηκε από δικαστήριο ή καταρτίσθηκε ενώπιον δικαστηρίου κατά τη διάρκεια διαδικασίας, 3. "δημόσιο έγγραφο": α) έγγραφο για θέματα υποχρεώσεων διατροφής που έχει συνταχθεί ή καταχωρηθεί επίσημα ως δημόσιο έγγραφο στο κράτος προέλευσης και του οποίου η γνησιότητα: i) συνδέεται με την υπογραφή και το περιεχόμενο του δημόσιου εγγράφου, και ii) πιστοποιείται από δημόσια ή άλλη αρχή η οποία είναι εξουσιοδοτημένη προς τούτο, ή β) σύμβαση στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής που συνήφθη με διοικητικές αρχές του κράτους προέλευσης ή επικυρώθηκε από αυτές, 4. "κράτος μέλος προέλευσης": το κράτος στο οποίο, κατά περίπτωση, εκδόθηκε η προς εκτέλεση απόφαση, επικυρώθηκε ή καταρτίσθηκε ο δικαστικός συμβιβασμός, και συντάχθηκε το δημόσιο έγγραφο, 5. "κράτος μέλος εκτέλεσης": το κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η εκτέλεση της απόφασης, του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημόσιου εγγράφου, 6. "αιτούν κράτος μέλος": το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η κεντρική αρχή η οποία διαβιβάζει αίτηση δυνάμει του κεφαλαίου VI, 7. "κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση": το κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται η κεντρική αρχή η οποία λαμβάνει αίτηση δυνάμει του κεφαλαίου VI, 8. "κράτος μέρος της σύμβασης της Χάγης του 2007": κράτος μέρος της σύμβασης της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 για την ικανοποίηση απαιτήσεων σε διεθνές επίπεδο διατροφής για παιδιά και άλλων μορφών οικογενειακής διατροφής (εφεξής "Σύμβαση της Χάγης του 2007"), στο βαθμό που η εν λόγω σύμβαση εφαρμόζεται μεταξύ της Κοινότητας και του κράτους αυτού, 9. "δικαστήριο προέλευσης": το δικαστήριο που εξέδωσε την προς εκτέλεση απόφαση, 10. "δικαιούχος διατροφής": κάθε φυσικό πρόσωπο στο οποίο οφείλεται ή εικάζεται ότι οφείλεται διατροφή, 11. "υπόχρεος διατροφής": κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο οφείλει ή από το οποίο απαιτείται διατροφή.

2. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, η έννοια του όρου "δικαστήριο" περιλαμβάνει επίσης τις διοικητικές αρχές των κρατών μελών με αρμοδιότητα σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής, υπό την προϋπόθεση ότι οι αρχές αυτές προσφέρουν τα ίδια δικονομικά εχέγγυα όσον αφορά την αμεροληψία και το δικαίωμα ακρόασης των μερών και ότι οι εκδιδόμενες αποφάσεις, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται: i) μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ή ελέγχου από δικαστική αρχή, και ii) έχουν ισχύ και αποτέλεσμα ισοδύναμο απόφασης δικαστικής αρχής για το ίδιο θέμα. Αυτές οι διοικητικές αρχές απαριθμούνται στο παράρτημα X. Το παράρτημα αυτό καταρτίζεται και τροποποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία διαχειριστικής επιτροπής του άρθρου 73 παράγραφος 2 κατόπιν αιτήσεως του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένη η συγκεκριμένη διοικητική αρχή.

3. Για τους σκοπούς των άρθρων 3, 4 και 6, η έννοια της "κατοικίας" αντικαθιστά την έννοια της "ιθαγένειας" στα κράτη μέλη που χρησιμοποιούν την έννοια αυτή ως συνδετικό παράγοντα στα οικογενειακά θέματα. Για τους σκοπούς του άρθρου 6, οι διάδικοι που έχουν την "κατοικία" τους σε διαφορετικές εδαφικές ενότητες του ιδίου κράτους μέλους θεωρούνται ότι έχουν την κοινή "κατοικία" τους σε αυτό το κράτος μέλος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II. ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ.

Άρθρο 3.

Γενικές διατάξεις σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής στα κράτη μέλη, δικαιοδοσία έχει: α) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του εναγομένου, ή β) το δικαστήριο του τόπου της συνήθους διαμονής του δικαιούχου διατροφής, ή γ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με την προσωπική κατάσταση, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η δικαιοδοσία αυτή βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων, ή δ) το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία σύμφωνα με το δίκαιό του για την εκδίκαση αγωγής σχετικά με τη γονική μέριμνα, όταν η αίτηση διατροφής είναι παρεπόμενη της αγωγής αυτής, εκτός εάν η διεθνής δικαιοδοσία βασίζεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια ενός των διαδίκων.

Άρθρο 4. Παρέκταση αρμοδιότητας.

1. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν ότι το ακόλουθο δικαστήριο ή τα ακόλουθα δικαστήρια κράτους μέλους είναι αρμόδιο(α) για την εκδίκαση των διαφορών σε θέματα υποχρεώσεων διατροφής που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν μεταξύ τους: α) το δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο έχει συνήθη διαμονή ένας εκ των διαδίκων β) το δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους της ιθαγενείας ενός των διαδίκων, γ) όσον αφορά υποχρεώσεις διατροφής μεταξύ συζύγων ή πρώην συζύγων, i) το αρμόδιο για τις γαμικές τους διαφορές δικαστήριο, ή ii) το δικαστήριο ή τα δικαστήρια του κράτους μέλους στο οποίο είχαν την τελευταία κοινή συνήθη διαμονή τους για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους. Οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στα σημεία α), β) ή γ) πρέπει να πληρούνται κατά τη σύναψη της συμφωνίας παρέκτασης αρμοδιότητας ή όταν το δικαστήριο επιλαμβάνεται της διαφοράς. Η δυνάμει της συμφωνίας δικαιοδοσία είναι αποκλειστική, εκτός εάν οι διάδικοι συμφωνήσουν άλλως.

2. Η συμφωνία παρέκτασης αρμοδιότητας καταρτίζεται γραπτώς. Κάθε διαβίβαση διά της ηλεκτρονικής οδού που επιτρέπει μεταγενέστερη πρόσβαση στο περιεχόμενο της συμφωνίας θεωρείται ότι έχει καταρτισθεί γραπτώς.

3. Το παρόν άρθρο δεν ισχύει για την επίλυση διαφοράς που αφορά υποχρέωση διατροφής έναντι ανηλίκου ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ ετών.

4. Εάν οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει να παραχωρήσουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία σε ένα δικαστήριο ή στα δικαστήρια κράτους μέρους της σύμβασης για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 2007 στο Λουγκάνο, (εφεξής "Σύμβαση του Λουγκάνο"), αφ' ης στιγμής δεν πρόκειται για κράτος μέλος, εφαρμόζεται η προαναφερόμενη σύμβαση εκτός όσον αφορά τις αγωγές της παραγράφου 3.

Άρθρο 5. Διεθνής δικαιοδοσία που βασίζεται στην παράσταση του εναγομένου ενώπιον του δικαστηρίου.

Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, εάν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας.

Άρθρο 6. Συντρέχουσα διεθνής δικαιοδοσία.

Όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4 και 5, και κανένα δικαστήριο κράτους μέρους της σύμβασης του Λουγκάνο που δεν είναι κράτος μέλος δεν είναι αρμόδιο δυνάμει των διατάξεων της εν λόγω σύμβασης, είναι αρμόδια τα δικαστήρια του κράτους μέλους της κοινής ιθαγένειας των διαδίκων.

Άρθρο 7. Αναγκαστική δικαιοδοσία (Forum necessitatis).

Όταν κανένα δικαστήριο κράτους μέλους δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5 και 6, τα δικαστήρια κράτους μέλους μπορούν, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να επιλαμβάνονται της διαφοράς, εφόσον δεν είναι ευλόγως δυνατή ή είναι ανέφικτη η έναρξη ή η διεξαγωγή διαδικασίας σε τρίτο κράτος με το οποίο η διαφορά παρουσιάζει στενό σύνδεσμο. Πρέπει να υπάρχει επαρκής σύνδεσμος μεταξύ της διαφοράς και του κράτους μέλους του επιληφθέντος δικαστηρίου.

Άρθρο 8. Περιορισμός άσκησης αγωγών.

1. Όταν εκδίδεται απόφαση σε κράτος μέλος ή κράτος μέρος της σύμβασης της Χάγης του 2007 στο οποίο ο δικαιούχος διατροφής έχει τη συνήθη διαμονή του, δεν είναι δυνατόν να επιδιωχθεί από τον υπόχρεο διατροφής η τροποποίηση της απόφασης ή η έκδοση νέας απόφασης σε άλλο κράτος μέλος, εφόσον ο δικαιούχος διατηρεί τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος στο οποίο εκδόθηκε η απόφαση.

2. Η παράγραφος 1 δεν εφαρμόζεται: α) όταν οι διάδικοι έχουν συμφωνήσει σύμφωνα με το άρθρο 4 ότι έχουν διεθνή δικαιοδοσία τα δικαστήρια του άλλου αυτού κράτους μέλους, β) όταν ο δικαιούχος διατροφής υποβάλλεται στη διεθνή δικαιοδοσία των δικαστηρίων του άλλου αυτού κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 5, γ) όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέρους της σύμβασης της Χάγης του 2007 που αποτελεί το κράτος προέλευσης αδυνατεί ή αρνείται να ασκήσει διεθνή δικαιοδοσία για την τροποποίηση της απόφασης ή την έκδοση νέας απόφασης, ή δ) όταν η εκδοθείσα απόφαση στο κράτος μέρος της σύμβασης της Χάγης του 2007 που αποτελεί το κράτος προέλευσης δεν μπορεί να αναγνωρισθεί ή να κηρυχθεί εκτελεστή στο κράτος μέλος στο οποίο επίκειται διαδικασία για την τροποποίηση της απόφασης ή την έκδοση νέας απόφασης.

Άρθρο 9.

Επιληφθέν δικαστήριο για τους σκοπούς του παρόντος κεφαλαίου, ένα δικαστήριο λογίζεται ως επιληφθέν: α) από την ημερομηνία κατάθεσης στο δικαστήριο του εισαγωγικού εγγράφου της δίκης ή άλλου ισοδύναμου εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κοινοποίηση ή την επίδοση του εγγράφου στον εναγόμενο, ή β) εάν το έγγραφο πρέπει να κοινοποιηθεί ή να επιδοθεί προτού κατατεθεί στο δικαστήριο, κατά την ημερομηνία που παρελήφθη από την αρχή που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση ή την επίδοση, υπό την προϋπόθεση ότι ο ενάγων δεν παρέλειψε στη συνέχεια να λάβει τα απαιτούμενα μέτρα για την κατάθεση του εγγράφου στο δικαστήριο.

Άρθρο 10. Έρευνα της διεθνούς δικαιοδοσίας.

Το δικαστήριο κράτους μέλους που επιλαμβάνεται υποθέσεως για την οποία δεν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος κανονισμού διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του.

Άρθρο 11. Έρευνα του παραδεκτού.

1. Όταν εναγόμενος που έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο ασκείται η αγωγή δεν παρίσταται, το δικαστήριο που έχει διεθνή δικαιοδοσία υποχρεούται να αναστείλει τη διαδικασία μέχρις ότου διαπιστωθεί ότι αυτός ο εναγόμενος ήταν σε θέση να παραλάβει το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο εντός της αναγκαίας για την υπεράσπισή του προθεσμίας ή ότι καταβλήθηκε κάθε επιμέλεια για το σκοπό αυτό.

2. Εάν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έπρεπε να διαβιβασθεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007, εφαρμόζεται το άρθρο 19 του εν λόγω κανονισμού αντί των διατάξεων της παραγράφου 1του παρόντος άρθρου.

3. Όταν δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007, εφαρμόζεται το άρθρο 15 της σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την κοινοποίηση και την επίδοση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, εάν το εισαγωγικό έγγραφο της δίκης ή άλλο ισοδύναμο έγγραφο έπρεπε να διαβιβασθεί στην αλλοδαπή σύμφωνα με την εν λόγω σύμβαση.

Άρθρο 12. Εκκρεμοδικία.

1. Εάν έχουν ασκηθεί αγωγές με το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία μεταξύ των ίδιων διαδίκων ενώπιον δικαστηρίων διάφορων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που επελήφθη πρώτο, αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τη διαδικασία του μέχρις ότου διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του δικαστηρίου που επελήφθη πρώτο.

2. Όταν διαπιστωθεί η διεθνής δικαιοδοσία του πρώτου επιληφθέντος δικαστηρίου, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, πρέπει να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του υπέρ του πρώτου δικαστηρίου.

Άρθρο 13. Συναφείς αγωγές.

1. Όταν συναφείς αγωγές εκκρεμούν ενώπιον δικαστηρίων διαφόρων κρατών μελών, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί μπορεί να αναστείλει την εκδίκαση.

2. Όταν οι αγωγές αυτές εκκρεμούν σε πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, κάθε δικαστήριο εκτός εκείνου που έχει πρώτο επιληφθεί, δύναται επίσης, με αίτηση ενός από τους διαδίκους, να διαπιστώσει την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, υπό την προϋπόθεση ότι το πρώτο δικαστήριο έχει διεθνή δικαιοδοσία και για τις δύο αγωγές και ότι το δίκαιό του επιτρέπει την ένωση συναφών υποθέσεων. 3. Είναι συναφείς, κατά την έννοια του παρόντος άρθρου, αγωγές που συνδέονται μεταξύ τους τόσο στενά ώστε να υπάρχει συμφέρον να εξετασθούν και να εκδικασθούν ταυτόχρονα, προκειμένου να αποφευχθεί η έκδοση ασυμβίβαστων μεταξύ τους αποφάσεων αν τυχόν οι υποθέσεις εκδικάζονταν χωριστά.

Άρθρο 14. Προσωρινά και συντηρητικά μέτρα.

Τα προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα που προβλέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους μπορούν να ζητηθούν από τις δικαστικές αρχές του κράτους αυτού, έστω και εάν δικαστήριο άλλου κράτους μέλους έχει, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, διεθνή δικαιοδοσία για την ουσία της υπόθεσης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III. ΕΦΑΡΜΟΣΤΕΟ ΔΙΚΑΙΟ.

Άρθρο 15. Καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου.

Το δίκαιο που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις διατροφής προσδιορίζεται σύμφωνα με το Πρωτόκολλο της Χάγης της 23ης Νοεμβρίου 2007 σχετικά με το εφαρμοστέο δίκαιο στις υποχρεώσεις διατροφής (εφεξής "Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007") στα κράτη μέλη που δεσμεύονται από την πράξη αυτή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙV. ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ, ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ.

Άρθρο 16. Πεδίο εφαρμογής του παρόντος κεφαλαίου.

1. Το παρόν κεφάλαιο διέπει την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση των αποφάσεων που εμπίπτουν στον παρόντα κανονισμό.

2. Το τμήμα 1 εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.

3. Το τμήμα 2 εφαρμόζεται στις αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.

4. Το τμήμα 3 εφαρμόζεται σε όλες τις αποφάσεις.

ΤΜΗΜΑ 1. Αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.

Άρθρο 17. Κατάργηση της κήρυξης της εκτελεστότητας (exequatur).

1. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος που δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 αναγνωρίζονται σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να πρέπει να εφαρμοσθεί καμία διαδικασία και χωρίς δυνατότητα προσβολής της αναγνωρίσεώς τους.

2. Οι αποφάσεις που εκδίδονται σε κράτος μέλος το οποίο δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007, οι οποίες είναι εκτελεστές στο εν λόγω κράτος, είναι εκτελεστές σε άλλο κράτος μέλος χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί η εκτελεστότητά τους.

Άρθρο 18. Συντηρητικά μέτρα.

Μια εκτελεστή απόφαση εμπεριέχει αυτοδικαίως τη δυνατότητα λήψης συντηρητικών μέτρων σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

Άρθρο 19. Δικαίωμα υποβολής αίτησης ελέγχου.

1. Ο ερημοδικήσας στο κράτος μέλος προέλευσης εναγόμενος δικαιούται να ζητεί τον έλεγχο της απόφασης από το αρμόδιο δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους εφόσον: α) δεν του κοινοποιήθηκε ή δεν του επιδόθηκε εγκαίρως και κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει την υπεράσπισή του το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή αντίστοιχο έγγραφο, ή β) ο εναγόμενος δεν είχε τη δυνατότητα να αμφισβητήσει την αξίωση διατροφής λόγω ανωτέρας βίας ή λόγω έκτακτων περιστάσεων, χωρίς δική του υπαιτιότητα, εκτός αν ο εναγόμενος παρέλειψε να προσβάλει την απόφαση ενώ μπορούσε να το πράξει

2. Η προθεσμία υποβολής της αίτησης ελέγχου αρχίζει από την ημέρα κατά την οποία ο εναγόμενος έλαβε όντως γνώση του περιεχομένου της απόφασης και ήταν σε θέση να ενεργήσει, το αργότερο δε από την ημέρα κατά την οποία ελήφθη το πρώτο μέτρο εκτέλεσης το οποίο έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει τα περιουσιακά του στοιχεία μη διαθέσιμα εν όλω ή εν μέρει. Ο εναγόμενος ενεργεί χωρίς καθυστέρηση και, εν πάση περιπτώσει, εντός προθεσμίας σαράντα πέντε ημερών. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως.

3. Εάν το δικαστήριο απορρίψει την προβλεπομένη στην παράγραφο 1 αίτηση ελέγχου δεχόμενο ότι δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους που προβλέπονται από αυτήν την παράγραφο, η απόφαση εξακολουθεί να ισχύει. Εάν το δικαστήριο αποφασίσει ότι ο έλεγχος δικαιολογείται για έναν από τους λόγους που προβλέπονται από την παράγραφο 1, η απόφαση θεωρείται άκυρη. Ωστόσο, ο δικαιούχος διατροφής εξακολουθεί να επωφελείται της διακοπής της προθεσμίας παραγραφής και δεν χάνει το δικαίωμά του να απαιτήσει αναδρομικά τη διατροφή που είχε επιτύχει με την αρχική αγωγή.

Άρθρο 20. Έγγραφα για τους σκοπούς της εκτέλεσης.

1. Για τους σκοπούς της εκτέλεσης αποφάσεως σε άλλο κράτος μέλος, ο επισπεύδων προσκομίζει στις αρμόδιες για την εκτέλεση αρχές: α) αντίγραφο της απόφασης το οποίο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας, β) απόσπασμα της απόφασης χορηγηθέν από το δικαστήριο προέλευσης σύμφωνα με το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος Ι, γ) ενδεχομένως έγγραφο που ορίζει τις καθυστερημένες παροχές και την ημερομηνία κατά την οποία έγινε ο υπολογισμός τους, δ) ενδεχομένως, μεταγραμματισμό ή μετάφραση του περιεχομένου του προβλεπόμενου στο σημείο β) εντύπου στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εάν αυτό το κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, σε μία από τις επίσημες γλώσσες της δικαστικής διαδικασίας του τόπου όπου επιδιώκεται η εκτέλεση, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να δηλώνει την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, την οποία ή τις οποίες μπορεί να δεχθεί για τη συμπλήρωση του υποδείγματος εντύπου.

2. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους εκτέλεσης δεν δύνανται να απαιτούν από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση να προσκομίσει μετάφραση της απόφασης. Ωστόσο, η μετάφραση μπορεί να απαιτηθεί, εάν αμφισβητηθεί η εκτέλεση της απόφασης.

3. Η δυνάμει του παρόντος άρθρου μετάφραση πρέπει να πραγματοποιείται από πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να μεταφράζει σε ένα εκ των κρατών μελών.

Άρθρο 21. Άρνηση ή αναστολή εκτέλεσης.

1. Οι λόγοι άρνησης ή αναστολής της εκτέλεσης σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους της εκτέλεσης εφαρμόζονται εφόσον είναι συμβατοί με την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3.

2. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, κατόπιν αιτήσεως του υπόχρεου διατροφής, αρνείται εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου προέλευσης εφόσον το δικαίωμα εκτέλεσης της απόφασης του δικαστηρίου προέλευσης έχει παραγραφεί, είτε βάσει του δικαίου του κράτους μέλους προέλευσης είτε βάσει του δικαίου του κράτους μέλους εκτέλεσης ισχύει η μεγαλύτερη προθεσμία παραγραφής. Επιπλέον, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του υπόχρεου διατροφής, να αρνηθεί εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου προέλευσης, εφόσον αυτή είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε στο κράτος μέλος εκτέλεσης ή με απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος και πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναγνώριση στο κράτος μέλος εκτέλεσης. Η απόφαση η οποία συνεπάγεται την τροποποίηση προγενέστερης απόφασης διατροφής λόγω μεταβολής των συνθηκών δεν θεωρείται ασυμβίβαστη απόφαση κατά την έννοια του δεύτερου εδαφίου.

3. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης μπορεί, κατόπιν αιτήσεως του υπόχρεου διατροφής, να αναστείλει εν όλω ή εν μέρει την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου προέλευσης εφόσον το αρμόδιο δικαστήριο του κράτους μέλος προέλευσης έχει επιληφθεί αιτήσεως για την επανεξέταση της απόφασης του δικαστηρίου προέλευσης δυνάμει του άρθρου 19. Εξάλλου, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης του δικαστηρίου προέλευσης, κατόπιν αιτήσεως του υπόχρεου διατροφής, εάν ανασταλεί η εκτελεστότητά της στο κράτος μέλος προέλευσης.

Άρθρο 22. Έλλειψη επιπτώσεων στην ύπαρξη οικογενειακών σχέσεων.

Η αναγνώριση και η εκτέλεση αποφάσεως διατροφής δυνάμει του παρόντος κανονισμού δεν συνεπάγονται επ' ουδενί την αναγνώριση της οικογενειακής σχέσης ή της σχέσης συγγένειας, γάμου ή αγχιστείας στην οποία βασίζεται η υποχρέωση διατροφής που αποτελεί το αντικείμενο της απόφασης.

ΤΜΗΜΑ 2. Αποφάσεις εκδιδόμενες σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.

Άρθρο 23. Αναγνώριση.

1. Απόφαση που εκδίδεται σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 αναγνωρίζεται στα άλλα κράτη μέλη χωρίς να απαιτείται καμία διαδικασία.

2. Σε περίπτωση αμφισβήτησης, κάθε ενδιαφερόμενος που επικαλείται ως κύριο ζήτημα την αναγνώριση αποφάσεως μπορεί να ζητάει, κατά τη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν τμήμα, να διαπιστωθεί ότι η απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί.

3. Εάν η επίκληση της αναγνώρισης γίνεται παρεμπιπτόντως ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους, το δικαστήριο αυτό έχει διεθνή δικαιοδοσία να κρίνει σχετικά.

Άρθρο 24. Λόγοι άρνησης της αναγνώρισης.

Απόφαση δεν αναγνωρίζεται εάν: α) η αναγνώριση αντίκειται προδήλως στη δημόσια τάξη του κράτους μέλους στο οποίο ζητείται η αναγνώριση. Το κριτήριο της δημόσιας τάξης δεν εφαρμόζεται στους κανόνες περί διεθνούς δικαιοδοσίας· β) το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο ή αντίστοιχο έγγραφο δεν κοινοποιήθηκε ή δεν επιδόθηκε στον ερημοδικήσαντα εναγόμενο εγκαίρως και κατά τρόπο ώστε να είναι σε θέση να προετοιμάσει την υπεράσπισή του, εκτός αν δεν προσέβαλε την απόφαση ενώ είχε σχετικό δικαίωμα· γ) είναι ασυμβίβαστη με απόφαση που εκδόθηκε μεταξύ των ίδιων διαδίκων στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση· δ) είναι ασυμβίβαστη με προγενέστερη απόφαση που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος ή σε τρίτο κράτος μεταξύ των ιδίων διαδίκων επί διαφοράς που είχε το ίδιο αντικείμενο και την ίδια αιτία, εφόσον η προγενέστερη απόφαση πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την αναγνώρισή της στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση. Απόφαση η οποία συνεπάγεται την τροποποίηση προγενέστερης απόφασης διατροφής λόγω μεταβολής των συνθηκών δεν θεωρείται ασυμβίβαστη απόφαση κατά την έννοια των σημείων γ) ή δ).

Άρθρο 25. Αναστολή της διαδικασίας.

Το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ζητείται αναγνώριση απόφασης που εκδόθηκε σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 αναστέλλει τη διαδικασία εφόσον η εκτέλεση της απόφασης έχει ανασταλεί στο κράτος μέλος προέλευσης λόγω ασκήσεως προσφυγής.

Άρθρο 26. Εκτελεστότητα.

Απόφαση εκδοθείσα σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 και η οποία είναι εκτελεστή στο εν λόγω κράτος, καθίσταται εκτελεστή σε άλλο κράτος μέλος, αφού κηρυχθεί εκεί εκτελεστή, κατόπιν αιτήσεως κάθε ενδιαφερομένου.

Άρθρο 27 (άρθρο 39 του κανονισμού "Βρυξέλλες Ι" κατ' αναλογία). Κατά τόπον αρμοδιότητα.

1. Η αίτηση κήρυξης της εκτελεστότητας υποβάλλεται στο δικαστήριο ή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, η ονομασία του οποίου έχει κοινοποιηθεί από το εν λόγω κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 71.

2. Η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από τη συνήθη διαμονή του καθ' ου η εκτέλεση ή από τον τόπο εκτέλεσης.

Άρθρο 28. Διαδικασία.

1. Η αίτηση κήρυξης της εκτελεστότητας συνοδεύεται από τα ακόλουθα έγγραφα: α) αντίγραφο της απόφασης το οποίο πληροί τις αναγκαίες προϋποθέσεις γνησιότητας, β) απόσπασμα της απόφασης χορηγηθέν από το δικαστήριο προέλευσης μέσω του εντύπου του παραρτήματος ΙΙ, με την επιφύλαξη του άρθρου 29, γ) ενδεχομένως, μεταγραμματισμό ή μετάφραση του περιεχομένου του υποδείγματος εντύπου στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους εκτέλεσης ή, εάν αυτό το κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, σε μία από τις επίσημες γλώσσες της δικαστικής διαδικασίας του τόπου όπου υποβλήθηκε η αίτηση, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, ή σε άλλη γλώσσα την οποία το κράτος μέλος εκτέλεσης έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να δηλώνει την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, την οποία ή τις οποίες μπορεί να δεχθεί για τη συμπλήρωση του υποδείγματος εντύπου.

2. Το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή που επιλαμβάνεται της αιτήσεως δεν μπορεί να απαιτήσει από τον επισπεύδοντα να προσκομίσει μετάφραση της απόφασης. Ωστόσο, η μετάφραση μπορεί να απαιτηθεί στο πλαίσιο προσφυγής των άρθρων 32 ή 33.

3. Η δυνάμει του παρόντος άρθρου μετάφραση πρέπει να πραγματοποιείται από πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να μεταφράζει σε ένα εκ των κρατών μελών.

Άρθρο 29. Μη προσκόμιση του αποσπάσματος.

1. Αν δεν προσκομισθεί το απόσπασμα που προβλέπει το άρθρο 28 παράγραφος 2 στοιχείο β), το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή είτε τάσσει προθεσμία για την προσκόμισή του είτε δέχεται ισοδύναμο έγγραφο είτε, εφόσον κρίνει ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς, απαλλάσσει τον επισπεύδοντα από την υποχρέωση αυτή.

2. Στην περίπτωση της παραγράφου 1, εφόσον το απαιτεί το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή, υποβάλλεται μετάφραση των εγγράφων. Η μετάφραση πραγματοποιείται από πρόσωπο που είναι εξουσιοδοτημένο να μεταφράζει σε ένα εκ των κρατών μελών.

'Αρθρο 30. Κήρυξη εκτελεστότητας.

Η απόφαση κηρύσσεται εκτελεστή χωρίς έλεγχο δυνάμει του άρθρου 24, μόλις ολοκληρωθούν οι διατυπώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 28 και εντός 30 ημερών το αργότερο μετά την ολοκλήρωση των διατυπώσεων αυτών, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων. Ο καθ' ου η εκτέλεση διάδικος δεν δύναται στο στάδιο αυτό της διαδικασίας να καταθέσει προτάσεις.

Άρθρο 31. Γνωστοποίηση της απόφασης.

1. Η απόφαση επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας γνωστοποιείται αμελλητί στον επισπεύδοντα την εκτέλεση κατά τη διαδικασία που προβλέπει το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας επιδίδεται ή κοινοποιείται στον καθ' ου η εκτέλεση, μαζί με την απόφαση, εφόσον αυτή δεν έχει ήδη επιδοθεί ή κοινοποιηθεί στον εν λόγω διάδικο.

Άρθρο 32. Προσφυγή κατά της αποφάσεως επί της αιτήσεως κηρύξεως της εκτελεστότητας.

1. Κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί της αιτήσεως για την κήρυξη της εκτελεστότητας μπορεί να ασκείται προσφυγή και από τους δύο διαδίκους.

2. Η προσφυγή ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου η ονομασία του οποίου έχει γνωστοποιηθεί από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 71.

3. Η προσφυγή εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες που διέπουν τη διαδικασία της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας.

4. Εάν ο καθ' ου η εκτέλεση διάδικος δεν παραστεί ενώπιον του δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της προσφυγής που υποβλήθηκε από τον επισπεύδοντα, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11, ακόμη και εάν ο καθ' ου η εκτέλεση δεν έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος ενός από τα κράτη μέλη.

5. Η προσφυγή κατά της κήρυξης εκτελεστότητας ασκείται εντός προθεσμίας 30 ημερών από την επίδοση ή την κοινοποίησή της. Εάν ο καθ' ου η εκτέλεση έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος κράτους μέλους άλλου από εκείνο στο οποίο κηρύχθηκε η εκτελεστότητα, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής είναι 45 ημέρες από την ημέρα που έγινε η επίδοση ή η κοινοποίηση προσωπικά ή στην κατοικία του. Η προθεσμία δεν παρεκτείνεται λόγω αποστάσεως.

Άρθρο 33. Ένδικο μέσο κατά της απόφασης επί της προσφυγής.

Η απόφαση επί της προσφυγής μπορεί να προσβληθεί μόνο με το ένδικο μέσο που έχει γνωστοποιηθεί από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 71.

Άρθρο 34. Απόρριψη ή ανάκληση κήρυξης της εκτελεστότητας.

1. Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε προσφυγή σύμφωνα με τα άρθρα 32 ή 33 μπορεί να απορρίψει ή να ανακαλέσει την κήρυξη της εκτελεστότητας μόνον εφόσον συντρέχει λόγος από τους οριζόμενους στο άρθρο 24.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 32, παράγραφος 4, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 32 αποφαίνεται εντός προθεσμίας 90 ημερών αφ ης επελήφθη, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο λόγω εξαιρετικών περιστάσεων.

3. Το δικαστήριο που έχει επιληφθεί προσφυγής η οποία προβλέπεται στο άρθρο 33 αποφαίνεται συντόμως.

Άρθρο 35. Αναστολή της διαδικασίας.

Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ασκήθηκε προσφυγή σύμφωνα με τα άρθρα 32 ή 33 αναστέλλει τη διαδικασία, κατόπιν αιτήσεως του καθ' ου η εκτέλεση, εάν η εκτέλεση της απόφασης έχει ανασταλεί στο κράτος μέλος προέλευσης λόγω ασκήσεως προσφυγής.

Άρθρο 36. Προσωρινά και συντηρητικά μέτρα.

1. Όταν μια απόφαση πρέπει να αναγνωρισθεί σύμφωνα με το παρόν τμήμα, ο αιτών δύναται να ζητήσει προσωρινά ή συντηρητικά μέτρα προβλεπόμενα από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης χωρίς να απαιτείται να κηρυχθεί εκτελεστή η απόφαση δυνάμει του άρθρου 30.

2. Η κήρυξη της εκτελεστότητας εμπεριέχει αυτοδικαίως τη δυνατότητα λήψης συντηρητικών μέτρων.

3. Κατά τη διάρκεια της προθεσμίας άσκησης προσφυγής που προβλέπεται στο άρθρο 32 παράγραφος 5, κατά της κηρύξεως της εκτελεστότητας και έως ότου εκδοθεί απόφαση για την προσφυγή αυτή, μπορούν να λαμβάνονται μόνο συντηρητικά μέτρα επί της περιουσίας του καθ' ου η εκτέλεση διαδίκου.

Άρθρο 37. Εκτελεστότητα.

1. Εάν η αλλοδαπή απόφαση έκρινε επί πολλών αξιώσεων που έχουν σωρευθεί στην ίδια αγωγή και η εκτελεστότητα δεν μπορεί να κηρυχθεί για όλες, το δικαστήριο ή η αρμόδια αρχή κηρύσσει την εκτελεστότητα για μια ή περισσότερες από τις αξιώσεις.

2. Ο αιτών δύναται να ζητήσει την κήρυξη εκτελεστότητας για ορισμένα μόνο κεφάλαια μιας απόφασης.

Άρθρο 38. Καμία φορολογική επιβάρυνση ή τέλος.

Καμία φορολογική επιβάρυνση ή τέλος ανάλογα με την αξία της διαφοράς δεν επιβάλλεται στο κράτος μέλος εκτέλεσης κατά τη διαδικασία κήρυξης της εκτελεστότητας.

ΤΜΗΜΑ 3. Κοινές διατάξεις.

Άρθρο 39. Προσωρινή εκτελεστότητα.

Το δικαστήριο προέλευσης μπορεί να κηρύξει την απόφαση εκτελεστή, ανεξαρτήτως από ενδεχόμενη προσφυγή, ακόμη και αν το εθνικό δίκαιο δεν προβλέπει αυτοδίκαιη εκτελεστότητα.

Άρθρο 40. Επίκληση αναγνωρισμένης απόφασης.

1. Διάδικος ο οποίος επιθυμεί να επικαλεσθεί σε άλλο κράτος μέλος απόφαση αναγνωρισμένη κατά την έννοια του άρθρου 17 παράγραφος 1 ή σύμφωνα με το τμήμα 2, πρέπει να προσκομίζει αντίγραφο της απόφασης το οποίο να πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις γνησιότητας.

2. Εν ανάγκη, το δικαστήριο ενώπιον του οποίου γίνεται η επίκληση της αναγνωρισμένης απόφασης μπορεί να ζητήσει από τον διάδικο που προβαίνει στην επίκληση αυτή να προσκομίσει απόσπασμα χορηγηθέν από το δικαστήριο προέλευσης σύμφωνα με το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος Ι ή του παραρτήματος ΙΙ, ανάλογα με την περίπτωση. Το δικαστήριο προέλευσης εκδίδει αυτό το απόσπασμα κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε ενδιαφερομένου.

3. Ενδεχομένως, ο διάδικος που επικαλείται την αναγνωρισμένη απόφαση παρέχει μεταγραμματισμό ή μετάφραση του περιεχομένου του εντύπου που αναφέρεται στην παράγραφο 2 στην επίσημη γλώσσα του οικείου κράτους μέλους ή, εάν αυτό το κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, σε μία από τις επίσημες γλώσσες της δικαστικής διαδικασίας του τόπου όπου γίνεται επίκληση της αναγνωρισμένης απόφασης, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους, ή σε άλλη γλώσσα την οποία το οικείο κράτος μέλος έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να δηλώνει την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκτός από τη δική του ή τις δικές του, την οποία ή τις οποίες μπορεί να δεχθεί για τη συμπλήρωση του υποδείγματος εντύπου.

4. Η δυνάμει του παρόντος άρθρου μετάφραση πρέπει να πραγματοποιείται από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο να μεταφράζει σε ένα εκ των κρατών μελών.

Άρθρο 41. Διαδικασία και όροι εκτέλεσης.

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, η διαδικασία εκτέλεσης αποφάσεων που εκδόθηκαν σε άλλο κράτος μέλος διέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους της εκτέλεσης. Απόφαση που έχει εκδοθεί σε κράτος μέλος και είναι εκτελεστή στο κράτος μέλος εκτέλεσης εκτελείται υπό τους ίδιους όρους με τις αποφάσεις που εκδίδονται στο τελευταίο αυτό κράτος μέλος εκτέλεσης.

2. Ο διάδικος που επιδιώκει την εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε σε άλλο κράτος μέλος δεν απαιτείται να έχει, στο κράτος μέλος εκτέλεσης, ταχυδρομική διεύθυνση ούτε εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο, εκτός των αρμόδιων επί της διαδικασίας εκτέλεσης προσώπων.

Άρθρο 42. Μη επανεξέταση επί της ουσίας.

Σε καμία περίπτωση απόφαση εκδοθείσα σε κράτος μέλος δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο επανεξέτασης επί της ουσίας στο κράτος μέλος στο οποίο ζητείται η αναγνώριση, η κήρυξη της εκτελεστότητας ή η εκτέλεση.

Άρθρο 43. Ιεράρχηση δαπανών.

Η είσπραξη ενδεχόμενων δαπανών από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού δεν προηγείται της εισπράξεως διατροφής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V. ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΤΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ.

Άρθρο 44. Δικαίωμα νομικής αρωγής.

1. Οι διάδικοι σε διαφορά εμπίπτουσα στον παρόντα κανονισμό έχουν αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός άλλου κράτους μέλους, μεταξύ άλλων στις διαδικασίες εκτέλεσης και άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του παρόντος κεφαλαίου. Στις περιπτώσεις του κεφαλαίου VII, το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται η αίτηση εξασφαλίζει την αποτελεσματική αυτή πρόσβαση σε κάθε αιτούντα ο οποίος διαμένει στο αιτούν κράτος μέλος.

2. Προκειμένου να υπάρχει αυτή η αποτελεσματική πρόσβαση, τα κράτη μέλη παρέχουν τη νομική αρωγή σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, εκτός εάν εφαρμόζεται η παράγραφος 3.

3. Στις περιπτώσεις του κεφαλαίου VII, κράτος μέλος δεν υποχρεούται να παράσχει τη νομική αρωγή, εάν και στο βαθμό που οι διαδικασίες του επιτρέπουν στους διαδίκους να ενεργήσουν χωρίς να χρειάζεται η νομική αρωγή, και η κεντρική αρχή παρέχει τις απαιτούμενες υπηρεσίες δωρεάν.

4. Οι όροι παροχής της νομικής αρωγής δεν είναι αυστηρότεροι εκείνων που ισχύουν για τις αντίστοιχες εσωτερικές υποθέσεις.

5. Δεν επιβάλλεται καμία εγγυοδοσία ή κατάθεση χρηματικού ποσού, ανεξαρτήτως της ονομασίας τους, προς εξασφάλιση της πληρωμής των δαπανών σε δίκες σχετικά με υποχρεώσεις διατροφής.

Άρθρο 45. Περιεχόμενο της νομικής αρωγής.

1. Η νομική αρωγή που χορηγείται δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου αφορά την απαιτούμενη συνδρομή ώστε οι διάδικοι να είναι σε θέση να πληροφορούνται και να διεκδικούν τα δικαιώματά τους και προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι οι αιτήσεις τους, είτε μέσω των κεντρικών αρχών είτε απευθείας στις αρμόδιες αρχές, τυγχάνουν πλήρους και αποτελεσματικής διεκπεραίωσης. Η νομική αυτή αρωγή περιλαμβάνει κατά περίπτωση τα εξής: α) παροχή νομικών συμβουλών με σκοπό να επιτευχθεί διευθέτηση της διαφοράς πριν να κινηθεί δικαστική διαδικασία, β) νομική συνδρομή για την υποβολή υπόθεσης ενώπιον δικαστικής ή άλλης αρχής και εκπροσώπηση ενώπιον του δικαστηρίου, γ) απαλλαγή ή ανάληψη των δικαστικών εξόδων και των αμοιβών προσώπων στα οποία το δικαστήριο αναθέτει την εκτέλεση πράξεων κατά τη δίκη, δ) στα κράτη μέλη στα οποία ο ηττηθείς διάδικος βαρύνεται με τα έξοδα του αντιδίκου, εάν ο δικαιούχος της νομικής αρωγής ηττηθεί, αυτό περιλαμβάνει τα έξοδα του αντιδίκου εφόσον θα τα κάλυπτε σε περίπτωση που ο δικαιούχος της νομικής αρωγής είχε τη συνήθη διαμονή του στο κράτος μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου, ε) διερμηνεία, στ) μετάφραση των εγγράφων που απαιτούνται από το δικαστήριο ή την αρμόδια αρχή και προσκομίζονται από τον δικαιούχο της νομικής αρωγής, εφόσον είναι απαραίτητα για την επίλυση της διαφοράς, ζ) έξοδα μετακίνησης στα οποία υποβάλλεται ο δικαιούχος της νομικής αρωγής, εφόσον η αυτοπρόσωπη παρουσία στο δικαστήριο των προσώπων που εμπλέκονται στην εκδίκαση του αιτήματος του δικαιούχου επιβάλλεται από το δίκαιο ή από το δικαστήριο του εν λόγω κράτους μέλους και το δικαστήριο αποφασίσει ότι τα αφορώμενα πρόσωπα δεν δύνανται να μετάσχουν άλλως στη διαδικασία κατά τρόπο ικανοποιητικό για το δικαστήριο.

Άρθρο 46. Νομική αρωγή για τις αιτήσεις που υποβάλλονται μέσω των κεντρικών αρχών όσον αφορά τη διατροφή τέκνων.

1. Το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση χορηγεί νομική αρωγή για όλες τις αιτήσεις διατροφής οι οποίες απορρέουν από σχέση γονέα-τέκνου και αφορούν τέκνο ηλικίας κάτω του εικοστού πρώτου έτους, οι οποίες υποβάλλονται από τον δικαιούχο διατροφής δυνάμει του άρθρου 56.

2. Παρά την παράγραφο 1, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση μπορεί, όσον αφορά άλλες αιτήσεις εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 56, παράγραφος 1, στοιχεία α) και β), να αρνηθεί να χορηγήσει νομική αρωγή, εφόσον κρίνει ότι η αίτηση ή η ενδεχόμενη προσφυγή είναι προδήλως αβάσιμες.

Άρθρο 47. Υποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 46.

1. Στις υποθέσεις που δεν εμπίπτουν στο άρθρο 46 και με την επιφύλαξη των άρθρων 44 και 45, η νομική αρωγή μπορεί να χορηγείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις της εξέτασης της οικονομικής κατάστασης του αιτούντος ή του βάσιμου της αίτησης.

2. Παρά την παράγραφο 1, ο διάδικος ο οποίος στο κράτος μέλος προέλευσης έχει λάβει, εν όλω ή εν μέρει, νομική αρωγή ή έχει απαλλαγεί από τα έξοδα, δικαιούται, σε οποιαδήποτε διαδικασία αναγνώρισης, κήρυξης της εκτελεστότητας ή εκτέλεσης, να λαμβάνει ι την ευνοϊκότερη νομική αρωγή ή να τυγχάνει της πλέον εκτεταμένης απαλλαγής που προβλέπεται από το δίκαιο του κράτους μέλους εκτέλεσης.

3. Παρά την παράγραφο 1, ο διάδικος ο οποίος στο κράτος μέλος προέλευσης επωφελήθηκε δωρεάν διαδικασίας από διοικητική αρχή που απαριθμείται στο παράρτημα X δικαιούται, σε οποιαδήποτε διαδικασία αναγνώρισης, κήρυξης της εκτελεστότητας ή εκτέλεσης, να λαμβάνει νομική αρωγή σύμφωνα με την παράγραφο 2. Προς τούτο, προσκομίζει έγγραφο που έχει εκδώσει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης και το οποίο πιστοποιεί ότι πληροί τις οικονομικές προϋποθέσεις προκειμένου να μπορέσει να επωφεληθεί εν όλω ή εν μέρει της νομικής αρωγής ή απαλλαγής από έξοδα και δαπάνες. Οι αρχές που είναι αρμόδιες για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου απαριθμούνται στο παράρτημα ΧΙ. Το παράρτημα αυτό καταρτίζεται και τροποποιείται σύμφωνα με τη διαδικασία διαχειριστικής επιτροπής του άρθρου 73, παράγραφος 2.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI. ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑ ΈΓΓΡΑΦΑ.

Άρθρο 48. Εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στους δικαστικούς συμβιβασμούς και στα δημόσια έγγραφα.

1. Οι δικαστικοί συμβιβασμοί και τα δημόσια έγγραφα που έχουν εκτελεστό χαρακτήρα στο κράτος μέλος προέλευσης αναγνωρίζονται και εκτελούνται σε άλλο κράτος μέλος ως αποφάσεις, σύμφωνα με το κεφάλαιο ΙV.

2. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου εφαρμόζονται, εφόσον είναι αναγκαίο, στους δικαστικούς συμβιβασμούς και τα δημόσια έγγραφα.

3. Η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης χορηγεί, κατόπιν αιτήσεως οποιουδήποτε ενδιαφερομένου, απόσπασμα του δικαστικού συμβιβασμού ή του δημοσίου εγγράφου μέσω του τυποποιημένου εντύπου των παραρτημάτων Ι και ΙΙ, ή των παραρτημάτων ΙΙΙ και IV, ανάλογα με την περίπτωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VII. ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ.

Άρθρο 49. Καθορισμός εθνικών αρχών.

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει μια κεντρική αρχή στην οποία ανατίθενται τα καθήκοντα που επιβάλλει στις αρχές αυτές ο παρών κανονισμός.

2. Ομοσπονδιακό κράτος μέλος, κράτος μέλος με περισσότερα του ενός συστήματα δικαίου ή κράτος μέλος που περιλαμβάνει αυτόνομες εδαφικές ενότητες είναι ελεύθερα να ορίζουν περισσότερες της μιας κεντρικές αρχές και να εξειδικεύσουν την εδαφική ή προσωπική έκταση των καθηκόντων τους. Το κράτος μέλος που έχει ορίσει περισσότερες της μιας κεντρικές αρχές ορίζει εκείνη την κεντρική αρχή στην οποία θα απευθύνεται κάθε αλληλογραφία προς διαβίβαση στην αρμόδια κεντρική αρχή του κράτους αυτού. Σε περίπτωση που κοινοποίηση απευθυνθεί σε αναρμόδια κεντρική αρχή, τότε η τελευταία αυτή αρχή επιφορτίζεται να τη διαβιβάσει στην αρμόδια κεντρική αρχή και να ενημερώσει σχετικά τον αποστολέα.

3. Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 71 για καθορισμό της κεντρικής αρχής ή κεντρικών αρχών, τα στοιχεία τους και, κατά περίπτωση, την έκταση των καθηκόντων τους, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2.

Άρθρο 50. Γενικά καθήκοντα των κεντρικών αρχών.

1. Οι κεντρικές αρχές: α) συνεργάζονται μεταξύ τους, μεταξύ άλλων ανταλλάσσοντας πληροφορίες, και προάγουν τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών τους με σκοπό την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, β) επιδιώκουν κατά το δυνατόν την επίλυση των δυσχερειών που απορρέουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2. Οι κεντρικές αρχές λαμβάνουν μέτρα για τη διευκόλυνση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και την ενίσχυση της συνεργασίας τους. Για τον σκοπό αυτό, χρησιμοποιείται το ευρωπαϊκό δικαστικό δίκτυο για αστικές και εμπορικές υποθέσεις που δημιουργήθηκε από την απόφαση 2001/470/ΕΚ.

Άρθρο 51. Ειδικά καθήκοντα των κεντρικών αρχών.

1. Οι κεντρικές αρχές παρέχουν αρωγή σε σχέση με τις αιτήσεις δυνάμει του άρθρου 56. Ειδικότερα: α) διαβιβάζουν και παραλαμβάνουν τις εν λόγω αιτήσεις, β) κινούν ή διευκολύνουν την κίνηση διαδικασιών σε σχέση με τις αιτήσεις αυτές.

2. Όσον αφορά τις αιτήσεις αυτές, οι κεντρικές αρχές λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα ώστε: α) να παρέχουν νομική αρωγή ή να διευκολύνουν την παροχή της, οσάκις το απαιτούν οι περιστάσεις, β) να διευκολύνουν τον εντοπισμό του υπόχρεου ή του δικαιούχου διατροφής, ιδίως κατ' εφαρμογή των άρθρων 61, 62 και 63, γ) να διευκολύνουν την απόκτηση σχετικών πληροφοριών όσον αφορά τα εισοδήματα και, εφόσον απαιτείται, την περιουσιακή κατάσταση του υποχρέου ή του δικαιούχου διατροφής, συμπεριλαμβανομένου του εντοπισμού των περιουσιακών του στοιχείων, ιδίως κατ' εφαρμογή των άρθρων 61, 62 και 63, δ) να ενθαρρύνουν τους φιλικούς διακανονισμούς με στόχο την εκούσια καταβολή της διατροφής, κατά περίπτωση μέσω διαμεσολάβησης, συνδιαλλαγής ή ανάλογων διαδικασιών, ε) να διευκολύνουν την περαιτέρω εκτέλεση των αποφάσεων επί υποχρεώσεων διατροφής, συμπεριλαμβανομένων των τόκων υπερημερίας, στ) να διευκολύνουν τη συλλογή και την ταχεία μεταφορά των πληρωμών διατροφής, ζ) να διευκολύνουν την απόκτηση έγγραφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1206/2001, η) να παρέχουν συνδρομή για τη διαπίστωση συγγένειας εφόσον τούτο απαιτείται για την είσπραξη διατροφής, θ) να κινούν ή να διευκολύνουν την κίνηση διαδικασιών για την επίτευξη τυχόν απαραίτητων προσωρινών μέτρων εδαφικού χαρακτήρα, με τα οποία επιδιώκεται να εξασφαλισθεί το αποτέλεσμα εκκρεμούς αίτησης διατροφής, ι) να διευκολύνουν την κοινοποίηση ή επίδοση πράξεων, με την επιφύλαξη του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1393/2007.

3. Τα καθήκοντα της κεντρικής αρχής δυνάμει του παρόντος άρθρου είναι δυνατόν, στο βαθμό που αυτό προβλέπεται από το δίκαιο του οικείου κράτους μέλους, να ασκούνται από δημόσιους οργανισμούς ή οργανισμούς που υπόκεινται στην εποπτεία των αρμόδιων αρχών του εν λόγω κράτους μέλους. Ο διορισμός αυτών των δημόσιων ή άλλων οργανισμών καθώς και τα στοιχεία τους και η έκταση των καθηκόντων τους γνωστοποιούνται από κάθε κράτος μέλος στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 71.

4. Το παρόν άρθρο και το άρθρο 53 δεν επιβάλλουν σε καμία περίπτωση σε κεντρική αρχή υποχρέωση άσκησης εξουσίας εμπίπτουσας αποκλειστικά στις δικαστικές αρχές κατά το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Άρθρο 52. Πληρεξούσιο.

Η κεντρική αρχή ή το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση μπορούν να απαιτούν πληρεξούσιο από τον αιτούντα μόνο εφόσον ενεργούν εξ ονόματός του ενώπιον δικαστηρίου ή άλλων αρχών ή προκειμένου να ορίσουν αντιπρόσωπο προς τον σκοπό αυτό.

Άρθρο 53. Αιτήσεις για λήψη ειδικών μέτρων.

1. Κεντρική αρχή μπορεί να υποβάλει αιτιολογημένη αίτηση σε άλλη κεντρική αρχή για τη λήψη των κατάλληλων ειδικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 51 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ), ζ), η), θ) και ι), όταν δεν εκκρεμεί αίτηση δυνάμει του άρθρου 56. Η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα εφόσον κρίνει ότι απαιτούνται προκειμένου να διευκολυνθεί ο εν δυνάμει αιτών να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 56 ή να αποφασίσει κατά πόσον πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση.

2. Σε περίπτωση υποβολής αίτησης ενόψει μέτρων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχεία β) και γ), η κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση αναζητεί τις αιτηθείσες πληροφορίες, αν είναι αναγκαίο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 67. Εντούτοις, οι πληροφορίες που προβλέπονται στο άρθρο 61 παράγραφος 2 στοιχείο β), γ) και δ) μπορούν να αναζητούνται μόνον εάν ο δικαιούχος διατροφής προσκομίσει αντίγραφο απόφασης, δικαστικού συμβιβασμού ή δημοσίου εγγράφου προς εκτέλεση, συνοδευόμενο, ενδεχομένως, από το προβλεπόμενο στα άρθρα 20, 28 ή 48 απόσπασμα. Η κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση γνωστοποιεί τις πληροφορίες που έλαβε στην αιτούσα κεντρική αρχή. Εφόσον οι πληροφορίες αυτές ελήφθησαν σύμφωνα με το άρθρο 61, η γνωστοποίηση αυτή αφορά μόνον τη διεύθυνση του εν δυνάμει εναγομένου στο κράτος μέλος όπου υποβάλλεται η αίτηση. Στο πλαίσιο μιας αίτησης αναγνώρισης, αίτησης για κήρυξη της εκτελεστότητας ή αίτησης εκτέλεσης, η γνωστοποίηση αφορά επίσης την ύπαρξη απλώς και μόνον εισοδημάτων ή περιουσιακής κατάστασης του υπόχρεου στο κράτος αυτό. Εάν η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να δώσει την αιτούμενη πληροφορία, ενημερώνει σχετικώς και αμελλητί την αιτούσα κεντρική αρχή διευκρινίζοντας τους λόγους της αδυναμίας αυτής.

3. Κάθε κεντρική αρχή μπορεί επίσης να λαμβάνει ειδικά μέτρα, κατόπιν αιτήσεως άλλης κεντρικής αρχής, σε υπόθεση σχετικά με την είσπραξη διατροφής που εκκρεμεί στο αιτούν κράτος μέλος και εμπεριέχει το στοιχείο της αλλοδαπότητας.

4. Για τις υποβαλλόμενες δυνάμει του παρόντος άρθρου αιτήσεις, οι κεντρικές αρχές χρησιμοποιούν το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος V.

Άρθρο 54. Δαπάνες της κεντρικής αρχής.

1. Κάθε κεντρική αρχή αναλαμβάνει τις δαπάνες της που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2. Οι κεντρικές αρχές δεν μπορούν να επιβαρύνουν τους αιτούντες για την παροχή των υπηρεσιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, εκτός εάν τούτο απαιτείται λόγω έκτακτων δαπανών που απορρέουν από αίτηση λήψης ειδικού μέτρου δυνάμει του άρθρου 53. Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, οι δαπάνες εντοπισμού του υπόχρεου δεν θεωρούνται έκτακτες.

3. Η κεντρική αρχή προς την οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν δύναται να ανακτά τις έκτακτες δαπάνες για τις υπηρεσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση του αιτούντος για την παροχή των συγκεκριμένων υπηρεσιών με τη σχετική επιβάρυνση.

Άρθρο 55. Αίτηση μέσω των κεντρικών αρχών.

Κάθε αίτηση δυνάμει του παρόντος κεφαλαίου διαβιβάζεται μέσω της κεντρικής αρχής του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει ο αιτών στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Άρθρο 56. Διαθέσιμες αιτήσεις.

1. Δικαιούχος διατροφής που επιδιώκει την είσπραξη διατροφής δυνάμει του παρόντος κανονισμού δύναται να υποβάλλει τις ακόλουθες αιτήσεις: α) την αναγνώριση απόφασης ή την αναγνώριση και την κήρυξη της εκτελεστότητας απόφασης, β) την εκτέλεση απόφασης που έχει ληφθεί ή αναγνωρισθεί στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, γ) τη λήψη απόφασης στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση εφόσον δεν υφίσταται απόφαση, μεταξύ άλλων όταν απαιτείται για τη διαπίστωση συγγένειας, δ) τη λήψη απόφασης στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση όταν δεν είναι δυνατή η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας απόφασης που έχει ληφθεί σε άλλο κράτος εκτός του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, ε) την τροποποίηση απόφασης που έχει ληφθεί στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, στ) την τροποποίηση απόφασης που έχει ληφθεί σε κράτος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

2. Υπόχρεος διατροφής κατά του οποίου έχει εκδοθεί απόφαση περί διατροφής δικαιούται να υποβάλλει τις ακόλουθες αιτήσεις: α) την αναγνώριση απόφασης που έχει αποτέλεσμα την αναστολή ή τον περιορισμό της εκτέλεσης προηγούμενης απόφασης στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, β) την τροποποίηση απόφασης που έχει ληφθεί στο κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση, γ) την τροποποίηση απόφασης που έχει ληφθεί σε κράτος άλλο από το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

3. Όσον αφορά τις αιτήσεις δυνάμει του παρόντος άρθρου, η νομική συνδρομή και η εκπροσώπηση που αναφέρονται στο άρθρο 45, στοιχείο β) παρέχονται από την κεντρική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Η κεντρική αρχή παρέχει αυτή τη συνδρομή και την εκπροσώπηση είτε απευθείας είτε μέσω δημόσιων αρχών ή άλλων οργανισμών ή προσώπων.

4. Εάν δεν προβλέπεται άλλως στον παρόντα κανονισμό, οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 διέπονται από το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση και από τις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 57. Περιεχόμενο των αιτήσεων.

1. Κάθε αίτηση προβλεπομένη δυνάμει του άρθρου 56 υποβάλλεται χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος VI ή του παραρτήματος VII, ανάλογα με την περίπτωση.

2. Όλες οι αιτήσεις δυνάμει του άρθρου 56 περιλαμβάνουν τουλάχιστον: α) μνεία της φύσης της αίτησης ή των αιτήσεων, β) το όνομα και τα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης της διεύθυνσης, του αιτούντος καθώς και την ημερομηνία γέννησής του, γ) το όνομα και, εφόσον είναι γνωστά, τη διεύθυνση και την ημερομηνία γέννησης του υπόχρεου διατροφής, δ) το όνομα και την ημερομηνία γέννησης οποιουδήποτε προσώπου του οποίου επιδιώκεται η διατροφή, ε) τους λόγους στους οποίους βασίζεται η αίτηση, στ) εάν η αίτηση υποβάλλεται από δικαιούχο διατροφής, πληροφορίες σχετικά με τον τόπο αποστολής ή ηλεκτρονικής μεταβίβασης της διατροφής, ζ) το όνομα ή την ονομασία και τα στοιχεία του υπεύθυνου για τη διεκπεραίωση της αίτησης προσώπου ή μονάδας της κεντρικής αρχής του αιτούντος κράτους μέλους.

3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στοιχείο β), η προσωπική διεύθυνση του αιτούντος μπορεί να αντικαταθίσταται από άλλη διεύθυνση σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον δεν απαιτείται από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση η προσωπική διεύθυνση του αιτούντος για την κίνηση των απαιτούμενων διαδικασιών.

4. Εν ανάγκη και εφόσον είναι γνωστά, η αίτηση περιλαμβάνει επιπλέον: α) την οικονομική κατάσταση του δικαιούχου διατροφής, β) την οικονομική κατάσταση του υπόχρεου διατροφής, μεταξύ άλλων το όνομα και τη διεύθυνση του εργοδότη του καθώς και τη φύση των περιουσιακών στοιχείων του υπόχρεου και τον τόπο στον οποίο ευρίσκονται, γ) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες που ενδέχεται να διευκολύνουν τον εντοπισμό του υπόχρεου διατροφής.

5. Η αίτηση συνοδεύεται από οποιεσδήποτε αναγκαίες πληροφορίες ή τεκμηρίωση, μεταξύ άλλων, ενδεχομένως, τεκμηρίωση σχετικά με το δικαίωμα του αιτούντος για χορήγηση νομικής αρωγής. Οι αιτήσεις του άρθρου 56, παράγραφος 1, σημεία α) και β) και παράγραφος 2 σημείο α) συνοδεύονται, κατά περίπτωση, μόνο από τα έγγραφα που απαριθμούνται στα άρθρα 20, 28, 26 ή 48 ή στο άρθρο 25 της σύμβασης της Χάγης του 2007.

Άρθρο 58. Διαβίβαση, παραλαβή και διεκπεραίωση των αιτήσεων και δικογραφιών μέσω των κεντρικών αρχών.

1. Η κεντρική αρχή του αιτούντος κράτους μέλους παρέχει συνδρομή στον αιτούντα ώστε να εξασφαλισθεί ότι η αίτηση θα συνοδεύεται από όλες τα έγγραφα και τις πληροφορίες που γνωρίζει η αρχή αυτή ότι απαιτούνται προκειμένου να εξετασθεί η αίτηση.

2. Η κεντρική αρχή του αιτούντος κράτους μέλους, όταν κρίνει ότι η αίτηση πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, τη διαβιβάζει στην κεντρική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

3. Η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση εκδίδει αποδεικτικό παραλαβής, εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος VIΙΙ, και ενημερώνει την κεντρική αρχή του αιτούντος κράτους μέλους ως προς τις αρχικές ενέργειες στις οποίες προέβη ή θα προβεί όσον αφορά την αίτηση μπορεί να ζητάει ενδεχομένως και άλλα συμπληρωματικά έγγραφα και πληροφορίες. Εντός της αυτής προθεσμίας των τριάντα ημερών, η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει στην αιτούσα κεντρική αρχή το όνομα ή την ονομασία και τα στοιχεία του προσώπου ή της μονάδας που έχουν αναλάβει να απαντούν στις ερωτήσεις όσον αφορά την πρόοδο της αίτησης.

4. Εντός προθεσμίας εξήντα ημερών από την ημερομηνία του αποδεικτικού παραλαβής, η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα κεντρική αρχή σχετικά με την πορεία της αίτησης.

5. Οι αιτούσες κεντρικές αρχές και οι κεντρικές αρχές στις οποίες υποβάλλονται οι αιτήσεις αλληλοενημερώνονται όσον αφορά: α) το υπεύθυνο πρόσωπο ή μονάδα για συγκεκριμένη υπόθεση, β) την πρόοδο της υπόθεσης και απαντούν εγκαίρως στις υποβαλλόμενες ερωτήσεις.

6. Οι κεντρικές αρχές διεκπεραιώνουν τις υποθέσεις όσο ταχύτερα τους επιτρέπει η κατάλληλη εξέταση των οικείων θεμάτων.

7. Οι κεντρικές αρχές χρησιμοποιούν τους ταχύτερους και αποτελεσματικότερους τρόπους επικοινωνίας που διαθέτουν.

8. Η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί να τη διεκπεραιώσει μόνο εάν η εν λόγω αίτηση δεν πληροί προδήλως τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, η εν λόγω κεντρική αρχή ενημερώνει αμελλητί την αιτούσα κεντρική αρχή για τους λόγους άρνησης, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος IΧ.

9. Η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν μπορεί να την απορρίψει αποκλειστικά για τον λόγο ότι απαιτούνται συμπληρωματικά έγγραφα ή πληροφορίες. Ωστόσο, η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει από την αιτούσα κεντρική αρχή να παράσχει αυτά τα συμπληρωματικά έγγραφα ή πληροφορίες. Εάν η αιτούσα κεντρική αρχή δεν ανταποκριθεί εντός ενενήντα ημερών ή εντός μεγαλύτερης προθεσμίας την οποία τάσσει η κεντρική αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, η τελευταία αυτή κεντρική αρχή μπορεί να αποφασίσει να μην προβεί πλέον στη διεκπεραίωση της αίτησης. Στην περίπτωση αυτή, ενημερώνει την αιτούσα κεντρική αρχή για την άρνησή της, χρησιμοποιώντας το τυποποιημένο έντυπο του παραρτήματος IΧ.

Άρθρο 59. Γλώσσες.

1. Το έντυπο της αίτησης συμπληρώνεται στην επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση ή, εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος έχει περισσότερες από μία επίσημες γλώσσες, στην επίσημη ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του τόπου της οικείας κεντρικής αρχής ή σε άλλη επίσημη γλώσσα των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την οποία το προαναφερόμενο κράτος μέλος έχει δηλώσει ότι μπορεί να δεχθεί, εκτός εάν η κεντρική αρχή αυτού του κράτους μέλους θεωρήσει περιττή τη μετάφραση.

2. Τα έγγραφα που συνοδεύουν το έντυπο της αίτησης μεταφράζονται στη συγκεκριμένη γλώσσα σύμφωνα με την παράγραφο 1 μόνον εφόσον η μετάφραση είναι αναγκαία για να παρασχεθεί η αιτούμενη συνδρομή, με την επιφύλαξη των άρθρων 20, 28, 40 και 66.

3. Οποιαδήποτε άλλη επικοινωνία μεταξύ κεντρικών αρχών πραγματοποιείται στη γλώσσα που έχει καθορισθεί σύμφωνα με την παράγραφο 1, εκτός εάν οι κεντρικές αρχές συμφωνήσουν άλλως.

Άρθρο 60. Συνεδριάσεις.

1. Οι κεντρικές αρχές, για να διευκολύνουν την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συνεδριάζουν τακτικά.

2. Η σύγκληση των συνεδριάσεων αυτών γίνεται σύμφωνα με την απόφαση 2001/470/ΕΚ.

Άρθρο 61. Πρόσβαση των κεντρικών αρχών στις πληροφορίες.

1. Σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο παρόν άρθρο και κατ' εξαίρεση από το άρθρο 51, παράγραφος 4, η κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση χρησιμοποιεί κάθε κατάλληλο και εύλογο μέσο για να εξασφαλίσει τις πληροφορίες της παραγράφου 2 οι οποίες είναι αναγκαίες για τη λήψη, την τροποποίηση, την αναγνώριση, την κήρυξη της εκτελεστότητας ή την εκτέλεση αποφάσεως σε συγκεκριμένη υπόθεση. Οι κρατικές αρχές ή οι διοικήσεις οι οποίες, στο πλαίσιο των συνήθων δραστηριοτήτων τους, κατέχουν, εντός του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, τις πληροφορίες της παραγράφου 2 και είναι υπεύθυνες για την επεξεργασία τους κατά την έννοια της οδηγίας 95/46/ΕΚ, τις παρέχουν, με την επιφύλαξη των περιορισμών που δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης, στην κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση, κατόπιν αιτήσεως, στις περιπτώσεις που αυτή δεν έχει άμεση πρόσβαση στις εν λόγω πληροφορίες. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίζουν τις κρατικές αρχές ή διοικήσεις που είναι αρμόδιες να παρέχουν στην κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2. Εφόσον κράτος μέλος προβαίνει στον ορισμό αυτό, μεριμνά ώστε να υπάρχει δυνατότητα προσφυγής στις αρχές και διοικήσεις που επέλεξε από την κεντρική του αρχή, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, όσον αφορά τις αιτηθείσες πληροφορίες. Κάθε άλλο νομικό πρόσωπο που κατέχει, στο πλαίσιο του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση, τις πληροφορίες της παραγράφου 2 και είναι υπεύθυνο για την επεξεργασία τους, κατά την έννοια της οδηγίας 95/46/ΕΚ, τις παρέχει στην κεντρική αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση εφόσον του το επιτρέπει το δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η αίτηση. Η κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση διαβιβάζει, εφόσον απαιτείται, τις κατΆ αυτόν τον τρόπο ληφθείσες πληροφορίες στην αιτούσα κεντρική αρχή.

2. Οι αναφερόμενες στο παρόν άρθρο πληροφορίες είναι εκείνες που κατέχουν ήδη οι αρχές, διοικήσεις ή πρόσωπα της παραγράφου 1. Πρέπει να είναι ενδεδειγμένες, συναφείς προς την υπόθεση και όχι υπέρμετρες και να αφορούν τα εξής: α) τη διεύθυνση του υπόχρεου ή του δικαιούχου διατροφής, β) το εισόδημα του υπόχρεου, γ) τα στοιχεία του εργοδότη του υπόχρεου και/ή του ή των τραπεζικών λογαριασμών του υπόχρεου, δ) τα περιουσιακά στοιχεία του υπόχρεου. Για τη λήψη ή την τροποποίηση απόφασης, μόνο οι πληροφορίες που προβλέπονται στο στοιχείο α) μπορούν να ζητούνται από την κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση). Για την αναγνώριση, την κήρυξη εκτελεστότητας ή την εκτέλεση απόφασης μπορούν να ζητούνται από την κεντρική αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση όλες οι πληροφορίες που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο. Ωστόσο, οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο στοιχείο δ) μπορούν να ζητούνται από την αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση μόνο εάν οι πληροφορίες που απαριθμούνται στα στοιχεία β) και γ) δεν επαρκούν για την εκτέλεση της απόφασης.

'Αρθρο 62. Διαβίβαση και χρήση των πληροφοριών.

1. Οι κεντρικές αρχές διαβιβάζουν, στο πλαίσιο του κράτους μέλους, κατά περίπτωση, τις πληροφορίες του άρθρου 61, παράγραφος 2 στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, στις αρμόδιες για την επίδοση ή κοινοποίηση των εγγράφων αρχές και στις αρχές που είναι αρμόδιες για την εκτέλεση της απόφασης.

2. Κάθε δικαστική ή άλλη αρχή στην οποία διαβιβάζονται πληροφορίες σύμφωνα με το άρθρο 61 μπορεί να τις χρησιμοποιεί μόνο για τη διευκόλυνση της είσπραξης των αξιώσεων διατροφής. Εκτός από τις πληροφορίες που αφορούν την ύπαρξη αυτής καθαυτής της διεύθυνσης, του εισοδήματος ή του περιουσιακού στοιχείου εντός του κράτους προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, οι πληροφορίες του άρθρου 61, παράγραφος 2 δεν ανακοινώνονται στο πρόσωπο το οποίο απευθύνθηκε στην αιτούσα κεντρική αρχή, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των δικονομικών κανόνων ενώπιον δικαστηρίου.

3. Αρχή η οποία επεξεργάζεται πληροφορίες οι οποίες της κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 61, δεν μπορεί να τις αποθηκεύει πέρα από την περίοδο που είναι αναγκαία για τους σκοπούς για τους οποίους διαβιβάσθηκαν.

4. Κάθε αρχή που επεξεργάζεται πληροφορίες οι οποίες της κοινοποιούνται σύμφωνα με το άρθρο 61 διασφαλίζει την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών αυτών σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο.

Άρθρο 63. Ενημέρωση του υποκειμένου των δεδομένων.

1. Η ενημέρωση του υποκείμενου των δεδομένων σχετικά με τη γνωστοποίηση του συνόλου ή μέρους των πληροφοριών γίνεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

2. Αν η ενημέρωση αυτή ενδέχεται να θίξει την πραγματική είσπραξη της αξίωσης διατροφής, είναι δυνατόν να αναβάλλεται για χρονικό διάστημα το οποίο δεν υπερβαίνει τις 90 ημέρες από την ημερομηνία κατά την οποία οι πληροφορίες παρασχέθησαν στην κεντρική αρχή στην οποία απευθύνεται η αίτηση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VIII. ΔΗΜΟΣΙΟΙ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ.

Άρθρο 64. Δημόσιοι οργανισμοί ως αιτούντες.

1. Για τους σκοπούς μιας αίτησης αναγνώρισης και κήρυξης της εκτελεστότητας ή εκτέλεσης αποφάσεων, ο όρος "δικαιούχος διατροφής" περιλαμβάνει και το δημόσιο οργανισμό που ενεργεί εξ ονόματος προσώπου το οποίο δικαιούται διατροφή ή τον οργανισμό στον οποίο πρέπει να επιστραφούν επιδόματα που χορηγήθηκαν αντί διατροφής.

2. Το δικαίωμα δημόσιου οργανισμού να ενεργεί εξ ονόματος προσώπου το οποίο δικαιούται διατροφή ή να επιδιώκει την επιστροφή επιδομάτων που χορηγήθηκαν στο δικαιούχο αντί διατροφής διέπεται από το δίκαιο στο οποίο υπάγεται ο οργανισμός.

3. Δημόσιος οργανισμός μπορεί να επιδιώκει την αναγνώριση και την κήρυξη της εκτελεστότητας ή να ζητάει την εκτέλεση: α) απόφασης κατά υπόχρεου κατόπιν αιτήσεως δημόσιου οργανισμού ο οποίος ζητάει την επιστροφή επιδομάτων που χορηγήθηκαν αντί διατροφής, β) απόφασης εκδοθείσας μεταξύ δικαιούχου και οφειλέτη διατροφής μέχρι του ύψους των επιδομάτων που χορηγήθηκαν στο δικαιούχο αντί διατροφής.

4. Δημόσιος οργανισμός που επιδιώκει την αναγνώριση και την κήρυξη της εκτελεστότητας ή ζητάει την εκτέλεση απόφασης προσκομίζει, κατόπιν αιτήσεως, οιοδήποτε έγγραφο απαιτείται προκειμένου να θεμελιώσει το δικαίωμά του δυνάμει της παραγράφου 2 και να αποδείξει ότι χορήγησε επιδόματα στο δικαιούχο διατροφής.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΧ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.

Άρθρο 65. Επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση.

Δεν απαιτείται καμία επικύρωση ή άλλη ανάλογη διατύπωση στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 66. Μετάφραση των δικαιολογητικών.

Με την επιφύλαξη των άρθρων 20, 28 και 40, το επιληφθέν δικαστήριο μπορεί να ζητάει από τους διαδίκους να προσκομίσουν τη μετάφραση των δικαιολογητικών εγγράφων τα οποία έχουν συνταχθεί σε γλώσσα άλλη από τη γλώσσα της διαδικασίας μόνο εάν θεωρεί τη μετάφραση αυτή αναγκαία για την έκδοση της απόφασης ή για να κατοχυρωθούν τα δικαιώματα υπεράσπισης.

Άρθρο 67. Είσπραξη των εξόδων.

Με την επιφύλαξη του άρθρου 54, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να ανακτά τα έξοδα από τον ηττηθέντα διάδικο που επωφελήθηκε από τη νομική αρωγή δυνάμει του άρθρου 46, κατ' εξαίρεση και εφόσον τούτο επιτρέπεται από την οικονομική του κατάσταση.

Άρθρο 68. Σχέσεις με άλλες κοινοτικές πράξεις.

1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 75, παράγραφος 2, ο παρών κανονισμός τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 44/2001 αντικαθιστώντας τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού που είναι εφαρμοστέες στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής.

2. Ο παρών κανονισμός αντικαθιστά, στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής, τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 805/2004, εκτός όσον αφορά τους ευρωπαϊκούς εκτελεστούς τίτλους για υποχρεώσεις διατροφής που έχει εκδώσει κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007.

3. Στον τομέα των υποχρεώσεων διατροφής ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 2003/8/ΕΚ, με την επιφύλαξη του κεφαλαίου V.

4. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 69. Σχέση με τις ισχύουσες διεθνείς συμβάσεις και συμφωνίες.

1. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή διμερών και πολυμερών συμβάσεων ή συμφωνιών των οποίων ένα ή περισσότερα κράτη μέλη είναι μέρη κατά τον χρόνο έκδοσης του παρόντος κανονισμού και οι οποίες διέπουν θέματα τα οποία ρυθμίζονται με τον παρόντα κανονισμό, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών δυνάμει του άρθρου 307 της συνθήκης.

2. Παρά την παράγράφο 1και με την επιφύλαξη της παραγράφου 3, ο παρών κανονισμός υπερισχύει, μεταξύ των κρατών μελών, των συμβάσεων και συμφωνιών που αφορούν τα ρυθμιζόμενα από τον παρόντα κανονισμό θέματα και στις οποίες τα κράτη μέλη είναι μέρη.

3. Ο παρών κανονισμός δεν εμποδίζει την εφαρμογή της σύμβασης της 23ης Μαρτίου 1962 μεταξύ της Σουηδίας, της Δανίας, της Φινλανδίας, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για την είσπραξη αξιώσεων διατροφής από τα κράτη μέλη που είναι μέρη της, δεδομένου ότι η εν λόγω σύμβαση προβλέπει όσον αφορά την αναγνώριση, την εκτελεστότητα και την εκτέλεση αποφάσεων: α) απλουστευμένες και εσπευσμένες διαδικασίες για την εκτέλεση αποφάσεων σε υποθέσεις διατροφής, και β) ευνοϊκότερη νομική αρωγή από αυτή που προβλέπεται στο κεφάλαιο V του παρόντος κανονισμού. Εντούτοις, η εφαρμογή της εν λόγω Συμβάσεως δεν μπορεί να στερήσει τον εναγόμενο από την προστασία που του προσφέρουν τα άρθρα 19 και 21 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 70. Διαθέσιμες πληροφορίες για το κοινό.

Τα κράτη μέλη παρέχουν, στα πλαίσια του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που δημιουργήθηκε με την απόφαση 2001/470/ΕΚ, τις ακόλουθες πληροφορίες για τη διάθεσή τους στο κοινό: α) περιγραφή των εθνικών νομοθεσιών και διαδικασιών όσον αφορά τις υποχρεώσεις διατροφής, β) περιγραφή των ληφθέντων μέτρων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων δυνάμει του άρθρου 51, γ) περιγραφή του τρόπου με τον οποίο εξασφαλίζεται αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, όπως απαιτείται από το άρθρο 44, δ) περιγραφή των εθνικών κανόνων και διαδικασιών εκτέλεσης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με οποιουσδήποτε περιορισμούς της εκτέλεσης, ιδίως διατάξεις περί προστασίας του υπόχρεου διατροφής και προθεσμίες παραγραφής. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν διαρκώς τις σχετικές πληροφορίες.

Άρθρο 71. Πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία των αρμόδιων αρχών και τις γλώσσες.

1. Το αργότερο έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2010, τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή: α) τις ονομασίες και τα στοιχεία των δικαστηρίων ή των αρχών που είναι αρμόδια να εξετάζουν τις αιτήσεις για κήρυξη της εκτελεστότητας σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 1 και τις προσφυγές κατά αποφάσεων εκδοθεισών επί των αιτήσεων αυτών σύμφωνα με το άρθρο 32 παράγραφος 2· β) το ένδικο μέσο που προβλέπονται στο άρθρο 33· γ) τη διαδικασία ελέγχου για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 19, καθώς επίσης τις ονομασίες και τα στοιχεία των αρμόδιων δικαστηρίων· δ) τις ονομασίες και τα στοιχεία των κεντρικών αρχών τους και, κατά περίπτωση, την έκταση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 3· ε) τις ονομασίες και τα στοιχεία των δημόσιων ή άλλων οργανισμών και, κατά περίπτωση, την έκταση των καθηκόντων τους, σύμφωνα με το άρθρο 51 παράγραφος 3· στ) τις ονομασίες και τα στοιχεία των αρχών που είναι αρμόδιες σε θέματα εκτέλεσης για τους σκοπούς του άρθρου 21· ζ) τις γλώσσες που γίνονται δεκτές για τη μετάφραση των εγγράφων σύμφωνα με τα άρθρα 20, 28 και 40· η) τη γλώσσα ή τις γλώσσες που έχουν γίνει δεκτές από τις κεντρικές αρχές τους για την επικοινωνία με τις άλλες κεντρικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 59. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε μεταγενέστερη τροποποίηση των πληροφοριών αυτών.

2. Η Επιτροπή δημοσιεύει τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν, σύμφωνα με την παράγραφο 1, στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πλην των διευθύνσεων και των λοιπών στοιχείων επαφής των δικαστηρίων και των αρχών που αναφέρονται στα στοιχεία α), γ) και στ).

3. Η Επιτροπή μεριμνά ώστε το κοινό να λαμβάνει γνώση όλων των πληροφοριών που γνωστοποιούνται δυνάμει της παραγράφου 1 πληροφοριών, με κάθε άλλο πρόσφορο τρόπο, ιδίως μέσω του ευρωπαϊκού δικαστικού δικτύου για αστικές και εμπορικές υποθέσεις, το οποίο δημιουργήθηκε με την απόφαση 2001/470/ΕΚ.

Άρθρο 72. Τροποποίηση των εντύπων.

Οποιαδήποτε τροποποίηση των εντύπων του παρόντος κανονισμού υιοθετείται σύμφωνα με τη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής που προβλέπεται στο άρθρο 73 παράγραφος 3.

Άρθρο 73. Επιτροπή.

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή που δημιουργήθηκε από το άρθρο 70 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2201/2003.

2. Σε περίπτωση που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 4 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ. Η προθεσμία που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3 της απόφασης 1999/468/ΕΚ ορίζεται τρίμηνη. 3. Στην περίπτωση που γίνεται μνεία της παρούσας παραγράφου, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ.

Άρθρο 74. Ρήτρα αναθεώρησης.

Το αργότερο πέντε έτη από την ημερομηνία εφαρμογής που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 76, τρίτο εδάφιο, η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων αξιολόγησης της πρακτικής εμπειρίας που αποκτήθηκε κατά τη διοικητική συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών, ιδίως αναφορικά με την πρόσβαση των αρχών αυτών στις πληροφορίες που κατέχουν οι δημόσιες αρχές και οι διοικήσεις, και εκτίμησης της λειτουργίας της διαδικασίας αναγνώρισης, κήρυξης της εκτελεστότητας και εκτέλεσης των αποφάσεων που εκδόθηκαν σε κράτος μέλος το οποίο δεν δεσμεύεται από το Πρωτόκολλο της Χάγης του 2007. Εφόσον απαιτείται, η έκθεση συνοδεύεται από προτάσεις προσαρμογής.

Άρθρο 75. Μεταβατικές διατάξεις.

1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται μόνο σε διαδικασίες που έχουν κινηθεί, σε δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και σε δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί μετά την ημερομηνία εφαρμογής του, υπό την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3.

2. Τα τμήματα 2 και 3 του κεφαλαίου ΙV εφαρμόζονται: α) στις αποφάσεις που εκδίδονται στα κράτη μέλη πριν από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και των οποίων η αναγνώριση και η κήρυξη της εκτελεστότητας ζητούνται μετά αυτή την ημερομηνία, β) στις αποφάσεις που εκδίδονται μετά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού κατόπιν διαδικασίας που έχει κινηθεί πριν από αυτή την ημερομηνία, εφόσον οι αποφάσεις αυτές αφορούν, για τους σκοπούς της αναγνώρισης και της εκτέλεσης, τον τομέα εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 44/2001. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 44/2001 εξακολουθεί να ισχύει για τις διαδικασίες αναγνώρισης και εκτέλεσης που ευρίσκονται εν εξελίξει κατά την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού. Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, στους δικαστικούς συμβιβασμούς που έχουν εγκριθεί ή συναφθεί και στα δημόσια έγγραφα που έχουν συνταχθεί στα κράτη μέλη.

3. Το κεφάλαιο VΙΙ σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ κεντρικών αρχών εφαρμόζεται στις αιτήσεις που παρελήφθησαν από την κεντρική αρχή, αρχής γενομένης από την ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 76. Έναρξη ισχύος.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το άρθρο 2 παράγραφος 2, το άρθρο 47 παράγραφος 3, και τα άρθρα 71, 72 και 73 εφαρμόζονται από τις 18 Σεπτεμβρίου 2010. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται, με την εξαίρεση των διατάξεων που αναφέρονται στο δεύτερο εδάφιο, από τις 18 Ιουνίου 2011, με την επιφύλαξη ότι το πρωτόκολλο της Χάγης του 2007 είναι εφαρμοστέο στην Κοινότητα αυτήν την ημερομηνία. Άλλως, ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται από την ημερομηνία εφαρμογής του εν λόγω πρωτοκόλλου στην Κοινότητα. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα στα κράτη μέλη σύμφωνα με τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

Βρυξέλλες, 18 Δεκεμβρίου 2008.

Επικοινωνία

Θεσσαλονίκη

Πολυτεχνείου 21 (6ος Όροφος), 54626

2310525720

Αθήνα

Σολωμού 58 και Πατησίων (6ος Όροφος), 10682

2103810723

Για να σας παρέχουμε την καλύτερη online εμπειρία, χρησιμοποιούμε cookies.